22 Αυγ 2023

Η κρυμμένη ιστορία του περιπολικού «Φαέθων»

 

Η απόπειρα εισβολής δέκα χρόνια πριν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και τα γεγονότα που θάφτηκαν ως… ντροπή στη σκόνη της Ιστορίας, όπως η ηρωική αντίσταση του πληρώματος ενός πολεμικού σκάφους, το οποίο βρέθηκε να παλεύει μόνο του απέναντι στην τουρκική Πολεμική Αεροπορία

Μανώλης Καλατζής

Η απόπειρα εισβολής δέκα χρόνια πριν την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και τα γεγονότα που θάφτηκαν ως… ντροπή στη σκόνη της Ιστορίας, όπως η ηρωική αντίσταση του πληρώματος ενός πολεμικού σκάφους, το οποίο βρέθηκε να παλεύει μόνο του απέναντι στην τουρκική Πολεμική Αεροπορία

Οταν μιλάμε για την τραγωδία της Κύπρου, αναφερόμαστε στο 1974 και στην τουρκική εισβολή, η οποία άφησε πίσω της νεκρούς, αγνοούμενους, καταστροφές και το 37% του νησιού υπό στρατιωτική κατοχή.


Κι όμως, σχεδόν αγνοούμε τα όσα προηγήθηκαν, τα οποία εκ των υστέρων αντιλαμβανόμαστε ότι αποτελούσαν μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς τον Ιούλιο του 1974, η οποία κορυφώθηκε με το πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη, δίδοντας το πρόσχημα που ανέμενε η Τουρκία για να εισβάλει ως εγγυήτρια δύναμη στη Μεγαλόνησο.

Δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1964, η Τουρκία είχε κάνει πρόβα εισβολής, η οποία δεν υστερούσε σε βαρβαρότητα από την εισβολή του 1974. Φαίνεται όμως πως οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες για να ολοκληρωθεί το έγκλημα, αλλά ο σπόρος είχε πέσει. Ενας σπόρος που τον καλλιέργησε η τουρκική επεκτατικότητα και η ελληνική αφροσύνη.

Τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1964 παρέμειναν σχεδόν κλειδωμένα ως μυστικά που δεν θα έπρεπε ποτέ να ειπωθούν γιατί έτσι επέβαλλε το «εθνικό συμφέρον». Ενα συμφέρον που, κάτω από τη σκόνη της Ιστορίας, έθαψε ανθρώπους, έθαψε ηρωικές στιγμές, έθαψε μια αλήθεια που συνεχίζει να πληγώνει. Μόλις πριν από λίγα χρόνια βρέθηκε το κουράγιο να ανοίξει αυτό το κλειδαμπαρωμένο συρτάρι και από μέσα του αναδύθηκε η οσμή της αγνωμοσύνης του κράτους. Μία πτυχή αυτής της ιστορίας αφορά το πλήρωμα του περιπολικού σκάφους «Φαέθων», το οποίο βρέθηκε να παλεύει μόνο του απέναντι στην τουρκική πολεμική αεροπορία. Ηταν Αύγουστος του 1964.
  
f3_2
Από τους βομβαρδισμούς των Τούρκων σκοτώθηκαν στο «Φαέθων» ένας αξιωματικός, δύο υπαξιωματικοί και τέσσερις ναύτες από την Ελλάδα, καθώς και ένας Κύπριος
 
Οδύσσεια με μια βάρκα

Μετά τα γεγονότα των Χριστουγέννων του 1963, η κατάσταση στην Κύπρο μύριζε στην κυριολεξία μπαρούτι. Οι Τουρκοκύπριοι με καθοδήγηση της Τουρκίας αποσύρθηκαν από τις δομές της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας και κλείστηκαν στους θύλακες που αποτέλεσαν τα «στρατηγεία» στα οποία προετοιμάστηκε η εισβολή. Τον Αύγουστο του 1964 υπήρχαν πληροφορίες ότι οι Τούρκοι θα επιχειρούσαν να ξεφορτώσουν οπλισμό και πυρομαχικά στις βορειοδυτικές περιοχές του νησιού ενισχύοντας τους θύλακες που είχαν δημιουργηθεί. Ο χρόνος πίεζε και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διέθετε Ναυτικό.

Ο επιχειρηματίας Αναστάσιος Λεβέντης είχε διαθέσει χρήματα για την αγορά δύο σκαφών τα οποία είχαν κατασκευαστεί το 1935 στη Γερμανία από το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ. Επρόκειτο για παλιά ξύλινα σκάφη στα οποία δόθηκαν οι ονομασίες «Φαέθων» και «Αρίων». Στόχος ήταν να εξοπλιστούν και να στελεχωθούν με πεπειραμένο πλήρωμα ώστε να αναλάβουν ρόλο φύλαξης των βορείων ακτών της Κύπρου.

Οταν παραλήφθηκαν τα δύο σκάφη, έγινε μια γρήγορη επισκευή τους στον ναύσταθμο της Σαλαμίνας και ξεκίνησαν για την Κύπρο.

Σε μια συνομιλία που είχαμε πριν από λίγα χρόνια με τον κυβερνήτη του «Φαέθων» Δημήτρη Μητσάτσο, μας είχε αναφέρει ότι η πλοήγηση από τη Σαλαμίνα στην Κύπρο ήταν μια πραγματική περιπέτεια, καθώς τα σκαριά ήταν παλιά, όπως παλιός ήταν και ο εξοπλισμός τους. Ακόμα και η πυξίδα έδειχνε λάθος κατεύθυνση και χρειάστηκε η ναυτοσύνη των πληρωμάτων για να μπορέσουν να φτάσουν στην Κύπρο. Ακόμα και το ίδιο το ταξίδι ήταν επικίνδυνο, καθώς έπλεαν χωρίς σημαία ώστε να παραμείνει μυστική η αποστολή. Τα μέλη του πληρώματος χρησιμοποιούσαν ψεύτικα κυπριακά ονόματα και σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού έκαναν πρόβες για να τα συνηθίσουν.
f2_3

Περιπολία θανάτου

Ως αποτέλεσμα της βιαστικής επισκευής στη Σαλαμίνα, το «Φαέθων» εμφάνιζε διάφορες μηχανικές βλάβες οι οποίες έπαιξαν ρόλο και στην κρίσιμη μάχη, στις 8 Αυγούστου του 1964, καθώς το πλοίο σχεδόν ακινητοποιήθηκε. Στην Κύπρο είχε φτάσει χωρίς διακριτικά και σημαίες και εξοπλίστηκε κατά την άφιξή του με 4 πυροβόλα. Ομως, όπως διαπιστώθηκε, τα πυρομαχικά που διατέθηκαν δεν ταίριαζαν για τις τρεις από τις τέσσερις κάννες των πυροβόλων του, με αποτέλεσμα μόνο η μία κάννη να μπορεί να κάνει βολή όταν χρειάστηκε κατά την ώρα της μάχης.

Το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου 1964, ενώ μαίνονταν οι τουρκικοί βομβαρδισμοί στην περιοχή Τηλλυρίας, μετά την επίθεση ελληνοκυπριακών δυνάμεων την προηγούμενη μέρα για τη διάλυση του προγεφυρώματος Μανσούρας - Κοκκίνων, το πλοίο μετακινήθηκε από τη Μανσούρα προς τον κόλπο του Ξερού. Εκεί, αναμένοντας να φτάσουν νέα πυρομαχικά, δέχθηκε επίθεση από τουρκικά αεροπλάνα.

Πλέοντας με μία μόνο μηχανή εξαιτίας βλάβης, το πλοίο δεν είχε τη δυνατότητα ελιγμών. Παρά τις προειδοποιήσεις του κυβερνήτη Μητσάτσου προς όσους κληρωτούς στρατιώτες είχαν υποχρεώσεις ή επιθυμούσαν να φύγουν εγκαίρως με μια βάρκα ώστε να έχουν τις λιγότερες δυνατές απώλειες, κανένα από τα 23 μέλη του πληρώματος δεν θέλησε να εγκαταλείψει την αποστολή. Εμειναν όλοι και κατάφεραν με το μοναδικό πυροβόλο που διέθετε το «Φαέθων» να καταρρίψουν ένα τουρκικό αεροσκάφος F-100. Με οδηγίες του Δημήτρη Μητσάτσου το «Φαέθων» κινήθηκε μεταξύ δύο πλοίων με αμερικανική σημαία, ώστε να αποτρέψει την τουρκική επίθεση, αλλά οι Τούρκοι δεν έλαβαν υπόψη το ενδεχόμενο να χτυπήσουν ακόμα και εμπορικό πλοίο των ΗΠΑ.

Δεν βυθίστηκε και πάλεψε

Από τους βομβαρδισμούς των Τούρκων σκοτώθηκαν στο «Φαέθων» ένας αξιωματικός, δύο υπαξιωματικοί και τέσσερις ναύτες από την Ελλάδα, καθώς και ένας Κύπριος. Ο κυβερνήτης, βαριά τραυματισμένος στο δεξί χέρι, έριξε το πλοίο στην παραλία και διέταξε την εγκατάλειψή του. Ακόμα και όταν το πλήρωμα προσπαθούσε να απομακρυνθεί τρέχοντας στη στεριά οι Τούρκοι συνέχιζαν να τους χτυπούν. Νεκροί ήταν οι Παναγιώτης Χρυσούλλης, 26 ετών, από την Αθήνα (σημαιοφόρος), Σπυρίδων Αγάθος, 29 ετών, από τη Γαρούνα της Κέρκυρας (υποκελευστής), Νικόλαος Πανάγος, 28 ετών, από την Πραγματευτή της Αρκαδίας (υποκελευστής), Παναγιώτης Θεοδωράτος, 21 ετών, από το Μονοπώλαχο της Κεφαλονιάς (ναύτης), Νικόλαος Νιάφας, 22 ετών, από τη Λαμία (ναύτης), Νικόλαος Καππαδούκας, 22 ετών, από τη Γλώσσα Σκοπέλου (ναύτης), και ο Κύπριος εθελοντής Αντης Φιλήτας, 22 ετών, από τη Μόρφου.
 
f4_3
Μετά τον βομβαρδισμό ο κυβερνήτης οδήγησε το πλοίο στα αβαθή και διέταξε την εγκατάλειψή του
 
Αφησε ένα χέρι στην Κύπρο

Ο επιζήσας κυβερνήτης του «Φαέθων» Δημήτρης Μητσάτσος, σε συνομιλία που είχαμε ανέφερε πως ο ίδιος δεν μπόρεσε να πάει στις κηδείες των πεσόντων του πλοίου του καθώς ήταν βαριά τραυματισμένος και νοσηλευόταν.

Λίγες μέρες μετά, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, τον έστειλαν στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιά, το οποίο ουσιαστικά ήταν εκτός λειτουργίας, ώστε να μη γίνει αντιληπτός από τους δημοσιογράφους και να μην αποκαλυφθεί η συμμετοχή αξιωματικών του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού στις μάχες στην περιοχή Τηλλυρίας. «Ηρθα με δύο χέρια από την Κύπρο. Το χέρι μού το κόψανε οι αποφάσεις. Στην Ελλάδα με κλείσανε σε ένα νοσοκομείο που δεν λειτουργούσε για να μη με δουν οι δημοσιογράφοι κι εκεί έπαθα γάγγραινα», μας είχε πει. Χωρίς αρτιμέλεια πια, οι Αρχηγοί του Ναυτικού τού έλεγαν: «Πώς θα σε εμφανίζουμε; Με το μανίκι στην τσέπη;». Κι έτσι ο ίδιος υποχρεώθηκε να δώσει εξετάσεις, να μπει στο Πολυτεχνείο και να σταδιοδρομήσει ως μηχανολόγος στη ναυτιλία, τελώντας σε πολεμική διαθεσιμότητα από το Πολεμικό Ναυτικό.

«Αγνοούμενοι» οι πεσόντες

Μαζί με τη μάχη του 1964 ξεχάστηκαν και οι άνθρωποι που θυσιάστηκαν. Ο Δημήτρης Μητσάτσος γνώριζε για την τύχη των οστών του πρώτου μηχανικού Νικόλαου Πανάγου, τα οποία είχαν παραδοθεί στην οικογένειά του, αλλά αργότερα έγινε γνωστό πως δεν ήταν τα σωστά. Πίστευε όμως ότι οι υπόλοιποι νεκροί του «Φαέθων» είναι θαμμένοι στο Κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης στη Λευκωσία. «Οταν βλέπω την μπουλντόζα τώρα για τις εκταφές, νομίζω ότι βλέπω τους ανθρώπους να μου μιλάνε και νιώθω την πικρία. Οι γονείς και τα αδέλφια τους έχουν πεθάνει. Δεν υπάρχει κανείς να αναζητήσει αυτά τα οστά». Αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο Δημήτρης Μητσάτσος επέστρεψε στον τόπο της μάχης. Στο σημείο όπου είχε προσαράξει το πλοίο, έστεκε τότε η προβλήτα στον κόλπο του Ξερού, η οποία έκτοτε έλιωσε από τις ναπάλμ που έριξαν τα τουρκικά αεροσκάφη.

«Ηταν τιμή μας», μας είπε, «που πολεμήσαμε εκεί για την Κύπρο, αλλά αυτή η μέρα παραμένει στη μνήμη μου». Είπε ακόμα πως προσπάθησε να ξεχάσει όλα όσα έγιναν και ότι πριν από μερικά χρόνια είχε επιχειρήσει να πάει στην Κύπρο για να αποτίσει φόρο τιμής στους πεσόντες, κάτι που όμως δεν του επετράπη.

Το 2018, με 54 χρόνια καθυστέρηση, η Κυπριακή Δημοκρατία έκανε το χρέος της στους πεσόντες της ακταιωρού «Φαέθων». Τα λείψανά τους επιστράφηκαν στους δικούς τους στην Ελλάδα, αλλά η ντροπή για την αδικαιολόγητη έλλειψη ευαισθησίας δεν σβήνει.

Για να αποτραπεί νέο ρεζίλεμα με παράδοση λάθος οστών υπήρξε ταυτοποίηση με DNA.

Δεν έλειψαν οι «συγγνώμες» και οι «απολογίες» για την επί δεκαετίες αναλγησία που επέδειξε το κράτος για το οποίο θυσιάστηκαν. Είχαν έρθει στην Κύπρο νέοι, με χιλιάδες όνειρα, και επέστρεψαν σε ένα κιβώτιο σκεπασμένο με την ελληνική και την κυπριακή σημαία, χωρίς να τους περιμένουν πλέον γονείς, ίσως όχι και αδέλφια, παρά κάποια παιδιά ή συγγενείς.
f5_2
Ο κυβερνήτης του «Φαέθων» Δημήτρης Μητσάτσος επέζησε, παρότι από τα πυρά των Τούρκων ακρωτηριάστηκε το δεξί χέρι του

Πολύχρονη ασέβεια

Την ίδια ασέβεια που είχε επιδείξει η Πολιτεία στους πεσόντες του «Φαέθων», επιφύλαξε και για πολλούς ακόμα, μεταξύ των οποίων και οι νεκροί του μεταγωγικού αεροσκάφους που καταρρίφθηκε από φίλια πυρά την 21η Ιουλίου 1974 στη Λευκωσία. Οι νεκροί καταδρομείς και το πλήρωμα του αεροσκάφους είτε θάφτηκαν όπως όπως μέσα στο κουφάρι του κατεστραμμένου αεροσκάφους, είτε μεταφέρθηκαν σε νεκροταφείο και θάφτηκαν σε ομαδικό τάφο χωρίς να μπορεί να γίνει εύκολα η ταυτοποίηση των σορών.

Για δεκαετίες αυτοί οι άνθρωποι παρέμεναν θαμμένοι χωρίς ταυτότητα, αν και όλοι γνώριζαν ποιοι είναι και πού βρίσκονταν. Οι συγγενείς τους ματαίως περίμεναν την παράδοση των λειψάνων τους για να τους θάψουν στην Ελλάδα. Οταν πια αποφασίστηκε να γίνει ανασκαφή για εντοπισμό των λειψάνων, οι γονείς των περισσοτέρων είχαν εγκαταλείψει τα εγκόσμια. Και αυτό το κεφάλαιο έκλεισε πριν από λίγα χρόνια, αλλά το θέμα των αγνοουμένων παραμένει ακόμα ανοικτό, καθώς αναζητούνται τα λείψανα αρκετών εκατοντάδων ακόμα, που είτε θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους στα κατεχόμενα, είτε είναι θαμμένοι στις ελεύθερες περιοχές χωρίς κάποιος να γνωρίζει πού ακριβώς.

____________
(Αναρτήθηκε στην Efenpress, από τον Αντώνη Αντωνά)