O Ρόμπερτ Οπενχάιμερ ακολουθούμενος από την κόρη του, Τόνι, και τη σύζυγό του, Κίτι, τον Μάιο του 1958 στην Ακρόπολη. Φωτ. A.P.
Ο Κάι Μπερντ δηλώνει έκπληκτος από την απήχηση του «Οπενχάιμερ», του επικού τρίωρου biopic του Κρίστοφερ Νόλαν για τον επιστήμονα που ηγήθηκε της επιτυχημένης προσπάθειας ανάπτυξης της πρώτης ατομικής βόμβας. Δεν πρόκειται για το τυπικό, ευκολοχώνευτο θερινό μπλοκμπάστερ. Εχει κάποιες (μεγάλες) εκρήξεις και μερικά ερωτικά τερτίπια, αλλά κυρίως ασχολείται με την κβαντική φυσική, τα ηθικά διλήμματα του πολέμου και τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ επιστήμης και πολιτικής. Παρ’ ολ’ αυτά, τα έσοδά της παγκοσμίως στις αρχές της περασμένης εβδομάδας είχαν φτάσει τα 777 εκατ. δολάρια – η τέταρτη καλύτερη επίδοση της χρονιάς.
Η ταινία βασίστηκε στο βιβλίο του Μπερντ και του Μάρτιν Σέργουιν, με τίτλο «Αmerican Prometheus: The Triumph and Tragedy of J. Robert Oppenheimer». Το πρωτότυπο εκδόθηκε το 2005 και βραβεύθηκε με το Πούλιτζερ (η ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Τραυλός).
«Το βιβλίο είναι 700 σελίδες, είναι περίπλοκο, έχει πολλή Ιστορία, πολλά λεπτά σημεία», λέει στην «Κ» ο Μπερντ, μιλώντας μέσω Zoom από τη Νέα Υόρκη. «Αλλά ο Νόλαν έχει καταφέρει να αποτυπώσει την ουσία του στην ταινία. Είναι ένα απίθανο επίτευγμα. Μόνο αυτός ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να γράψει ένα σενάριο τόσο σύνθετο, μακρύ, αλλά που να λειτουργεί – τόσο δραματικά όσο και κινηματογραφικά».
Οπως εξιστορεί, ο Νόλαν διάβασε το βιβλίο την άνοιξη του 2021 και έγραψε μόνος του το σενάριο το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. «Τον Σεπτέμβριο του 2021, μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι είχε γράψει ένα σενάριο βασισμένο στο βιβλίο και ότι θα έκανε την ταινία. Δεν με είχε συμβουλευτεί καθόλου έως τότε. Συναντηθήκαμε τότε για δυόμισι ώρες εδώ στη Νέα Υόρκη, ήταν πιο πολύ ευχάριστη συνάντηση. Μου επέτρεψε να τον ρωτήσω ένα σωρό ερωτήσεις, αν και σε αυτή τη φάση δεν μου έδειξε το σενάριο. Στη συνάντηση, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να παρευρεθεί ο άνθρωπος με τον οποίο γράψαμε μαζί το βιβλίο, ο Μάρτι Σέργουιν. Ηταν ήδη πολύ βαριά άρρωστος με καρκίνο στον πνεύμονα». Ο Σέργουιν θα πέθαινε δύο εβδομάδες αργότερα. Η μία παρηγοριά για τον Μπερντ ήταν ότι «πέθανε γνωρίζοντας ότι η ταινία θα γίνει».
Τον επόμενο Φεβρουάριο, ο Νόλαν ζήτησε νέα συνάντηση και «αυτή τη φορά μού έδωσε να διαβάσω το σενάριο». Ο Βρετανός σκηνοθέτης ήθελε να βεβαιωθεί ότι «δεν υπήρχαν σημαντικά ιστορικά λάθη» στο σενάριο. Ο Μπερντ, όπως λέει, του πρότεινε δύο «ελάσσονες τροποποιήσεις», τις οποίες ο Νόλαν έκανε δεκτές.
Η πυρηνική απειλή
Η ταινία κυκλοφόρησε σε μια περίοδο που ο φόβος του πυρηνικού ολέθρου έχει επανέλθει στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Η κουβέντα με τον Μπερντ ξεκινάει από το 1962 και την πυραυλική κρίση της Κούβας. «Ο Μάρτι Σέργουιν, λίγο πριν πεθάνει, έγραψε ένα βιβλίο για την πυραυλική κρίση, με τίτλο “Gambling with Armageddon”. Διαβάζοντάς το, συνειδητοποίησα ότι επιβιώσαμε καθαρά από τύχη», λέει ο 72χρονος Αμερικανός συγγραφέας.
Ο Μπερντ θεωρεί ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται στην πιο επισφαλή συγκυρία σχετικά με την πυρηνική ασφάλεια έπειτα από εκείνο το ανατριχιαστικό επεισόδιο. «Ζούμε σε πολύ επικίνδυνους καιρούς, με αυτά που συμβαίνουν στην Ουκρανία και τις απειλές του Πούτιν», σχολιάζει. «Ο πόλεμος πηγαίνει τόσο άσχημα για τους Ρώσους που μπορεί ο Πούτιν, αν στριμωχθεί, να αντιδράσει απεγνωσμένα και να κάνει κάτι παλαβό, να χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα. Και αυτό θα άνοιγε τις πύλες για έναν ακόμη πιο τρομερό πόλεμο». Επί Ψυχρού Πολέμου, τουλάχιστον, τα άτομα σε θέσεις ευθύνης «ήταν κάπως πιο προσεκτικά με τη ρητορική τους».
Ο Οπενχάιμερ, σημειώνει ο βιογράφος του, τα είχε προβλέψει όλα αυτά. «Είχε εκφωνήσει μία εκπληκτική ομιλία τον Οκτώβριο του 1945, τρεις μήνες μετά τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, λέγοντας ότι αυτά τα όπλα (τα πυρηνικά) είναι επιθετικά, είναι όπλα διασποράς τρόμου, δεν είναι αμυντικά. Ηθελε να δημιουργηθεί ένα πολύ αυστηρό διεθνές πλαίσιο ελέγχου τους – αλλά εκείνο τον καιρό, οι Αμερικανοί πολιτικοί που βρίσκονταν στην εξουσία δεν τον άκουγαν».
Θα έπρεπε η ταινία να έχει εστιάσει περισσότερο στον όλεθρο που προκάλεσαν οι βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι; «Νομίζω ότι ο Νόλαν έκανε τη σωστή επιλογή. Η ταινία του αφορούσε τη ζωή του Οπενχάιμερ. Ο Οπενχάιμερ δεν ήταν επί του πεδίου στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Αντί να δείξει ιστορικό οπτικοακουστικό υλικό από την καταστροφή, που θα ήταν κάπως τετριμμένο και υπό μία έννοια θα μείωνε το μέγεθος αυτού που είχε συμβεί, είχε την ιδιοφυή σύλληψη να δείξει τον Οπενχάιμερ να το φαντάζεται – να βλέπει ένα εκτυφλωτικό φως και τα πρόσωπα στο πλήθος που τον άκουγε να μιλάει να λιώνουν. Αυτό θεωρώ ότι ήταν πολύ πιο δυνατό ως εικόνα».
Η σκηνή με τον Τρούμαν
Η ταινία του Νόλαν –όπως το βιβλίο– καταπιάνεται διεξοδικά με τον μεταπολεμικό παραγκωνισμό του «πατέρα της ατομικής βόμβας» από το κατεστημένο εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Βλέπουμε τη συνάντησή του με τον Χάρι Τρούμαν, στην οποία λέει στον Αμερικανό πρόεδρο ότι νιώθει ότι τα χέρια του είναι βαμμένα με αίμα, για να εισπράξει την ειρωνεία του Τρούμαν, ο οποίος στο τέλος της σκηνής ακούγεται στο βάθος να λέει στον υπουργό Εξωτερικών του «να μην ξαναφέρει ποτέ αυτόν τον κλαψιάρη στο Οβάλ Γραφείο». Οι δύο άνδρες δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ.
«Ο Οπενχάιμερ είχε αποδεχθεί ότι η βόμβα θα χρησιμοποιηθεί κατά ενός αστικού πληθυσμού και θεωρούσε ότι όφειλε να κάνει ό,τι μπορεί για να την κατασκευάσει, πριν την αναπτύξουν οι Γερμανοί».
«Είναι μία σπουδαία σκηνή – και είναι απολύτως ιστορικά ακριβής. Ο Οπενχάιμερ είχε σοκαριστεί που ο Τρούμαν θεωρούσε ότι η Ρωσία δεν θα αποκτούσε και αυτή πυρηνικά όπλα. Γι’ αυτό και είπε το λάθος πράγμα και αποξένωσε τον Τρούμαν», λέει ο Μπερντ.
Μήπως η σκηνή δείχνει ότι ένας διανοούμενος με την ευφυΐα του Οπενχάιμερ δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να λάβει μία τόσο βαριά και σύνθετη απόφαση όπως αυτή της ρίψης της βόμβας – ότι χρειάζεται κάποιος που να μπορεί να καταλήξει στο μαύρο και στο άσπρο, αντί να βλέπει συνεχώς αποχρώσεις του γκρίζου;
«Στον Τρούμαν άρεσε να προβάλλει την εικόνα του αποφασιστικού ηγέτη. Αλλά μάλλον διαφωνώ ότι σε αυτές τις κορυφαίες θέσεις χρειαζόμαστε ανθρώπους που να βλέπουν τον κόσμο σε μαύρο και άσπρο. Προτιμώ ο πρόεδρος των ΗΠΑ να αναλύει τα πράγματα σε βάθος, να προσέχει τις λεπτομέρειες, να αντιλαμβάνεται πόσο περίπλοκα είναι τα πράγματα. Και το βιβλίο και η ταινία –πιο επιγραμματικά– αναφέρουν ότι ο Οπενχάιμερ μετέφερε στον Εντουαρντ Τέλερ την αντίληψή του ότι οι βόμβες χρησιμοποιήθηκαν κατά ενός ουσιαστικά ηττημένου εχθρού. Τόσο ο Μάρτι (Σέργουιν) όσο κι εγώ καταλήξαμε να πιστεύουμε ότι η αποδοχή του αναπόφευκτου της ήττας εκ μέρους των σκληροπυρηνικών Ιαπώνων στρατηγών δεν προήλθε από τη ρίψη των ατομικών βομβών, αλλά από την κήρυξη πολέμου κατά της Ιαπωνίας από την ΕΣΣΔ. Αυτό που φοβούνταν πάνω από όλα ήταν να τεθεί η Ιαπωνία υπό την κατοχή των μπολσεβίκων».
Ο ίδιος ο Οπενχάιμερ, πάντως, «ποτέ δεν μετάνιωσε» για τον ρόλο του στην κατασκευή της βόμβας. «Είχε αποδεχθεί ότι θα χρησιμοποιηθεί κατά ενός αστικού πληθυσμού και θεωρούσε ότι ως επιστήμονας όφειλε να κάνει ό,τι μπορεί για να την κατασκευάσει, ώστε να μην την αναπτύξουν πρώτοι οι Γερμανοί».
Πολιτική κατά επιστήμης
Παρακολουθούμε επίσης στην ταινία λεπτομερώς τη γραφειοκρατική διαδικασία, ενορχηστρωμένη από τον Ρεπουμπλικανό πολιτικό προϊστάμενο της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, μέσω της οποίας ο Οπενχάιμερ χάνει τη διαπίστευση ασφαλείας του το 1954 – λίγο πριν ξεφουσκώσει η υστερία του μακαρθισμού. Πέρα από προσωπικές διαφορές, η επιμονή του Οπενχάιμερ να ζητάει αυστηρό έλεγχο των πυρηνικών όπλων και να εναντιώνεται στην ανάπτυξη της βόμβας υδρογόνου, τον είχαν καταστήσει persona non grata μεταξύ των σκληροπυρηνικών αντικομμουνιστών στην Ουάσιγκτον.
Τον περασμένο Δεκέμβριο, ύστερα από μία εκστρατεία σχεδόν δύο δεκαετιών που είχαν ξεκινήσει ο Μπερντ και ο Σέργουιν, η υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ Τζένιφερ Γκράνχολμ ακύρωσε την απόφαση ανάκλησης της διαπίστευσης ασφαλείας του Οπενχάιμερ. Πίστευε ο συγγραφέας του «Αμερικανού Προμηθέα» ότι θα συμβεί ποτέ αυτό;
«Είχαμε ξεκινήσει αυτήν την προσπάθεια με τον Μάρτι το 2006-07 και περνούσαν τα χρόνια χωρίς να κάνουμε κάποια πρόοδο, όποτε είχαμε γίνει πολύ απαισιόδοξοι», απαντά. «Ισως η ταινία βοήθησε να πειστούν οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες ότι έπρεπε να αποκατασταθεί η κατάφωρη αδικία που συνέβη το 1954». Μνημονεύει όμως επίσης τη συμβολή συγκεκριμένων ατόμων, προεξαρχόντως του Τιμ Ρίσερ, επί δεκαετίες μέλους του επιτελείου του Δημοκρατικού γερουσιαστή Πατ Λίχι. Ο πατέρας του Ρίσερ, ως νεαρός επιστήμονας το 1944-45, είχε εργαστεί στο Λος Αλαμος στο «Πρόγραμμα Μανχάταν» και γνώριζε τον Οπενχάιμερ.
Ρώτησα τον Μπερντ ποια θεωρεί ότι είναι τα μηνύματα αυτής της υπόθεσης για μία εποχή που, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, η επιστήμη έχει ξανά πολιτικοποιηθεί και οι επιστήμονες –είτε είναι επιδημιολόγοι είτε κλιματολόγοι– δέχονται πολιτικές επιθέσεις όταν εκφράζουν δημοσίως τις απόψεις τους.
«Είναι ένας ακόμη λόγος που η ταινία –και το βιβλίο– είναι επίκαιρη. Η πτώση του Οπενχάιμερ, από πιο φημισμένος επιστήμονας της χώρας το 1945 στη δημόσια ταπείνωση του 1954, έστειλε ένα μήνυμα σε όλους τους επιστήμονες: Αν ξεφύγουν από το στενό πεδίο της ειδημοσύνης τους και επιχειρήσουν να παρέμβουν στη διαμόρφωση πολιτικής ή στα πολιτικά δρώμενα, μπορεί να στοχοποιηθούν και να καταστραφούν. Σήμερα, στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και σε πολλές άλλες χώρες, οι ζωές μας καθορίζονται από την επιστήμη και την τεχνολογία, αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε τι λένε οι επιστήμονες για τις επιπτώσεις των ευρημάτων τους. Στην πανδημία, αυτό κόστισε ζωές».
Η αναφορά αυτή οδηγεί τη συζήτηση στη νεότερη πανίσχυρη τεχνολογία που έχει τεράστιες θετικές δυνατότητες, αλλά και κινδύνους, ακόμη και για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους: την τεχνητή νοημοσύνη. Ρωτάω τον Μπερντ πώς βλέπει τον δημόσιο διάλογο σχετικά με το ζωτικό αυτό ζήτημα. Είναι πιο ορθολογικός, πιο χρήσιμος από τον αντίστοιχο που διεξαγόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες για τα πυρηνικά στα πρώτα χρόνια μετά το 1945;
«Ο διάλογος αυτός έχει ξεκινήσει, αλλά εξακολουθεί να μη συμβάλλει όπως θα έπρεπε στην ενημέρωση του κοινού. Εξακολουθούμε να μην έχουμε διεθνείς προσωπικότητες με την αίγλη ενός Αϊνστάιν, που θα μας εξηγήσουν ποια είναι τα δύσκολα ερωτήματα που γεννάει αυτή η νέα τεχνολογία και τι πρέπει να κάνουμε για να τη ρυθμίσουμε προς όφελος της ανθρωπότητας. Αντ’ αυτού, η τεχνολογία αυτή εξαπολύεται – και φοβάμαι ότι θα έχει σοβαρές ακούσιες συνέπειες».
https://www.kathimerini.gr/
(Αναρτήθηκε από το Στρατηγό, κ. Αθαν. Καρνατζίκο)