Αλέξανδρος Ιτιμούδης
Τις τελευταίες ημέρες η κυβέρνηση της Σουηδίας ενημέρωσε την κοινή γνώμη πως προτίθεται να αξιοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις, προκειμένου να καταστείλει τις εγκληματικές ομάδες που έχουν συσταθεί ανά την επικράτεια της και που αποτελούνται κυρίως από αλλοδαπούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς εν γένει.
Η κατάσταση αυτή όμως δεν αποτελεί έκπληξη. Πολλές υπηρεσίες πληροφοριών σε μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη όπως η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν προειδοποιήσει σε πολλές εκθέσεις τους πως ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών, ειδικά αυτών με μουσουλμανικό πολιτισμικό και θρησκευτικό υπόβαθρο, καθίσταται αδύνατο το να ενσωματωθούν και να αφομοιωθούν από το ευρωπαϊκό/δυτικό πλαίσιο των κοινωνιών. Μάλιστα στις αναλύσεις αυτές διαφαίνεται συσχέτιση μεταξύ ισλαμικής τρομοκρατίας και μετανάστευσης, ειδικά παράνομης.
Η Σουηδία εδώ και χρόνια αποτελούσε μία περίπτωση κράτους η οποία διακρίνονταν για την παροχή επιδομάτων και υψηλού επιπέδου διαβίωσης, ενώ και το ίδιο το πολιτικό της σύστημα ενθάρρυνε τη μαζική μετανάστευση πληθυσμών, επιδιώκοντας να καταστεί παγκόσμιο σημείο αναφοράς. Στην πράξη φάνηκε πως το κύριο κίνητρο προσέλκυσης πληθυσμών από την άμεση περιφέρεια της Ευρώπης (σύμπλοκο Μέσης Ανατολής – Βόρειας Αφρικής και Υποσαχάριας Αφρικής), ήταν ακριβώς αυτό το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και όχι η αυθεντική θέληση υιοθέτησης του πολιτισμικού προτύπου της σουηδικής κοινωνίας.
Η δημογραφική διόγκωση κρατών της άμεσης περιφέρειας της Ευρώπης, αποτελεί τον κύριο παράγοντα εκροής πληθυσμών προς κράτη όπως η Σουηδία, ενώ τα ποσοστά δείχνουν πως τουλάχιστον ένα 60% αποτελείται από νεαρούς άνδρες και όχι από γυναικόπαιδα και ευάλωτους. Επιπλέον, η ανεξέλεγκτη εφαρμογή της οικογενειακής επανένωσης ενέτεινε το φαινόμενο, με τις δημογραφικές προβολές ειδικά για τη Σουηδία να φανερώνουν πως το ποσοστό αλλοδαπών στη χώρα θα φτάσει το 14% του πληθυσμού το 2030 και το 25% το 2050.
Ο σημαντικότερος όμως παράγοντας που εν τέλει οδήγησε στην έξαρση των φαινομένων βίας και εγκληματικότητας στη Σουηδία από πλευράς μεταναστευτικών πληθυσμών, είναι οι ισλαμικές πολιτισμικές και θρησκευτικές αναφορές των ανθρώπων αυτών. Οι πληθυσμοί αυτοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία διακρίνονται από αντι-δυτικές προσλαμβάνουσες και απέχουν πολύ από το εκκοσμικευμένο δυτικό πρότυπο ζωής. Μάλιστα, έρευνες κοινής γνώμης έχουν δείξει πως οι ισλαμικοί πληθυσμοί της Ευρώπης σε πλειοψηφία επιθυμούν την καθιέρωση του ισλαμικού νόμου της Σαρία, ενώ αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη της τακτικής της Τακίγια, η οποία προτρέπει τον πιστό του Ισλάμ να προσποιηθεί ταύτιση με την κοινωνία υποδοχής, ωσότου αποκτήσει είτε αριθμητικό είτε πολιτικό πλεονέκτημα.
Στη Σουηδία προφανώς, οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί θεώρησαν πως πλέον η κατάσταση τους επιτρέπει να οργανωθούν καλύτερα και να ξεκινήσουν να αμφισβητούν και στην πράξη την ντόπια εξουσία, πάρα τις προειδοποιήσεις πολλών ειδικών αλλά και πολιτικών πως το μοντέλο αυτό αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε σε αποτυχία.
Χαρακτηριστικά αξίζει να αναφερθεί πως οι ισλαμικών αναφορών πληθυσμοί, ειδικά οι προερχόμενοι από χώρες όπου η Μουσουλμανική Αδελφότητα διαθέτει εξέχουσα θέση στο εκπαιδευτικό και κοινωνικό σύστημα, τείνουν να αμφισβητούν ή και να εχθρεύονται περισσότερο το δυτικό πολιτισμικό πρότυπο, ενώ η τάση του Ισλάμ για αξίωση παγκόσμιας κυριαρχίας περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Το ανησυχητικό είναι πως σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη οι δημογραφικές προβολές δείχνουν πως το ποσοστό πολιτισμικού εξισλαμισμού μπορεί να φτάσει μέχρι και το 10-15% ενώ ειδικά για τη Σουηδία προβλέπεται πως το 2050 το ποσοστό αυτό δύναται να φτάσει και ως το 25% του πληθυσμού.
Τι προβολή έχει η κατάσταση στη Σουηδία με την αντίστοιχη στην Ελλάδα;
Η κατάσταση ανάγκης της Σουηδίας ασφαλώς και πρέπει να αξιολογηθεί και στην Ελλάδα, καθότι η τελευταία αντιμετωπίζει εξίσου προβλήματα εγκληματικότητας τα οποία σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Αστυνομίας έχουν διογκωθεί εξαιτίας των παράνομων εισόδων μεταναστών, ειδικά από το 2015 και έπειτα.
Όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας υπάρχει και ένας επιταχυντικός παράγοντας εξελίξεων ο οποίος επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη: η Τουρκία.
Το τουρκικό κράτος ήδη από το 2020 και τα γεγονότα στον Έβρο, όπου η Ελλάδα αναγκάστηκε να επιστρατεύσει τόσο τις δυνάμεις της Αστυνομίας όσο και του Στρατού προκειμένου να εμποδίσει την αναγκαστική είσοδο χιλιάδων παράνομων μεταναστών, έχει επιλέξει να ασκεί πίεση τόσο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση εργαλειοποιώντας τις μεταναστευτικές ροές.
Αυτό που πρέπει να εξεταστεί πρώτο, είναι το εάν όντως οι μεταναστευτικές ροές δύνανται να αξιοποιηθούν ως γεωστρατηγικό «όπλο» άσκησης πίεσης από ένα κράτος προς ένα άλλο.
Σύμφωνα με τις μελέτες της Kelly Greenhill κάτι τέτοιο έχει όντως διαπιστωθεί. Η στρατηγική αυτή ονομάζεται από την ίδια Εξαναγκαστική Εργαλειακή Μετανάστευση (Coercive Engineered Migration) και αποτελεί μία στρατηγική «εξαναγκασμού διά της τιμωρίας». Σύμφωνα με τη στρατηγική αυτή, το κράτος που αναλαμβάνει να ασκήσει πίεση σε ένα άλλο, επιδιώκει την δημιουργία εγχώριων συγκρούσεων, δημόσιας δυσφορίας ή και τα δύο ταυτόχρονα μέσα στα όρια του κράτους – στόχο, ώστε να το αναγκάσει να υποταχθεί στις απαιτήσεις του πρώτου παρά να δεχτεί την ανάληψη του πολιτικού κόστους που συνεπάγεται η αντίσταση.
Υπάρχουν δύο ξεχωριστοί, αλλά όχι αμοιβαία αποκλειόμενοι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους η στρατηγική αυτή μπορεί να είναι αποτελεσματική: Οι δύο τρόποι είναι αυτοί είναι μέσω της τελματοποίησης χωρητικότητας (capacity swamping) και πολιτικής διαταραχής (political agitating). Η πρώτη εστιάζει στον έλεγχο της ικανότητας του κράτους – στόχου να υποδεχτεί, φιλοξενήσει και ενσωματώσει ένα δεδομένο αριθμό προσφύγων και μεταναστών, ενώ η δεύτερη εστιάζει στην θέληση του στόχου να πράξει τα ανωτέρω.
Τα στοιχεία της έρευνας της Greenhill δεν χωρούν αμφισβήτησης: 81% των δρώντων που εφαρμόζουν εργαλειακή στρατηγική μετανάστευσης είναι αδύναμοι δρώντες σε σχέση με τα κράτη – στόχους, με μόλις 11% να είναι το ποσοστό ισχυρών δρώντων που ακολουθούν παρόμοια τακτική. Αντίστοιχα το 70% των κρατών – στόχων είναι δημοκρατικά καθεστώτα ενώ τα μη – δημοκρατικά αποτελούν το 19%. Παράλληλα, σε ένα ποσοστό 57% οι εκβιαστές έχουν κατορθώσει να πάρουν περισσότερα ή λιγότερα από αυτά που απαιτούν. Το ποσοστό αυτό επιτυχίας είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των οικονομικών κυρώσεων (33%) και από την Αμερικανική εξαναγκαστική διπλωματία (ανάμεσα στο 19% και 37,5%).
Η ανάλυση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα πως η Τουρκία, όντας ένα κράτος που δεν θα επιδιώξει την άμεση στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα, είναι σαφές πως θα θελήσει να εργαλειοποιήσει έναν σημαντικό αριθμό μεταναστών ως εξωτερική πίεση μέσω της αυξομείωσης των ροών, αλλά ταυτόχρονα θα επιδιώξει και τη δημιουργία αστάθειας μέσα στην ίδια την χώρα, αξιοποιώντας τους ήδη υπάρχοντες μετανάστες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αστυνομίας ένας σημαντικός αριθμός Πακιστανών και άλλων μουσουλμάνων, προερχόμενοι από χώρες όπου ο ριζοσπαστισμός ανθεί, δύνανται να αποτελέσουν μια δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού η οποία πιθανώς να αξιοποιηθεί όποτε η Τουρκία το κρίνει απαραίτητο.
Ήδη η Άγκυρα με τη στρατηγική αυτή έχει κατορθώσει να ασκήσει πίεση στην Ευρώπη και να εξασφαλίσει κονδύλια, ενώ ταυτόχρονα πιέζει την Ελλάδα η οποία καλείται να διαχειριστεί μη ενσωματώσιμους πληθυσμούς. Επομένως, η περίπτωση της Ελλάδας όχι απλώς είναι πιθανό να παρουσιάσει παρόμοια προβλήματα με αυτά της Σουηδίας, αλλά επιπλέον θα έχει τον παράγοντα της Τουρκίας που θα επιδιώξει να αποκτήσει πλεονέκτημα στην προσπάθεια πραγμάτωσης της στρατηγικής της.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης δεν είναι θέμα ιδεολογίας, ούτε πολιτικών επιλογών. Είναι πάνω από όλα ζήτημα αριθμών και πολιτισμικής συνάφειας. Εάν δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες άμεσης επίλυσης του, ανεξάρτητα του όποιου πολιτικού κόστους, η Ελλάδα θα βρεθεί σε μία πολύ δυσάρεστη θέση όπου θα κληθεί να διεξάγει διμέτωπο αγώνα μέσα και έξω από τα σύνορα της.
* Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης είναι Γεωπολιτικός Αναλυτής. Δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο "Είναι η Σουηδία «προάγγελος» αρνητικών καταστάσεων για την Ελλάδα;" liberal.gr
Τις τελευταίες ημέρες η κυβέρνηση της Σουηδίας ενημέρωσε την κοινή γνώμη πως προτίθεται να αξιοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις, προκειμένου να καταστείλει τις εγκληματικές ομάδες που έχουν συσταθεί ανά την επικράτεια της και που αποτελούνται κυρίως από αλλοδαπούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς εν γένει.
Η κατάσταση αυτή όμως δεν αποτελεί έκπληξη. Πολλές υπηρεσίες πληροφοριών σε μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη όπως η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν προειδοποιήσει σε πολλές εκθέσεις τους πως ένα μεγάλο μέρος των μεταναστών, ειδικά αυτών με μουσουλμανικό πολιτισμικό και θρησκευτικό υπόβαθρο, καθίσταται αδύνατο το να ενσωματωθούν και να αφομοιωθούν από το ευρωπαϊκό/δυτικό πλαίσιο των κοινωνιών. Μάλιστα στις αναλύσεις αυτές διαφαίνεται συσχέτιση μεταξύ ισλαμικής τρομοκρατίας και μετανάστευσης, ειδικά παράνομης.
Η Σουηδία εδώ και χρόνια αποτελούσε μία περίπτωση κράτους η οποία διακρίνονταν για την παροχή επιδομάτων και υψηλού επιπέδου διαβίωσης, ενώ και το ίδιο το πολιτικό της σύστημα ενθάρρυνε τη μαζική μετανάστευση πληθυσμών, επιδιώκοντας να καταστεί παγκόσμιο σημείο αναφοράς. Στην πράξη φάνηκε πως το κύριο κίνητρο προσέλκυσης πληθυσμών από την άμεση περιφέρεια της Ευρώπης (σύμπλοκο Μέσης Ανατολής – Βόρειας Αφρικής και Υποσαχάριας Αφρικής), ήταν ακριβώς αυτό το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας και όχι η αυθεντική θέληση υιοθέτησης του πολιτισμικού προτύπου της σουηδικής κοινωνίας.
Η δημογραφική διόγκωση κρατών της άμεσης περιφέρειας της Ευρώπης, αποτελεί τον κύριο παράγοντα εκροής πληθυσμών προς κράτη όπως η Σουηδία, ενώ τα ποσοστά δείχνουν πως τουλάχιστον ένα 60% αποτελείται από νεαρούς άνδρες και όχι από γυναικόπαιδα και ευάλωτους. Επιπλέον, η ανεξέλεγκτη εφαρμογή της οικογενειακής επανένωσης ενέτεινε το φαινόμενο, με τις δημογραφικές προβολές ειδικά για τη Σουηδία να φανερώνουν πως το ποσοστό αλλοδαπών στη χώρα θα φτάσει το 14% του πληθυσμού το 2030 και το 25% το 2050.
Ο σημαντικότερος όμως παράγοντας που εν τέλει οδήγησε στην έξαρση των φαινομένων βίας και εγκληματικότητας στη Σουηδία από πλευράς μεταναστευτικών πληθυσμών, είναι οι ισλαμικές πολιτισμικές και θρησκευτικές αναφορές των ανθρώπων αυτών. Οι πληθυσμοί αυτοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία διακρίνονται από αντι-δυτικές προσλαμβάνουσες και απέχουν πολύ από το εκκοσμικευμένο δυτικό πρότυπο ζωής. Μάλιστα, έρευνες κοινής γνώμης έχουν δείξει πως οι ισλαμικοί πληθυσμοί της Ευρώπης σε πλειοψηφία επιθυμούν την καθιέρωση του ισλαμικού νόμου της Σαρία, ενώ αξίζει να αναφερθεί η ύπαρξη της τακτικής της Τακίγια, η οποία προτρέπει τον πιστό του Ισλάμ να προσποιηθεί ταύτιση με την κοινωνία υποδοχής, ωσότου αποκτήσει είτε αριθμητικό είτε πολιτικό πλεονέκτημα.
Στη Σουηδία προφανώς, οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί θεώρησαν πως πλέον η κατάσταση τους επιτρέπει να οργανωθούν καλύτερα και να ξεκινήσουν να αμφισβητούν και στην πράξη την ντόπια εξουσία, πάρα τις προειδοποιήσεις πολλών ειδικών αλλά και πολιτικών πως το μοντέλο αυτό αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε σε αποτυχία.
Χαρακτηριστικά αξίζει να αναφερθεί πως οι ισλαμικών αναφορών πληθυσμοί, ειδικά οι προερχόμενοι από χώρες όπου η Μουσουλμανική Αδελφότητα διαθέτει εξέχουσα θέση στο εκπαιδευτικό και κοινωνικό σύστημα, τείνουν να αμφισβητούν ή και να εχθρεύονται περισσότερο το δυτικό πολιτισμικό πρότυπο, ενώ η τάση του Ισλάμ για αξίωση παγκόσμιας κυριαρχίας περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Το ανησυχητικό είναι πως σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη οι δημογραφικές προβολές δείχνουν πως το ποσοστό πολιτισμικού εξισλαμισμού μπορεί να φτάσει μέχρι και το 10-15% ενώ ειδικά για τη Σουηδία προβλέπεται πως το 2050 το ποσοστό αυτό δύναται να φτάσει και ως το 25% του πληθυσμού.
Τι προβολή έχει η κατάσταση στη Σουηδία με την αντίστοιχη στην Ελλάδα;
Η κατάσταση ανάγκης της Σουηδίας ασφαλώς και πρέπει να αξιολογηθεί και στην Ελλάδα, καθότι η τελευταία αντιμετωπίζει εξίσου προβλήματα εγκληματικότητας τα οποία σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Αστυνομίας έχουν διογκωθεί εξαιτίας των παράνομων εισόδων μεταναστών, ειδικά από το 2015 και έπειτα.
Όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας υπάρχει και ένας επιταχυντικός παράγοντας εξελίξεων ο οποίος επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη: η Τουρκία.
Το τουρκικό κράτος ήδη από το 2020 και τα γεγονότα στον Έβρο, όπου η Ελλάδα αναγκάστηκε να επιστρατεύσει τόσο τις δυνάμεις της Αστυνομίας όσο και του Στρατού προκειμένου να εμποδίσει την αναγκαστική είσοδο χιλιάδων παράνομων μεταναστών, έχει επιλέξει να ασκεί πίεση τόσο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση εργαλειοποιώντας τις μεταναστευτικές ροές.
Αυτό που πρέπει να εξεταστεί πρώτο, είναι το εάν όντως οι μεταναστευτικές ροές δύνανται να αξιοποιηθούν ως γεωστρατηγικό «όπλο» άσκησης πίεσης από ένα κράτος προς ένα άλλο.
Σύμφωνα με τις μελέτες της Kelly Greenhill κάτι τέτοιο έχει όντως διαπιστωθεί. Η στρατηγική αυτή ονομάζεται από την ίδια Εξαναγκαστική Εργαλειακή Μετανάστευση (Coercive Engineered Migration) και αποτελεί μία στρατηγική «εξαναγκασμού διά της τιμωρίας». Σύμφωνα με τη στρατηγική αυτή, το κράτος που αναλαμβάνει να ασκήσει πίεση σε ένα άλλο, επιδιώκει την δημιουργία εγχώριων συγκρούσεων, δημόσιας δυσφορίας ή και τα δύο ταυτόχρονα μέσα στα όρια του κράτους – στόχο, ώστε να το αναγκάσει να υποταχθεί στις απαιτήσεις του πρώτου παρά να δεχτεί την ανάληψη του πολιτικού κόστους που συνεπάγεται η αντίσταση.
Υπάρχουν δύο ξεχωριστοί, αλλά όχι αμοιβαία αποκλειόμενοι τρόποι σύμφωνα με τους οποίους η στρατηγική αυτή μπορεί να είναι αποτελεσματική: Οι δύο τρόποι είναι αυτοί είναι μέσω της τελματοποίησης χωρητικότητας (capacity swamping) και πολιτικής διαταραχής (political agitating). Η πρώτη εστιάζει στον έλεγχο της ικανότητας του κράτους – στόχου να υποδεχτεί, φιλοξενήσει και ενσωματώσει ένα δεδομένο αριθμό προσφύγων και μεταναστών, ενώ η δεύτερη εστιάζει στην θέληση του στόχου να πράξει τα ανωτέρω.
Τα στοιχεία της έρευνας της Greenhill δεν χωρούν αμφισβήτησης: 81% των δρώντων που εφαρμόζουν εργαλειακή στρατηγική μετανάστευσης είναι αδύναμοι δρώντες σε σχέση με τα κράτη – στόχους, με μόλις 11% να είναι το ποσοστό ισχυρών δρώντων που ακολουθούν παρόμοια τακτική. Αντίστοιχα το 70% των κρατών – στόχων είναι δημοκρατικά καθεστώτα ενώ τα μη – δημοκρατικά αποτελούν το 19%. Παράλληλα, σε ένα ποσοστό 57% οι εκβιαστές έχουν κατορθώσει να πάρουν περισσότερα ή λιγότερα από αυτά που απαιτούν. Το ποσοστό αυτό επιτυχίας είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των οικονομικών κυρώσεων (33%) και από την Αμερικανική εξαναγκαστική διπλωματία (ανάμεσα στο 19% και 37,5%).
Η ανάλυση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα πως η Τουρκία, όντας ένα κράτος που δεν θα επιδιώξει την άμεση στρατιωτική σύγκρουση με την Ελλάδα, είναι σαφές πως θα θελήσει να εργαλειοποιήσει έναν σημαντικό αριθμό μεταναστών ως εξωτερική πίεση μέσω της αυξομείωσης των ροών, αλλά ταυτόχρονα θα επιδιώξει και τη δημιουργία αστάθειας μέσα στην ίδια την χώρα, αξιοποιώντας τους ήδη υπάρχοντες μετανάστες.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αστυνομίας ένας σημαντικός αριθμός Πακιστανών και άλλων μουσουλμάνων, προερχόμενοι από χώρες όπου ο ριζοσπαστισμός ανθεί, δύνανται να αποτελέσουν μια δεξαμενή ανθρώπινου δυναμικού η οποία πιθανώς να αξιοποιηθεί όποτε η Τουρκία το κρίνει απαραίτητο.
Ήδη η Άγκυρα με τη στρατηγική αυτή έχει κατορθώσει να ασκήσει πίεση στην Ευρώπη και να εξασφαλίσει κονδύλια, ενώ ταυτόχρονα πιέζει την Ελλάδα η οποία καλείται να διαχειριστεί μη ενσωματώσιμους πληθυσμούς. Επομένως, η περίπτωση της Ελλάδας όχι απλώς είναι πιθανό να παρουσιάσει παρόμοια προβλήματα με αυτά της Σουηδίας, αλλά επιπλέον θα έχει τον παράγοντα της Τουρκίας που θα επιδιώξει να αποκτήσει πλεονέκτημα στην προσπάθεια πραγμάτωσης της στρατηγικής της.
Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης δεν είναι θέμα ιδεολογίας, ούτε πολιτικών επιλογών. Είναι πάνω από όλα ζήτημα αριθμών και πολιτισμικής συνάφειας. Εάν δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες άμεσης επίλυσης του, ανεξάρτητα του όποιου πολιτικού κόστους, η Ελλάδα θα βρεθεί σε μία πολύ δυσάρεστη θέση όπου θα κληθεί να διεξάγει διμέτωπο αγώνα μέσα και έξω από τα σύνορα της.
* Ο Αλέξανδρος Ιτιμούδης είναι Γεωπολιτικός Αναλυτής. Δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο "Είναι η Σουηδία «προάγγελος» αρνητικών καταστάσεων για την Ελλάδα;" liberal.gr
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com