19.10.24

Βερολίνο: Αφού τα πάτε καλά με τους Τούρκους, γιατί να μην τους δώσουμε τα όπλα που θέλουν;



Aλέξανδρος Τάρκας
Ακραία καθησυχαστικές ως αφόρητα παραπλανητικές απαντήσεις δίνει το Βερολίνο στις -ηπιότατες μάλιστα- παραστάσεις διαμαρτυρίας της Αθήνας για την επανεκκίνηση των εξαγωγών γερμανικών οπλικών συστημάτων στην Τουρκία.
Η απόφαση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς αφενός εγκρίνει την έναρξη οικονομικών και τεχνικών διαπραγματεύσεων για τη χορήγηση νέου υλικού με έμφαση στα, πολλαπλού ρόλου, μαχητικά Eurofighter. Αφετέρου, επικυρώνει την πώληση τορπιλών για τα υποβρύχια κλάσης 214, τον εκσυγχρονισμό των παλαιότερων κλάσης 209, καθώς και ένα πλαίσιο αποδέσμευσης (ακόμα ασαφές) συστημάτων αεράμυνας, ηλεκτρονικού πολέμου και αντιμετώπισης ασύμμετρων απειλών για φρεγάτες, διαφόρων τύπων, του Τουρκικού Ναυτικού.


Η ελληνική πλευρά έθεσε, πολύ διακριτικά, προς το Βερολίνο σειρά ερωτημάτων για τη φύση και το ακριβές περιεχόμενο της συνεργασίας με την Άγκυρα κατόπιν της άρσης των επίσημων και άτυπων εξαγωγικών περιορισμών που επιβλήθηκαν, αντίστοιχα, το Νοέμβριο του 2016 και τον Οκτώβριο του 2019 λόγω των τουρκικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στη βόρεια Συρία. Οι γερμανικές απαντήσεις προς την Αθήνα συνοψίζονται σε δύο σκέλη:-Πρώτον, στη διαβεβαίωση ότι δεν πρέπει να ανησυχεί κανένας σύμμαχος στο ΝΑΤΟ ή άλλη χώρα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, γιατί θα συνεχιστεί η απαγόρευση χρήσης των συστημάτων κατά της Συρίας. Κοινώς, κάτι δευτερεύον για τα άμεσα συμφέροντα της Ελλάδας.-Δεύτερον, στο -ως και ειρωνικό- ρητορικό σχήμα ότι η κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη δεν πρέπει να προβληματίζεται ή διαμαρτύρεται, καθώς οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις παραμένουν ισχυρές και, ταυτόχρονα, οι διαβουλεύσεις, με σκοπό τη σύνταξη συνυποσχετικού προς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, δείχνουν μείωση ως και εξάλειψη του κινδύνου ελληνοτουρκικής κρίσης!
Η στροφή του Βερολίνου αποτελεί ισχυρό πλήγμα στην ελληνική διπλωματία και στην ισορροπία δυνάμεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και βαριά προσωπική ήττα του κ. Μητσοτάκη. Εξερχόμενος του Ευρωπαϊκού Συμβούλιο της 16ης Οκτωβρίου 2020, ο Πρωθυπουργός οραματιζόταν «πρωτοβουλία ευρωπαϊκή ή σε επίπεδο κρατών-μελών που να μην επιτρέπει πια την πώληση όπλων στην Τουρκία».
Η υποτιθέμενη πρωτοβουλία εξέπνευσε, γρήγορα, σε μια συνάντηση του τότε υπουργού Εθνικής Άμυνας, Νίκου Παναγιωτόπουλου, με τη Γερμανίδα ομόλογό του, Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ. Η απάντησή της εξηγούσε τη σημασία της Τουρκίας για τη Δύση και πως το Βερολίνο δεν θα διακινδύνευε την κατάπτωση γερμανικών κρατικών εγγυήσεων € 5,4 δις για την κατασκευή έξι υποβρυχίων και την εξαγωγή τεχνογνωσίας της ThyssenKrupp στα τουρκικά ναυπηγεία Golcuk.
Ενώ η εσωτερική επικοινωνιακή παραπλάνηση συνεχιζόταν από το Μέγαρο Μαξίμου, την άνοιξη του 2021, το Βερολίνο απέρριψε το ενδεχόμενο να επιβληθούν ακόμα και απλοί τομεακοί περιορισμοί.
Τον Οκτώβριο του 2022, ο κ. Μητσοτάκης δεν έθεσε ζήτημα εμπάργκο ή περιορισμών κατά τις συνομιλίες με τον κ. Σολτς στην Αθήνα. Και, το 2023, ως και το «φιλειρηνικό» Κόμμα των Πρασίνων (κυβερνητικός εταίρος των SPD και FDP) εγκατέλειψε την -από το 1980- πολιτική του, τασσόμενο υπέρ των εξαγωγών στην Τουρκία, χωρίς ελληνική διαμαρτυρία.
Πολύ πρόσφατα, στις 28 Αυγούστου 2024, η παρούσα στήλη επεσήμαινε ότι «με δεδομένη και τη συνέχιση του ελληνοτουρκικού διαλόγου, η Αθήνα αφαίρεσε το θέμα των υποβρυχίων από την ατζέντα με το Βερολίνο», προσθέτοντας: «το περίεργο είναι ότι η κυβέρνηση πράττει το ίδιο ως προς την ενδεχόμενη πώληση Eurofighter.
Αποδέχεται το σκεπτικό ότι οι συζητήσεις με την Άγκυρα, εκ μέρους της (πολυεθνικής) κατασκευάστριας κοινοπραξίας των Eurofighter, γίνονται με ευθύνη του βρετανικού σκέλους της. Αυτό είναι μεν αληθές, αλλά για την τελική απόφαση θα βαρύνει η γνώμη της Γερμανίας».
Η ανεπάρκεια χειρισμών έναντι του κ. Σολτς προστίθεται στην -επίσης προσωπική- αποτυχία του κ. Μητσοτάκη σχετικά με τη βοήθεια που περιγραφόταν στην επιστολή του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αντ. Μπλίνκεν, στις 27 Ιανουαρίου 2024.
Ο Πρωθυπουργός είχε προτιμήσει να διατηρήσει την αποκλειστικότητα των επαφών με την Ουάσιγκτον, χωρίς ανάμιξη του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ν. Δένδια και με ελάχιστη συνεισφορά του υπουργείου Εξωτερικών.
Και, μολονότι ο κ. Μπλίνκεν απλώς υποσχέθηκε έναρξη συζητήσεων για επιλογή από πλεονάζον υλικό (“Excess Defense Articles”), όπως γίνεται με πολλούς συμμάχους, ο κ. Μητσοτάκης αντέστρεψε την πραγματικότητα.
Σε τηλεοπτικό διάγγελμα, έκανε λόγο για «εντελώς δωρεάν, πολύ μεγάλο πακέτο εξοπλισμών που ενισχύουν καθοριστικά και τους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, ύστερα από αίτημα που είχα διατυπώσει, προσωπικά, στον πρόεδρο Μπάιντεν».
Τίποτα από αυτά δεν ισχύει -προς το παρόν τουλάχιστον- λόγω κόστους και τεχνικής ακαταλληλότητας του επιδειχθέντος υλικού. Διαγράφοντας την παραδοσιακή ειλικρίνεια της κεντροδεξιάς παράταξης προς τους πολίτες, ο Πρωθυπουργός παρουσίαζε μία επικείμενη διαδικασία επαφών σαν ήδη εγκεκριμένη και σχεδόν υλοποιημένη συμφωνία.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Δημοκρατία” στις 16 Οκτωβρίου 2024