Το άρθρο του αρχιδιακόνου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών πατέρα Ιωάννη Μπούτση στην «Εστία», με το οποίο άσκησε κριτική στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την αντιθεσμική στάση της στο ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση και ανάγκασε τον Αρχιεπίσκοπο να λάβει μερικές εσωτερικές αποφάσεις για να κρατήσει τις ισορροπίες και να διαχειριστεί τη σοβούσα θεσμική κρίση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
Το άρθρο «πόνεσε» την Ηρώδου Αττικού. Οπως την πόνεσαν εξίσου και οι διαρροές της επομένης ημέρας ότι η Εκκλησία μελετά το ενδεχόμενο να μην προσκαλέσει την Πρόεδρο στον εορτασμό για την Κυριακή της Ορθοδοξίας, καθώς και να μην παραστεί στο γεύμα που παρατίθεται στο Προεδρικό Μέγαρο το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Μια παράδοση που εγκαινιάστηκε και καθιερώθηκε επί Προεδρίας Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου και Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου.
Παράδοση που έχει καταρχάς μεγίστη σημασία εξαιτίας του γεγονότος ότι ο Αρχιεπίσκοπος υποδέχεται την αρχηγό του κράτους στα σκαλιά της Μητροπόλεως με το Ιερό Ευαγγέλιο ανά χείρας εις ανάμνησιν της υποδοχής που έκανε ο Οικουμενικός Πατριάρχης στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου στις ένδοξες μέρες. Παράδοση που αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία μετά την ψήφιση του γάμου των ομοφύλων, καθώς απώτερος στόχος της Δύσεως είναι η αποχριστιανοποίηση της Ορθόδοξης Ευρώπης.
Οι πληροφορίες μας λένε ότι έχει αρχίσει στο εσωτερικό της Εκκλησίας ένας διάλογος εν όψει της συγκλήσεως της Ιεραρχίας στις 5 Μαρτίου, με αντικείμενο προβληματισμού αν πρέπει ο Αρχιεπίσκοπος να μην αποστείλει επίσημη πρόσκληση στην Πρόεδρο για την Κυριακή της Ορθοδοξίας και να μην παραστεί ο ίδιος στο γεύμα που θα παραθέσει ακολούθως. Η Σύνοδος της Ιεραρχίας θα κληθεί να λάβει αποφάσεις επί αυτών. Μόνο επί αυτών. Ζήτημα επιβολής «επιτιμίων» σε πολιτικά πρόσωπα δεν υπάρχει, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή.
Για όση αξία έχει η γνώμη μας για το δέον γενέσθαι, αυτή είναι η εξής: Η άποψή μας για το πρόσωπο της Προέδρου είναι γνωστή. Παρέλκει να την αναπτύξουμε. Στα χρόνια της θητείας θέλησε με τις πράξεις, τις παραλείψεις και τις απόψεις της να μην είναι η Πρόεδρος του ελληνικού λαού αλλά η Πρόεδρος του 3%. Το καταλαβαίνει πλέον και η ίδια όπου πηγαίνει. Επικρατούν πολιτικές θερμοκρασίες στα κοινά της, τα οποία από σεβασμό στον θεσμό δεν την αποδοκιμάζουν. Ωστόσο η απόφαση που καλείται να λάβει η Σύνοδος της Ιεραρχίας έχει δύο κρίσιμες παραμέτρους. Η πρώτη είναι πολιτειακή, η δεύτερη εκκλησιαστική.
Πολιτειακή σημαίνει ότι, αν η Ιεραρχία αποφασίσει να μην την καλέσει εξαιτίας της συμμετοχής της στα επινίκια για τον γάμο στο γνωστό μπαρ, τροχιοδρομεί σύγκρουση με την Πολιτεία που νομοθέτησε τον γάμο και με την αρχηγό του κράτους που τον επικρότησε. Η εμπειρία λέει πως, όταν αποφασίζεις μια σύγκρουση, πρέπει να έχεις σχεδιάσει και το επόμενο βήμα. Οπερ εστί μεθερμηνευόμενον, η πρωτοβουλία σου να μην είναι μετέωρη. Το έχει σχεδιάσει το επόμενο βήμα ο απογοητευμένος από τον πρωθυπουργό Αρχιεπίσκοπος για τη στάση του στον γάμο, αλλά και για άλλα θέματα αξιοποίησης εκκλησιαστικής περιουσίας; Αν ο Ιερώνυμος ήταν ο Χριστόδουλος, αμφιβολία δεν θα είχαμε. Ο Ιερώνυμος είναι όμως ο Ιερώνυμος. Η ποιμαντορία του είναι διαφορετική.
Αν πράγματι θέλει να πάει σε σύγκρουση με την Πολιτεία, καθώς τον Νοέμβριο ανοίγει και το ζήτημα του χωρισμού Κράτους – Εκκλησίας με τη συνταγματική αναθεώρηση (συμπληρώνεται πενταετία από την τελευταία), τότε, ναι, έχει λόγο και να μην καλέσει την Πρόεδρο στην Εκκλησία, αλλά και να αρνηθεί την πρόσκλησή της. Το ζήτημα είναι θεσμικό και υπερβαίνει το πρόσωπο. Εάν όμως δεν υπάρχει επόμενο βήμα και η μη πρόσκληση της Προέδρου είναι πιστολιά στον αέρα για το φιλοθεάμον πιστό κοινό, και αν η «κρίση» έχει απώτερο σκοπό να διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση τις μπίζνες που τον ενδιαφέρουν, τότε καλύτερα να μην ξεσηκώσει το πλήρωμα της Εκκλησίας. Διότι, αν τυχόν συμβιβαστεί μετά, η μήνις των επαναστατημένων θα στραφεί προς το πρόσωπό του και όχι προς την Πρόεδρο ή την κυβέρνηση.
Είναι θέμα πολιτειακό και στρατηγικό, λοιπόν, και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Προσωπικώς, ως μέλος του πληρώματος της Εκκλησίας θα ήθελα να αποβληθεί διά βίου από τις εκδηλώσεις της η Πρόεδρος, αλλά η ζωή και η πίστη μάς έχουν δείξει ότι δεν είναι καλός σύμβουλος το γινάτι. Πρέπει να διαχωρίζουμε όπου κρίνεται επιβεβλημένο τα συναισθήματά μας από το δημόσιο συμφέρον. Στην προκειμένη περίπτωση το συμφέρον της Εκκλησίας. Η υπόθεση αυτή έχει όμως και εκκλησιαστική πτυχή, η οποία υπερβαίνει πάλι τα πρόσωπα. Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι «τερέν» της Εκκλησίας μας.
Αποτελεί χριστιανική θριαμβική εορτή σε ανάμνηση της αναστήλωσης των ιερών εικόνων από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα το 842 μ.Χ., οπότε και σφραγίστηκε το τέλος της Εικονομαχίας. Σε ανάμνηση της απόφασης αυτής διοργανώνονταν τον καιρό του Βυζαντίου λιτανείες στην Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τη συμμετοχή του αυτοκράτορα.
Σήμερα αυτή η εορτή τιμάται από την Εκκλησία μας με τη συμμετοχή κορυφαίων εκπροσώπων της Πολιτείας μας (Πρόεδρος, πρωθυπουργός, πρόεδρος Βουλής, πολιτικοί αρχηγοί, ηγεσία Ενόπλων Δυνάμεων) στη Μητρόπολη των Αθηνών την Πρώτη Κυριακή των Νηστειών, 42 μέρες πριν από το Πάσχα. Ο πρώτος εορτασμός καθιερώθηκε με απόφαση του βασιλέως Γεωργίου Α΄ και διευρύνθηκε με το γεύμα από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο μετά το 1995. Η συνύπαρξη Εκκλησίας και Πολιτείας στη Μητρόπολη σηματοδοτεί urbi et orbi ότι η Ελλάς είναι ορθόδοξο χριστιανικό κράτος.
Το γεύμα στην Προεδρία σηματοδοτεί ότι η Πολιτεία αναγνωρίζει ότι η συνταγματική διάταξη περί επικρατούσας θρησκείας δεν είναι απλή διακήρυξη, αλλά ουσιαστική. Περιγράφει τη ζώσα πραγματικότητα. Ερωτάται λοιπόν η Ιεραρχία: Μπορεί η Ιστορία του Εθνους και της Ορθοδοξίας να υποταχθεί στην τρέχουσα συγκυρία όσο ενοχλητική κι αν είναι αυτή; Μπορεί η παράδοσή μας να αφεθεί στην τύχη της και τη συρρίκνωσή της εξαιτίας μιας Σακελλαροπούλου; Ο εκκλησιαστικός χρόνος συνομιλεί με την αιωνιότητα και όχι με τις ώρες που διήρκεσε το ατυχές δείπνο της Προέδρου στο οινοπωλείο. Και σε τελική ανάλυση, αν στόχος του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών είναι να μας αποξενώσει από την Ορθοδοξία, θα ρίξουμε εμείς νερό στον μύλο του υποβαθμίζοντας μια εορτή που μας έρχεται από το Βυζάντιο; Νομίζω, με τα δεδομένα που έχω στη διάθεσή μου σήμερα, όχι.
Η μη πρόσκληση θα έδιδε επιχειρήματα στους εχθρούς της Εκκλησίας να αρχίσουν τη συζήτηση για τον χωρισμό με το κράτος. Αναγνωρίζω βεβαίως: Η ιταμή συμπεριφορά του κράτους στην πανδημία και στον γάμο κατά της Εκκλησίας ενδεχομένως να έχει πυροδοτήσει και στους κύκλους της Εκκλησίας προβληματισμό για το κατά πόσο μπορούν να συνεχίσουν ακόμα μαζί. Μια ελεύθερη και ανεξάρτητη οικονομικώς Εκκλησία ίσως κάνει το κράτος στο μέλλον να πει τον… Δεσπότη Παναγιώτη!
Ωστόσο, ακόμα και μια τέτοια εξέλιξη το σοφό θα είναι να τη χρεωθεί η Πολιτεία και να μην της δώσει άλλοθι η Εκκλησία ότι ήρξατο χειρών αδίκων. Τούτων δοθέντων, θα έλεγα ας πάει στην ευχή και ας προσκληθεί η Πρόεδρος. Η τιμωρία της άλλωστε δεν είναι η αποβολή της από τις επίσημες δοξολογίες. Η τιμωρία της είναι η παρουσία της σε κάτι που αποστρέφεται εμφανώς. Η τιμωρία της είναι τα βλέμματα αδιαφορίας των ιερέων και του πληρώματος. Η τιμωρία της είναι η ανοχή. Να γνωρίζεις πώς αισθάνονται για σένα και να σε αγκαλιάζουν. Η «τιμωρία» της, ευλογία σωστότερα, ας είναι η απαγγελία του «Πιστεύω» όπως έκαναν οι προκάτοχοί της. Νηστεία στα πάθη και το γινάτι ας είναι η απάντηση στην προσβολή της λοιπόν. Να δώσουμε τόπο στην οργή.
___________
(Αναρτήθηκε από τον Στρατηγό κ. Αθαν. Καραντζίκο)