11.10.23

Διώχνοντας τις επενδύσεις αμυντικής βιομηχανίας στην χώρα

 

Αναδημοσίευση από τον Δούρειο Ίππο
άρθρο του Σάββα Δ. Βλάσση 
 
Τον περασμένο μήνα, στην Ουγγαρία εγκαινιάστηκε εργοστάσιο κοινοπραξίας του Δημοσίου με την γερμανική Rheinmetall, όπου θα παραχθούν τεθωρακισμένα, βάσει συμβάσεως προμήθειας τεθωρακισμένων KF41 Lynx, που είχε ανατεθεί προ τριετίας. Η βιομηχανική μονάδα θα απασχολεί σε πρώτη φάση 200 εργαζόμενους. Δεύτερη εργοστασιακή μονάδα θα ανεγερθεί, στο πλαίσιο της συνολικής πολιτικής ενισχύσεως των ενόπλων δυνάμεων της χώρας με παράλληλη ανάπτυξη ισχυρής βάσεως αμυντικής βιομηχανίας.
 
Προ τριημέρου, η κοινοπραξία Rheinmetall BAE Systems Land (RBSL) με πλέον των 450 εργαζομένων, που ιδρύθηκε το 2019 για το έργο αναβαθμίσεως αρμάτων μάχης Challenger 3, πρόβαλε τον οργασμό δραστηριότητος στις εγκαταστάσεις της από την παραγωγή τμημάτων του τεθωρακισμένου Boxer, η οποία ξεκίνησε προ εξαμήνου. Οι πανηγυρικοί τόνοι, λόγω της “Εθνικής Ημέρας Βιομηχανοποίησης Ηνωμένου Βασιλείου”, που έδεναν απολύτως με τις εικόνες από τις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις που ανεγέρθηκαν και προβλήθηκαν. “Πρόκειται για την Χερσαία Βιομηχανική Στρατηγική εν δράση“, κατέληγε η ανάρτηση. 
 
Μερικές ημέρες πριν, είχε συσταθεί η ARTEC BOXER UK Ltd, με δικαιώματα εμπορικής προωθήσεως του γερμανικού τεθωρακισμένου οχήματος από την Μεγάλη Βρετανία. 
 
Στην Ελλάδα, κυριαρχεί ο θόρυβος από την πρόθεση της κυβερνήσεως να νομιμοποιήσει 300.000 μετανάστες που απασχολούνται στην χώρα ως εργάτες γης, καταδεικνύοντας αφενός τις μεγάλες ανάγκες που υπάρχουν στον πρωτογενή και τριτογενή τομέα παραγωγής, αφετέρου την διάθεση για λήψη δραστικών μέτρων. Οι Έλληνες αποφεύγουν τέτοιες εργασίες ενώ οι μετανάστες είναι ικανοποιημένοι από τους σχετικώς χαμηλούς μισθούς που προσφέρουν οι εργοδότες. 
 
Η ελληνική οικονομία στηρίζεται ιδιαίτερα στον τριτογενή τομέα, χάρη στον τουρισμό και την ναυτιλία αλλά στον δευτερογενή τομέα, που περιλαμβάνει την βιομηχανία, υστερεί σε βαριά βιομηχανική παραγωγή. Το κυβερνητικό ενδιαφέρον για προσέλκυση επενδύσεων προς δημιουργία θέσεων εργασίας, υποτίθεται ότι είναι αυξημένο ωστόσο, οι πραγματικές νέες επενδύσεις με δημιουργία νέων βιομηχανικών μονάδων είναι ουσιαστικώς ανύπαρκτες. Το υψηλό μισθολογικό κόστος συγκριτικώς με άλλες χώρες της ΕΕ ή την γειτονική Τουρκία, δεν είναι ελκυστικό για τον επενδυτή. Τοιουτοτρόπως, η δημιουργία μονάδος αυτοκινητοβιομηχανίας έχει παύσει να αποτελεί εδώ και δεκαετίες ρεαλιστική προσμονή και βλέπουμε τέτοιες επενδύσεις να κατευθύνονται τριγύρω μας. 
 
Αν υπάρχει διάθεση για 300.000 μετανάστες, τί διάθεση υπάρχει για δραστικά μέτρα στον δευτερογενή τομέα παραγωγής που θα μπορούσαν να απασχοληθούν μερικές εκατοντάδες Έλληνες, αντί να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό; 
 
Η δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλών προσόντων και ειδικεύσεων, πάσχει σοβαρά και σε γενικότερο επίπεδο, η βιομηχανική βάση της χώρας παραμένει περιορισμένη. Με τους νέους ανθρώπους να έλκονται σε σπουδές που δεν σχετίζονται με τον πρωτογενή τομέα, το ρεύμα μεταναστεύσεως προς αναζήτηση επαγγελματικής αποκαταστάσεως στο εξωτερικό, δεν μπορεί να αναστραφεί. 
 
Ένας από τους μικρούς αλλά υπαρκτούς κλάδους βιομηχανίας στην Ελλάδα, συναφής με τεχνολογίες αιχμής και συνδεδεμένος με εργατικό δυναμικό υψηλής ειδικεύσεως και σπουδών υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης, είναι η Αμυντική Βιομηχανία. Παρά τον μαρασμό των τελευταίων ετών, ο κλάδος παρέμεινε ζωντανός, παρά την δραστική μείωση των αμυντικών επενδύσεων στην χώρα, σταδιακώς από το 2005 και κυρίως μετά το 2010. 
 
Η τουρκική απειλή, επανέφερε από το 2020 στο προσκήνιο την απαίτηση ενισχύσεως του αμυντικού δυναμικού της χώρας, οδηγώντας σε αύξηση των αμυντικών δαπανών και την επανέναρξη εξοπλιστικών προγραμμάτων. Εντός τριετίας, ανατέθηκαν συμβάσεις ύψους 15 δισ. € αλλά ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις που αυτές συνοδεύτηκαν από σοβαρά ανταλλάγματα και βιομηχανικές επιστροφές ώστε να αναλάβει ρόλο η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία. Πέραν αυτού, ελάχιστες συμβάσεις ανατέθηκαν σε ελληνικές εταιρείες για την όποια ποικιλία αμυντικών προϊόντων προσφέρουν. 
 
Το κυβερνητικό ενδιαφέρον, εστίασε κυρίως σε ναυπηγικά προγράμματα τα οποία λόγω διαλύσεως των δύο μεγάλων ναυπηγείων της χώρας, δεν ήταν δυνατόν να εκτελεστούν εγχωρίως. Η κυβέρνηση επέδειξε ενδιαφέρον για την “ανάσταση” των δύο ναυπηγείων, μέσω ιδιωτικοποιήσεων που έχουν αποδώσει κάποιο αποτέλεσμα και τώρα, το πρόγραμμα νέων κορβετών και εκσυγχρονισμού των φρεγατών ΜΕΚΟ 200ΗΝ, αναμένεται να εκτελεστούν σε έναν βαθμό από ελληνικά χέρια. Η διεκδίκηση εκτελέσεως σοβαρού μεριδίου εργασίας εγχωρίως επιδιώκεται για αυτονόητους λόγους, ασχέτως του αυξημένου κόστους που συνεπάγεται αυτό. 
 
Εν τούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι το ενδιαφέρον που επέδειξαν ιδιώτες επενδυτές για τα δύο ναυπηγεία, δεν στηριζόταν από πλευράς επιχειρηματικού σχεδίου στην ανάθεση της συμβάσεως φρεγατών ή κορβετών από την κυβέρνηση. Ασφαλώς και μπορεί να προσβλέπουν στην ανάληψη τέτοιων έργων μελλοντικώς αλλά το σχέδιο και οι εμπορικοί στόχοι τους, στηρίζονται στην δυναμική διεκδίκηση ναυπηγοεπισκευαστικού έργου από την εμπορική ναυτιλία και την στοχευμένη ναυπηγική δραστηριότητα. 
 
Ενώ η ιδιωτικοποίηση των ναυπηγείων διέσωσε εκατοντάδες θέσεις εργασίας στα δύο ναυπηγεία και δικαιολογημένα προβλήθηκε ως κυβερνητικό επίτευγμα, το αποτέλεσμα δεν αποτελεί επένδυση η οποία προέκυψε από την κυβερνητική δραστηριότητα στα εξοπλιστικά προγράμματα. Από το πρόγραμμα φρεγατών, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και Ελευσίνος δεν εξασφάλισαν το παραμικρό έργο και μόνο η προοπτική του προγράμματος κορβετών το υπόσχεται. Επομένως, η όποια αναζωογόνηση των ναυπηγείων και της ναυπηγοεπισκευαστικής βάσεως στην χώρα, δεν προήλθε από τις αμυντικές επενδύσεις αλλά καθαρά από τα σχέδια των επενδυτών για την εμπορική ναυτιλία. 
 
Από ενάρξεως των αμυντικών επενδύσεων από την κυβέρνηση, παρουσιάσθηκε άραγε ξένος επενδυτής με πρόταση ιδρύσεως νέας βιομηχανικής μονάδος στην χώρα, συνδεόμενη φυσικά με την ανάθεση κάποιου μεγάλου εξοπλιστικού προγράμματος; Η απάντηση είναι, ναι. Πώς αντιμετωπίστηκε όμως από την κυβέρνηση; 
 
Από τις αρχές του 2022, είχαν ωριμάσει οι συζητήσεις με τις γερμανικές KMW και Rheinmetall, για εξωδικαστικό συμβιβασμό παλαιών εκκρεμοτήτων κατά αμοιβαίως επωφελή τρόπο, δηλαδή με νέα προγράμματα και επενδύσεις στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων με την δημιουργία νέας πρότυπης βιομηχανικής μονάδας στην Βόρειο Ελλάδα. Στην τελευταία θα γινόταν η παραγωγή τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης KF41 Lynx για τον Ελληνικό Στρατό αλλά στο επενδυτικό σχέδιο προβλεπόταν η συντήρησή της με μεταφορά έργου ύψους 100 εκατ. € ετησίως επί δεκαετία, από τον υπάρχοντα όγκο της εταιρείας. Εννοείται ότι η νέα βιομηχανική μονάδα δημιουργούσε ευνοϊκές προϋποθέσεις διεκδικήσεως νέων συμβάσεων από την Ελλάδα μελλοντικώς, αλλά η επένδυση δεν στηριζόταν σε αυτές. 
 
Η πρόταση προέβλεπε σε πρώτη φάση την δημιουργία 350 θέσεων εργασίας, με πολύ καλές προοπτικές αυξήσεως (μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία η πρόβλεψη αυτή θα ήταν βεβαία πραγματικότητα). Η επένδυση στην νέα βιομηχανική μονάδα στην Ελλάδα, δεν θα επηρεαζόταν από το συγκριτικώς υψηλό μισθολογικό κόστος, εφόσον εντασσόταν σε μακροχρόνιο σχεδιασμό των Γερμανών επενδυτών, ούτε θα επιδρούσε στο συνολικό τίμημα του προγράμματος ΤΟΜΑ, καθώς οι τιμές που κατατέθηκαν ήταν απολύτως συγκρίσιμες με αυτές άλλων διαγωνισμών κι επομένως μπορούσε να γίνει οποιαδήποτε διασταύρωση με τιμές αγοράς. 
 
Ενώ το Μαξίμου είχε δει θετικά την συνολική πρόταση, τα κυκλώματα στην ΓΔΑΕΕ πέτυχαν να βραχυκυκλώσουν τις εξελίξεις και σταδιακώς το ενδιαφέρον ατόνισε, λόγω και των εκλογών στην Ελλάδα στα μέσα του 2023. Την ίδια περίοδο, είχε χαθεί η ευνοϊκή δυναμική που είχε δημιουργηθεί μέσα και από την συμφωνία Μητσοτάκη – Σολτς για την ανταλλαγή τεθωρακισμένων BMP-1 με Marder 1A3 ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία και η αυξημένη ζήτηση διεθνώς, απεστίασαν το γερμανικό ενδιαφέρον από μία αγορά που εξέπεμπε αναξιοπιστία κι έλλειψη σοβαρότητος, συνοδευόμενη από διαφθορά. 
 
Ακόμη και το πρόγραμμα αναβαθμίσεως των Leopard 2A4 περικόπηκε εξαρχής με δικαιολογία την δυσκολία χρηματοδοτήσεως ενώ σήμερα πλέον, κάποιοι απεργάζονται την ματαίωσή του και την αντικατάστασή του με ανάθεση μόνο συμβάσεως FOS… Δεν τους απασχολεί βεβαίως η διάσταση των παρεμβάσεων στο 304 ΠΕΒ που προβλέπει η πρόταση εκσυγχρονισμού, παρά μόνο το προσωπικό συμφέρον. 
 
Τα γεγονότα όμως και η πραγματικότητα, είναι αμείλικτα. Η κυβέρνηση επέλεξε να κατευθύνει τεράστια ποσά εξοπλιστικών προγραμμάτων με απευθείας αναθέσεις μέσω διακρατικών συμφωνιών σε ΗΠΑ, Ισραήλ, Γαλλία που δεν είχαν ενδιαφέρον μεταφοράς βιομηχανικού έργου και πολύ περισσότερο δυνατότητα και πρόθεση να κάνουν επενδύσεις στην χώρα. Η απουσία κεντρικής κρατικής πολιτικής εκμεταλλεύσεως των αμυντικών δαπανών για την ανάπτυξη μέσω επενδύσεων συνολικώς της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, δεν μπορεί να αποτυπωθεί καλύτερα από τα μηδενικά αποτελέσματα την τελευταία τριετία. Μια κυβέρνηση κατά τα άλλα, που “κυνηγάει” να φέρει σοβαρές ξένες επενδύσεις στην χώρα… 
 
Αν οι κρούσεις από γερμανικής πλευράς για συνεργασίες και επενδύσεις, ακόμη και στα κρατικά ΕΑΣ, είχαν αντιμετωπισθεί σοβαρά, σήμερα θα μπορούσαν να έχουν δρομολογηθεί εξελίξεις δυναμικής εισόδου της χώρας στον διεθνή “χάρτη” ζητήσεως – παραγωγής όπλων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία ενώ οι καταστροφές σε υποδομές που προκλήθηκαν από την κακοκαιρία DANIEL κι ενισχύουν την πορεία του Ελληνικού Στρατού σε τριτοκοσμικό, θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν με περιθώρια ανέσεως που θα προσέφερε το πλαίσιο υπαρχόντων συμφωνιών. Η Ελλάδα έχει απομείνει να βλέπει το άνοιγμα νέων εργοστασίων σε χώρες με σχέδιο αναπτύξεως αμυντικής βιομηχανίας που επιλέγουν εταίρους πρωταγωνιστές στον κλάδο, οι οποίοι έχουν την δυνατότητα προς τούτο και οι μόνοι στην χώρα που χορεύουν από χαρά, είναι τα κυκλώματα.