Τα θεμέλια πάνω στο οποίο χτίζεται η σύγχρονη ναυτική στρατηγική αποδεικνύονται πλέον μάλλον προβληματικά, αφού συνεχίζουν να στηρίζονται στην επιλεκτική ακρόαση των απόηχων της ιστορίας κι όχι στα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα που ανατρέπουν ναυτικά δόγματα αιώνων. Σε όλο τον κόσμο, οι ναυτικές δυνάμεις είναι από αιώνες η δύναμη των αυτοκρατοριών. Χρησιμοποιούνται για να επεκτείνουν την εμβέλεια ενός κράτους πέρα από τη γεωγραφική του επικράτεια.
Στο πλαίσιο αυτό αναδύθηκε το έργο του Αμερικανού αξιωματικού του ναυτικού και ιστορικού Άλφρεντ Θάιερ Μάχαν, για τον οποίο μιλήσαμε σε προηγούμενο άρθρο. Ο Μάχαν ενέπνευσε μια ολόκληρη σχολή σκέψης περί ναυτικού πολέμου, κατά την οποία η εξάλειψη ενός εχθρικού στόλου σε μια αποφασιστική μάχη όχι μόνο θα κέρδιζε τον έλεγχο της θάλασσας, αλλά θα κέρδιζε επίσης και τον πόλεμο. Η μεγάλη σύγκρουση που όλοι περίμεναν και στην οποία προσέβλεπαν τα ναυτικά των μεγάλων δυνάμεων, η ναυμαχία της Γιουτλάνδης, τελικά αποδείχτηκε μια περίεργη ισοπαλία που δεν έγειρε την πλάστιγγα υπέρ καμίας πλευράς.
___________________
(Αναρτήθηκε στην Efenpress, από τον κ. Μιχάλη Τσολάκη)
Οι μεγάλες δυνάμεις συνέχισαν, ακόμη και μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να κατασκευάζουν μεγάλα πλοία όπως θωρηκτά, αλλά πλέον και αεροπλανοφόρα. Τα τελευταία, όπως προέβλεψε ο Αμερικανός στρατηγός (η αεροπορία των ΗΠΑ δεν ήταν ανεξάρτητος κλάδος τότε) Μπίλι Μίτσελ έπαιξαν ρόλο κλειδί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού είχαν την ικανότητα να πλήξουν τα εχθρικά πλοία σε πολύ μεγαλύτερη ακτίνα από την εμβέλεια των θηριωδών ναυτικών πυροβόλων των 16-18 ιντσών και μάλιστα με καταστροφικά αποτελέσματα.
Οι σημερινές υποθέσεις
Σήμερα το αμερικανικό Ναυτικό, το ισχυρότερο του κόσμου προετοιμάζεται για αποφασιστική μάχη, με τον κυριότερο αντίπαλο, την ανερχόμενη ναυτική ισχύ της Κίνας, δίνοντας έμφαση στην δύναμη πυρός των μεγάλων πλοίων, κυρίως των αεροπλανοφόρων και του συνοδού στολίσκου. Σκοπός να , αναζητήσει και καταστρέψει –κατά Μαχάν– τον εχθρό στη θάλασσα. Αλλά, ο λόγος που υποθέτουν οι Αμερικανοί ότι η Κίνα θα εμπλακεί στη θάλασσα και έτσι θα παίξει το παιχνίδι των ΗΠΑ είναι ατεκμηρίωτος.
Το παιχνίδι της ναυτικής ισχύος –όπως συνεχίζουν να το βλέπουν οι Αμερικανοί– δεν χάνεται από μικρότερους παίκτες, που επίσης χρησιμοποιούν μεγάλα πλοία ως μέσο προβολής ισχύος πέραν της επικράτειας τους. Κάποιες μεσαιο-μεγάλες χώρες, κατασκεύασαν ή σχεδιάζουν να κατασκευάσουν αεροπλανοφόρα, συνήθως αρκετά μικρότερα. Η τεχνολογία αεροσκαφών κάθετης απο/προσγείωσης επέτρεψε σε μικρότερα αεροπλανοφόρα ή ελικοπτεροφόρα να επιχειρούν με αιχμή αεροσκάφη σταθερής πτέρυγας. Τέτοια σκάφη κατασκευάστηκαν από Ισπανία, Ιταλία, Τουρκία, Ταϊλάνδη, Αίγυπτο και Βραζιλία, ενώ η Ιαπωνία διαθέτει πραγματικά αεροπλανοφόρα.
Όλα αυτά τα μεγάλα πλοία απαιτούν και συνοδευτικούς στολίσκους για να εξασφαλίζεται η άμυνά τους. Σ’ αυτούς υπάρχουν και πλοία που μπορεί να θεωρηθούν μεγάλα. Το Πολεμικό Ναυτικό μικρότερων ή φτωχότερων χωρών προσπαθούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του πολέμου στη θάλασσα, κατασκευάζοντας κι αυτές ακριβές και σχετικά μεγάλες πλατφόρμες (φρεγάτες και αντιτορπιλικά).Μπορεί το αμερικανικό Ναυτικό να παραμένει προσκολλημένο στη θεωρία του Μάχαν, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για την Κίνα. Το εξαιρετικά ισχυρό Πολεμικό Ναυτικό που μπορεί να ταξιδέψει και να χτυπήσει σε παγκόσμιο επίπεδο ολοένα και περισσότερο αποδεικνύεται αναποτελεσματική. Γιατί άραγε κάποια ναυτικά επιτελεία συνεχίζουν να βασίζονται σε μία ξεπερασμένη θεωρία; Ο λόγος είναι ότι ενσωματώνουν μία πεπαλαιωμένη θεωρία στον σύγχρονο ναυτικό πόλεμο, πατώντας σε ιστορικά παραδείγματα. Σ’ αυτό να προστεθεί και η φυσική αδράνεια. Το αποτέλεσμα είναι μια παρατεταμένη προσπάθεια να προσαρμόσουν τον δυνάμει αντίπαλο στο παραδοσιακό θεωρητικό σχήμα και έτσι να μην αλλάξει τίποτα. Πρόκειται για θεωρητικοποίηση του πολέμου εναντίον ενός εχθρού, όπως τον φανταζόμαστε, κι όχι του εχθρού που έχουμε μπροστά μας.
Οι αντιπλοϊκοί πύραυλοι
Καθώς αποδεικνύεται η αποτελεσματικότητα των αντιπλοϊκών πυραύλων, αρχής γενομένης την δεκαετία του 1950 (Ινδο-Πακιστανική σύγκρουση), οι μικρότερες χώρες στράφηκαν σε αυτούς, χωρίς όμως να διαμορφώνουν νέα επιχειρησιακά δόγματα. Τους θεωρούσαν μάλλον σαν επέκταση της εμβέλειας των πυροβόλων του παρελθόντος. Η Ελλάδα, με λίγες ακόμα χώρες, πρωτοπόρησε, εξοπλίζοντας με αντιπλοϊκούς πυραύλους μικρά σκάφη (πυραυλακάτους) και λίγο αργότερα τις φρεγάτες.
Αλλά η καινοτομία αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε στις παραλίγο συγκρούσεις με την Τουρκία. Το ελληνικό Ναυτικό συνέχισε να στέλνει κύριες μονάδες επιφανείας να αντιμετωπίσουν τον εχθρό σε μια σύγκρουση αποφασιστικής σημασίας, όπως και το τουρκικό. Ενώ το Αιγαίο είναι ιδανικό για παγίδευση αντίπαλου στόλου και για σχέδια άρνησης πρόσβασης/περιοχής με ποικιλία μέσων πέραν των πλοίων επιφανείας, το ελληνικό Ναυτικό αποδείχθηκε ανέτοιμο να ανταπεξέλθει σε αντιπαράθεση στην ανοικτή θάλασσα, στην ανατολική Μεσόγειο όταν κλήθηκε να το κάνει το 1974.
Σε μεγάλο βαθμό, η απροθυμία των εκάστοτε ηγεσιών για εμπλοκή σε σύρραξη και στην Κύπρο και στα Ίμια εξέφραζε περισσότερο ηθική, παρά υλική αδυναμία. Αλλά τα θέατρα επιχειρήσεων που δυνητικά θα κληθεί να επιχειρήσει το ελληνικό Ναυτικό είναι ακριβώς το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος. Άρα, τα δόγματα δράσης του πρέπει να είναι καταλλήλως προσαρμοσμένα για συγκρούσεις στα δύο αυτά θαλάσσια θέατρα.
Το περιβάλλον του Αιγαίου
Η Ουκρανία έχει δείξει ότι ένας συνδυασμός USV, πυραύλων ξηράς και ναυτικών ναρκών μπορεί να αρνηθεί σε ένα ανώτερο Ναυτικό τη δυνατότητα να ασκεί έλεγχο στη θάλασσα, τουλάχιστον σε σχετικά περιορισμένα ύδατα. Η Ουκρανία, που ουσιαστικά δεν διαθέτει σοβαρό Πολεμικό Ναυτικό, το πέτυχε εν μέρει, πρωτοπορώντας στη χρήση εναέρια και θαλάσσια USV χαμηλού προφίλ (drones), φορτωμένων με εκρηκτικά, τα οποία λειτουργούν περίπου όπως τα πυρπολικά.
Οι τεχνολογίες δεν είναι καινούργιες: Πύραυλοι κατά πλοίων χρησιμοποιούνται για πάνω από μισό αιώνα. Οι νάρκες από τον 19ο αιώνα. Η Ουκρανία έδειξε πώς η επιδέξια χρήση αυτών των τεχνολογιών σε συνδυασμό μπορεί να αντισταθμίσει τα πλεονεκτήματα ενός ισχυρότερου Ναυτικού. Τα διδάγματα από τη Μαύρη Θάλασσα δεν έχουν καθολική ισχύ. Σε πιο ανοιχτές θάλασσες τα πολεμικά πλοία λειτουργούν σε ασφαλέστερες αποστάσεις από πυραύλους ξηράς και βάσεις θαλάσσιων drones, αλλά με την ανάπτυξη της τεχνολογίας κι αυτό αλλάζει. Σε όλη την ιστορία, πάντως, οι περισσότερες ναυμαχίες έχουν γίνει σε σχετικά περιορισμένα παράκτια ύδατα.
Στο Αιγαίο, τα νησιά εύκολα μετατρέπονται σε απόρθητα οχυρά. Τα περάσματα ανάμεσά τους μπορούν εύκολα να γίνουν “σημεία πνιγμού” για τα εχθρικά σκάφη επιφανείας, αλλά και υποβρύχια. Ουσιαστικά, ο τουρκικός στόλος να μην μπορεί να πλεύσει ούτε κατά μήκος των τουρκικών ακτών. Οι αντιπλοϊκοί πύραυλοι, τα drones (εναέρια, επιφανείας, υποβρύχια) και οι νάρκες μπορούν να κλείσουν κάθε δίοδο προς τη Μεσόγειο.
Υπάρχουν τα μέσα γι’ αυτό; Πριν απαντήσουμε, ας συμφωνήσουμε ότι η τεχνολογία κάνει επισφαλή τον πλου κυρίων (μεγάλων) μονάδων επιφανείας στο ανατολικό Αιγαίο, γιατί ο ελληνικός στόλος πρέπει να δράσει εκεί και όχι στην Ανατολική Μεσόγειο στο πλαίσιο εναλλακτικών δογμάτων; Ίσως η τεχνολογία προσφέρει και στην Κύπρο εναλλακτικές λύσεις. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πόσες τέτοιες μονάδες χρειαζόμαστε και γιατί. Ποιο είναι το σωστό μείγμα των διαφόρων σκαφών; Μήπως θα πρέπει να επικεντρωθεί η Ελλάδα σε υποβρύχια; Μήπως πρέπει να ξοδέψουμε για την εγχώρια κατασκευή ναυτικών SUV (drones) επιφανείας και υποβρυχίων;Αν μια καινούργια σύγχρονη φρεγάτα στοιχίζει 600-800 εκατ. ευρώ, με αυτό το ποσό αγοράζουμε 600-800 αντιπλοϊκούς πυραύλους, και αν τα επενδύσουμε στα φτηνά drones θα έχουμε μεγάλο πλήθος. Με άλλα λόγια, αγοράζοντας μια φρεγάτα λιγότερη, μπορούμε να καταστήσουμε το Αιγαίο απροσπέλαστο. Αναφορικά με τη ναρκοθέτηση, ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα είχε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο επενδύσει σημαντικά στις φτηνές θαλάσσιες νάρκες, γιατί δεν το κάνει πλέον; Η τεχνολογία αυτών των μέσων είναι παλιά, αλλά αποτελεσματικότατη. Θωρακίζοντας έτσι το Αιγαίο, απελευθερώνονται μεγαλύτερα σκάφη επιφανείας για χρήση στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ανατολική Μεσόγειος
Στο ναυτικό πόλεμο το πλεονέκτημα πηγαίνει στην πλευρά που πυροβολεί πρώτη (με την προϋπόθεση ότι θα χτυπήσει τον στόχο της), επειδή αυτά τα πρώτα πλήγματα πιθανότατα θα είναι καθοριστικά. Αυτό ισχύει περισσότερο με τα σύγχρονα πανάκριβα πολεμικά πλοία και τους σύγχρονους αντιπλοϊκούς πυραύλους. Τα σύγχρονα πλοία σε σύγκριση με τα παλαιότερα είναι εύθραυστα, γεμάτα με ακόμα πιο εύθραυστο εξοπλισμό. Δεν ανταλλάσσουν βολές. Οι σύγχρονοι αντιπλοϊκοί πύραυλοι, (λόγω της ισχύος των κεφαλών, της παρουσίας υπολειπόμενου προωθητικού και της κινητικής ενέργειας) είναι καταστροφικοί. Γι’ αυτό έχει κρίσιμη σημασία η αναγνώριση και η ταχύτητα. Πρέπει να εντοπιστεί ο εχθρός, να στοχευθεί και να βληθεί αποτελεσματικά, ιδανικά πριν καν σε δει.
Αυτό προκαλεί συζήτηση για το μείγμα μεταξύ διασποράς και συγκέντρωσης. Η διασπορά είναι απαραίτητη τόσο για τον εντοπισμό του εχθρού όσο και για την απόκρυψη των πλοίων από τον εχθρό. Απαραίτητο για τη διασπορά είναι η ισχυρή ικανότητα διοίκησης και ελέγχου, προκειμένου τα διεσπαρμένα πλοία να επικοινωνούν και συντονίζονται. Είναι επίσης απαραίτητη η συγκέντρωση. Τα σύγχρονα πολεμικά πλοία, επανδρωμένα ή μη, λειτουργούν καλύτερα όταν συνεργάζονται, συμπληρώνοντας το ένα τις ικανότητες του άλλου.
Το κλασικό παράδειγμα είναι η βρετανική προσαρμογή κατά τη διάρκεια του πολέμου των Φώκλαντ, όταν οι Βρετανοί διοικητές έμαθαν να ζευγαρώνουν δύο διαφορετικά είδη φρεγατών, τις Type 22 και Type 42, αντί να τις αφήνουν να λειτουργούν μόνες. Η μία ήταν εξοπλισμένη με πυραύλους που ήταν καλύτεροι ενάντια σε μακρινές αεροπορικές απειλές, η άλλη με πυραύλους που ήταν καλύτεροι ενάντια σε κοντινές απειλές. Το συμπέρασμα είναι ότι η διασπορά έχει σαφή όρια.
Ποιες μονάδες και που
Αυτό θέτει το ερώτημα όχι απλά για το μείγμα, αλλά και για την τοποθέτηση των πλοίων στο ευρύτερο θέατρο και για τον αριθμό και την υφή τους. Δεδομένου ότι πρώτιστο μέλημα είναι η επιχειρησιακή επίγνωση της σημασίας πρώτου αποφασιστικού πλήγματος, αυτό σημαίνει ότι τα πλοία δεν μπορούν από μόνα τους να το πετύχουν, λόγω και της καμπυλότητας του πλανήτη. Όσες χώρες δεν έχουν δορυφόρους, που δίνουν εικόνα στο ευρύτερο θαλάσσιο θέατρο, επενδύουν σε εναέρια μέσα, όπως τα Erieye της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας και τα E-7 Peace Eagle της τουρκικής.
Οι νότιες τουρκικές ακτές θέτουν περιορισμούς στο που και πως μπορούν να αναπτυχθούν ελληνικά πλοία στην περιοχή μεταξύ Κρήτης-Κύπρου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κινούνται νοτιότερα, καθώς η Κύπρος δεν έχει αντιαεροπορική προστασία να αναχαιτίσει τουρκικά αεροσκάφη που μπορεί να κινηθούν προς Νότο. Στην Ανατολική Μεσόγειο μπορεί να ελλοχεύουν και τουρκικά υποβρύχια, τα οποία επιχειρούν ευκολότερα στα βαθιά και όχι γνώριμα στους Έλληνες ύδατα, ενώ στο Αιγαίο έχουν έντονο μειονέκτημα.
Προς το παρόν, η Τουρκία δεν διαθέτει υπερ-υπερηχητικούς πυραύλους, οι οποίοι θα αποτελέσουν τεράστια απειλή, καθώς η ταχύτητά τους δεν επιτρέπει επιτυχή ανάσχεση. Μπορεί, όμως, να αποκτήσει, λόγω των σχέσεών τους έχουν με Κίνα και Ρωσία. Αν αποκτήσει τα ελληνικά πλοία επιφανείας θα καταστούν ευάλωτα. Είναι, λοιπόν, εποχή για περίσκεψη. Με στριμωγμένα οικονομικά, σε ρευστές γεωπολιτικές συνθήκες και με τον τουρκικό επεκτατισμό να παραμένει απτόητος, η Ελλάδα δεν έχει καιρό για χάσιμο, αλλά κυρίως χρειάζεται καινοτόμες λύσεις κι όχι προσκόλληση σε ξεπερασμένα δόγματα.