Πανηγυρικό κλίμα καλλιεργεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη για την εξέλιξη της υπόθεσης των F-35, δηλαδή της έγκρισης από τους αρμόδιους θεσμούς των ΗΠΑ, για την πώλησή του στη σύμμαχο Ελλάδα, ταυτόχρονα με την αντίστοιχη τουρκική για την αποδέσμευση της πλέον προηγμένης έκδοσης των F-16 (Block 70 σε τουρκική υπηρεσία), για την προμήθεια 40 καινούργιων και την αναβάθμιση άλλων 79 F-16 του υπάρχοντος στόλου. Μόλις χθες, ο υπουργός Εθνική Άμυνας έσπευσε… να ανακτήσει την πρωτοβουλία των αμυντικών εξαγγελιών, προσθέτοντας στην εξίσωση την προοπτική δραστηριοποίησης ελληνικών ναυπηγείων για τη ναυπήγηση εφτά φρεγατών FFG-62 Constellation, οι οποίες όμως θα είναι πέριξ των 5.000 τόνων εκτόπισμα, άρα κάτι μικρότερο από τις «ιταλικές FREMM», δηλαδή την κλάση Bergamini, από την οποία προέκυψαν οι FFG-62, οι οποίες ξεπερνούν τους 7.000 τόνους εκτόπισμα.
Του Ζαχαρία Μίχα*
Οι πανηγυρισμοί είναι κατανοητοί από πολιτικής απόψεως. Η μετεξέλιξη της απειλής στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου αυτονόητα ανησυχεί την ελληνική κοινωνία, λόγω της συνεχούς ναυπήγησης νέων μονάδων επιφανείας, ενώ στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού στόλου θα έπρεπε ήδη να έχει αποσυρθεί. Συγκαλύπτουν όμως παράλληλα την ανάγκη παροχής διευκρινίσεων για τους λόγους που υπαγόρευσαν την πολύμηνη καθυστέρηση, ενώ η αμερικανική αποδέσμευση αναμενόταν να κοινοποιηθεί στην Αθήνα προ των τελευταίων βουλευτικών εκλογών.
Η αντίδραση στη σύνδεση των ελληνικών εξοπλισμών με την πολιτική της Ουάσινγκτον απέναντι στην Τουρκία ήταν συμβολική, για την τιμή των όπλων, ενώ δεν ήταν λίγες φορές που κυβερνητικοί παράγοντες το είχαν απορρίψει, όταν αναλυτές το επεσήμαναν, του υπογράφοντος συμπεριλαμβανομένου. Η πρώτη παρατήρηση όμως είναι, ότι οι σχεδιασμοί για μαχητικά πέμπτης γενιάς και υπερσύγχρονες φρεγάτες αφορούν το… απώτερο μέλλον. Η δεύτερη είναι ότι το γνωστό -αξιόπιστο- επιχείρημα του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου δεν επιτρέπει αισιοδοξία, έχοντας ακυρώσει στην πράξη πολύ πιο επείγοντα εξοπλιστικά. Τρίτον, ανησυχία προκαλεί η εμμονή στις πλατφόρμες, χωρίς όμως αυτές να συνοδεύονται από προηγμένα όπλα, παρότι αυτά είναι ο αφανής παράγοντας που ενισχύει την αποτροπή.
«Θωρακιζόμαστε», είπε και ο πρωθυπουργός, ο οποίος έσπευσε να δώσει συνέχεια στη θριαμβολογία και τις δηλώσεις της πρώτης ημέρας, επισκεπτόμενος την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να την ενημερώσει. Ωστόσο, τα ερωτήματα που εγείρονται είναι πολλά. Ο επικοινωνιακός αντίκτυπος των διακηρύξεων, είναι όμως σαφής: Ακόμα και κορυφαία μέσα ενημέρωσης, έκαναν λόγο για τα μαχητικά αεροσκάφη «που απέκτησε» η Ελλάδα! Ουδέν ψευδέστερον. Όταν έρθει επισήμως η Επιστολή Προσφοράς προς Αποδοχή, η LOA (Letter of Offer and Acceptance), αυτή θα αποτελέσει αντικείμενο επί του οποίου θα διεξαχθούν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις Πολεμικές Αεροπορίες της Ελλάδας και των ΗΠΑ (USAF).
Η συμφωνία θα είναι διακρατική (FMS case). Αυτό σημαίνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση, μέσω του διακλαδικού γραφείου προγράμματος (JPO: Joint Program Office) θα αναλάβει να αναθέσει τη σύμβαση στην κατασκευάστρια Lockheed Martin και να παραλάβει τα αεροσκάφη, πιστοποιώντας ότι οι προδιαγραφές είναι αυτές που θα έκανε αποδεκτές η ίδια, προτού τα παραδώσει στην Ελλάδα. Αυτό υπέχει κόστος, το οποίο όμως η ιστορική εμπειρία από άλλα προγράμματα FMS έχει αποδείξει ότι επιδέχεται συμπίεσης.
Το ερώτημα που μένει να αποδειχθεί, είναι εάν το πραγματικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης ήταν η εξασφάλιση της αποδέσμευσης των F-35, καθώς από μόνο του αποτελεί ισχυρό χαρτί εξωτερικής πολιτικής, πέραν του επικοινωνιακού αντικτύπου που έχει στο εσωτερικό επίπεδο. Απέναντι στην Τουρκία, μια αόριστη παράταση στις διαπραγματεύσεις θα μπορούσε να εξυπηρετεί και τις ΗΠΑ και την Ελλάδα. Αυτό βέβαια θα σήμαινε την εκ νέου σύνδεση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία με τους ελληνικούς εξοπλισμούς. Με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά θα είναι εξόφθαλμο ότι η Αθήνα θα συναινεί. Είτε διότι δεν έχει τα χρήματα για να προχωρήσει, είτε διότι θα κλείνει το μάτι στον Ερντογάν ότι δεν ενδιαφέρεται να πετύχει… βίαιη ανατροπή της διμερούς ισορροπίας δυνάμεων στον αεροπορικό τομέα.
Δεν είναι σαφές ποια πολιτική θα ακολουθήσει η ελληνική πλευρά. Εξάλλου, ζούμε στην εποχή της ασάφειας, όπου όλες οι συνεννοήσεις γίνονται με πλήρη συσκότιση. Όταν αποφασιστεί, υπάρχουν συγκεκριμένες διαδρομές διαρροής της επιθυμητής εκδοχής, με τη μορφή επικοινωνιακού αφηγήματος. Παρά τις θριαμβολογίες, το Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζει τόσο ότι η LOA θα σηματοδοτήσει απλά και μόνο την έναρξη της διαδικασίας προμήθειας, όσο και τα δεδομένα του δημοσιονομικού χώρου.
Μέχρι στιγμής ξέραμε ότι αυτά είναι εξόχως περιορισμένα. Η κατεπείγουσα ανάγκη διάσωσης, κατά κυριολεξία, μέσω του εκσυγχρονισμού των 38 μαχητικών F-16 Block 50, αλλά και η τραγική καθυστέρηση στην υλοποίηση προγράμματος εκσυγχρονισμού στις MEKO 200HN, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Την ίδια ώρα, δεν επιδεικνύεται η ίδια ζέση για την εξασφάλιση αποδέσμευσης προηγμένων αεροφερόμενων όπλων.
Περνώντας στον τομέα του Πολεμικού Ναυτικού, η καθυστέρηση παραγωγής αποτελεσμάτων θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Εάν υπήρχε πραγματική πρόθεση ταχείας αντιμετώπισης του προβλήματος σε μονάδες επιφανείας που διαρκώς διευρύνεται, πέραν των φρεγατών MEKO θα είχε ασκηθεί έγκαιρα το δικαίωμα για την τέταρτη FDI HN, ή για τη ναυπήγηση τριών κορβετών. Μια κυβέρνηση που επικαλείται διαρκώς τον οικονομικό ορθολογισμό, δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ότι με δεδομένη πλέον την επιλογή των FDI HN, οι μεγαλύτεροι αριθμοί σημαίνει δημιουργία οικονομιών κλίμακος, πέραν της ταχύτερης αντιμετώπισης του ζητήματος ουσίας που είναι η ναυτική ισχύς.
Το επιχείρημα των δύο προμηθευτών (Γάλλων και Αμερικανών εν προκειμένω), όπως και στην περίπτωση της Πολεμικής Αεροπορίας δεν στερείται συμπαγούς λογικής, παρότι υπέχει υψηλότερα κόστη εφοδιασμού, συντήρησης, υποστήριξης και εκπαίδευσης. Ούτε όμως τα ναυπηγεία της χώρας είναι αυτή τη στιγμή σε θέση να αναλάβουν ένα έργο τέτοιας κλίμακας. Για να καταστεί εφικτό, απαιτούνται επενδύσεις σημαντικού ύψους και χρόνου (τουλάχιστον διετία) για να δημιουργηθούν οι υποδομές και να εκπαιδευτεί νέο προσωπικό, καθώς οι έμπειροι της ναυπηγικής βιομηχανίας είτε έχουν συνταξιοδοτηθεί, είτε βρίσκονται πολύ κοντά στην αποχώρηση από την ενεργό δράση. Τα έχουν προσδιορίσει οικονομικά; Ποιος θα τα χρηματοδοτήσει;
Η ανησυχία είναι λοιπόν, μήπως οι επικοινωνιακές διακηρύξεις που αφήνουν σε πολύ κόσμο μη σχετικό με τα «αμυντικά», την εντύπωση ότι θα δουν F-35 στην επόμενη παρέλαση και… Constellation στην επόμενη γιορτή του Άη Νικόλα στον Πειραιά, είναι ο πραγματικός στόχος. Σε αυτό το επικοινωνιακό αφήγημα συμβάλει τα μέγιστα και ο καθημερινός βομβαρδισμός με το σύνδρομο καταδίωξης που πλέον κατατρύχει πολλούς Τούρκους αναλυτές, αναφερόμενοι διαρκώς στα ελληνικά σε Rafale, F-35 και πλέον στις Constellation.
Για να είμαστε απόλυτα ακριβείς όμως, η τουρκική κοινωνία δείχνει να κατανοεί σταδιακά το κόστος που συνεπάγεται η ιδιόρρυθμη και χωρίς όρια «αντίσταση» στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ιδίως όταν έλαβε τη μορφή της προμήθειας των S-400 Triumf που αποδείχθηκε πραγματική κόκκινη γραμμή, καθώς οδήγησε στον εξοβελισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα του F-35. Εάν αυτό δεν είχε συμβεί βέβαια, το πρόβλημα ασφαλείας της χώρας μας θα ήταν πολύ χειρότερο. Άρα, ο Ερντογάν αποδεικνύεται ο μεγαλύτερος «χορηγός» της ελληνικής ασφάλειας…
Ό,τι και να κάνουμε όμως, είτε εμείς είτε οι Τούρκοι, η πραγματικότητα είναι μία. Η Ελλάδα οφείλει να αποσυνδέσει την πολιτική της από το τι κάνει η Τουρκία και να υλοποιήσει την εξοπλιστική της πολιτική, με ορθολογισμό, επιχειρησιακό και οικονομικό. Το ζήτημα είναι εάν υπάρχει τέτοια πολιτική. Οι αμετροεπείς και μεγαλοϊδεατικές διακηρύξεις, συνήθως δεν έχουν καλό τέλος, ενώ τις συνέπειες καλείται αν τις αντιμετωπίσει κάποια άλλη κυβέρνηση…
Καλύτερα λοιπόν μικρά, λογικά και σταθερά βήματα, διότι αυτά φέρνουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ας διασώσουμε αρχικά από την απαξίωση όσα ήδη διαθέτουμε στο οπλοστάσιο και να διεκδικήσουμε κατ’ απόλυτη προτεραιότητα την αποδέσμευση προηγμένων όπλων. Από όποιον είναι διατεθειμένος να τα προμηθεύσει. Και ο νοών νοείτω. Τόσο απλά.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA defence-point.gr
Του Ζαχαρία Μίχα*
Οι πανηγυρισμοί είναι κατανοητοί από πολιτικής απόψεως. Η μετεξέλιξη της απειλής στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου αυτονόητα ανησυχεί την ελληνική κοινωνία, λόγω της συνεχούς ναυπήγησης νέων μονάδων επιφανείας, ενώ στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού στόλου θα έπρεπε ήδη να έχει αποσυρθεί. Συγκαλύπτουν όμως παράλληλα την ανάγκη παροχής διευκρινίσεων για τους λόγους που υπαγόρευσαν την πολύμηνη καθυστέρηση, ενώ η αμερικανική αποδέσμευση αναμενόταν να κοινοποιηθεί στην Αθήνα προ των τελευταίων βουλευτικών εκλογών.
Η αντίδραση στη σύνδεση των ελληνικών εξοπλισμών με την πολιτική της Ουάσινγκτον απέναντι στην Τουρκία ήταν συμβολική, για την τιμή των όπλων, ενώ δεν ήταν λίγες φορές που κυβερνητικοί παράγοντες το είχαν απορρίψει, όταν αναλυτές το επεσήμαναν, του υπογράφοντος συμπεριλαμβανομένου. Η πρώτη παρατήρηση όμως είναι, ότι οι σχεδιασμοί για μαχητικά πέμπτης γενιάς και υπερσύγχρονες φρεγάτες αφορούν το… απώτερο μέλλον. Η δεύτερη είναι ότι το γνωστό -αξιόπιστο- επιχείρημα του περιορισμένου δημοσιονομικού χώρου δεν επιτρέπει αισιοδοξία, έχοντας ακυρώσει στην πράξη πολύ πιο επείγοντα εξοπλιστικά. Τρίτον, ανησυχία προκαλεί η εμμονή στις πλατφόρμες, χωρίς όμως αυτές να συνοδεύονται από προηγμένα όπλα, παρότι αυτά είναι ο αφανής παράγοντας που ενισχύει την αποτροπή.
«Θωρακιζόμαστε», είπε και ο πρωθυπουργός, ο οποίος έσπευσε να δώσει συνέχεια στη θριαμβολογία και τις δηλώσεις της πρώτης ημέρας, επισκεπτόμενος την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να την ενημερώσει. Ωστόσο, τα ερωτήματα που εγείρονται είναι πολλά. Ο επικοινωνιακός αντίκτυπος των διακηρύξεων, είναι όμως σαφής: Ακόμα και κορυφαία μέσα ενημέρωσης, έκαναν λόγο για τα μαχητικά αεροσκάφη «που απέκτησε» η Ελλάδα! Ουδέν ψευδέστερον. Όταν έρθει επισήμως η Επιστολή Προσφοράς προς Αποδοχή, η LOA (Letter of Offer and Acceptance), αυτή θα αποτελέσει αντικείμενο επί του οποίου θα διεξαχθούν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις Πολεμικές Αεροπορίες της Ελλάδας και των ΗΠΑ (USAF).
Η συμφωνία θα είναι διακρατική (FMS case). Αυτό σημαίνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση, μέσω του διακλαδικού γραφείου προγράμματος (JPO: Joint Program Office) θα αναλάβει να αναθέσει τη σύμβαση στην κατασκευάστρια Lockheed Martin και να παραλάβει τα αεροσκάφη, πιστοποιώντας ότι οι προδιαγραφές είναι αυτές που θα έκανε αποδεκτές η ίδια, προτού τα παραδώσει στην Ελλάδα. Αυτό υπέχει κόστος, το οποίο όμως η ιστορική εμπειρία από άλλα προγράμματα FMS έχει αποδείξει ότι επιδέχεται συμπίεσης.
Το ερώτημα που μένει να αποδειχθεί, είναι εάν το πραγματικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης ήταν η εξασφάλιση της αποδέσμευσης των F-35, καθώς από μόνο του αποτελεί ισχυρό χαρτί εξωτερικής πολιτικής, πέραν του επικοινωνιακού αντικτύπου που έχει στο εσωτερικό επίπεδο. Απέναντι στην Τουρκία, μια αόριστη παράταση στις διαπραγματεύσεις θα μπορούσε να εξυπηρετεί και τις ΗΠΑ και την Ελλάδα. Αυτό βέβαια θα σήμαινε την εκ νέου σύνδεση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία με τους ελληνικούς εξοπλισμούς. Με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά θα είναι εξόφθαλμο ότι η Αθήνα θα συναινεί. Είτε διότι δεν έχει τα χρήματα για να προχωρήσει, είτε διότι θα κλείνει το μάτι στον Ερντογάν ότι δεν ενδιαφέρεται να πετύχει… βίαιη ανατροπή της διμερούς ισορροπίας δυνάμεων στον αεροπορικό τομέα.
Δεν είναι σαφές ποια πολιτική θα ακολουθήσει η ελληνική πλευρά. Εξάλλου, ζούμε στην εποχή της ασάφειας, όπου όλες οι συνεννοήσεις γίνονται με πλήρη συσκότιση. Όταν αποφασιστεί, υπάρχουν συγκεκριμένες διαδρομές διαρροής της επιθυμητής εκδοχής, με τη μορφή επικοινωνιακού αφηγήματος. Παρά τις θριαμβολογίες, το Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζει τόσο ότι η LOA θα σηματοδοτήσει απλά και μόνο την έναρξη της διαδικασίας προμήθειας, όσο και τα δεδομένα του δημοσιονομικού χώρου.
Μέχρι στιγμής ξέραμε ότι αυτά είναι εξόχως περιορισμένα. Η κατεπείγουσα ανάγκη διάσωσης, κατά κυριολεξία, μέσω του εκσυγχρονισμού των 38 μαχητικών F-16 Block 50, αλλά και η τραγική καθυστέρηση στην υλοποίηση προγράμματος εκσυγχρονισμού στις MEKO 200HN, αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Την ίδια ώρα, δεν επιδεικνύεται η ίδια ζέση για την εξασφάλιση αποδέσμευσης προηγμένων αεροφερόμενων όπλων.
Περνώντας στον τομέα του Πολεμικού Ναυτικού, η καθυστέρηση παραγωγής αποτελεσμάτων θα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Εάν υπήρχε πραγματική πρόθεση ταχείας αντιμετώπισης του προβλήματος σε μονάδες επιφανείας που διαρκώς διευρύνεται, πέραν των φρεγατών MEKO θα είχε ασκηθεί έγκαιρα το δικαίωμα για την τέταρτη FDI HN, ή για τη ναυπήγηση τριών κορβετών. Μια κυβέρνηση που επικαλείται διαρκώς τον οικονομικό ορθολογισμό, δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ότι με δεδομένη πλέον την επιλογή των FDI HN, οι μεγαλύτεροι αριθμοί σημαίνει δημιουργία οικονομιών κλίμακος, πέραν της ταχύτερης αντιμετώπισης του ζητήματος ουσίας που είναι η ναυτική ισχύς.
Το επιχείρημα των δύο προμηθευτών (Γάλλων και Αμερικανών εν προκειμένω), όπως και στην περίπτωση της Πολεμικής Αεροπορίας δεν στερείται συμπαγούς λογικής, παρότι υπέχει υψηλότερα κόστη εφοδιασμού, συντήρησης, υποστήριξης και εκπαίδευσης. Ούτε όμως τα ναυπηγεία της χώρας είναι αυτή τη στιγμή σε θέση να αναλάβουν ένα έργο τέτοιας κλίμακας. Για να καταστεί εφικτό, απαιτούνται επενδύσεις σημαντικού ύψους και χρόνου (τουλάχιστον διετία) για να δημιουργηθούν οι υποδομές και να εκπαιδευτεί νέο προσωπικό, καθώς οι έμπειροι της ναυπηγικής βιομηχανίας είτε έχουν συνταξιοδοτηθεί, είτε βρίσκονται πολύ κοντά στην αποχώρηση από την ενεργό δράση. Τα έχουν προσδιορίσει οικονομικά; Ποιος θα τα χρηματοδοτήσει;
Η ανησυχία είναι λοιπόν, μήπως οι επικοινωνιακές διακηρύξεις που αφήνουν σε πολύ κόσμο μη σχετικό με τα «αμυντικά», την εντύπωση ότι θα δουν F-35 στην επόμενη παρέλαση και… Constellation στην επόμενη γιορτή του Άη Νικόλα στον Πειραιά, είναι ο πραγματικός στόχος. Σε αυτό το επικοινωνιακό αφήγημα συμβάλει τα μέγιστα και ο καθημερινός βομβαρδισμός με το σύνδρομο καταδίωξης που πλέον κατατρύχει πολλούς Τούρκους αναλυτές, αναφερόμενοι διαρκώς στα ελληνικά σε Rafale, F-35 και πλέον στις Constellation.
Για να είμαστε απόλυτα ακριβείς όμως, η τουρκική κοινωνία δείχνει να κατανοεί σταδιακά το κόστος που συνεπάγεται η ιδιόρρυθμη και χωρίς όρια «αντίσταση» στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, ιδίως όταν έλαβε τη μορφή της προμήθειας των S-400 Triumf που αποδείχθηκε πραγματική κόκκινη γραμμή, καθώς οδήγησε στον εξοβελισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα του F-35. Εάν αυτό δεν είχε συμβεί βέβαια, το πρόβλημα ασφαλείας της χώρας μας θα ήταν πολύ χειρότερο. Άρα, ο Ερντογάν αποδεικνύεται ο μεγαλύτερος «χορηγός» της ελληνικής ασφάλειας…
Ό,τι και να κάνουμε όμως, είτε εμείς είτε οι Τούρκοι, η πραγματικότητα είναι μία. Η Ελλάδα οφείλει να αποσυνδέσει την πολιτική της από το τι κάνει η Τουρκία και να υλοποιήσει την εξοπλιστική της πολιτική, με ορθολογισμό, επιχειρησιακό και οικονομικό. Το ζήτημα είναι εάν υπάρχει τέτοια πολιτική. Οι αμετροεπείς και μεγαλοϊδεατικές διακηρύξεις, συνήθως δεν έχουν καλό τέλος, ενώ τις συνέπειες καλείται αν τις αντιμετωπίσει κάποια άλλη κυβέρνηση…
Καλύτερα λοιπόν μικρά, λογικά και σταθερά βήματα, διότι αυτά φέρνουν ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ας διασώσουμε αρχικά από την απαξίωση όσα ήδη διαθέτουμε στο οπλοστάσιο και να διεκδικήσουμε κατ’ απόλυτη προτεραιότητα την αποδέσμευση προηγμένων όπλων. Από όποιον είναι διατεθειμένος να τα προμηθεύσει. Και ο νοών νοείτω. Τόσο απλά.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA defence-point.gr
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com