Θεωρητική και Κριτική Ανάλυση του Ε/Τ Διαλόγου μετά την περίοδο της παραισθήσεως περί «υφέσεως των Σεισμών» (Θέρος 2023 – ?)
Γράφει ο Ι. Θ. Μάζης*
1) Θεωρητική Θεμελίωση και Ζητήματα Μεθόδου: Διεθνές Δίκαιο και Γεωπολιτική για σχεδιαστές Εξωτερικής Πολιτικής
Στις 24 Μαΐου 2012, ο –τότε- πρόεδρος των ΗΠΑ, Barack Obama προσεκλήθη ως τιμώμενον πρόσωπο και ενεφανίσθη διαδικτυακώς στον ετήσιο εθνικό (Αμερικανικό) μαθητικό διαγωνισμό (The National Geographic GeoBee) που διοργάνωσε η Εθνική γεωγραφική Εταιρία (National Geographic Society) των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της εμφανίσεώς του στον διαγωνισμό, ο δημοφιλής Αμερικανός Πρόεδρος προσδιόρισε την έννοιαν της Γεωγραφίας, και επεσήμανε την ευρύτητα της ως ένα σημαντικό εργαλείο για να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας. Μια ανάγκη που έρχεται από τους αρχαίους χρόνους, αφορά κάθε πολιτισμό, αλλά απασχολεί ειδικά όσους εργάζονται με τα κοινά και ειδικά στην εποχή μας, τους διεθνολόγους και αναλυτές κάθε ειδικότητος και επιστημονικής ελευθερίας.
Είπε λοιπόν ο Πρόεδρος τα εξής:
“ The study of geography is about more than just memorizing places on a map. It’s about understanding the complexity of our world, appreciating the diversity of cultures that exists across continents. And in the end, it’s about using all that knowledge to help bridge divides and bring people together”
(«Η μελέτη της Γεωγραφίας αφορά περισσότερα από την απομνημόνευση περιοχών σε έναν χάρτη. Αφορά την κατανόηση της πολυπλοκότητας του κόσμου μας, στην ανάγκη μας να εκτιμήσουμε τη διαφορετικότητα των πολιτισμών που υφίστανται σε κάθε [γεωγραφική] ήπειρο. Και τελικά, πρόκειται για την ανάγκη μας να χρησιμοποιήσουμε όλη αυτή τη γνώση/πληροφορία ώστε να μπορέσουμε να γεφυρώσουμε τα σημεία που μας χωρίζουν και να φέρουμε τους ανθρώπους κοντά, τον έναν με τον άλλον.»)
Η Γεωγραφία, συνεπώς, είναι ένας ….αμείλικτος παράγοντας. Όχι μόνον διότι αναφέρεται στη διαμόρφωση του φυσικού μας κόσμου, αλλά ως πολιτική – οικονομική – πολιτισμική γεωγραφία, μελετά την αποτύπωση των πολιτικών δεδομένων (κρατών, οικονομιών, οδών εμπορίου, οδών μετακίνησης πληθυσμών κλπ.). Ως τέτοια είναι αδυσώπητη…. Αδυσώπητα κυνική και αντικειμενική. Ειδικά, ως alma mater της Γεωπολιτικής αναλύσεως. Διότι όλα τα υπόλοιπα στοιχεία μιας γεωπολιτικής αναλύσεως, λίγο έως πολύ εκτίθενται ή υπόκεινται σε μεταβολές. Φυσικές ή μη. Η γεωγραφία όμως, όχι…. Τουλάχιστον όχι με φυσικό τρόπο. Τουλάχιστον κατά τεκμήριο. Μπορείς βέβαια να δημιουργήσεις μια διώρυγα, να αποξηράνεις μια λίμνη, ή να δημιουργήσει μια τεχνητή, ή ακόμη και να χτίσεις ένα τεχνητό νησί. Όλα αυτά όμως, εκτός από την κατασκευαστική και στενή οικονομική ή και δικαιϊκή διάσταση, δημιουργούν και νέα δεδομένα και στο γεωπολιτικό (και κατόπιν στο γεωστρατηγικό πεδίο). Η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ ή του Παναμά δεν ήταν μόνον θαύματα της παγκόσμιας μηχανικής ή της ναυπηγικής του 19ου αιώνα. Μετέβαλαν άρδην και την παγκόσμια γεωγραφία. Όπως ακριβώς και η προοδευτική τήξη των πάγων της Αρκτικής. Άρα, μοιραίως και την επιστημονική γεωπολιτική αναλυτική θέαση στα Συστήματα που περιλαμβάνουν γεωγραφικά τα εν λόγω έργα.
Βάσει αυτής της παραδοχής, ότι η Γεωγραφία είναι το θεμελιώδες, και γενεσιουργό στοιχείο μιας σύγχρονης Γεωπολιτικής ανάλυσης, ξεκινάμε να μελετούμε «ειδολογικώς», τους συνιστώντες επιστημονικούς τομείς, να αξιολογούμε και να σταθμίζουμε και όλους τους αντίσοιχους πυλώνες γεωπολιτικής ισχύος, όπως και τους ποιοτικο-ποσοτικούς γεωπολιτικούς δείκτες και παράγοντες, με τον τρόπο που τους έχει οργανώσει η Συστημική Γεωπολιτική Ανάλυση (ΣΓΑ) που είχα την τιμή να εισηγηθώ παγκοσμίως πριν κάποια χρόνια, και που με την ομάδα μου στο ΕΚΠΑ έχουμε εξελίξει και αναπτύξει, ως προτεινόμενη μεθοδολογία καταρτίσεως μιας αξιόπιστης γεωπολιτικής αναλύσεως. Βάσει αυτής, και για την κατάρτιση ενός μοντέλου αποτυπώσεως της ανακατανομής Ισχύος των διαφόρων δρώντων στο υπό μελέτη Σύμπλοκο σύστημα, επιμερίζουμε τη μελετώμενη ύλη σε 4 βασικούς Πυλώνες (α. Άμυνα – Ασφάλεια, β. Οικονομία, γ. τον Πολιτική, και δ. τον πυλώνα που αποτυπώνει τα δεδομένα πολιτισμικού χαρακτήρα, όπως επίσης και τα την δομή και την οργάνωση της κατοχής και παροχής των πληροφοριακών δεδομένων (Πολιτισμός-Πληροφορία).
Μέσα σε αυτούς, περίοπτη θέση κατέχει το Διεθνές Δίκαιο. Είτε κυρίως και άμεσα, στον 3ο Πυλώνα «Πολιτικής», είτε και σε άλλους Πυλώνες, με έμμεσο, ή δευτερεύοντα λόγο.
Για μας λοιπόν, Το Διεθνές Δίκαιο είναι εργαλείο, και μάλιστα σημαντικότατο, στην ανάλυσή μας, όπως ακριβώς και άλλες επιστήμες δανείζονται κι αυτές σημαντικά εργαλεία ανάλυσής. Ο Φυσικός ο Χημικός, ο Μηχανικός, όπως και ο Οικονομολόγος, χρειάζεται τα Μαθηματικά, Ο Οικονομολόγος όμως π.χ. χρειάζεται τη Στατιστική, αλλά και κοινωνιολογικά ή άλλα εργαλεία άλλων επιστημών για να δουλέψει ολοκληρωμένα και αποτελεσματικά. Κανείς Μαθηματικός δεν σκέφτηκε να αμφισβητήσει την ανάγκη χρήσης των Μαθηματικών από άλλες επιστήμες. Όπως και το ανάποδο. Είναι γνωστή και ιστορική πλέον η σχέση εξαιρετικά αποδοτικής συνεργασίας που στηρίχθηκε σαφώς στον αμοιβαίο σεβασμό (και προσωπικά, όσο και επιστημονικά) μεταξύ του Φυσικού Αϊνστάιν και του Μαθηματικού Καραθεοδωρή. Μια σχέση υπόδειγμα για την μετέπειτα διεπιστημονική συνεργασία και διεπιστημονική ανάλυση σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο.
Δεν θα αναπτύξω εδώ, τη θετική πτυχή της διεπιστημονικότητας και την ευεργετική της συμβολή σε επιστήμες που ούτως ή άλλως στηρίζονται σε αυτή, καθόσον την έχουν στο επιστημονικό τους DNA, όπως κατ’ εξοχήν η Γεωπολιτική.
Θέλω όμως να την υπογραμμίσω, μέσω ενός αρνητικού παραδείγματος, ώστε να γίνει περισσότερο γλαφυρή.
Μια ενδεικτική περίπτωση απόπειρας μιας προβληματικής γεωπολιτικής αναλύσεως, με συνοδό μια αντίστοιχα εσφαλμένη γεωστρατηγικής συνθέσεως εκτίμηση, λόγω ελλιπούς γνώσεως των δεδομένων του Διεθνούς Δικαίου στο εξεταζόμενο θέμα, ήταν η πρόσφατη δημόσια τοποθέτηση γνωστού έλληνα, και μάλιστα ιδιαιτέρως εμπείρου και απολύτως εγκύρου δημοσιογράφου (του Γ. Παπαχρήστου, συμβούλου έκδοσης των Νέων, τον οποίον παρακολουθώ και εκτιμώ) ο οποίος ανέφερε on camera για τα ελληνοτουρκικά, και δη την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, τα εξής:
«Το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη. Αν δεν δεχτούμε ότι και η Τουρκία είναι εδώ, δεν μπορούμε να έχουμε σχέσεις καλής γειτονίας. … 500 χιλιόμετρα τουρκικών ακτών βρέχονται από την ίδια θάλασσα. Οι τουρκικές ακτές δεν διαφέρουν από τις ελληνικές ακτές που βρέχονται από το Αιγαίο.»
Μα, δεν αμφισβήτησε κανείς ότι και η Τουρκία έχοντας κι αυτή ακτές στο Αιγαίο, έχει κι αυτή δικαίωμα διεκδίκησης κάποιων θαλασσίων ζωνών στην περιοχή. Το θέμα είναι ποιες, πόσες, και αν η οριοθέτησή των εκατέρωθεν θα γίνει με τη χρήση των εφαρμοστέων κανόνων και του ευρύτερου κανονιστικού πλαισίου που θέτει το Διεθνές Δίκαιο (και δη το Δίκαιο της Θάλασσας) για αντίστοιχες περιπτώσεις, διεθνώς ή θα πρέπει να γίνει πέραν και έξω αυτού.
Μάλιστα, το γεγονός απασχόλησε ιδιαίτερα και τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Συγκεκριμένα, σε δημοσίευμα της 1ης Αυγ. 2023, στην ιστοσελίδα φιλοκυβερνητικής, ισλαμικών κατευθύνσεων, εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας Sabah, με τίτλο «Μεγάλη εξομολόγηση για την Τουρκία από Έλληνα δημοσιογράφο! Επέστησε την προσοχή στο μεγαλύτερο λάθος της Ελλάδας», επιχειρήθηκε η εν λόγω δήλωση να εργαλειοποιηθεί με όρους εσωτερικής προπαγάνδας στην εσωτερική τουρκική κοινή γνώμη, αλλά και στο εξωτερικό. Αφενός εντός Ελλάδος, αλλά και διεθνώς. Κι αυτό το ζήτημα αποτελεί στοιχείο διαμορφώσεως μιας ολοκληρωμένης γεωπολιτικής αναλύσεως. Και ως προς την ελληνική, αλλά και ως προς την τουρκική της συνιστώσα.
Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι η Γεωπολιτική ανάλυση, όσο και η Γεωστρατηγική σύνθεση, όχι απλά δεν είναι «απέναντι» από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά μεθοδολογικά το σέβονται και το επικαλούνται με ιδιαίτερη προσήλωση και σεβασμό, όπως άλλωστε και τα άλλα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούν, όπως η γεωγραφία, η Χαρτογραφία, η μαθηματική ανάλυση, η στατιστική, η οικονομία και τόσες άλλες, που για μας είναι εργαλεία δουλειάς και άρα τα τιμούμε ανάλογα και τα σεβόμαστε απολύτως και εξίσου. Όπως άλλωστε ένας καλλιτέχνης, π.χ. ένας ζωγράφος, σέβεται και επιμελείται εξίσου τα πινέλα του, ή τον καμβά του, ή τις μπογιές του, ή το καβαλέτο του, η όλα τα άλλα μέσα που του είναι απαραίτητα για να συνθέσει το έργο του. Το έργο φυσικά το ίδιο, είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικής και ψυχικής ορίζουσας, πνευματικού σχεδιασμού, νοητικής και επιστημολογικώς στιβαρής μεθόδου
Γι’αυτό ακριβώς, καθώς η επιστήμη της Γεωπολιτικής ανάλυσης –δεν θα κουράζομαι να το υπογραμμίζω- απαιτεί με αυστηρό μαθηματικό τρόπο σύνθεση ή συνεκτίμηση όλων των επιμέρους συνιστωσών που δρουν εντός του μελετώμενου συστήματος με -ει δυνατόν- τον πλέον αντικειμενικό τρόπο, σε ένα ιδανικό κόσμο, αν καλούσαμε 1000 γεωπολιτικούς αναλυτές από όλα τα μέρη του κόσμου να αναλύσουν ένα τυχαία καθορισμένο, αλλά πάντως συγκεκριμένο σύστημα στον κόσμο, αν λειτουργούσαν καλόπιστα, θα έπρεπε στην ουσία να καταλήξουν συνυπογράφοντας το ίδιο ακριβώς κείμενο. Βέβαια, στο επόμενο στάδιο που είναι η γεωστρατηγική σύνθεση, η οποία αφορά έναν συγκεκριμένο «εντολέα» (κράτος, διεθνή οργανισμό, συνασπισμό κρατών, επιχείρηση, ΜΚΟ κλπ.), υπέρ του οποίου αυτή καταρτίζεται, τότε τα πράγματα φυσικά θα διαφέρουν, και οι γεωστρατηγικές εκτιμήσεις θα διαφοροποιούνται κατά πολύ….
2) Η Χάγη και οι πτυχες της: εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και της Γεωπολιτικής Ανάλυσης
Γνωρίζουμε -οι παροικούντες την διεθνολογική Ιερουσαλήμ- ότι στις ημέρες μας ο δημόσιος διάλογος σε σχέση με τη διαδικασία επανενάρξεως του διαλόγου με την Τουρκία εστιάζεται (καλώς ή κακώς) σε συγκεκριμένα ζητήματα, ένα εκ των οποίων είναι η διαδικασία της Χάγης.
Το μέγα ερώτημα είναι εάν θα πρέπει να προσφύγουμε εις την Χάγηκαι εάν ναί, τότε με ποιες προϋποθέσεις και με ποιες κόκκινες γραμμές κλπ.
Δεν θα εισέλθω φυσικά στο νομικό μέρος του θέματος. Ο λαμπρός συνάδελφος Καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου και πρώην πρέβυς της χώρας μας στο Στρασβούργο, κος Στέλιος Περράκης έχει και παλαιότερα γράψει μια εξαιρετική μονογραφία για το Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη, αλλά και σχετικά πρόσφατα (2012) είχε δημοσιεύσει ένα εμπεριστατωμένο άρθρο στο Foreign Affairs για την προσφυγή στο ΔΔΧ. Πρόσφατα και ο εκλεκτός συνάδελφος κος Χρήστος ο Ροζάκης έγραψε και πάλι γι’αυτό. Όπως και άλλοι…
Επιτρέψτε μου μια παρατήρηση, καθαρά γεωπολιτική, η οποία όμως εμπεριέχει και σημαντικά στοιχεία της νομικής ανάλυσης. Όπως και επιβάλλεται, άλλωστε. Πως αλλιώς?
Αφορμή λαμβάνω κυρίως από κείμενα που έχουν δει το φώς της δημοσιότητος εσχάτως από ομάδες συναδέλφων και από ανεξάρτητους σχολιαστές (κυρίως στην έγκριτη εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, αλλά και αλλαχού), από τη σχολή σκέψης του Ιδρυμάτων εξωτερικής πολιτικής (εγκατεστημένων εν Ελλάδι), και άλλων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συγκλίνουν μεταξύ των. Μέσω των κειμένων αυτών προβάλλεται, μεταξύ άλλων, η θέσις ότι κατά την παρούσα συγκυρία «ανοίγει ένα εξαιρετικό, μοναδικό(!) παράθυρο ευκαιρίας»(!) που δεν θα πρέπει να απωλεσθεί ώστε να επιλυθεί με όποιον τρόπο είναι εφικτό το πρόβλημα της οριοθετήσεως της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (καθόσον τα όρια είναι ή θα είναι κοινά) ώστε «κλείνοντας τα θέματα» με την Τουρκία να ξεκινήσει μια περίοδος καταλλαγής, ελλείψεως απειλών και εντάσεων «που θα οδηγήσει σε μια εποχή ευημερίας και ειρήνης στην περιοχή». Εικάζουν οι ανωτέρω -για να μην πω ότι θεωρούν δεδομένο- ότι το κόστος μιάς επιλύσεως του επιμέρους ζητήματος είναι αποδεκτή, εφόσον έτσι ουσιαστικώς θα κλείσουν τα εκκρεμή ζητήματα, καθιστώντας έτσι το παράθυρο πραγματική ευκαιρία για μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μάλιστα, εμπνεόμενη προφανώς από τον συλλογικό συγγραφικό οίστρο, μία συγγραφική τετράς έφθασε να υποστηρίξει οτι η κακοδαιμονία που μας προκάλεσε η μη κατάληξις επί τόσες δεκαετίες του θέματος της Υφαλοκρηπίδος, προκάλεσε τις υπέρογκες εθνικές αμυντικές δαπάνες που τις υπολόγισε (με την απαιτούμενη μάλιστα διόρθωση) να φτάνουν στο ύψος του δημοσίου χρέους, υπαινισσομένη (αν και όχι δηλώνοντάς το ρητώς) ότι αν σπεύσουμε να δεχθούμε τη ρύθμιση του θέματος, προφανώς με τους δυσμενείς όρους που προτείνονται από την άλλη πλευρά (καθόσον το ύφος του κειμένου υπονοεί οτι η ευθύνη για τη μη έως τώρα εξεύρεση λύσεως βαρύνει μόνον τη «σκληρή» «εθνική» (sic) γραμμή της Αθήνας εδώ και πέντε σχεδόν δεκαετίες, απαλλάσσοντας παντελώς την Άγκυρα και τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις της της οποίας φαίνονται να αγνοούν, είτε να μην απασχολούν διόλου την αναλυτική σκέψη της τετράδος των εκλεκτών συγγραφέων, ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι οδυνηρότερον…), αυτό θα απαλλάξει την χώρα μας από την ανάγκη υιοθετήσεως αντιστοίχων στρατιωτικών δαπανών εις το εγγύς ή το άμεσο μέλλον, καθόσον ο μοναδικός παράγοντας που τις επέβαλε (το εκκρεμές, νομικό τυπικώς, ζήτημα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος στο Αιγαίο) θα έχει εξαλειφθεί οριστικώς.
Ειλικρινώς, εάν είς εξωγήινος κάτοικος του Γαλαξία μας διάβαζε το συγκεκριμένο κείμενο για τα όσα έχουν συμβεί σε αυτόν τον τόπο τις τελευταίες 5 δεκαετίες, θα απορούσε πώς αυτήν την τόσο… απλή λύση δεν την εσκέφθησαν 1) όλοι οι ένοικοι του Μαξίμου τόσα χρόνια, 2) τόσοι λαμπροί Διπλωμάτες που πέρασαν από το ελληνικό ΥΠΕΞ, ή 3) το ΥΠΕΘΑ, ή 4) το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, και κυρίως 5) το Υπουργείο Οικονομικών, καθώς και γενικώς 6) τόσες πολιτικές προσωπικότητες που συνεκρότησαν και συνεδρίασαν επί δεκαετίες σε τόσα ΚΥΣΕΑ!!!
Εκπλήσσομαι πάντως δια το ότι μεταξύ των μελών της συγγραφικής ομάδος συγκαταλέγονται και πολύ σοβαροί συνάδελφοι που θεωρώ ότι μάλλον δεν εμελέτησαν ενδελεχώς το όλον κείμενο και παρόλα αυτά το συνυπέγραψαν, προσδίδοντας -άθελά τους- κύρος και σοβαρότητα εις τις απολύτως μη ρεαλιστικές θέσεις του. Δεν θα πω «αναλύσεις», διότι ο όρος, δυστυχώς, χάνει το νόημά του.
Η ερώτησή μου είναι απλή και γεωπολιτικής φύσεως. Ορθολογικώς γεωπολιτική, όπως άλλωστε η επιστήμη της Γεωπολιτικής απαιτεί:
Πόθεν το γνωρίζουν, πως είναι σίγουροι και το εκλαμβάνουν ως δεδομένο της εκθέσεώ των, και του περαιτέρω σχεδιασμού των, όσοι αναλυτές συνάδελφοι θεωρούν ότι η Τουρκία, μόλις εισπράξει το δήθεν επίδικον του κατευνασμού του «παραθύρου ευκαιρίας»(sic), αντί να το σεβαστεί και αντί να ικανοποιηθεί και έτσι να «κάτσει φρόνιμα» για τον επόμενο «αιώνα» του μέλιτος, δεν θα σπεύσει να εγείρει και νέες αξιώσεις με νέες απειλές και νέες προκλήσεις; Ειδικά εφόσον είδε ότι οι προηγούμενες (τόσο με την ίδια, αλλά και με άλλους, όπως με τα Σκόπια, ή με την Κύπρο κλπ.) της απέφεραν απτά δικαιϊκά, διπλωματικά, και εν τέλει γεωπολιτικά οφέλη?
Από πού αντλούν αυτή την σιγουριά, έχοντας δεδομένο άλλωστε οτι αυτός ήταν ουσιαστικά ο λόγος που τόσοι άλλοι Πρωθυπουργοί με ισχυρή μάλιστα εντολή (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Α. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκης, Κ. Καραμανλής, Α. Σαμαράς), ακόμη και οι πλέον διατεθειμένοι να «κατευνάσουν» νεότεροι (Σημίτης, Τσίπρας) δεν απεδέχθησαν τελικώς την ίδια ρύθμιση, κατά το παρελθόν?
Και μάλιστα, η ερώτησίς μου δεν είναι απλώς μια καλόπιστη απορία ενός γεωπολιτικώς ανησυχούντος, αλλά είναι μια εύλογη ανησυχία που ερείδεται στην προϊστορία της τουρκικής ιμπεριαλιστικής συμπεριφοράς όχι απλά ετών, ή δεκαετιών, αλλά – θα έλεγα – …αιώνων! Τόσων μάλιστα αιώνων, όσων τροφοδοτούν το νεο-οθωμανικόν διακύβευμα των τούρκων αναθεωρητών και «πηδαλιούχων» της Τουρκίας. Να υπενθυμίσω μόνο το πώς ο νέος τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν κατά την τελετή παράδοσης παραλαβής του ΥΠΕΞ, ανέφερε ότι αναλαμβάνει το «οφίκιο» του ΥΠΕΞ, κατονομάζοντάς το με την παλαιά οθωμανική και όχι τη σύγχρονη τουρκική ορολογία.
Αυτές οι αξιώσεις δεν εικάζονται μόνον, αορίστως, ή ακόμη και αυθαιρέτως. Έχουν ήδη διατυπωθεί ρητώς και επισήμως εκ μέρους της Τουρκίας στο πλαίσιο διερευνητικών επαφών, και μάλιστα για να γίνω συγκεκριμένος σε αυτές του 2002-3, επί Πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη και ΥΠΕΞ του Γ.Α. Π, μεταξύ του αειμνήστου -πλέον- Πρέσβεως κου Αναστασίου Σκοπελίτη, και του τούρκου αντιστοίχου του κου Ουγούρ Ζιγιάλ μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών, με νομικό σύμβουλο τον Ντενίζ Μπολούκμπασι. Σε αυτές, είχε περίπου συμφωνηθεί εν πολλοίς το πλαίσιο της οριοθετήσεως, όπου: «Μετά από 18 γύρους, συζητούνταν διάφορα σενάρια μερικής επέκτασης των χωρικών υδάτων μεταξύ 8 και 10 ναυτικών μιλίων για το Αιγαίο, ενώ οι ηπειρωτικές ακτές θα είχαν 12 ναυτικά μίλια. Αναλόγως θα προσαρμοζόταν ο εθνικός εναέριος χώρος.». Και παρ’ όλα αυτά, η τουρκική πλευρά, δεν αρκέστηκε σε αυτά, αλλά τόνισε ότι αυτή η κατάληξη δεν τη δεσμεύει για να συνεχίσει να εγείρει και τα συναφή «παρεμπίπτοντα» ζητήματα των υπόλοιπων διεκδικήσεών της. Αποτέλεσμα, η ελληνική πλευρά, όπως αναμενόταν άλλωστε, έκανε πίσω, διότι αυτό ξεπερνούσε το αποδεκτό όριο γεωπολιτικής σκοπιμότητας και άρα πολιτικής «ανοχής» της τότε ελληνικής Κυβερνήσεως για την όλη διαπραγμάτευση. Αυτό απεκάλυψε από το 2006 με το σημαντικό του άρθρο με τίτλο «Στα πρόθυρα της Χάγης το 2003» στη Καθημερινή της 4ης Ιουνίου 2006 ο έγκριτος δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός, ο οποίος μάλιστα και μας το υπενθυμίζει έκτοτε σε τόσες συνεντεύξεις ή κείμενά του.
Το γεωπολιτικό συμπέρασμα το προκύπτον από την μελέτην της εν λόγω περιπτώσεως είναι ότι οι Τούρκοι φυσικά εγνώριζαν ότι η “Αθήνα” (ακόμη και η “Αθήνα” των Σημίτη – Γ.Α.Π) δεν θα εδέχετο κάτι παρόμοιον. Προτίμησαν λοιπόν να τινάξουν στον αέρα ό,τι είχαν κερδίσει έως εκείνη τη στιγμή για έναν πολύ απλό λόγο: ΔΕΝ ήταν, και συνεχίζει ΝΑ ΜΗΝ είναι αποδεκτό για την Τουρκία το οριστικό «κλείσιμο» των ελληνοτουρκικών ακόμη και με μια ικανοποιητική (για την τουρκική πλευρά) συμφωνία για την Υφαλοκρηπίδα(/ΑΟΖ). Θέλουν πολύ παραπάνω. Και τότε, και σήμερα. Το έχουν άλλωστε μετέπειτα εκφράσει με το δόγα της Γαλάζιας Πατρίδας και του συναφούς Γαλάζιου Ουρανού.
Άρα????
Άρα, όποιος στην Αθήνα, ή αλλού, ονειρεύεται ειδικά «σήμερα» ένα παράθυρο τάχα ευκαιρίας με μια «ρεαλιστική – κατευναστική» συμφωνία για την Υφαλοκρηπίδα – ΑΟΖ με την Τουρκία, όπου η Ελλάδα θα …«ματώσει» μεν, αλλά η όποια ….θυσία θα …αξίζει(sic), ως κίνηση αποδεκτού κόστους – προσδοκώμενου οφέλους), καθόσον θα αρκεί για να έχει ικανοποιήσει και άρα «εξευμενίσει» για καλά το αδηφάγο αναθεωρητικό «θηρίο» και έτσι θα γλιτώσει οριστικά από τις μεγαλοϊδεατικές βλέψεις της Τουρκίας, πλανάται πλάνην οικτράν!
Και εδώ ακριβώς εδράζεται και ο όποιος προβληματισμός κάποιων εξ ημών για την προοπτική της Χάγης (ίσως όχι όλων, καθόσον αρκετοί άλλοι είναι εκ προοιμίου και καθολικά αντίθετοι, μια άποψη που σαφώς δεν υιοθετώ).
«Εμείς» -«οι Άλλοι»- προβληματιζόμαστε όχι φυσικά διότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο Διεθνές Δίκαιο εν γένει, ή και στον ύπατο διεθνή δικαιοδοτικό θεσμό του ΔΔΧ, ούτε βέβαια και ότι αμφισβητούμε τη δικαιοδοτική (με βάση το ΔΔ) επίλυση μιας διεθνούς νομικής διαφοράς όπως την αντιλαμβάνεται η Αθήνα εδώ και δεκαετίας. Άλλωστε, είναι παλαιά και παγιωμένη (ίσως με κάποιες αμυδρές εξαιρέσεις) η θέση της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας ότι επιθυμεί και υποστηρίζει τη ρύθμιση της μιας και μόνης ελληνοτουρκικής διαφοράς με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Τόσο της ημετέρας με τη Τουρκία, όσο και όλων των άλλων, αδιακρίτως, διεθνώς, με πρώτο και καλύτερο το Κυπριακό, αλλά και άλλα διεθνή εκκρεμή ζητήματα, όπως η επί της αρχής υποστηρικτική της Ελλάδας στάσις έναντι της δεχθείσας την ένοπλη ρωσική εισβολή, Ουκρανίας.
Η ένστασή μας είναι καθαρά γεωπολιτικού χαρακτήρος και αφορά στο ότι διαφαίνεται ότι επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί η Χάγη ως «πλυντήριο» μιας επιμέρους διευθετήσεως κατευναστικού χαρακτήρος με την Τουρκία, αποβλέποντας στην «οριστική»(sic) ικανοποίηση των όποιων άλλων επεκτατικών της βλέψεων στην περιοχή.
Με απλά λόγια, η ένσταση στη Χάγη δεν αφορά την έλλειψη σεβασμού ως προς την ίδια ως διεθνή δικαιοδοτικό θεσμό, αλλά απηχεί την έντονη ανησυχία μας για την προοπτική χρήσεώς της ως ένα δεσμευτικό μηχανισμό μη αναστρέψιμων και καθαρά ετεροβαρών παραχωρήσεων της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας επί τη βάσει φρούδων κατευναστικών προσδοκιών μιας σαθρής μελλοντικής ειρήνης και ψευδεπίγραφης σταθερότητας μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου, και κυρίως και στην Ανατ. Μεσόγειο, η οποία για μας θα πρέπει ασυζητητί να περιλαμβάνει και μια Κύπρο που ιδίως στο σημερινό γεωστρατηγικό περιβάλλον, δεν δύναται να απαλειφθεί από την εξίσωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Αυτά, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις ηθελημένες ή μη, σε σχέση με το αν και κατά πόσο η προοπτική της Χάγης μας βρίσκει σύμφωνους ή όχι.
Φυσικά και μας βρίσκει σύμφωνους, αλλά όχι με τον κατευναστικό – και άρα γεωπολιτικώς αυτοκτονικόν – τρόπο που εισηγούνται και υποστηρίζουν οι καλοί συνάδελφοι των διαφόρων «δεξαμενών διεθνολογικής σκέψεως».
Άρα συμπερασματικά, «ναι», την ανάλυση και εκτίμηση του δικαιϊκού πλαισίου διαπραγματεύσεως της μιας και μόνης (κατά την Αθήνα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα…) νομικής διαφοράς με την Τουρκία (για την οριοθέτηση Υφαλοκρηπίδος-ΑΟΖ και την κατάρτιση της δεούσης νομικής επιχειρηματολογίας). Αυτήν, θα πρέπει να την συνθέσουμε με βάση, φυσικά, την επιστήμη του Διεθνούς Δικαίου. Η αξιολόγηση όμως του όποιου κόστους (από πιθανές «παρεκκλίσεις/υποχωρήσεις» από αυτήν την πιθανή στάση των Αθηνών), η στάθμιση του όποιου οφέλους και η απόφανση περί της όποιας σκοπιμότητος αποδοχής ή απορρίψεως των τουρκικών απαιτήσεων θα πρέπει πάντοτε να γίνεται μέσω της γεωπολιτικής σταθμίσεως κόστους-οφέλους, αξιολογώντας την την γεωπολιτική πραγματικότητα του Συμπλόκου της Μεσογείου, Κεντρικής Ασίας, Ευξείνου Πόντου και Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής και της εξ αυτής προκυπτούσης γεωστρατηγικής συγκυρίας.
Και, δυστυχώς, αυτή την ολιστική διάσταση αναλύσεως δεν την πολυδιακρίνω στις απόψεις των όποιων «προθύμων» να εφαρμόσουν την συνοπτική και με κάθε τρόπο κατευναστική επιλογή, καθόσον δεν διακρίνεται να έχουν σταθμίσει επαρκώς συναρτώντας την στην ευρύτερη γεωστρατηγική συγκυρία του συγκεκριμένου γεωπολιτικού συμπλόκου της περιοχής μας.
Όπερ και η ανησυχία μου/μας…, η οποία συντάσσεται με τις ανησυχίες και άλλων διεθνών και εγχωρίων παραγόντων.
Και στην Αθήνα, αλλά θα έλεγα και στο Παρίσι. Και αλλαχού….
Η υιοθέτηση μιας αναλόγου, αδιακρίτως και κυρίως αλογίστως κατευναστικής προσεγγίσεως, συνιστά και εγγενές μεθοδολογικό και επιστημονικό σφάλμα, αλλά και μια κατά μείζονα λόγο ατυχή διπλωματική – εθνική επιλογή που φοβούμαι ότι θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε μια ιστορικών διαστάσεων και πάντως μη αναστρέψιμη απομείωση των συμφερόντων του κοινού (φαντάζομαι) εθνικού «εντολέα» μας…..
Του ελληνικού Λαού…
Του Ελληνισμού, εν γένει, σε Ελλάδα, σε Κύπρο, αλλά και στην ευρύτερη διασπορά που εσχάτως απέκτησε και δικαίωμα ψήφου, άρα νομιμοποιείται πλέον να έχει λόγο στα κοινά!!
*Ομ. Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής, ΕΚΠΑ, Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών militaire.gr
Γράφει ο Ι. Θ. Μάζης*
1) Θεωρητική Θεμελίωση και Ζητήματα Μεθόδου: Διεθνές Δίκαιο και Γεωπολιτική για σχεδιαστές Εξωτερικής Πολιτικής
Στις 24 Μαΐου 2012, ο –τότε- πρόεδρος των ΗΠΑ, Barack Obama προσεκλήθη ως τιμώμενον πρόσωπο και ενεφανίσθη διαδικτυακώς στον ετήσιο εθνικό (Αμερικανικό) μαθητικό διαγωνισμό (The National Geographic GeoBee) που διοργάνωσε η Εθνική γεωγραφική Εταιρία (National Geographic Society) των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια της εμφανίσεώς του στον διαγωνισμό, ο δημοφιλής Αμερικανός Πρόεδρος προσδιόρισε την έννοιαν της Γεωγραφίας, και επεσήμανε την ευρύτητα της ως ένα σημαντικό εργαλείο για να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας. Μια ανάγκη που έρχεται από τους αρχαίους χρόνους, αφορά κάθε πολιτισμό, αλλά απασχολεί ειδικά όσους εργάζονται με τα κοινά και ειδικά στην εποχή μας, τους διεθνολόγους και αναλυτές κάθε ειδικότητος και επιστημονικής ελευθερίας.
Είπε λοιπόν ο Πρόεδρος τα εξής:
“ The study of geography is about more than just memorizing places on a map. It’s about understanding the complexity of our world, appreciating the diversity of cultures that exists across continents. And in the end, it’s about using all that knowledge to help bridge divides and bring people together”
(«Η μελέτη της Γεωγραφίας αφορά περισσότερα από την απομνημόνευση περιοχών σε έναν χάρτη. Αφορά την κατανόηση της πολυπλοκότητας του κόσμου μας, στην ανάγκη μας να εκτιμήσουμε τη διαφορετικότητα των πολιτισμών που υφίστανται σε κάθε [γεωγραφική] ήπειρο. Και τελικά, πρόκειται για την ανάγκη μας να χρησιμοποιήσουμε όλη αυτή τη γνώση/πληροφορία ώστε να μπορέσουμε να γεφυρώσουμε τα σημεία που μας χωρίζουν και να φέρουμε τους ανθρώπους κοντά, τον έναν με τον άλλον.»)
Η Γεωγραφία, συνεπώς, είναι ένας ….αμείλικτος παράγοντας. Όχι μόνον διότι αναφέρεται στη διαμόρφωση του φυσικού μας κόσμου, αλλά ως πολιτική – οικονομική – πολιτισμική γεωγραφία, μελετά την αποτύπωση των πολιτικών δεδομένων (κρατών, οικονομιών, οδών εμπορίου, οδών μετακίνησης πληθυσμών κλπ.). Ως τέτοια είναι αδυσώπητη…. Αδυσώπητα κυνική και αντικειμενική. Ειδικά, ως alma mater της Γεωπολιτικής αναλύσεως. Διότι όλα τα υπόλοιπα στοιχεία μιας γεωπολιτικής αναλύσεως, λίγο έως πολύ εκτίθενται ή υπόκεινται σε μεταβολές. Φυσικές ή μη. Η γεωγραφία όμως, όχι…. Τουλάχιστον όχι με φυσικό τρόπο. Τουλάχιστον κατά τεκμήριο. Μπορείς βέβαια να δημιουργήσεις μια διώρυγα, να αποξηράνεις μια λίμνη, ή να δημιουργήσει μια τεχνητή, ή ακόμη και να χτίσεις ένα τεχνητό νησί. Όλα αυτά όμως, εκτός από την κατασκευαστική και στενή οικονομική ή και δικαιϊκή διάσταση, δημιουργούν και νέα δεδομένα και στο γεωπολιτικό (και κατόπιν στο γεωστρατηγικό πεδίο). Η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ ή του Παναμά δεν ήταν μόνον θαύματα της παγκόσμιας μηχανικής ή της ναυπηγικής του 19ου αιώνα. Μετέβαλαν άρδην και την παγκόσμια γεωγραφία. Όπως ακριβώς και η προοδευτική τήξη των πάγων της Αρκτικής. Άρα, μοιραίως και την επιστημονική γεωπολιτική αναλυτική θέαση στα Συστήματα που περιλαμβάνουν γεωγραφικά τα εν λόγω έργα.
Βάσει αυτής της παραδοχής, ότι η Γεωγραφία είναι το θεμελιώδες, και γενεσιουργό στοιχείο μιας σύγχρονης Γεωπολιτικής ανάλυσης, ξεκινάμε να μελετούμε «ειδολογικώς», τους συνιστώντες επιστημονικούς τομείς, να αξιολογούμε και να σταθμίζουμε και όλους τους αντίσοιχους πυλώνες γεωπολιτικής ισχύος, όπως και τους ποιοτικο-ποσοτικούς γεωπολιτικούς δείκτες και παράγοντες, με τον τρόπο που τους έχει οργανώσει η Συστημική Γεωπολιτική Ανάλυση (ΣΓΑ) που είχα την τιμή να εισηγηθώ παγκοσμίως πριν κάποια χρόνια, και που με την ομάδα μου στο ΕΚΠΑ έχουμε εξελίξει και αναπτύξει, ως προτεινόμενη μεθοδολογία καταρτίσεως μιας αξιόπιστης γεωπολιτικής αναλύσεως. Βάσει αυτής, και για την κατάρτιση ενός μοντέλου αποτυπώσεως της ανακατανομής Ισχύος των διαφόρων δρώντων στο υπό μελέτη Σύμπλοκο σύστημα, επιμερίζουμε τη μελετώμενη ύλη σε 4 βασικούς Πυλώνες (α. Άμυνα – Ασφάλεια, β. Οικονομία, γ. τον Πολιτική, και δ. τον πυλώνα που αποτυπώνει τα δεδομένα πολιτισμικού χαρακτήρα, όπως επίσης και τα την δομή και την οργάνωση της κατοχής και παροχής των πληροφοριακών δεδομένων (Πολιτισμός-Πληροφορία).
Μέσα σε αυτούς, περίοπτη θέση κατέχει το Διεθνές Δίκαιο. Είτε κυρίως και άμεσα, στον 3ο Πυλώνα «Πολιτικής», είτε και σε άλλους Πυλώνες, με έμμεσο, ή δευτερεύοντα λόγο.
Για μας λοιπόν, Το Διεθνές Δίκαιο είναι εργαλείο, και μάλιστα σημαντικότατο, στην ανάλυσή μας, όπως ακριβώς και άλλες επιστήμες δανείζονται κι αυτές σημαντικά εργαλεία ανάλυσής. Ο Φυσικός ο Χημικός, ο Μηχανικός, όπως και ο Οικονομολόγος, χρειάζεται τα Μαθηματικά, Ο Οικονομολόγος όμως π.χ. χρειάζεται τη Στατιστική, αλλά και κοινωνιολογικά ή άλλα εργαλεία άλλων επιστημών για να δουλέψει ολοκληρωμένα και αποτελεσματικά. Κανείς Μαθηματικός δεν σκέφτηκε να αμφισβητήσει την ανάγκη χρήσης των Μαθηματικών από άλλες επιστήμες. Όπως και το ανάποδο. Είναι γνωστή και ιστορική πλέον η σχέση εξαιρετικά αποδοτικής συνεργασίας που στηρίχθηκε σαφώς στον αμοιβαίο σεβασμό (και προσωπικά, όσο και επιστημονικά) μεταξύ του Φυσικού Αϊνστάιν και του Μαθηματικού Καραθεοδωρή. Μια σχέση υπόδειγμα για την μετέπειτα διεπιστημονική συνεργασία και διεπιστημονική ανάλυση σε παγκόσμιο μάλιστα επίπεδο.
Δεν θα αναπτύξω εδώ, τη θετική πτυχή της διεπιστημονικότητας και την ευεργετική της συμβολή σε επιστήμες που ούτως ή άλλως στηρίζονται σε αυτή, καθόσον την έχουν στο επιστημονικό τους DNA, όπως κατ’ εξοχήν η Γεωπολιτική.
Θέλω όμως να την υπογραμμίσω, μέσω ενός αρνητικού παραδείγματος, ώστε να γίνει περισσότερο γλαφυρή.
Μια ενδεικτική περίπτωση απόπειρας μιας προβληματικής γεωπολιτικής αναλύσεως, με συνοδό μια αντίστοιχα εσφαλμένη γεωστρατηγικής συνθέσεως εκτίμηση, λόγω ελλιπούς γνώσεως των δεδομένων του Διεθνούς Δικαίου στο εξεταζόμενο θέμα, ήταν η πρόσφατη δημόσια τοποθέτηση γνωστού έλληνα, και μάλιστα ιδιαιτέρως εμπείρου και απολύτως εγκύρου δημοσιογράφου (του Γ. Παπαχρήστου, συμβούλου έκδοσης των Νέων, τον οποίον παρακολουθώ και εκτιμώ) ο οποίος ανέφερε on camera για τα ελληνοτουρκικά, και δη την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, τα εξής:
«Το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη. Αν δεν δεχτούμε ότι και η Τουρκία είναι εδώ, δεν μπορούμε να έχουμε σχέσεις καλής γειτονίας. … 500 χιλιόμετρα τουρκικών ακτών βρέχονται από την ίδια θάλασσα. Οι τουρκικές ακτές δεν διαφέρουν από τις ελληνικές ακτές που βρέχονται από το Αιγαίο.»
Μα, δεν αμφισβήτησε κανείς ότι και η Τουρκία έχοντας κι αυτή ακτές στο Αιγαίο, έχει κι αυτή δικαίωμα διεκδίκησης κάποιων θαλασσίων ζωνών στην περιοχή. Το θέμα είναι ποιες, πόσες, και αν η οριοθέτησή των εκατέρωθεν θα γίνει με τη χρήση των εφαρμοστέων κανόνων και του ευρύτερου κανονιστικού πλαισίου που θέτει το Διεθνές Δίκαιο (και δη το Δίκαιο της Θάλασσας) για αντίστοιχες περιπτώσεις, διεθνώς ή θα πρέπει να γίνει πέραν και έξω αυτού.
Μάλιστα, το γεγονός απασχόλησε ιδιαίτερα και τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Συγκεκριμένα, σε δημοσίευμα της 1ης Αυγ. 2023, στην ιστοσελίδα φιλοκυβερνητικής, ισλαμικών κατευθύνσεων, εφημερίδας ευρείας κυκλοφορίας Sabah, με τίτλο «Μεγάλη εξομολόγηση για την Τουρκία από Έλληνα δημοσιογράφο! Επέστησε την προσοχή στο μεγαλύτερο λάθος της Ελλάδας», επιχειρήθηκε η εν λόγω δήλωση να εργαλειοποιηθεί με όρους εσωτερικής προπαγάνδας στην εσωτερική τουρκική κοινή γνώμη, αλλά και στο εξωτερικό. Αφενός εντός Ελλάδος, αλλά και διεθνώς. Κι αυτό το ζήτημα αποτελεί στοιχείο διαμορφώσεως μιας ολοκληρωμένης γεωπολιτικής αναλύσεως. Και ως προς την ελληνική, αλλά και ως προς την τουρκική της συνιστώσα.
Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι η Γεωπολιτική ανάλυση, όσο και η Γεωστρατηγική σύνθεση, όχι απλά δεν είναι «απέναντι» από το Διεθνές Δίκαιο, αλλά μεθοδολογικά το σέβονται και το επικαλούνται με ιδιαίτερη προσήλωση και σεβασμό, όπως άλλωστε και τα άλλα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούν, όπως η γεωγραφία, η Χαρτογραφία, η μαθηματική ανάλυση, η στατιστική, η οικονομία και τόσες άλλες, που για μας είναι εργαλεία δουλειάς και άρα τα τιμούμε ανάλογα και τα σεβόμαστε απολύτως και εξίσου. Όπως άλλωστε ένας καλλιτέχνης, π.χ. ένας ζωγράφος, σέβεται και επιμελείται εξίσου τα πινέλα του, ή τον καμβά του, ή τις μπογιές του, ή το καβαλέτο του, η όλα τα άλλα μέσα που του είναι απαραίτητα για να συνθέσει το έργο του. Το έργο φυσικά το ίδιο, είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικής και ψυχικής ορίζουσας, πνευματικού σχεδιασμού, νοητικής και επιστημολογικώς στιβαρής μεθόδου
Γι’αυτό ακριβώς, καθώς η επιστήμη της Γεωπολιτικής ανάλυσης –δεν θα κουράζομαι να το υπογραμμίζω- απαιτεί με αυστηρό μαθηματικό τρόπο σύνθεση ή συνεκτίμηση όλων των επιμέρους συνιστωσών που δρουν εντός του μελετώμενου συστήματος με -ει δυνατόν- τον πλέον αντικειμενικό τρόπο, σε ένα ιδανικό κόσμο, αν καλούσαμε 1000 γεωπολιτικούς αναλυτές από όλα τα μέρη του κόσμου να αναλύσουν ένα τυχαία καθορισμένο, αλλά πάντως συγκεκριμένο σύστημα στον κόσμο, αν λειτουργούσαν καλόπιστα, θα έπρεπε στην ουσία να καταλήξουν συνυπογράφοντας το ίδιο ακριβώς κείμενο. Βέβαια, στο επόμενο στάδιο που είναι η γεωστρατηγική σύνθεση, η οποία αφορά έναν συγκεκριμένο «εντολέα» (κράτος, διεθνή οργανισμό, συνασπισμό κρατών, επιχείρηση, ΜΚΟ κλπ.), υπέρ του οποίου αυτή καταρτίζεται, τότε τα πράγματα φυσικά θα διαφέρουν, και οι γεωστρατηγικές εκτιμήσεις θα διαφοροποιούνται κατά πολύ….
2) Η Χάγη και οι πτυχες της: εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και της Γεωπολιτικής Ανάλυσης
Γνωρίζουμε -οι παροικούντες την διεθνολογική Ιερουσαλήμ- ότι στις ημέρες μας ο δημόσιος διάλογος σε σχέση με τη διαδικασία επανενάρξεως του διαλόγου με την Τουρκία εστιάζεται (καλώς ή κακώς) σε συγκεκριμένα ζητήματα, ένα εκ των οποίων είναι η διαδικασία της Χάγης.
Το μέγα ερώτημα είναι εάν θα πρέπει να προσφύγουμε εις την Χάγηκαι εάν ναί, τότε με ποιες προϋποθέσεις και με ποιες κόκκινες γραμμές κλπ.
Δεν θα εισέλθω φυσικά στο νομικό μέρος του θέματος. Ο λαμπρός συνάδελφος Καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου και πρώην πρέβυς της χώρας μας στο Στρασβούργο, κος Στέλιος Περράκης έχει και παλαιότερα γράψει μια εξαιρετική μονογραφία για το Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη, αλλά και σχετικά πρόσφατα (2012) είχε δημοσιεύσει ένα εμπεριστατωμένο άρθρο στο Foreign Affairs για την προσφυγή στο ΔΔΧ. Πρόσφατα και ο εκλεκτός συνάδελφος κος Χρήστος ο Ροζάκης έγραψε και πάλι γι’αυτό. Όπως και άλλοι…
Επιτρέψτε μου μια παρατήρηση, καθαρά γεωπολιτική, η οποία όμως εμπεριέχει και σημαντικά στοιχεία της νομικής ανάλυσης. Όπως και επιβάλλεται, άλλωστε. Πως αλλιώς?
Αφορμή λαμβάνω κυρίως από κείμενα που έχουν δει το φώς της δημοσιότητος εσχάτως από ομάδες συναδέλφων και από ανεξάρτητους σχολιαστές (κυρίως στην έγκριτη εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, αλλά και αλλαχού), από τη σχολή σκέψης του Ιδρυμάτων εξωτερικής πολιτικής (εγκατεστημένων εν Ελλάδι), και άλλων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συγκλίνουν μεταξύ των. Μέσω των κειμένων αυτών προβάλλεται, μεταξύ άλλων, η θέσις ότι κατά την παρούσα συγκυρία «ανοίγει ένα εξαιρετικό, μοναδικό(!) παράθυρο ευκαιρίας»(!) που δεν θα πρέπει να απωλεσθεί ώστε να επιλυθεί με όποιον τρόπο είναι εφικτό το πρόβλημα της οριοθετήσεως της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ (καθόσον τα όρια είναι ή θα είναι κοινά) ώστε «κλείνοντας τα θέματα» με την Τουρκία να ξεκινήσει μια περίοδος καταλλαγής, ελλείψεως απειλών και εντάσεων «που θα οδηγήσει σε μια εποχή ευημερίας και ειρήνης στην περιοχή». Εικάζουν οι ανωτέρω -για να μην πω ότι θεωρούν δεδομένο- ότι το κόστος μιάς επιλύσεως του επιμέρους ζητήματος είναι αποδεκτή, εφόσον έτσι ουσιαστικώς θα κλείσουν τα εκκρεμή ζητήματα, καθιστώντας έτσι το παράθυρο πραγματική ευκαιρία για μια νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Μάλιστα, εμπνεόμενη προφανώς από τον συλλογικό συγγραφικό οίστρο, μία συγγραφική τετράς έφθασε να υποστηρίξει οτι η κακοδαιμονία που μας προκάλεσε η μη κατάληξις επί τόσες δεκαετίες του θέματος της Υφαλοκρηπίδος, προκάλεσε τις υπέρογκες εθνικές αμυντικές δαπάνες που τις υπολόγισε (με την απαιτούμενη μάλιστα διόρθωση) να φτάνουν στο ύψος του δημοσίου χρέους, υπαινισσομένη (αν και όχι δηλώνοντάς το ρητώς) ότι αν σπεύσουμε να δεχθούμε τη ρύθμιση του θέματος, προφανώς με τους δυσμενείς όρους που προτείνονται από την άλλη πλευρά (καθόσον το ύφος του κειμένου υπονοεί οτι η ευθύνη για τη μη έως τώρα εξεύρεση λύσεως βαρύνει μόνον τη «σκληρή» «εθνική» (sic) γραμμή της Αθήνας εδώ και πέντε σχεδόν δεκαετίες, απαλλάσσοντας παντελώς την Άγκυρα και τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις της της οποίας φαίνονται να αγνοούν, είτε να μην απασχολούν διόλου την αναλυτική σκέψη της τετράδος των εκλεκτών συγγραφέων, ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι οδυνηρότερον…), αυτό θα απαλλάξει την χώρα μας από την ανάγκη υιοθετήσεως αντιστοίχων στρατιωτικών δαπανών εις το εγγύς ή το άμεσο μέλλον, καθόσον ο μοναδικός παράγοντας που τις επέβαλε (το εκκρεμές, νομικό τυπικώς, ζήτημα της οριοθετήσεως της υφαλοκρηπίδος στο Αιγαίο) θα έχει εξαλειφθεί οριστικώς.
Ειλικρινώς, εάν είς εξωγήινος κάτοικος του Γαλαξία μας διάβαζε το συγκεκριμένο κείμενο για τα όσα έχουν συμβεί σε αυτόν τον τόπο τις τελευταίες 5 δεκαετίες, θα απορούσε πώς αυτήν την τόσο… απλή λύση δεν την εσκέφθησαν 1) όλοι οι ένοικοι του Μαξίμου τόσα χρόνια, 2) τόσοι λαμπροί Διπλωμάτες που πέρασαν από το ελληνικό ΥΠΕΞ, ή 3) το ΥΠΕΘΑ, ή 4) το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας, και κυρίως 5) το Υπουργείο Οικονομικών, καθώς και γενικώς 6) τόσες πολιτικές προσωπικότητες που συνεκρότησαν και συνεδρίασαν επί δεκαετίες σε τόσα ΚΥΣΕΑ!!!
Εκπλήσσομαι πάντως δια το ότι μεταξύ των μελών της συγγραφικής ομάδος συγκαταλέγονται και πολύ σοβαροί συνάδελφοι που θεωρώ ότι μάλλον δεν εμελέτησαν ενδελεχώς το όλον κείμενο και παρόλα αυτά το συνυπέγραψαν, προσδίδοντας -άθελά τους- κύρος και σοβαρότητα εις τις απολύτως μη ρεαλιστικές θέσεις του. Δεν θα πω «αναλύσεις», διότι ο όρος, δυστυχώς, χάνει το νόημά του.
Η ερώτησή μου είναι απλή και γεωπολιτικής φύσεως. Ορθολογικώς γεωπολιτική, όπως άλλωστε η επιστήμη της Γεωπολιτικής απαιτεί:
Πόθεν το γνωρίζουν, πως είναι σίγουροι και το εκλαμβάνουν ως δεδομένο της εκθέσεώ των, και του περαιτέρω σχεδιασμού των, όσοι αναλυτές συνάδελφοι θεωρούν ότι η Τουρκία, μόλις εισπράξει το δήθεν επίδικον του κατευνασμού του «παραθύρου ευκαιρίας»(sic), αντί να το σεβαστεί και αντί να ικανοποιηθεί και έτσι να «κάτσει φρόνιμα» για τον επόμενο «αιώνα» του μέλιτος, δεν θα σπεύσει να εγείρει και νέες αξιώσεις με νέες απειλές και νέες προκλήσεις; Ειδικά εφόσον είδε ότι οι προηγούμενες (τόσο με την ίδια, αλλά και με άλλους, όπως με τα Σκόπια, ή με την Κύπρο κλπ.) της απέφεραν απτά δικαιϊκά, διπλωματικά, και εν τέλει γεωπολιτικά οφέλη?
Από πού αντλούν αυτή την σιγουριά, έχοντας δεδομένο άλλωστε οτι αυτός ήταν ουσιαστικά ο λόγος που τόσοι άλλοι Πρωθυπουργοί με ισχυρή μάλιστα εντολή (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Α. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκης, Κ. Καραμανλής, Α. Σαμαράς), ακόμη και οι πλέον διατεθειμένοι να «κατευνάσουν» νεότεροι (Σημίτης, Τσίπρας) δεν απεδέχθησαν τελικώς την ίδια ρύθμιση, κατά το παρελθόν?
Και μάλιστα, η ερώτησίς μου δεν είναι απλώς μια καλόπιστη απορία ενός γεωπολιτικώς ανησυχούντος, αλλά είναι μια εύλογη ανησυχία που ερείδεται στην προϊστορία της τουρκικής ιμπεριαλιστικής συμπεριφοράς όχι απλά ετών, ή δεκαετιών, αλλά – θα έλεγα – …αιώνων! Τόσων μάλιστα αιώνων, όσων τροφοδοτούν το νεο-οθωμανικόν διακύβευμα των τούρκων αναθεωρητών και «πηδαλιούχων» της Τουρκίας. Να υπενθυμίσω μόνο το πώς ο νέος τούρκος ΥΠΕΞ Χακάν Φιντάν κατά την τελετή παράδοσης παραλαβής του ΥΠΕΞ, ανέφερε ότι αναλαμβάνει το «οφίκιο» του ΥΠΕΞ, κατονομάζοντάς το με την παλαιά οθωμανική και όχι τη σύγχρονη τουρκική ορολογία.
Αυτές οι αξιώσεις δεν εικάζονται μόνον, αορίστως, ή ακόμη και αυθαιρέτως. Έχουν ήδη διατυπωθεί ρητώς και επισήμως εκ μέρους της Τουρκίας στο πλαίσιο διερευνητικών επαφών, και μάλιστα για να γίνω συγκεκριμένος σε αυτές του 2002-3, επί Πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη και ΥΠΕΞ του Γ.Α. Π, μεταξύ του αειμνήστου -πλέον- Πρέσβεως κου Αναστασίου Σκοπελίτη, και του τούρκου αντιστοίχου του κου Ουγούρ Ζιγιάλ μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών, με νομικό σύμβουλο τον Ντενίζ Μπολούκμπασι. Σε αυτές, είχε περίπου συμφωνηθεί εν πολλοίς το πλαίσιο της οριοθετήσεως, όπου: «Μετά από 18 γύρους, συζητούνταν διάφορα σενάρια μερικής επέκτασης των χωρικών υδάτων μεταξύ 8 και 10 ναυτικών μιλίων για το Αιγαίο, ενώ οι ηπειρωτικές ακτές θα είχαν 12 ναυτικά μίλια. Αναλόγως θα προσαρμοζόταν ο εθνικός εναέριος χώρος.». Και παρ’ όλα αυτά, η τουρκική πλευρά, δεν αρκέστηκε σε αυτά, αλλά τόνισε ότι αυτή η κατάληξη δεν τη δεσμεύει για να συνεχίσει να εγείρει και τα συναφή «παρεμπίπτοντα» ζητήματα των υπόλοιπων διεκδικήσεών της. Αποτέλεσμα, η ελληνική πλευρά, όπως αναμενόταν άλλωστε, έκανε πίσω, διότι αυτό ξεπερνούσε το αποδεκτό όριο γεωπολιτικής σκοπιμότητας και άρα πολιτικής «ανοχής» της τότε ελληνικής Κυβερνήσεως για την όλη διαπραγμάτευση. Αυτό απεκάλυψε από το 2006 με το σημαντικό του άρθρο με τίτλο «Στα πρόθυρα της Χάγης το 2003» στη Καθημερινή της 4ης Ιουνίου 2006 ο έγκριτος δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός, ο οποίος μάλιστα και μας το υπενθυμίζει έκτοτε σε τόσες συνεντεύξεις ή κείμενά του.
Το γεωπολιτικό συμπέρασμα το προκύπτον από την μελέτην της εν λόγω περιπτώσεως είναι ότι οι Τούρκοι φυσικά εγνώριζαν ότι η “Αθήνα” (ακόμη και η “Αθήνα” των Σημίτη – Γ.Α.Π) δεν θα εδέχετο κάτι παρόμοιον. Προτίμησαν λοιπόν να τινάξουν στον αέρα ό,τι είχαν κερδίσει έως εκείνη τη στιγμή για έναν πολύ απλό λόγο: ΔΕΝ ήταν, και συνεχίζει ΝΑ ΜΗΝ είναι αποδεκτό για την Τουρκία το οριστικό «κλείσιμο» των ελληνοτουρκικών ακόμη και με μια ικανοποιητική (για την τουρκική πλευρά) συμφωνία για την Υφαλοκρηπίδα(/ΑΟΖ). Θέλουν πολύ παραπάνω. Και τότε, και σήμερα. Το έχουν άλλωστε μετέπειτα εκφράσει με το δόγα της Γαλάζιας Πατρίδας και του συναφούς Γαλάζιου Ουρανού.
Άρα????
Άρα, όποιος στην Αθήνα, ή αλλού, ονειρεύεται ειδικά «σήμερα» ένα παράθυρο τάχα ευκαιρίας με μια «ρεαλιστική – κατευναστική» συμφωνία για την Υφαλοκρηπίδα – ΑΟΖ με την Τουρκία, όπου η Ελλάδα θα …«ματώσει» μεν, αλλά η όποια ….θυσία θα …αξίζει(sic), ως κίνηση αποδεκτού κόστους – προσδοκώμενου οφέλους), καθόσον θα αρκεί για να έχει ικανοποιήσει και άρα «εξευμενίσει» για καλά το αδηφάγο αναθεωρητικό «θηρίο» και έτσι θα γλιτώσει οριστικά από τις μεγαλοϊδεατικές βλέψεις της Τουρκίας, πλανάται πλάνην οικτράν!
Και εδώ ακριβώς εδράζεται και ο όποιος προβληματισμός κάποιων εξ ημών για την προοπτική της Χάγης (ίσως όχι όλων, καθόσον αρκετοί άλλοι είναι εκ προοιμίου και καθολικά αντίθετοι, μια άποψη που σαφώς δεν υιοθετώ).
«Εμείς» -«οι Άλλοι»- προβληματιζόμαστε όχι φυσικά διότι δεν έχουμε εμπιστοσύνη στο Διεθνές Δίκαιο εν γένει, ή και στον ύπατο διεθνή δικαιοδοτικό θεσμό του ΔΔΧ, ούτε βέβαια και ότι αμφισβητούμε τη δικαιοδοτική (με βάση το ΔΔ) επίλυση μιας διεθνούς νομικής διαφοράς όπως την αντιλαμβάνεται η Αθήνα εδώ και δεκαετίας. Άλλωστε, είναι παλαιά και παγιωμένη (ίσως με κάποιες αμυδρές εξαιρέσεις) η θέση της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας ότι επιθυμεί και υποστηρίζει τη ρύθμιση της μιας και μόνης ελληνοτουρκικής διαφοράς με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Τόσο της ημετέρας με τη Τουρκία, όσο και όλων των άλλων, αδιακρίτως, διεθνώς, με πρώτο και καλύτερο το Κυπριακό, αλλά και άλλα διεθνή εκκρεμή ζητήματα, όπως η επί της αρχής υποστηρικτική της Ελλάδας στάσις έναντι της δεχθείσας την ένοπλη ρωσική εισβολή, Ουκρανίας.
Η ένστασή μας είναι καθαρά γεωπολιτικού χαρακτήρος και αφορά στο ότι διαφαίνεται ότι επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί η Χάγη ως «πλυντήριο» μιας επιμέρους διευθετήσεως κατευναστικού χαρακτήρος με την Τουρκία, αποβλέποντας στην «οριστική»(sic) ικανοποίηση των όποιων άλλων επεκτατικών της βλέψεων στην περιοχή.
Με απλά λόγια, η ένσταση στη Χάγη δεν αφορά την έλλειψη σεβασμού ως προς την ίδια ως διεθνή δικαιοδοτικό θεσμό, αλλά απηχεί την έντονη ανησυχία μας για την προοπτική χρήσεώς της ως ένα δεσμευτικό μηχανισμό μη αναστρέψιμων και καθαρά ετεροβαρών παραχωρήσεων της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας επί τη βάσει φρούδων κατευναστικών προσδοκιών μιας σαθρής μελλοντικής ειρήνης και ψευδεπίγραφης σταθερότητας μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου, και κυρίως και στην Ανατ. Μεσόγειο, η οποία για μας θα πρέπει ασυζητητί να περιλαμβάνει και μια Κύπρο που ιδίως στο σημερινό γεωστρατηγικό περιβάλλον, δεν δύναται να απαλειφθεί από την εξίσωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Αυτά, για να μην έχουμε παρεξηγήσεις ηθελημένες ή μη, σε σχέση με το αν και κατά πόσο η προοπτική της Χάγης μας βρίσκει σύμφωνους ή όχι.
Φυσικά και μας βρίσκει σύμφωνους, αλλά όχι με τον κατευναστικό – και άρα γεωπολιτικώς αυτοκτονικόν – τρόπο που εισηγούνται και υποστηρίζουν οι καλοί συνάδελφοι των διαφόρων «δεξαμενών διεθνολογικής σκέψεως».
Άρα συμπερασματικά, «ναι», την ανάλυση και εκτίμηση του δικαιϊκού πλαισίου διαπραγματεύσεως της μιας και μόνης (κατά την Αθήνα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα…) νομικής διαφοράς με την Τουρκία (για την οριοθέτηση Υφαλοκρηπίδος-ΑΟΖ και την κατάρτιση της δεούσης νομικής επιχειρηματολογίας). Αυτήν, θα πρέπει να την συνθέσουμε με βάση, φυσικά, την επιστήμη του Διεθνούς Δικαίου. Η αξιολόγηση όμως του όποιου κόστους (από πιθανές «παρεκκλίσεις/υποχωρήσεις» από αυτήν την πιθανή στάση των Αθηνών), η στάθμιση του όποιου οφέλους και η απόφανση περί της όποιας σκοπιμότητος αποδοχής ή απορρίψεως των τουρκικών απαιτήσεων θα πρέπει πάντοτε να γίνεται μέσω της γεωπολιτικής σταθμίσεως κόστους-οφέλους, αξιολογώντας την την γεωπολιτική πραγματικότητα του Συμπλόκου της Μεσογείου, Κεντρικής Ασίας, Ευξείνου Πόντου και Ευρυτέρας Μέσης Ανατολής και της εξ αυτής προκυπτούσης γεωστρατηγικής συγκυρίας.
Και, δυστυχώς, αυτή την ολιστική διάσταση αναλύσεως δεν την πολυδιακρίνω στις απόψεις των όποιων «προθύμων» να εφαρμόσουν την συνοπτική και με κάθε τρόπο κατευναστική επιλογή, καθόσον δεν διακρίνεται να έχουν σταθμίσει επαρκώς συναρτώντας την στην ευρύτερη γεωστρατηγική συγκυρία του συγκεκριμένου γεωπολιτικού συμπλόκου της περιοχής μας.
Όπερ και η ανησυχία μου/μας…, η οποία συντάσσεται με τις ανησυχίες και άλλων διεθνών και εγχωρίων παραγόντων.
Και στην Αθήνα, αλλά θα έλεγα και στο Παρίσι. Και αλλαχού….
Η υιοθέτηση μιας αναλόγου, αδιακρίτως και κυρίως αλογίστως κατευναστικής προσεγγίσεως, συνιστά και εγγενές μεθοδολογικό και επιστημονικό σφάλμα, αλλά και μια κατά μείζονα λόγο ατυχή διπλωματική – εθνική επιλογή που φοβούμαι ότι θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε μια ιστορικών διαστάσεων και πάντως μη αναστρέψιμη απομείωση των συμφερόντων του κοινού (φαντάζομαι) εθνικού «εντολέα» μας…..
Του ελληνικού Λαού…
Του Ελληνισμού, εν γένει, σε Ελλάδα, σε Κύπρο, αλλά και στην ευρύτερη διασπορά που εσχάτως απέκτησε και δικαίωμα ψήφου, άρα νομιμοποιείται πλέον να έχει λόγο στα κοινά!!
*Ομ. Καθηγητής Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής, ΕΚΠΑ, Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών militaire.gr
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com