Η Θεσσαλονίκη ή θα γίνει πρωτοπόρος σε μεγάλες και βαθιές αλλαγές, ανοιχτή, σύγχρονη, ευρωπαϊκή, με επιρροή ή θα περάσει οριστικά στο περιθώριο φυτοζωώντας..
Ας ξεκινήσουμε βλέποντας το πραγματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Θεσσαλονίκη είναι πλέον στο 60% της Αττικής και μειώνεται συνεχώς. Ακόμη χειρότερα, είναι ακριβώς στις περιόδους ανάπτυξης όπου η μεν Αττική κερδίζει η δε Θεσσαλονίκη χάνει.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι σήμερα ο νομός Θεσσαλονίκης δεν είναι ο κάποτε δεύτερος (2ος) αλλά πλέον ο ένατος (9ος) νομός στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα. Επίσης, σήμερα οι επιχειρήσεις της Αττικής κάνουν τζίρο οκτώ (8) φορές μεγαλύτερο από αυτές της Θεσσαλονίκης. Δηλαδή, η «οικονομική δύναμη» της Αττικής είναι οκταπλάσια (Χ 8 φορές) της Θεσσαλονίκης (είναι εξάλλου και το 68% όλης της χώρας).
Ακόμα και στη μεταποίηση, όπου άλλοτε η Θεσσαλονίκη ήταν το συγκριτικά ισχυρότερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας, οι επιχειρήσεις της Αττικής κάνουν πλέον τζίρο εννιά (9) φορές μεγαλύτερο από τις επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης.
Πριν από 20 χρόνια που η πόλη έχασε τα μισά εργοστάσια της και έμεινε με μια μισο-άδεια Βιομηχανική Περιοχή, άναρχες επαγγελματικές συγκεντρώσεις και εκατοντάδες βιοτεχνικά κτίρια εκπλειστηριαζόμενα σήμερα για Μalls, Logistic centers, Airbnb.
Η παραγωγικότητα έφτασε να είναι 30% έως 60% χαμηλότερη από ό,τι σε οποιαδήποτε περιοχή της Αττικής.
Ως τελικό αποτέλεσμα, σήμερα στην Αττική συγκεντρώνεται το 56% του κινητού και ακίνητου πλούτου της χώρας και οι καταθέσεις εκεί είναι έξι (6) φορές αυτές της Θεσσαλονίκης.
Ενώ η κατά τον ΕΝΦΙΑ αξία των ακινήτων της Αττικής, είναι τέσσερις (4) φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της Κεντρικής Μακεδονίας.
Η ανεργία στην ευρύτερη περιοχή (στην Κεντρική Μακεδονία) είναι 30% υψηλότερη από ό,τι στην Αττική και μάλιστα η απόκλιση αυξάνεται στο μέτρο που υποχωρεί η επίπτωση της οικονομικής κρίσης.
Καθόλου παράξενο, επίσης, ότι ένας (1) στους οκτώ (8) Θεσσαλονικείς εργάζεται στον κλάδο της εστίασης και παροχής καταλύματος, ενώ στην τουριστική Αττική -πάντως πολύ πιο τουριστική από τη Θεσσαλονίκη- ένας (1) στους έντεκα (11)!
Η συνήθης αθηναϊκή προτροπή για: big projects είναι εξαιρετικά αμφίβολη και ως προς την επιτυχία της και, κυρίως, ως προς την ειλικρίνεια των προθέσεων και των στόχων της.
Εξάλλου, πάντα θα ακυρώνεται από τον «ανταγωνισμό»: για το παραλιακό μέτωπο της Αθήνας «δρομολογούνται» έργα δεκαέξι (16) φορές μεγαλύτερα από ό,τι για το πολλαπλά υποσχεθέν (καρκινοβατούν) αντίστοιχο παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης, για τις υποδομές αερομεταφορών έξι (6) φορές μεγαλύτερες από της Θεσσαλονίκης!
Ενώ σε έναν άλλον τομέα, καθόλου αδιάφορο, η Αθήνα έχει δέκα (10) φορές τα θέατρα της Θεσσαλονίκης!
Αν αυτή, σε αδρές γραμμές, είναι η πραγματική εικόνα, το όλο ζήτημα εκτός από αποπνικτικά ασφυκτικό για τη Θεσσαλονίκη γίνεται ευρύτερα ζήτημα ζωής & θανάτου όταν τοποθετείται στα πλαίσια του υφιστάμενου μοντέλου οικονομίας και διοίκησης της Χώρας.
2ο. Υπάρχει ιθύνουσα τάξη στη Θεσσαλονίκη; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Είναι πραγματικό, καίριο. Συνήθως στα πολιτικά κείμενα, και ιδιαίτερα στα προγραμματικά σχέδια, το ζήτημα των κοινωνικών δυνάμεων και πολύ περισσότερο των κοινωνικών δυνάμεων που ηγούνται ή πρόκειται, στα πλαίσια ενός πολιτικού σχεδίου, να ηγηθούν, τοποθετείται και εξετάζεται ως κατακλείδα, με την έννοια του ικανού όρου, της ‘’κινούσας μηχανής’’, των καθοριστικών ( = αυτών που καθορίζουν) κοινωνικών δυνάμεων για την ώθηση και πραγμάτωση των στόχων του σχεδίου.
Προτάσσω, όμως, εδώ το ερώτημα. Για να γίνει ευθύς εξαρχής καθαρό, για να αποκτήσει την πρώτιστη θέση που στα πράγματα (για τα πράγματα) έχει. Διότι χωρίς κοινωνικές δυνάμεις, χωρίς συνασπισμό κοινωνικών δυνάμεων που να ηγούνται και να ενδιαφέρονται για τα ζητήματα, για το συνολικό πλέγμα των έτσι και αλλιώς αλληλεξαρτώμενων ζητημάτων/προβλημάτων, θετικές εξελίξεις δεν μπορούν να υπάρξουν. Χωρίς δυνάμεις που ορίζουν την παραγωγική βάση και το παραγωγικό νεύρο μιας περιοχής, χωρίς δυνάμεις που έχουν δικούς τους σκοπούς στην πραγματική βάση των εξελίξεων, δηλαδή στην οικονομία, την παραγωγή, την εργασία, τις τεχνολογίες το μέλλον ανήκει και καθορίζεται από άλλους. Από τις δυνάμεις, δηλαδή εκείνων, που θέτουν κυρίαρχα αυτό το παραγωγικό πλαίσιο, που ορίζουν το παραγωγικό μοντέλο, που καθορίζουν τους σκοπούς υπηρετώντας κυρίως τα συμφέροντά τους.
Οι δυνάμεις αυτές, σ΄ αυτή την περίπτωση, είναι εξωτερικές σχετικά/συγκριτικά με τον τόπο -την περιοχή. Σ΄ αυτή την περίπτωση, λοιπόν, οι ‘’τοπικοί’’ (οποιουδήποτε τύπου και μορφής) έχουν δύο δρόμους: Ή θα γίνουν ‘’μεταπράτες’’, εξαρτημένα κοινωνικά υποσύνολα, των ισχυρών εξωτερικών δυνάμεων, οι οποίες θα δρουν και θα ενεργούν σαν κυρίαρχοι (ο βαθμός και οι μορφές των κυρίαρχων κάθε φορά συγκεκριμενοποιείται) -αυτός είναι ο πρώτος δρόμος. Συνήθης και ιστορικά επιβεβαιωμένος για τις άνευρες, συμβιβασμένες και χαμηλής ταυτοτικής συγκρότησης ‘’τοπικές ελίτ’’.
Ή ένα νέο κοινωνικό δυναμικό, ένας νέος συνασπισμός κοινωνικών δυνάμεων, με ταυτότητα ενδογενή και περιφερειακή, με δυναμισμό, με αναπτυξιακούς σκοπούς βιωσιμότητας και κοινωνικής συνοχής θα αναλάβει το μεγάλο έργο τη αναγέννησης, της ανόρθωσης -αυτός είναι ο δεύτερος (εναλλακτικός) δρόμος.
Η Θεσσαλονίκη, που βρίσκεται; Τί συμβαίνει; Νομίζω ότι δύσκολα μπορεί κανείς να διαφωνήσει στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον, την τελευταία 25ετία πορεύεται τον πρώτο δρόμο με συνεχή μάλιστα πτωτική ολίσθηση.
Κι ότι οι συνθήκες ωρίμανσης και συγκρότησης ενός συνασπισμού νέων κοινωνικών δυνάμεων για τον δεύτερο (της αναγέννησης, της ανόρθωσης) δεν είναι σαφείς και ισχυροί, παρά τα υπαρκτά, ενθαρρυντικά δείγματα δυναμικών στελεχών και ομάδων. Ωστόσο, σ΄αυτή την προοπτική ενός τέτοιου νέου κοινωνικού συσχετισμού υπάρχει η πραγματική ελπίδα (των δυνάμεων της νέας οικονομίας, του μεταποιητικού και του αγροτικού τομέα, των επιστημών, των νέων τεχνολογιών, του πολιτισμού, της νεολαίας).
Ενός νέου συσχετισμού, πέρα και με άλλο όραμα από τους τοπικούς μεταπράτες, με σκοπούς ενδογενούς, περιφερειακής ανάπτυξης και στόχους αλλαγής, απελευθερωμένη από εξαρτήσεις και συμπλέγματα. Και, επίσης, εκεί που το πρόβλημα συσσωρεύεται και εντείνεται και σε όσους, εκεί, η ανάγκη εναλλακτικής διεξόδου συνειδητοποιείται, -εκεί και τότε, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις πραγμάτωσης θετικής, εναλλακτικής δράσης, πορείας και αποτελεσμάτων.
Το πρόβλημα στις καπιταλιστικές κοινωνίες το λύνουν όχι εκείνοι που το δημιουργούν, αλλά εκείνοι που το υφίστανται και η περίοδος επίλυσής του αρχίζει από τη στιγμή της συνειδητής, οργανωμένης και δυναμικής δράσης των ανατρεπτικών, νέων κοινωνικών δυνάμεων.
ΑΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΟΣ, ΚΙ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ (ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟΥ ΞΕΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ), ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΗΡΘΑΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. ΘΑ ΚΕΡΔΗΘΕΙ, ΑΡΑΓΕ, ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ;
3ο. Ποιο είναι το κεντρικό ζήτημα; Έχω την άποψη, ότι μιλώντας για τη Θεσσαλονίκη, για τα ζωτικά της προβλήματα και για το αύριο, στην ουσία και εν τέλει δεν μιλάμε για το ζήτημα της Θεσσαλονίκης και το μέλλον της, αλλά για το ζήτημα της Ελλάδας. Ας μην θεωρείται άλμα λογικής αυτό που λέω. Και δεν το λέω, απλώς. Το υπογραμμίζω!
Με τη Θεσσαλονίκη στην κατάσταση που γνωρίζουμε, με τις άλλες μεγάλες περιφερειακές πόλεις της Χώρας σε δυσμενέστερη κατάσταση σε αρκετούς τομείς, με τις περιφέρειες -πλην Αττικής- σε πτώση σε όλους σχεδόν τους ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες, με την ύπαιθρο σε ανεπίστροφο κύκλο δημογραφικής απογύμνωσης, οικονομικής κατολίσθησης και κοινωνικού μαρασμού, με τη μεθόριο και την παραμεθόριο σε ρόγχο επιβίωσης και ευπαθή σε εξωτερική επιβουλή, με την παραγωγή στην περιφέρεια της Χώρας να μειώνεται και να οπισθοχωρεί, ποιο είναι το κεντρικό ζήτημα που αναδεικνύεται για τη Χώρα; Ποιο είναι το μέγα θέμα που ορθώνεται μπροστά μας; Ποιο είναι το Εθνικό Ζήτημα; Ζήτημα όχι μόνο της Θεσσαλονίκης.
Η Θεσσαλονίκη το αποτυπώνει, ως δεύτερη πόλη, με τον πιο αντιπροσωπευτικό, απογοητευτικό, αποθαρρυντικό τρόπο, αλλά δεν είναι μόνο της Θεσσαλονίκης. Ζήτημα όχι μόνο της Μακεδονίας, ούτε μόνο της Θράκης, ούτε της Βόρειας Ελλάδας, ούτε μόνο της Νησιωτικής Ελλάδας. Αλλά ζήτημα πρωτεύον, συνολικό και βαθύ. Ζήτημα Εθνικό!
Το υπάρχον μοντέλο οικονομίας και διοίκησης, το ισχύον μοντέλο για τη συνολική πορεία της Χώρας, με την εικόνα που αδρά περιέγραψα και ο καθένας βιώνει και γνωρίζει, -αυτό το μοντέλο μπορεί να έχει μέλλον, μπορεί να είναι εθνικά και κοινωνικά ωφέλιμο;
Με το 47% του φθίνοντος εθνικού πληθυσμού στοιβαγμένο σ΄ ένα Λεκανοπέδιο, με το 68% της συνολικής οικονομικής και παραγωγικής δραστηριότητας συγκεντρωμένης στο ίδιο Λεκανοπέδιο, με τα πραγματικά κέντρα εξουσίας και διοίκησης στην πρωτεύουσα του Λεκανοπεδίου (και κατ΄ όνομα πρωτεύουσας του συνόλου της Χώρας), με δύο πολυδιαφημισμένες μεταρρυθμίσεις του ‘’Καποδίστρια’’ και του ‘’Καλλικράτη’’ που στόχευσαν στη συρρίκνωση των τοπικών δομών και την ενίσχυση του υδροκέφαλου Μινώταυρου των Αθηνών, με τις πυρκαγιές κάθε χρόνο να κατατρώνε ό,τι δασικό έχει απομείνει ακόμα και σ΄ αυτό το Λεκανοπέδιο για να ανοίξουν νέα οικόπεδα για μπετόν και νέα, αλόγιστη πληθυσμιακή συσσώρευση, -με αυτό το μοντέλο, λοιπόν: είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι η Πατρίδα δεν έχει μέλλον!
Στα πλαίσια αυτού του μοντέλου, κάθε ‘’κυβερνητικός πανηγυρισμός’’, κάθε δήλωση ‘’θετικών επιτευγμάτων’’ δεν είναι παρά μια κακοφτιαγμένη επιδίωξη απόσπασης της κοινωνικής συναίνεσης για τη διατήρηση μεν της κρατούσας εξουσίας, διαρκούς όμως όξυνσης όλων των όρων αξιοπρεπούς επιβίωσης και ύπαρξης της Χώρας και του Έθνους. Αν αυτό είναι -και πράγματι είναι- το κεντρικό Εθνικό Ζήτημα, τότε πρέπει να πούμε ότι πάνω σ΄ αυτό και σχετικά με αυτό θα διαμορφωθούν -οφείλουν να διαμορφωθούν- οι πολιτικές Στρατηγικές και οι πολιτικές Παρατάξεις (και Συμπαρατάξεις).
Η καθυστέρηση που διαπιστώνεται στη συγκρότηση, παρουσίαση και προώθηση μιας τέτοιας Στρατηγικής, είναι δηλωτική της καθυστέρησης της πολιτικής τάξης και της πολιτικής ζωής της Χώρας στη σχέση τους με τα ζωτικά ζητούμενα της Χώρας και του Έθνους. Το συνολικό Μεταρρυθμιστικό-Ανορθωτικό και ουσιαστικά Αποκεντρωτικό-Αναπτυξιακό Πρόγραμμα είναι αυτό που μπορεί να οριοθετήσει και να νοηματοδοτήσει συγκεκριμένα το Προοδευτικό (δηλαδή, αυτό που βλέπει και εξυπηρετεί τις ανάγκες και τις θετικές προοπτικές της Χώρας για το Σήμερα και το Αύριο) και το Συντηρητικό (δηλαδή, αυτό που κρατά καθηλωμένη τη Χώρα στο υπερσυγκεντρωτικό, αδιέξοδο μοντέλο των συμφερόντων και των σκοπών του υφιστάμενου οικονομικού και καθεστωτικού κατεστημένου). Χωρίς ένα τέτοιο στρατηγικό Σχέδιο, χωρίς μια τέτοια δομική μεταρρυθμιστική ανατροπή, η Χώρα θα εξακολουθεί, από τη μία, να μαραζώνει δημογραφικά και κοινωνικά και, από την άλλη, να μην είναι πραγματικά παραγωγική διατηρώντας το αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών το οποίο σωρευτικά με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην επόμενη χρεοκοπία!
Και, νομίζω, πως το καταλαβαίνει και η κοινωνική Αθήνα ότι: για να σωθεί (και η Αθήνα) πρέπει να σωθεί η Ελλάδα! Κι ότι το στοίχημα αυτό (η επίλυση του Ζητήματος) δεν περνάει, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, από την Αθήνα αλλά από τη Θεσσαλονίκη!
Η ΑΝΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ!
4ο. Η Θεσσαλονίκη: μπροστά στο Εθνικό Στοίχημα Αν έτσι έχουν τα πράγματα, -και πράγματι, χωρίς πλέον αμφιβολία, έτσι έχουν-, τότε εκτός από την αναγκαιότητα συγκρότησης μια εθνικής Στρατηγικής, ενός προοδευτικού Προγράμματος όπως ορίσθηκε στο πλαίσιό του, η δεύτερη κεντρική, κρίσιμη προϋπόθεση είναι: ποιες δυνάμεις και από ποια θέση. Εδώ, η Θεσσαλονίκη έχει κομβικό ρόλο και θέση!
Έχουμε ξεκαθαρίσει ότι ο μεταπρατικός, κατά κύριο λόγο, χαρακτήρας των τοπικών ελίτ (της ‘’τοπικής ιθύνουσας τάξης’’) δημιουργεί την ανάγκη για έναν νέο συνασπισμό κοινωνικών δυνάμεων που θα αναλάβουν ανερχόμενες να πρωταγωνιστήσουν στα πλαίσια προώθησης του Προγράμματος που περιγράψαμε. Το καθήκον αυτό εγείρεται επείγον και ιστορικό.
Παρά τις διαπιστωμένες αδυναμίες, οι προσπάθειες πρέπει να πυκνώσουν και να ενταθούν. Οι καιροί ου μενετοί. Οι ‘’δυνάμεις της Θεσσαλονίκης’’ μολονότι στην αρχική φάση μπορεί να εκκινούν από τη Θεσσαλονίκη, άμεσα και στην εξέλιξη θα διαμορφώσουν το νέο συνασπισμό κοινωνικών δυνάμεων σε εθνικό επίπεδο κινώντας και δημιουργώντας συνολικότερα εξελίξεις με προοδευτικό περιεχόμενο.
Η Θεσσαλονίκη, ως τόπος, ως θέση, ως κέντρο δράσης και πρωτοβουλιών αποτελεί στις σημερινές συνθήκες της αθηναϊκής υπερσυγκεντρωτικής κυριαρχίας την αναγκαία βάση εκδήλωσης και εκτύλιξης αυτής της εθνικής Στρατηγικής. Η Θεσσαλονίκη αντιπροσωπεύει -και οι ανερχόμενες δυνάμεις του νέου κοινωνικού συνασπισμού πρέπει να το συνειδητοποιήσουν – τον πόλο αυτής της Άλλης πολιτικής, του νέου εθνικού Στρατηγικού Σχεδίου Ανατροπή, Αποκέντρωσης και Μετασχηματισμού. Η Θεσσαλονίκη προσλαμβάνει από τα πράγματα μια θέση ισχυρού αποκεντρωτικού-ανατρεπτικού συμβολισμού. Όχι, όμως, συμβολισμού χωρίς ουσία, όραμα και στόχους. Η Θεσσαλονίκη γίνεται ξανά -μπορεί να γίνει, μέσα στον ιστορικό κύκλο (μετά από σχεδόν 110 χρόνια), η πόλη-κλειδί. Πόλη-κλειδί για το εθνικό Σχέδιο της Ελλάδας, εμφανιζόμενη ως ο πόλος μιας Άλλης Ελλάδας των Περιφερειών και της Βιωσιμότητας, της Ελλάδας του συνόλου της Επικράτειας και του Ελληνικού Έθνους, -σε αντιδιαστολή με τον ‘’μικροελλαδισμό του Λεκανοπεδίου’’ και τον στενό ιδιοτελή ορίζοντα των καθεστωτικών.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: η Θεσσαλονίκη θα πορευτεί όπως και να΄χει αυτόν τον δρόμο; Δηλαδή, του άλλου πόλου, επισπεύδοντας, απλώνοντας και συγκροτώντας έναν νέο εθνικό-κοινωνικό συνασπισμό για μια νέα Ελλάδα; Δεν υπάρχει, εδώ, κοινωνικός ή πολιτικός αυτοματισμός. Υπό προϋποθέσεις, κυρίως των κοινωνικών και πολιτικών υποκειμένων της: μπορεί να σηματοδοτήσει, να πορευτεί και να ηγηθεί στο δρόμο για τη νέα Ελλάδα, ή μπορεί και να εξακολουθήσει να ζει στο κολακευτικό περιθώριο της συμ-πρωτεύουσας, του συμ-πληρώματος, δηλαδή, στο κύριο μενού, υπό την κυριαρχία των αθηναϊκών/κατεστημένων ελίτ που την θέλουν ως συμπληρωματική προέκταση στις μπίζνες τους και ως ‘’ερωτική πόλη’’ με ωραία κουζίνα…
5ο. Τι πρέπει να ξεπεράσει η Θεσσαλονίκη: – ένα ελάχιστο Πρόγραμμα Η Θεσσαλονίκη, όπως έχω γράψει πολλές φορές με διάφορες ευκαιρίες, πρέπει να ξεμπερδεύει οριστικά με το σύνδρομο του συμπληρώματος, όπως αυτό αποδίδεται μέσα απ’ όλα τα χαρακτηριστικά με το πρόθεμα συν- : συμ-πρωτεύουσα, συμ-βασιλεύουσα, συμ-πρωταγωνίστρια. Η Θεσσαλονίκη δεν είναι, δεν πρέπει πλέον να είναι, το «συν-» στο κύριο μενού. Πρέπει να σηκώσει το ανάστημά της και το πρόσωπό της. Πιστεύοντας, πρώτα απ’ όλα, στους ανθρώπους της.
Στους ανθρώπους της παραγωγής, της εργασίας, της τεχνολογίας, της επιστήμης, του πολιτισμού. Πιστεύοντας στις παντοειδείς παραγωγικές δυνάμεις της Περιφέρειας που πρέπει να τις συνασπίσει σε ευρύ Συσχετισμό Ανατροπών και Αλλαγών.
Η Θεσσαλονίκη, πρέπει να ξεμπερδεύει οριστικά με το μεταπρατικό και το εύπεπτο, μ’ εκείνους και τις νοοτροπίες εκείνων που τη μία «γλείφουν» και την άλλη φραστικά «εξεγείρονται», με τους «δήθεν» και τον ξεπεσμό, με την υποκρισία και το «φανταχτερό αναχρονισμό», με το ψεύτικο και το ρηχό. Η Θεσσαλονίκη, αυτό το ιστορικό μεγάλο χωνευτήρι πολιτισμών και γλωσσών, με ελληνική – μέσ’ αυτά και παρ’ όλα αυτά – φυσιογνωμία δεν μπορεί να σύρεται από ρηχούς και ανερμάτιστους στην ξενοφοβία, στην ανθρωποφοβία, στην ιδεοφοβία.
Μια πόλη ανοιχτή και για τον μεγάλο ιστορικό χρόνο ιδιαίτερα με την Απελευθέρωση πρωτοποριακή σε ιδέες, πολιτισμό, τεχνοτροπίες, ανθρώπους, προϊόντα να μεταλλάσσεται σ’ ένα χώρο κλειστοφοβικό, σε μια κοινωνία αμυντική και ηττοπαθή, σε ένα πεδίο των χαμηλότερων συμβιβασμών.
Πως είναι δυνατόν, μια κοινωνία που διαπαιδαγωγείται στο φόβο, την ηττοπάθεια και το συμβιβασμό να επιδείξει στον καθημερινό στίβο, πνεύμα νικητή, νεύρο πρωταγωνιστή στον σημερινό ανοιχτό, ανταγωνιστικό κόσμο;
Η Θεσσαλονίκη από Τόπος ανοιχτών οριζόντων μεταμορφώθηκε σε χώρο κλειστών, στενών ορίων. Χωρίς συμπλέγματα και μιμητισμούς απέναντι στο αθηναϊκό κατεστημένο και το αθηναϊκό μονοπώλιο, η Θεσσαλονίκη πρέπει να κινηθεί δραστήρια, πρωταγωνιστικά, δημιουργώντας τη Θεσσαλονίκη της καινοτομίας, του εναλλακτικού, του οραματικού, του αυριανού. Ο άλλος πόλος, που συνομιλεί με το Αύριο. Που αντιλαμβάνεται τις νέες ανάγκες, παίρνοντας τώρα πρωτοβουλίες. Που διαβλέπει τις επερχόμενες μεταβολές, κάνοντας πράξη τώρα τις αλλαγές. Ο τόπος αναφοράς προς τον οποίο θα στρέφονται και όπου θα εγκαθίστανται όσοι επιζητούν πρόταση, στήριξη, άποψη για τώρα και για την επόμενη 30ετία. Μια τέτοια Θεσσαλονίκη κάνει την ποθούμενη διαφορά και για την Ελλάδα. Δημιουργεί, στην άμεση, πρώτη στιγμή, μια διπολική δυναμική ισορροπία και λειτουργεί προωθητικά για τη Χώρα και την Κοινωνία της.
Η Θεσσαλονίκη: ή θα γίνει πρωτοπόρος σε μεγάλες και βαθιές αλλαγές, ανοιχτή , σύγχρονη, ευρωπαϊκή, με επιρροή και ενδοχώρα επιρροής στα Βαλκάνια και την ΝΑ Ευρώπη, ή θα περάσει οριστικά στο περιθώριο φυτοζωώντας.
Η Θεσσαλονίκη δεν έχει να φοβηθεί, ούτε να ζηλέψει τίποτα απ’ τη δική της Ρώμη, την Αθήνα. Αλλά δεν μπορεί να γίνει Νάπολη, όπως δρομολογούν ορισμένοι, με ό,τι κάνουν και όσα δεν κάνουν. Μπορεί να αναδειχθεί σαν το σύγχρονο ελληνικό υπόδειγμα του Μιλάνου και της Φλωρεντίας.
6ο. Σε κάθε περίπτωση, η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να συνεχίσει στο σημερινό δρόμο
Η μέχρι τώρα πορεία της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι ο δρόμος που την μετατρέπει οριστικά σε επαρχιακή βαλκανική πόλη. Χωρίς υπερβολή, την οδηγεί πιο κάτω και από άλλες περιφερειακές πόλεις της Ελλάδας. Πιο κάτω από το Ηράκλειο της Κρήτης, σε λίγο και πιο πίσω από την Αλεξανδρούπολη, όπως αυτή εξελίσσεται. Χωρίς κανέναν ουσιαστικό ρόλο στο βορειοελλαδικό τόξο.
Με χαμένο κάθε συγκριτικό πλεονέκτημα προς τις άλλες πόλεις της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής. Δεν θα μιλάει κανείς πλέον για σύγκριση με την Κωνσταντινούπολη, ούτε ακόμα και με το Βελιγράδι. Η Θεσσαλονίκη στην πραγματικότητα συμβιβάστηκε, χωρίς πραγματικό αγώνα, χωρίς καμία σοβαρή, συστηματική μάχη, στο χαμηλότερο επίπεδο τόσο για το ρόλο της και την αξία της, όσο και για την ποιότητα ζωής των κατοίκων της. Παγιδεύτηκε στο Μετρό των 9 χιλιομέτρων επί 25 χρόνια!
Θυσιάζοντας επαγγελματίες και επιχειρήσεις σ΄ όλο το μήκος της γραμμής, θυσιάζοντας άλλες λύσεις επί 25 χρόνια, θυσιάζοντας χιλιάδες ανθρωποώρες, βαυκαλιζόμενη σε κούφιες υποσχέσεις, λειτουργώντας μ΄ έναν απίστευτο επαρχιωτισμό… Δεν απαίτησε, δεν διεκδίκησε μαχητικά και δεν πέτυχε να έχει σε λειτουργία τις γραμμές από το Σιδηροδρομικό Σταθμό προς τα Δυτικά -τη Βιομηχανική Ζώνη, τη Σίνδο, τα Μάλγαρα, τη Χαλάστρα, ούτε προς τη Δυτική Θεσσαλονίκη (τους Αμπελόκηπους, τον Εύοσμο, τη Νεάπολη, τη Σταυρούπολη, την Ευκαρπία, τα Πεύκα). Ούτε όμως και Ανατολικά -όλο το τεράστιο αστικό ανατολικό συγκρότημα από την Πυλαία, την Τούμπα, τη Θέρμη, το Αεροδρόμιο, την Αγία Τριάδα. Αφού οι Σταθμοί του Μετρό στην Πυλαία και στο Σιδηροδρομικό Σταθμό ήταν εδώ και μια επταετία έτοιμοι, γιατί δεν κατασκευάσθηκαν οι γραμμές από κει προς τα Δυτικά και προς τα Ανατολικά και να λειτουργήσουν εξυπηρετώντας μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες συμπολιτών; Από τον τερματικό της Πυλαίας προς την Καλαμαριά, τη Μίκρα, την Τούμπα, τα Κωνσταντινοπολίτικα, τη Θέρμη, το Αεροδρόμιο, την Περαία, την Αγία Τριάδα. Από τον τερματικό του Σιδηροδρομικού Σταθμού δυτικά προς όλο την τεράστια αυτή περιοχή των δυτικών δήμων μέχρι τη ΒΙ.ΠΕ. και τη Χαλάστρα.
Θα μπορούσε -στο ακραίο σενάριο- να μην λειτουργεί η γραμμή των 9 χλμ. από το Σιδηροδρομικό Σταθμό μέχρι την Πυλαία, αλλά να έχουν κατασκευασθεί και να λειτουργούν οι γραμμές δυτικά του Σιδηροδρομικού Σταθμού και ανατολικά της Πυλαίας. Γιατί δεν έγινε τίποτε για τον Προαστιακό προς Λαγκαδά, Σταυρό, Ασπροβάλτα, Χαλκιδική, Κιλκίς, Αλεξάνδρεια, Βέροια, Έδεσσα; Δεν μπορεί, ασφαλώς, να γίνει καμία απολύτως σύγκριση με τα πέντε μέσα σταθερής τροχιάς της Αθήνας και τις συνεχείς επεκτάσεις του Μετρό από τον Πειραιά, μέχρι το ‘’Ελευθέριος Βενιζέλος’’ και μέχρι σχεδόν το Σχηματάρι και τον Ασπρόπυργο. Και, από την άλλη, με τον Προαστιακό από το Αεροδρόμιο μέχρι την Κόρινθο ή το Τραμ μέχρι σχεδόν το παλιό Αεροδρόμιο!
Η Θεσσαλονίκη δέχθηκε το απερίγραπτο (και φαίνεται ότι ούτε τώρα το αρνείται): να ‘’αναπλαστεί η ΔΕΘ’’ στα πλαίσια ενός σχεδίου που θα πνίξει με νέο μπετόν το κέντρο της πόλης και που τελικά θα αχρηστεύσει και τη ΔΕΘ! Αντί να γίνει ότι γίνεται σε όλες τις μεγάλες σύγχρονες πόλεις της Ευρώπης, οι οποίες έχουν αναπτύξει και λειτουργούν Εκθέσεις -το ξέρουν και θα μπορούσαν να το έχουν ως παράδειγμα. Να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο Εκθεσιακό Κέντρο δυτικά, με τις ανάλογες υποδομές, τις συγκοινωνιακές και κυκλοφοριακές εξυπηρετήσεις και τις σημαντικές ευκαιρίες περιφερειακής ανάπτυξης. Να δοθεί χώρος να ανασάνει η πόλη με Μητροπολιτικό Πάρκο, σε μια πόλη που βρίσκεται στις χαμηλότερες θέσεις στο ποσοστό πρασίνου στην Ευρώπη. Η έλλειψη βούλησης, ο επαρχιωτισμός, η αντίληψη των υπάκουων θριάμβευσαν, κι εδώ!…
Δέχονται το fly over αντί να ζητήσουν ανυποχώρητα τον εξωτερικό περιφερειακό δακτύλιο και έπειτα οτιδήποτε άλλο, οδηγώντας για τα επόμενα τέσσερα (και να δούμε…) χρόνια την πόλη σε κυκλοφοριακό έμφραγμα με αφόρητες συνέπειες και μια σχιζοφρένεια το τουριστικό τετράμηνο του καλοκαιριού!… Κι αυτό επί 4 χρόνια, που ήδη έχουν γίνει -παρά τις κυβερνητικές δηλώσεις και πριν καλά-καλά ξεκινήσουν-4,5 χρόνια! Λες και κανείς υπεύθυνος δεν έχει καταλάβει τίποτα από το δράμα του ΜΕΤΡΟ των 25 χρόνων!… Δέχθηκαν να καταστρέψουν έναν ολόκληρο οικισμό, την Τούμπα, με το νέο γήπεδο του ΠΑΟΚ μέσα στο κέντρο της, αντί να τιμήσουν τον ΠΑΟΚ, την παράδοσή του και να του δώσουν πραγματικές δυνατότητες ανάπτυξης σε ένα μεγάλο campus έξω από την πόλη (ανατολικά ή δυτικά). Ένα campus σαν εκείνα των μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων με τη διατήρηση του γηπέδου στη σημερινή θέση για λόγους ιστορικούς, πολιτιστικούς και επετειακούς.
Ακύρωσαν τη σωστή απόφαση και επιλογή για τον ενιαίο Φορέα Διαχείρισης του Θερμαϊκού και του οικοσυστήματός του, εγκαταλείποντας τον στη ρύπανση και την υποβάθμιση. Έχουν αφήσει το σύνολο του δυναμικά επεκτεινόμενου πολεοδομικού συγκροτήματος από την Ανατολική ακτή μέχρι Δυτικά στους ποταμούς Αξιό και Αλιάκμονα, και από το παραλιακό μέτωπο μέχρι την ενδοχώρα του Λαγκαδά χωρίς Οργανισμό Ρυθμιστικού και Χωροταξίας προς δόξαν των πάσης φύσεως αυθαιρεσιών και των δημαρχιακών τακτοποιήσεων. Δημαρχιακές τακτοποιήσεις, που οι ‘’πεφωτισμένοι μεταρρυθμιστές’’ Ραγκούσης και Βορίδης με τις 5ετείς θητείες των δημάρχων τις οποίες νομοθέτησαν πρόκειται να τις προσδώσουν απίθανες διαστάσεις καθεστωτικής ρεμούλας… Δημαγωγούν επί μια 10ετία για το ‘’μεγαλύτερο ευρωπαϊκό παραλιακό μέτωπο των 40 χιλιομέτρων’’, χωρίς ίχνος ντροπής, αφού κι εδώ η ανοχή είναι εξασφαλισμένη. Ναι, η Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να συνεχίσει σ΄ αυτόν τον δρόμο ξεπεσμού!
7ο.Η ηγεσία. Τελευταίο, αλλά το πλέον καθοριστικό: κάθε Σχέδιο, κάθε Πρόγραμμα απαιτεί -και πρέπει να έχει- την αντίστοιχη, κατάλληλη ηγεσία. Ηγεσία που εμπνέει, κατευθύνει, πρωτοπορεί και μεριμνά για τους όρους (οργανωτικούς, στελεχιακούς, συμμαχικούς) με σκοπό την πραγμάτωση του Σχεδίου και εγγυάται τη συνέχεια και εξέλιξη του. Όταν δε το Σχέδιο είναι Σχέδιο Ανατροπής και Μετασχηματισμού ανάλογο πρέπει να είναι και το ανάστημα και οι ικανότητες της Ηγεσίας.
*Ο Ελευθέριος Τζιόλας είναι χημικός μηχανικός. Έχει διατελέσει υφυπουργός Εργασίας & Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναπληρωτής Νομάρχης και Αντινομάρχης Θεσσαλονίκης, αντιπρόεδρος της Ένωσης των Ευρωπαϊκών Φορέων για τα ευαίσθητα Οικοσυστήματα, δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της Φοιτητικής Ένωσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εκδότης και διευθυντής του περιοδικού ”Δίαυλος”.