του Παντελή Σαββίδη
Ηκριτική μας στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης (και αυτής της κυβέρνησης, διότι γίνεται σε όλες) είναι σκληρή, μας λένε. Και το επιχείρημά τους είναι: αν δεν θέλετε την πολιτική της προσέγγισης, τι θέλετε, πόλεμο;
Αυτό το απλοϊκό δίλημμα χρησιμοποιούν και οι κυβερνήσεις για να δελεάσουν την κοινή γνώμη και να αντιμετωπίσουν την κριτική που τις γίνεται.
Όλες οι κυβερνήσεις κάτω απο την πίεση που δέχονται είτε απο τον διεθνή πράγοντα είτε απο την Τουρκία προσπαθούν να ελιχθούν παρουσιάζοντας προσεγγίσεις που περιέχουν ελληνικές υποχωρήσεις.
Μέσα στην πολυπλοκότητα του δικαίου αλλά και των τετελεσμένων που διαμορφώνονται οι παραχωρήσεις εμφανίζονται ως μηδανιμές και ως κάτι σύνηθες στις διεθνείς σχέσεις.
Μόνο που στην ελληνοτουρκική περίπτωση, απο το 1973, εκείνο που επιχειρείται να συζητηθεί και να μοιρασθεί είναι κάτι που ανήκει στην Ελλάδα. Και η Αθήνα, δε θέτει στο τραπέζι, ούτε ως διαπραγματευτική τακτική, τίποτε απο όσα θα μπορούσε να εγείρει και η Ελλάδα ως τουρκικές παραβιάσεις συμφωνηθέντων. (Ίμβρος, Τένεδος κλπ). Ο λόγος; Να μην χαρακτηρισθει η χώρα αναθεωρητική δύναμη.
Βρισκόμαστε, δηλαδή, μπροστά σε ένα φαινόμενο να απαιτείται, απο την Τουρκία “μοιρασιά” ελληνικής κυριαρχίας και ελληνικών δικαιωμάτων και οι ελληνικές κυβερνήσεις να μην μπορούν να διασφαλίσουν τα ελληνικά δικαιώματα και την κυριαρχία παρά μόνο με παραχωρήσεις που θα παρουσιασθούν με ρητορικούς ελιγμούς ή με διπλωματικές ευελιξίες ως κάτι αναγκαίο που επιβάλλεται να γίνει απο την πολιτική αρχών που ακολουθεί η χώρα. Και το ερώτημα είναι: πως αντιμετωπίζεις την πολιτική μιας τέτοιας κυβέρνησης;
Αν σταθείς κριτικά απέναντί της, η άλλη λύση είναι ο πόλεμος;
Βεβαίως όχι.
Κατ αρχας οι ελληνικές κυβερνήσεις απο το 1973 που η Τουρκία άρχισε να αμφιβητεί την ελληνική υφαλοκρηπίδα και τα ελληνικά δικαιώματα στο Αιγαίο, είχαν τον χρόνο να ετοιμάσουν την χώρα ώστε σήμερα κανείς να μην διενοείτο να προβάλει αμφισβητήσεις.
Δεν το έκαναν. Αυτή η αδιαφορία δεν ήταν στιγμιαία. Είναι διαχρονική. Προετοιμασία της χώρας δεν σημαίνει, απλώς, ότι αγοράζω όπλα. Αλλά διαμορφώνω και το ηθικό στην κοινωνία και το στρατό και μια λογική αποφασιστικότητας στο πολιτικό σύστημα που λειτουργούν ως αποτρεπτικοί παράγοντες στον εχθρό.
Μέχρι σήμερα έχει συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Ο εχθρός έχει την αίσθηση ότι ούτε το πολιτικό σύστημα, ούτε η κοινωνία είναι διατεθειμένα να μπούν σε περιπέτειες στρατωτικής κλιμάκωσης. Άρα η όποια αποτροπή δεν είναι πειστική. Όσοι θέτουν το δίλημμα “παραχωρήσεις ή τι θέλετε, πόλεμο;” με τον τρόπο που το θέτουν, συμβάλλουν στην απομείωση της ελληνικής αποτροπής.
Κάτι πηγαίνει πολύ άσχημα στην διαμόρφωση του αποτρεπτικού μηνύματος και της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας.
Αυτό είναι που πρέπει να διορθωθεί. Και αν διορθωθεί αυτό τότε το δίλημμα παραχωρήσεις ή πόλεμος είναι ψευδές.
Το πραγματικό διακύβευμα είναι η αξιόπιστη αποτρεπτικότητα της Ελλάδας συνολικά. Όχι, μόνο των ενόπλων δυνάμεων. Που σημαίνει καθολική αλλαγή πολιτικής. Απο την οικονομία μέχρι το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας και την διαμόρφωση φρονήματος αποφασιστικότητας. Φυσικά, με ένα ικανό στράτευμα αποφασισμένο για όλα.
Αυτά πρεσβεύει η αμφισβήτηση της κυβερητικής πολιτκής. Δεν επιδιώκει τον πόλεμο. Αυτά δεν σημαίνουν πόλεμο. Σημαίνουν αποφυγή του πολέμου. Είναι ο μόνος τρόπος να τον αποφύγεις.
Όσοι, όμως, έχουν την αντίληψη “μην μας ζαλίζεις, ας πάρουν ό,τι είναι να πάρουν οι Τούρκοι και η κυβέρνηση θα φροντίσει να πάρουν τα λιγότερα δυνατά, για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο”, δεν μας ενδιαφέρουν. Και, φυσικά, βρισκόμαστε απέναντί τους. Είναι εθελόδουλοι και φυσικοί προπαγανδιστές κάθε κυβέρνησης. Άχθος αρούρης.