Πλατιάς Αθανάσιος*
Το πρόσφατο επεισόδιο στην Κάσο αποτέλεσε κλασική εφαρμογή της «διπλωματίας των κανονιοφόρων», όπου η Τουρκία κάνοντας επίδειξη ναυτικής ισχύος ακύρωσε στην πράξη τη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδος – Αιγύπτου.
Η στρατηγική της Τουρκίας συνοψίζεται στο εξής: για να κάνει η Ελλάδα οποιαδήποτε ενέργεια πέρα από τα χωρικά της ύδατα σε «αμφισβητούμενες περιοχές» χρειάζεται η συναίνεση της Αγκυρας.
Αυτό αυξάνει το «γεωπολιτικό ρίσκο» ακόμη και αν πρόκειται να ποντίσουμε ένα καλώδιο στην ελληνική υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ.
Το πρόσφατο επεισόδιο στην Κάσο αποτέλεσε κλασική εφαρμογή της «διπλωματίας των κανονιοφόρων», όπου η Τουρκία κάνοντας επίδειξη ναυτικής ισχύος ακύρωσε στην πράξη τη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδος – Αιγύπτου.
Η στρατηγική της Τουρκίας συνοψίζεται στο εξής: για να κάνει η Ελλάδα οποιαδήποτε ενέργεια πέρα από τα χωρικά της ύδατα σε «αμφισβητούμενες περιοχές» χρειάζεται η συναίνεση της Αγκυρας.
Αυτό αυξάνει το «γεωπολιτικό ρίσκο» ακόμη και αν πρόκειται να ποντίσουμε ένα καλώδιο στην ελληνική υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ.
Αυτό που έγινε στην Κάσο έρχεται σε συνέχεια της εναντίωσης της Τουρκίας στη δημιουργία αιολικών πάρκων γύρω από τη Μήλο.
Τα δυο αυτά επεισόδια δείχνουν ότι η Τουρκία προσπαθεί να επιβάλει στην πράξη συνδιαχείριση στο Αιγαίο. Πού θα φτάσει αυτό δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αφού η Τουρκία έχει θέσει θέμα κυριαρχίας σε μια σειρά από κατοικημένα νησιά και βραχονησίδες, όπως οι Οινούσσες, οι Φούρνοι, οι Λειψοί, η Γαύδος.
Η Τουρκία επιβάλλει τη θέλησή της μέσω της απειλής κλιμάκωσης. Στην Κάσο η ελληνική προσπάθεια άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων σκόνταψε στον τουρκικό στόλο που περικύκλωσε το ιταλικό ερευνητικό σκάφος. Ετσι η Αθήνα βρέθηκε πάλι μπροστά στο γνωστό από τα Ιμια δίλημμα: υποχώρηση ή αντιπαράθεση.
Η πιθανότητα κλιμάκωσης δεν φαίνεται πλέον να φοβίζει την τουρκική ηγεσία, γιατί νιώθει ότι μπορεί να ελέγξει κάθε επόμενο βήμα στη σκάλα της κλιμάκωσης. Το συμπέρασμα λοιπόν στο οποίο φαίνεται να έχει καταλήξει η Αγκυρα είναι ότι η Αθήνα λόγω αδυναμίας δεν έχει πλέον «κόκκινες γραμμές» και έτσι μπορεί να δρα ατιμώρητα. Με άλλα λόγια, η ελληνική αποτροπή έχει καταρρεύσει.
Πώς αντιδρά η Αθήνα; Προσπαθεί να διαχειριστεί τις αρνητικές εντυπώσεις με επικοινωνιακά αφηγήματα.
Μερικές φορές αυτό ξεπερνάει κάθε φαντασία, αφού πριν από λίγα χρόνια ακούσαμε ότι δεν μας ενδιαφέρει ο ορυκτός πλούτος της Ανατολικής Μεσογείου λόγω της «πράσινης μετάβασης» σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας.
Οσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια! Κανείς δεν φρόντισε να ενημερώσει τους προπαγανδιστές ότι ακόμη και μετά το 2050 η χρήση των ορυκτών καυσίμων θα συνεχίσει να αυξάνεται σε απόλυτες τιμές λόγω της ζήτησης, έστω και αν το ποσοστό τους στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα θα μειώνεται.
Πως έπρεπε να είχε αντιδράσει η Αθήνα; Να είχε προσπαθήσει να αποκαταστήσει την αποτρεπτική της ικανότητα. Ενισχύοντας, για παράδειγμα, το Πολεμικό της Ναυτικό, το οποίο έχει παραμεληθεί πέρα από κάθε στρατηγική λογική.
Οι φρεγάτες ΜΕΚΟ και τα υποβρύχια θα μπορούσαν καιρό τώρα να έχουν εκσυγχρονιστεί. Θα μπορούσαν να είχαν παραγγελθεί κορβέτες και μια ακόμη γαλλική φρεγάτα. Τίποτα από αυτά δεν έχει γίνει με συνέπεια να χαθεί πολύτιμος χρόνος που δεν μπορεί να ανακτηθεί.
Τα σύγχρονα οπλικά συστήματα δεν αγοράζονται από το ράφι, αλλά θέλουν τουλάχιστον μια πενταετία για την απόκτησή τους. Οι αμερικανικές φρεγάτες για παράδειγμα, για τις οποίες έχει πρόσφατα επιδειχθεί ενδιαφέρον, έχουν ημερομηνίες παράδοσης δεκαετίας και πλέον.
Εχει αναρωτηθεί κανείς τι θα γίνει μέχρι τότε;
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι υποτιμώ το υψηλό ηθικό του ελληνικού λαού και των Ενόπλων Δυνάμεων.
Βασικό αξίωμα της στρατηγικής είναι ότι το ηθικό βραχυπρόθεσμα μπορεί να κάνει θαύματα, όμως μακροπρόθεσμα η ύλη επιβάλλει τη λογική της.
Δυστυχώς, οι δημογραφικές, οικονομικές, στρατιωτικές και τεχνολογικές τάσεις στον συσχετισμό δυνάμεων με την Τουρκία είναι αποκαρδιωτικές.
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι η ελληνική πολιτική ηγεσία – και δεν αναφέρομαι μόνο στην κυβέρνηση – έχει συνειδητοποιήσει τις στρατηγικές επιπτώσεις αυτών των τάσεων: σε λίγα χρόνια, αν δεν αντιδράσουμε άμεσα, δεν θα υπάρχει άλλη επιλογή από το να καταστεί η χώρα δορυφόρος της Τουρκίας.
*Ο Αθανάσιος Πλατιάς είναι ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς