Η υπερβολική μέχρι παρεξηγήσεως –δεδομένης και της κριτικής που είχε ασκηθεί στον Παναγιώτη Λαφαζάνη, τότε υπουργό Ενέργειας, για την υπόκλισή του στον Ρώσο επικεφαλής της Gazprom, Αλεξέι Μίλερ– υπόκλιση του υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, κατά την είσοδο του Τούρκου προέδρου Ερντογάν, σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον στα κοινωνικά δίκτυα. Όπως και με το προηγούμενο Λαφαζάνη, είναι φυσιολογικό να σχολιαστεί η επανάληψη. Ωστόσο, ο σχολιασμός μετά την αναχώρηση του Τούρκου επισκέπτη δεν μπορεί να εξαντληθεί σε αυτό το συμβάν.
Του Ζαχαρία Μίχα*
Η συστημική οπτική δείχνει να προτάσσει ως ερμηνεία, το “σήμα κανονικοποίησης” των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ασφαλώς, ούτε λόγος περί των κινήτρων που οδήγησαν στην επίσκεψη αυτή καθαυτή, ενώ με βάση τις εικαζόμενες επιδιώξεις του Ερντογάν, θα πρέπει να κριθούν και τα αποτελέσματα. Το δε καλωσόρισμα της εξέλιξης από την πλευρά των νατοϊκών, υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να τεθεί στο ίδιο μικροσκόπιο. Δηλαδή, να κριθεί υπό αυτήν ακριβώς την οπτική γωνία.
Υπάρχει η εκτίμηση, ότι με τον τρόπο αυτό η Τουρκία επιχειρεί να σπάσει την ιδιότυπη απομόνωση στην οποία έχει περιέλθει στην Ανατολική Μεσόγειο με αποκλειστικά δική της ευθύνη. Εάν αυτή η εκτίμηση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε η κατηγορία περί συντήρησης ιδεοληψιών και ψευδαισθήσεων δεν αφορά αποκλειστικά και μόνον τα ελληνοτουρκικά, αλλά τη συνολική πολιτική της Δυτικής Συμμαχίας για την ευρύτερη περιοχή. Μόνο που τις όποιες συνέπειες δυνητικής παταγώδους αποτυχίας, θα τις αισθανθούν οι χώρες πρώτης γραμμής.
Βεβιασμένη υπεραισιοδοξίαΤο καλό σενάριο, που όμως δεν υπάρχουν προς το παρόν στοιχεία για να το στηρίξουν, θέλει την Τουρκία να έχει αποφασίσει να βάλει νερό στο κρασί της με στόχο να πετύχει μια διευθέτηση, δηλαδή την επίτευξη συμφωνίας για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Μέσω αυτής, θα επιδιώξει να επανενταχθεί στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής, με στόχο να μπορέσει να αποσπάσει ένα μέρος από τους πλουτοπαραγωγικούς της πόρους και φυσικά να εξασφαλίσει τις πλέον σύγχρονες εκδόσεις των F-16.
Τουλάχιστον προς το παρόν, τέτοια αισιοδοξία για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών δεν προκύπτει από πουθενά. Ακόμα κι αν η Αθήνα πίστευε ότι η Άγκυρα είναι διατεθειμένη να κάνει βήματα πίσω, θα έπρεπε να πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση. Μια ημέρα πριν την άφιξή του, ο Ερντογάν δήλωσε ότι η Τουρκία είναι θετική στην προοπτική προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, θέτοντας όμως την πάγια προϋπόθεση να παραπεμφθούν όλα τα προβλήματα, στα οποία εντάσσει και θέματα ελληνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας.
Το κλίμα αισιοδοξίας που εκπέμπεται από την κυβέρνηση, λοιπόν, δεν υποστηρίζεται από τα υπάρχοντα στοιχεία. Εάν φυσικά ισχύει η δήλωση πως το μόνο πρόβλημα που υπάρχει προς διευθέτηση, είναι αυτό της υφαλοκρηπίδας. Διότι κατά τη διαπραγμάτευση για την σύνταξη συνυποσχετικού που απαιτείται για την προσφυγή στη Χάγη, όλα θα βρεθούν στο τραπέζι. Εκτός κι αν υπάρχει ήδη προεργασία και κάποιος κοινός τόπος, ο οποίος δεν ανακοινώνεται, αλλά έπαιξε ρόλο στην απόφαση έλευσης του Ερντογάν στην Αθήνα.
Η δυνατότητα της Τουρκία να εργαλειοποιεί την ένταση με την Ελλάδα δεν αντιμετωπίστηκε βεβαίως με την υπογραφή της μη δεσμευτικής Διακήρυξης για τις διμερείς σχέσεις. Κατά συνέπεια, οι πραγματικές διαθέσεις της Άγκυρας μένουν να διαπιστωθούν στην πράξη. Άρα, είναι εξαιρετικά πρόωρη η όποια αισιοδοξία, παρότι είναι εν μέρει κατανοητή, για να μην πληγεί η όποια δυναμική υπάρχει στην επαναπροσέγγιση.
Στις καλένδες η εξοπλιστική προσπάθεια;Όπως έχει όμως εξηγηθεί από τον υπογράφοντα, αυτό θα είχε στρατηγική λογική, στο μέτρο που θα αξιοποιούνταν ώστε ενδεχόμενος νέος γύρος έντασης θα έβρισκε την Ελλάδα σε καλύτερη θέση από τον προηγούμενο, δεδομένου ότι η εξοπλιστική φρενίτιδα της Τουρκίας δεν έχει ανασχεθεί. Το ερώτημα που ανακύπτει μετά τις σημερινές εξελίξεις, είναι εάν το ίδιο ισχύει και για την ελληνική πλευρά, ή θα επέλθει πάγωμα των εξοπλιστικών με βάση το αφήγημα περί έλλειψης δημοσιονομικού χώρου. Εάν αυτό συμβεί θα συνιστά ατύπως μια υποχώρηση έναντι της Τουρκίας και βέβαια θα είναι ανόητο και αυτοκαταστροφικό.
Η συνέχιση της ελληνικής αμυντικής ενδυνάμωσης βοηθάει στην αποτροπή τουρκικών σκέψεων για επάνοδο στη στρατηγική της έντασης με βραχίονα τον στρατιωτικό καταναγκασμό. Υπ’ αυτή την έννοια, οι εξοπλισμοί είναι στην πραγματικότητα η πλέον ουσιώδης στρατηγική υποστήριξης της ειρήνης, άρα και της ελληνικής διπλωματικής προσπάθειας. Πόσο απίθανο μπορεί κανείς να θεωρήσει, ότι η Ουάσινγκτον θα παγώσει με τη σειρά της, κάθε εικαζόμενο ή πραγματικό σχέδιο ενίσχυσης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όπως έχει ζητηθεί και συζητείται;
Πιο πρακτικά, γιατί να μην επαναληφθεί το γνωστό σενάριο της μη αποδέσμευσης οπλικών συστημάτων με τη γνωστή αιτιολογία «να μη διαταραχθεί το ισοζύγιο» στο Αιγαίο, ή στην επικαιροποιημένη του μορφή «για να μην υπονομευθούν οι προσπάθειες επαναπροσέγγισης»; Οψόμεθα, διότι το τελευταίο διάστημα έχει καταγραφεί μπαράζ δημοσιευμάτων με αντικείμενο την έλευση στην Αθήνα της αμερικανικής πρότασης για την απόκτηση μαχητικών F-35 Lightning II. Μένει να αποδειχθεί, εάν η εξάμηνη καθυστέρηση της πρότασης (της LOA, δηλαδή του εγγράφου που καλείται Επιστολή Προσφοράς προς Αποδοχή) θα τερματιστεί, ή θα επαληθευθούν οι ανωτέρω προβληματισμοί.
Η δυτική σύγχυσηΣε τελική ανάλυση, θα έπρεπε να μας προβληματίζει και η προθυμία με την οποία η ΕΕ συμφώνησε με την εξαίρεση νήσων του ανατολικού Αιγαίου από το καθεστώς Σένγκεν, δηλαδή την κατάργηση της βίζας εισόδου για τους Τούρκους. Η γενικότερη υποστήριξη της Ελλάδας στην “ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας” είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν έπρεπε ελαφρά τη καρδία να εξειδικευθεί με τον τρόπο αυτό, με το βολικό επιχείρημα να γίνουν τα νησιά αυτά “γέφυρα φιλίας”.
Τα σενάρια δυνητικής κατάχρησης είναι πολλά, αλλά δεν είναι το αντικείμενο του παρόντος. Η δε προσπάθεια να παρουσιαστεί ως επιτυχία με το επιχείρημα ότι συνιστά έμμεση αναγνώριση της ελληνικότητας των νήσων είναι επιεικώς αστεία. Αν και φαινομενικά δεν υπερτονίστηκε το πρώτο σκέλος και μόνο η αναφορά του εμφανίζει μια Ελλάδα που αμφέβαλε και ικανοποιείται!
Εάν βασικό κριτήριο για την ταύτιση της Ελλάδας με τη στάση της Δύσης στο Ουκρανικό ήταν η ενίσχυση της θέσης μας απέναντι σε μια Τουρκία που αλληθωρίζει ευρασιατικά, τότε ποιο νόημα έχει η προσέγγιση με την Τουρκία; Πώς αυτό συνάδει με τον ρόλο του “ακρίτα της Δύσης”, όταν η γειτονική Τουρκία είναι “φίλος” και μάλιστα του παραχωρείται –κατ’ εξαίρεση των ευρωπαϊκών κανόνων– δυνατότητα πρόσβασης σε ευρωπαϊκό έδαφος, όπως είναι τα 10 νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Επιπλέον, κατά πόσο η Δύση επιθυμεί να παίξει η Ελλάδα τον ρόλο του “ακρίτα”, όταν βασικά της μέλη, όπως ΗΠΑ, Γερμανία και Βρετανία, την ωθούν σε συμφωνία με την Τουρκία;
Όλα αυτά τα εξόχως αντιφατικά αποδεικνύουν τη σύγχυση που επικρατεί στις δυτικές πρωτεύουσες, όπου εξακολουθούν να ευημερούν ψευδαισθήσεις, στερεότυπα και φρούδες ελπίδες. Η εικόνα αυτή όμως, έπρεπε να στέλνει μήνυμα στην Αθήνα για τα όρια της “συμμαχικής εγγύησης ασφαλείας” απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Στη Διακήρυξη υπάρχει αναφορά για αποχή «από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα της».
Γκάφες η ευσεβείς πόθοι;Αυτή η αναφορά αφήνει ή όχι περιθώριο ώστε μία θεμιτή ελληνική αμυντική ή και διπλωματική κίνηση να ερμηνευθεί βολικά σαν “μη φιλική”; Η αναφορά “να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή” δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για τον τρόπο που θα την ερμηνεύσει η Τουρκία, σε περίπτωση που επανέλθουμε στο σκηνικό της έντασης.
Ένα ακόμα προβληματικό σημείο αφορά την έκφραση ικανοποίησης του Ερντογάν για το κλείσιμο της δομής που φιλοξενούσε κυρίως Κούρδους στο Λαύριο. Η μη απάντηση από ελληνικής πλευράς δίνει το περιθώριο αξιοποίησης από την τουρκική, ότι συνιστά έμμεση παραδοχή ότι εκεί εκπαιδεύονταν τρομοκράτες! Τι έχει να αναφέρει επ’ αυτού το υπουργείο Εξωτερικών;
Καταληκτικά, ας σχολιάσουμε την κριτική στον υπουργό Εξωτερικών για την υπόκλιση στον Ερντογάν. Ο Γιώργος Γεραπετρίτης απέδωσε την κριτική σε “φωνές ΜΜΕ που είναι αντίθετες στην προσέγγιση με την Τουρκία” και επιχείρησε να αιτιολογήσει τη στάση του με την πρόθεση πάντα να αποδίδει “τον δέοντα σεβασμό στην αρχηγό του κράτους μου”, ισχυριζόμενος ότι η στάση του αποτελούσε τιμή προς το πρόσωπο της Ελληνίδας Προέδρου.
Έχουμε γίνει μάρτυρες πολλών παρόμοιων συναντήσεων διεθνώς, χωρίς να έχουμε παρατηρήσει κάτι παρόμοιο. Η υπόκλιση συνιστά κάτι πολύ περισσότερο από κακή επιλογή ένδειξης σεβασμού προς έναν ξένο ηγέτη, ακόμη κι αν απευθυνόταν προς την Ελληνίδα πρόεδρο. Πρόκειται στην πραγματικότητα για αυθόρμητη ένδειξη υποταγής στον επικυρίαρχο, η οποία βιώνεται και ψυχικά επί δεκαετίες από ένα κομμάτι της ελληνικής ελίτ. Άρα και μόνο γι’ αυτό έπρεπε να αποφευχθεί.
Η προσέγγιση, όταν γίνεται με όρους αδυναμίας και διάθεσης παραχωρήσεων, μοιραία εισχωρεί ως στάση στον ψυχικό πυρήνα των αξιωματούχων που την ενστερνίζονται. Γίνονται δηλαδή υποτακτικοί de facto, προτού υποταγούν και de jure. Η κίνηση του υπουργού Εξωτερικών στα μάτια των πολλών κρίνεται ως ραγιαδισμός και συνιστά όνειδος στην ιστορία της ελληνικής διπλωματίας. Σε μια χώρα, όμως, που δεν φημίζεται για την ευαισθησία της, ακόμη κι αυτό θα περάσει μάλλον χωρίς συνέπειες. Κι ας δείχνει να βιώνεται από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ως εθνικός εξευτελισμός.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA defence-point.gr
Του Ζαχαρία Μίχα*
Η συστημική οπτική δείχνει να προτάσσει ως ερμηνεία, το “σήμα κανονικοποίησης” των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Ασφαλώς, ούτε λόγος περί των κινήτρων που οδήγησαν στην επίσκεψη αυτή καθαυτή, ενώ με βάση τις εικαζόμενες επιδιώξεις του Ερντογάν, θα πρέπει να κριθούν και τα αποτελέσματα. Το δε καλωσόρισμα της εξέλιξης από την πλευρά των νατοϊκών, υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να τεθεί στο ίδιο μικροσκόπιο. Δηλαδή, να κριθεί υπό αυτήν ακριβώς την οπτική γωνία.
Υπάρχει η εκτίμηση, ότι με τον τρόπο αυτό η Τουρκία επιχειρεί να σπάσει την ιδιότυπη απομόνωση στην οποία έχει περιέλθει στην Ανατολική Μεσόγειο με αποκλειστικά δική της ευθύνη. Εάν αυτή η εκτίμηση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε η κατηγορία περί συντήρησης ιδεοληψιών και ψευδαισθήσεων δεν αφορά αποκλειστικά και μόνον τα ελληνοτουρκικά, αλλά τη συνολική πολιτική της Δυτικής Συμμαχίας για την ευρύτερη περιοχή. Μόνο που τις όποιες συνέπειες δυνητικής παταγώδους αποτυχίας, θα τις αισθανθούν οι χώρες πρώτης γραμμής.
Βεβιασμένη υπεραισιοδοξίαΤο καλό σενάριο, που όμως δεν υπάρχουν προς το παρόν στοιχεία για να το στηρίξουν, θέλει την Τουρκία να έχει αποφασίσει να βάλει νερό στο κρασί της με στόχο να πετύχει μια διευθέτηση, δηλαδή την επίτευξη συμφωνίας για οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Μέσω αυτής, θα επιδιώξει να επανενταχθεί στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της περιοχής, με στόχο να μπορέσει να αποσπάσει ένα μέρος από τους πλουτοπαραγωγικούς της πόρους και φυσικά να εξασφαλίσει τις πλέον σύγχρονες εκδόσεις των F-16.
Τουλάχιστον προς το παρόν, τέτοια αισιοδοξία για την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών δεν προκύπτει από πουθενά. Ακόμα κι αν η Αθήνα πίστευε ότι η Άγκυρα είναι διατεθειμένη να κάνει βήματα πίσω, θα έπρεπε να πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση. Μια ημέρα πριν την άφιξή του, ο Ερντογάν δήλωσε ότι η Τουρκία είναι θετική στην προοπτική προσφυγής στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, θέτοντας όμως την πάγια προϋπόθεση να παραπεμφθούν όλα τα προβλήματα, στα οποία εντάσσει και θέματα ελληνικής κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας.
Το κλίμα αισιοδοξίας που εκπέμπεται από την κυβέρνηση, λοιπόν, δεν υποστηρίζεται από τα υπάρχοντα στοιχεία. Εάν φυσικά ισχύει η δήλωση πως το μόνο πρόβλημα που υπάρχει προς διευθέτηση, είναι αυτό της υφαλοκρηπίδας. Διότι κατά τη διαπραγμάτευση για την σύνταξη συνυποσχετικού που απαιτείται για την προσφυγή στη Χάγη, όλα θα βρεθούν στο τραπέζι. Εκτός κι αν υπάρχει ήδη προεργασία και κάποιος κοινός τόπος, ο οποίος δεν ανακοινώνεται, αλλά έπαιξε ρόλο στην απόφαση έλευσης του Ερντογάν στην Αθήνα.
Η δυνατότητα της Τουρκία να εργαλειοποιεί την ένταση με την Ελλάδα δεν αντιμετωπίστηκε βεβαίως με την υπογραφή της μη δεσμευτικής Διακήρυξης για τις διμερείς σχέσεις. Κατά συνέπεια, οι πραγματικές διαθέσεις της Άγκυρας μένουν να διαπιστωθούν στην πράξη. Άρα, είναι εξαιρετικά πρόωρη η όποια αισιοδοξία, παρότι είναι εν μέρει κατανοητή, για να μην πληγεί η όποια δυναμική υπάρχει στην επαναπροσέγγιση.
Στις καλένδες η εξοπλιστική προσπάθεια;Όπως έχει όμως εξηγηθεί από τον υπογράφοντα, αυτό θα είχε στρατηγική λογική, στο μέτρο που θα αξιοποιούνταν ώστε ενδεχόμενος νέος γύρος έντασης θα έβρισκε την Ελλάδα σε καλύτερη θέση από τον προηγούμενο, δεδομένου ότι η εξοπλιστική φρενίτιδα της Τουρκίας δεν έχει ανασχεθεί. Το ερώτημα που ανακύπτει μετά τις σημερινές εξελίξεις, είναι εάν το ίδιο ισχύει και για την ελληνική πλευρά, ή θα επέλθει πάγωμα των εξοπλιστικών με βάση το αφήγημα περί έλλειψης δημοσιονομικού χώρου. Εάν αυτό συμβεί θα συνιστά ατύπως μια υποχώρηση έναντι της Τουρκίας και βέβαια θα είναι ανόητο και αυτοκαταστροφικό.
Η συνέχιση της ελληνικής αμυντικής ενδυνάμωσης βοηθάει στην αποτροπή τουρκικών σκέψεων για επάνοδο στη στρατηγική της έντασης με βραχίονα τον στρατιωτικό καταναγκασμό. Υπ’ αυτή την έννοια, οι εξοπλισμοί είναι στην πραγματικότητα η πλέον ουσιώδης στρατηγική υποστήριξης της ειρήνης, άρα και της ελληνικής διπλωματικής προσπάθειας. Πόσο απίθανο μπορεί κανείς να θεωρήσει, ότι η Ουάσινγκτον θα παγώσει με τη σειρά της, κάθε εικαζόμενο ή πραγματικό σχέδιο ενίσχυσης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, όπως έχει ζητηθεί και συζητείται;
Πιο πρακτικά, γιατί να μην επαναληφθεί το γνωστό σενάριο της μη αποδέσμευσης οπλικών συστημάτων με τη γνωστή αιτιολογία «να μη διαταραχθεί το ισοζύγιο» στο Αιγαίο, ή στην επικαιροποιημένη του μορφή «για να μην υπονομευθούν οι προσπάθειες επαναπροσέγγισης»; Οψόμεθα, διότι το τελευταίο διάστημα έχει καταγραφεί μπαράζ δημοσιευμάτων με αντικείμενο την έλευση στην Αθήνα της αμερικανικής πρότασης για την απόκτηση μαχητικών F-35 Lightning II. Μένει να αποδειχθεί, εάν η εξάμηνη καθυστέρηση της πρότασης (της LOA, δηλαδή του εγγράφου που καλείται Επιστολή Προσφοράς προς Αποδοχή) θα τερματιστεί, ή θα επαληθευθούν οι ανωτέρω προβληματισμοί.
Η δυτική σύγχυσηΣε τελική ανάλυση, θα έπρεπε να μας προβληματίζει και η προθυμία με την οποία η ΕΕ συμφώνησε με την εξαίρεση νήσων του ανατολικού Αιγαίου από το καθεστώς Σένγκεν, δηλαδή την κατάργηση της βίζας εισόδου για τους Τούρκους. Η γενικότερη υποστήριξη της Ελλάδας στην “ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας” είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν έπρεπε ελαφρά τη καρδία να εξειδικευθεί με τον τρόπο αυτό, με το βολικό επιχείρημα να γίνουν τα νησιά αυτά “γέφυρα φιλίας”.
Τα σενάρια δυνητικής κατάχρησης είναι πολλά, αλλά δεν είναι το αντικείμενο του παρόντος. Η δε προσπάθεια να παρουσιαστεί ως επιτυχία με το επιχείρημα ότι συνιστά έμμεση αναγνώριση της ελληνικότητας των νήσων είναι επιεικώς αστεία. Αν και φαινομενικά δεν υπερτονίστηκε το πρώτο σκέλος και μόνο η αναφορά του εμφανίζει μια Ελλάδα που αμφέβαλε και ικανοποιείται!
Εάν βασικό κριτήριο για την ταύτιση της Ελλάδας με τη στάση της Δύσης στο Ουκρανικό ήταν η ενίσχυση της θέσης μας απέναντι σε μια Τουρκία που αλληθωρίζει ευρασιατικά, τότε ποιο νόημα έχει η προσέγγιση με την Τουρκία; Πώς αυτό συνάδει με τον ρόλο του “ακρίτα της Δύσης”, όταν η γειτονική Τουρκία είναι “φίλος” και μάλιστα του παραχωρείται –κατ’ εξαίρεση των ευρωπαϊκών κανόνων– δυνατότητα πρόσβασης σε ευρωπαϊκό έδαφος, όπως είναι τα 10 νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Επιπλέον, κατά πόσο η Δύση επιθυμεί να παίξει η Ελλάδα τον ρόλο του “ακρίτα”, όταν βασικά της μέλη, όπως ΗΠΑ, Γερμανία και Βρετανία, την ωθούν σε συμφωνία με την Τουρκία;
Όλα αυτά τα εξόχως αντιφατικά αποδεικνύουν τη σύγχυση που επικρατεί στις δυτικές πρωτεύουσες, όπου εξακολουθούν να ευημερούν ψευδαισθήσεις, στερεότυπα και φρούδες ελπίδες. Η εικόνα αυτή όμως, έπρεπε να στέλνει μήνυμα στην Αθήνα για τα όρια της “συμμαχικής εγγύησης ασφαλείας” απέναντι στον τουρκικό επεκτατισμό. Στη Διακήρυξη υπάρχει αναφορά για αποχή «από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία, ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα της».
Γκάφες η ευσεβείς πόθοι;Αυτή η αναφορά αφήνει ή όχι περιθώριο ώστε μία θεμιτή ελληνική αμυντική ή και διπλωματική κίνηση να ερμηνευθεί βολικά σαν “μη φιλική”; Η αναφορά “να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή” δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για τον τρόπο που θα την ερμηνεύσει η Τουρκία, σε περίπτωση που επανέλθουμε στο σκηνικό της έντασης.
Ένα ακόμα προβληματικό σημείο αφορά την έκφραση ικανοποίησης του Ερντογάν για το κλείσιμο της δομής που φιλοξενούσε κυρίως Κούρδους στο Λαύριο. Η μη απάντηση από ελληνικής πλευράς δίνει το περιθώριο αξιοποίησης από την τουρκική, ότι συνιστά έμμεση παραδοχή ότι εκεί εκπαιδεύονταν τρομοκράτες! Τι έχει να αναφέρει επ’ αυτού το υπουργείο Εξωτερικών;
Καταληκτικά, ας σχολιάσουμε την κριτική στον υπουργό Εξωτερικών για την υπόκλιση στον Ερντογάν. Ο Γιώργος Γεραπετρίτης απέδωσε την κριτική σε “φωνές ΜΜΕ που είναι αντίθετες στην προσέγγιση με την Τουρκία” και επιχείρησε να αιτιολογήσει τη στάση του με την πρόθεση πάντα να αποδίδει “τον δέοντα σεβασμό στην αρχηγό του κράτους μου”, ισχυριζόμενος ότι η στάση του αποτελούσε τιμή προς το πρόσωπο της Ελληνίδας Προέδρου.
Έχουμε γίνει μάρτυρες πολλών παρόμοιων συναντήσεων διεθνώς, χωρίς να έχουμε παρατηρήσει κάτι παρόμοιο. Η υπόκλιση συνιστά κάτι πολύ περισσότερο από κακή επιλογή ένδειξης σεβασμού προς έναν ξένο ηγέτη, ακόμη κι αν απευθυνόταν προς την Ελληνίδα πρόεδρο. Πρόκειται στην πραγματικότητα για αυθόρμητη ένδειξη υποταγής στον επικυρίαρχο, η οποία βιώνεται και ψυχικά επί δεκαετίες από ένα κομμάτι της ελληνικής ελίτ. Άρα και μόνο γι’ αυτό έπρεπε να αποφευχθεί.
Η προσέγγιση, όταν γίνεται με όρους αδυναμίας και διάθεσης παραχωρήσεων, μοιραία εισχωρεί ως στάση στον ψυχικό πυρήνα των αξιωματούχων που την ενστερνίζονται. Γίνονται δηλαδή υποτακτικοί de facto, προτού υποταγούν και de jure. Η κίνηση του υπουργού Εξωτερικών στα μάτια των πολλών κρίνεται ως ραγιαδισμός και συνιστά όνειδος στην ιστορία της ελληνικής διπλωματίας. Σε μια χώρα, όμως, που δεν φημίζεται για την ευαισθησία της, ακόμη κι αυτό θα περάσει μάλλον χωρίς συνέπειες. Κι ας δείχνει να βιώνεται από μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας ως εθνικός εξευτελισμός.
*Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA defence-point.gr
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com