Μέρος Β’
Του Πέτρου Τασιού*
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣΜετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 (αριστερά) και την επέμβαση στο Αφγανιστάν στις 7 Οκτωβρίου 2001 (κέντρο), η «Απόφαση για την Εξουσιοδότηση Χρήσης Στρατιωτικής Δύναμης Ενάντια στο Ιράκ» (Authorization for Use of Military Force Against Iraq Resolution) υπογράφτηκε, με διακομματική συναίνεση, στις 10 Νοεμβρίου 2002.
Ιράκ
Στο εσωτερικό, η χώρα βυθίστηκε στο χάος. Δύο γεγονότα υπήρξαν κομβικά. Πρώτο, η απαγόρευση του Μπααθικού κόμματος που δημιούργησε πολιτικό κενό. Δεύτερο, η διάλυση του ιρακινού στρατού η οποία οδήγησε χιλιάδες επαγγελματίες στην ανεργία, αφήνοντας ταυτόχρονα δυσαναπλήρωτο κενό ασφαλείας. Αποτέλεσμα αυτών, σε συνδυασμό με μια σειρά παραμέτρων και άλλων λανθασμένων επιλογών της αμερικανικής κατοχικής διοίκησης, που ήταν στην ηγεσία της Συμμαχικής Προσωρινής Αρχής, οδήγησαν το Ιράκ σε εκτεταμένη διαφθορά, εγκληματική αναρχία, κοινωνική ανασφάλεια, πολιτική αστάθεια, διεύρυνση των εθνοτικών και θρησκευτικών διαιρέσεων και τέλος εμφύλιο πόλεμο. Είναι αδύνατο να εκτιμηθούν με σχετική ακρίβεια οι απώλειες του γηγενούς πληθυσμού, αμάχων και στρατιωτών, από την έναρξη της εισβολής έως την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων[1].
ΗΠΑ
Στρατιωτικές
Κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εμπλοκής, εισβολής και κατοχής, σκοτώθηκαν 4.598 και τραυματίστηκαν 32.292 στρατιώτες[2]. Ένα χρόνο μετά την εισβολή (Μάρτιος 2004) οι ΗΠΑ είχαν σταθμευμένο στο Ιράκ το 18% του τακτικού στρατού τους [3]. Η στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ έφτασε στο μέγιστο αριθμό των 157.800 ανδρών το 2008 από τους 67.700 το 2003[4]. Υπολογίζεται ότι στον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» σε Αφγανιστάν και Ιράκ υπηρέτησαν περίπου 2,5 εκ. Αμερικανοί[5]. Ο πόλεμος στο Ιράκ επέφερε τη στρατικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής[6].
Το «σύνδρομο του Ιράκ»[7] – η θυματοφοβική στάση ότι η ισχύς του στρατού τους είναι πολύ αβέβαια για μακροχρόνιες στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό και ενδεχομένως με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα για την επίτευξη των στόχων – ακολουθεί μια γενιά Αμερικανών ηγετών που απέτρεψε οποιαδήποτε νέα χερσαία επέμβαση.
Οικονομικές
Η αμερικανική παρουσία στο Ιράκ αποτέλεσε την πιο δαπανηρή στρατιωτική επέμβαση μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι νέο-συντηρητικοί υποσχέθηκαν ότι η στρατιωτική επιχείρηση θα χρηματοδοτούνταν από την εκμετάλλευση των ιρακινών πετρελαϊκών κοιτασμάτων από δυτικές εταιρίες και μάλιστα μέσα σε διάστημα έξι εβδομάδων από την εγκαθίδρυση της αμερικανικής ηγεσίας στη χώρα.
Το άμεσο κόστος του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» υπολογίζεται στα 8 τρις δολάρια και αφορά όλα τα ποσά που δαπανήθηκαν στο εσωτερικό των ΗΠΑ για την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας και στις εξωχώριες επιχειρήσεις[8]. Μελέτη από την ίδια πηγή ποσοτικοποίησε την αμερικανική εμπλοκή στις «υπερπόντιες επιχειρήσεις έκτακτης ανάγκης» σε Ιράκ και Συρία στα 3 τρις δολάρια[9]. Η έκθεση του Υπουργείου Άμυνας για τον σκοπό αυτό, αναφερόμενη σε Αφγανιστάν και Ιράκ, έκανε λόγο για 1,5 τρις δολάρια[10].
Το έμμεσο κόστος είναι μεγαλύτερο και μη προσδιορισμένο σε επιπτώσεις στην οικονομική ευρωστία και στη στρατιωτική ισχύ. Σε αυτό συμπεριλαμβάνονται οι απώλειες στις θέσεις εργασίας, οι αυξήσεις στα επιτόκια και ο υπέρογκος δανεισμός για τη χρηματοδότηση των πολέμων. Εν τέλει η εμπλοκή στο Ιράκ επιδείνωσε τη δημοσιονομική κατάσταση πολλαπλώς.Στο κεφάλαιο της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας, του Σεπτεμβρίου 2002, για την παγκόσμια τρομοκρατία, γινόταν αναφορά στη διεξαγωγή προληπτικού πολέμου στον οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να δρουν από μόνες τους αν αυτό καθίσταται αναγκαίο. Ως προς τη διεθνή κοινότητα, η Ουάσιγκτον επεδίωξε να νομιμοποιήσει την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, κατά του Ιράκ, με τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τον Σαντάμ Χουσεΐν (φωτογραφία) αναφορικά με τα όπλα μαζικής καταστροφής, αφού συνέχιζε να παραβιάζει την Απόφαση 687 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. του Απριλίου 1991, η οποία επέτασσε την καταστροφή όλων των χημικών, βιολογικών και πυρηνικών όπλων καθώς και τον έλεγχο από διεθνείς επιθεωρητές.
Περιφερειακές
Η Μέση Ανατολή, ίσως η πιο σημαντική περιοχή σε αυτό που ονομάζεται «Παγκόσμια Βαλκάνια»[11], αποτελεί ένα άναρχο διεθνές υποσύστημα που βρίσκεται συνεχώς υπό διαμόρφωση και για αυτό είναι εξελισσόμενο διαρκώς. Είναι διαχρονικά ζωτικής σημασίας για τα αμερικανικά συμφέροντα όπου οι ΗΠΑ επικέντρωναν (μέχρι τις αρχές τουλάχιστον της προηγούμενης δεκαετίας) ίσως το μεγαλύτερο κομμάτι της διπλωματικής τους προσοχής. Αν και η θέση τους έχει υποχωρήσει, εξακολουθούν να διατηρούν τη μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία. Δύναμη μεταξύ 40.000 και 60.000 αμερικανών στρατιωτών είναι ανεπτυγμένη εκεί, με περίπου 2.500 από αυτούς ως συμβουλευτικό προσωπικό στο Ιράκ.
Το Ιράκ από τον Πόλεμο του Κόλπου (2.8.1990-28.2.1991) και έπειτα παρέμενε ένα άλυτο πρόβλημα. Η «Επιχείρηση Ιρακινή Ελευθερία» όχι μόνο δεν έκοψε «το γόρδιο δεσμό», αλλά αποσταθεροποίησε ολόκληρη την περιοχή. Κατ’ αρχήν το Ιράκ διαλυμένο κατά την περίοδο της αμερικανικής κατοχής προσέλκυσε κάθε είδους ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις με σκοπό να προκαλέσουν τις μεγαλύτερες δυνατές στρατιωτικές απώλειες στις ΗΠΑ. Το κενό που δημιουργήθηκε μετά την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων και ο αποδιοργανωμένος ιρακινός στρατός υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για τη δημιουργία και την επέκταση του Ισλαμικού Κράτους. Η τρομοκρατία όχι μόνο εξαπλώθηκε αλλά πήρε και πρωτόγνωρη μορφή με την κατάληψη του 1/3 της χώρας από το τελευταίο, που ήταν η μετεξέλιξη της Αλ Κάιντα στο Ιράκ και η όποια δημιουργήθηκε επί αμερικανικής παρουσίας. Τα πολλαπλά διλήμματα ασφαλείας για το Ιράκ, με το μεγαλύτερο τη διατήρησή του ως ανεξάρτητη και κυρίαρχη κρατική οντότητα συνεπεία της αμερικανικής κατοχής, κάλυψε το Ιράν που έγινε ο κύριος σύμμαχος του. Το Ιράν αύξησε σημαντικά την περιφερειακή του επιρροή. Η μακροχρόνια αμερικανική πολιτική της «διπλής ανάσχεσης» Ιράκ και Ιράν αποδομήθηκε. Επιπλέον, οι ΗΠΑ θεωρούμενες δύναμη κατοχής αποικιοκρατικού χαρακτήρα έχασαν το συγκριτικό πλεονέκτημα του «καλοπροαίρετου» ηγεμόνα και γνήσιου διαμεσολαβητή στις διενέξεις που ταλανίζουν τη Μέση Ανατολή. Η μνησικακία αυξήθηκε και τις κατέστησε ανεπιθύμητες, αφού η καταπολέμηση της τρομοκρατίας φάνηκε να στοχεύει αδιακρίτως Άραβες και Μουσουλμάνους. Τέλος, δόθηκε το «παράθυρο ευκαιρίας» σε άλλες Μεγάλες Δυνάμεις πρωτίστως στη Ρωσία και μετέπειτα στην Κίνα να αυξήσουν το αποτύπωμά τους. Η αποτελεσματική ρωσική ανάμειξη στον πόλεμο της Συρίας και η πρόσφατη μεσολάβηση της Κίνας για την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, κατέδειξαν την αλλαγή αυτή. Η αμερικανική επίδραση από το ιστορικό ζενίθ του 2003, πριν την εισβολή στο Ιράκ, έφτασε στο ναδίρ με το τέλος της προεδρικής θητείας το 2009. Οι ηγέτες της Μέσης Ανατολής δεν έβλεπαν πια την Ουάσιγκτον ως το στενότερο σύμμαχό τους που συχνά λάμβαναν οδηγίες από αυτόν.
Στη Μέση Ανατολή οι ΗΠΑ δεν ανέκαμψαν ποτέ από την απόφαση τους να σπαταλήσουν την τεράστια επιρροή που είχαν μεταξύ των υπεύθυνων λήψης αποφάσεων πριν από την έναρξη του πολέμου.
Διεθνείς
Η απονομιμοποίηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας
Ο πόλεμος κατά του Ιράκ και η μακροχρόνια κατοχή υπέσκαψαν τη νομιμότητα της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας[12]. Η πρωτοκαθεδρία θεωρείται νόμιμη όταν οι ΗΠΑ δρουν σύμφωνα με τις καθιερωμένες διεθνείς διαδικασίες[13]. Σε αντίθεση με τον Πόλεμο του Κόλπου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν έδωσε συγκεκριμένη εξουσιοδότηση για τη χρήση βίας στην «Επιχείρηση Ιρακινή Ελευθερία». Ο Τζορτζ Μπους (πρεσβύτερος) ηγήθηκε διεθνούς συμμαχίας αποτελούμενης από 35 κράτη, ανάμεσα στα οποία πέντε ήταν αραβικά (ΗΑΕ, Κατάρ, Μαρόκο, Ομάν και Συρία) για την εκδίωξη των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ. Όμως 12 χρόνια μετά, ο συνασπισμός υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ ήταν ισχνός έχοντας ουσιαστικά μόνο τη συνδρομή του Ηνωμένου Βασιλείου[14]. Η διεθνής κοινότητα αποστασιοποιήθηκε στο σύνολο της από την αμερικανική εισβολή πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων, η Γαλλία και η Γερμανία εξέφρασαν ανοιχτά την αντίθεση τους. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν πήρε σαφή θέση αμφισβήτησης της αμερικανικής πολιτικής, διότι το δόγμα του προληπτικού πολέμου δεν νομιμοποιεί τη χρήση στρατιωτικής βίας στο Ιράκ[15]. Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν σε πόλεμο χωρίς την έγκριση του Οργανισμού αποτέλεσε πλήγμα στη νομιμοποίηση που απολάμβαναν βασισμένες σε κανόνες διεθνούς τάξης για τους οποίους εργάστηκαν σκληρά να οικοδομήσουν και να διατηρήσουν.
Η εισβολή στο Ιράκ, μέσω Κουβέιτ, ξεκίνησε στις 20 Μαρτίου 2002 και η Βαγδάτη καταλήφθηκε, γρήγορα, στις 9 Απριλίου 2002, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος από το αεροπλανοφόρο USS Abraham Lincoln ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου, με φόντο ένα πανό που έγραφε «Mission Accomplished», την 1η Μαΐου 2003.
Πέρα από τη συμμόρφωση με τις καθιερωμένες διαδικασίες, οι θετικές συνέπειες της αμερικανικής πολιτικής αποτελούν τη δεύτερη πηγή νομιμότητας[16]. Οι πράξεις μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες αν είναι ευρέως επωφελείς για τον υπόλοιπο κόσμο και ο Τζορτζ Μπους (νεότερος) επικαλέστηκε συχνά αυτό το επιχείρημα για να υπερασπίσει την παρεμβατική πολιτική του. Τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά πρωτίστως για το Ιράκ το οποίο αποδομήθηκε ολοκληρωτικά βιώνοντας πρωτοφανή ανθρωπιστική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση. Η ισλαμική τρομοκρατία εξαπλώθηκε πιο επιθετικά και σε νέες μορφές με αποκορύφωμα το Ισλαμικό Κράτος. Η Μέση Ανατολή αποσταθεροποιήθηκε συνολικά. Καθολική ήταν η δυσπιστία της κοινής γνώμης πρωτίστως της ευρωπαϊκής. Οι πολίτες των κρατών μελών της ΕΕ σε συντριπτικά ποσοστά χαρακτήρισαν τον πόλεμο ως μη δικαιολογημένο και ήταν πεπεισμένοι για την προσπάθεια ελέγχου του πετρελαίου του Ιράκ ως το σημαντικότερο αίτιο[17]. Οι ΗΠΑ δεν έπεισαν τα άλλα κράτη ότι έδρασαν για το κοινό καλό.
Η συμμόρφωση με τους ηθικούς κανόνες είναι το τρίτο κριτήριο το οποίο οι ΗΠΑ δεν εκπλήρωσαν για να νομιμοποιήσουν[18] την πολιτική τους. Η παραβίαση ηθικών αρχών ήταν χαρακτηριστικό της αμερικανικής κατοχής στο Ιράκ με το θάνατο άμαχου πληθυσμού, τα ταπεινωτικά βασανιστήρια, τα παράνομα κέντρα κράτησης και την αλαζονεία που υπέδειξαν εν γένει. Οι κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ήταν βαρύ πλήγμα στις προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης να παρουσιαστεί ως υπεύθυνη παγκόσμια δύναμη με υψηλά ηθικά ιδεώδη. Μάλιστα η αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για ενδεχόμενο ανακρίσεων, ερευνών και διώξεων αμερικανών υπηκόων δεν έγινε αποδεκτή από την αμερικανική πλευρά. Η μη εύρεση όπλων μαζικής καταστροφής που οι ΗΠΑ επικαλέστηκαν επίσημα για την εισβολή στο Ιράκ ήρθε να προστεθεί στη φαρέτρα των λόγων που εδραίωσαν την παραπάνω αντίληψη.
Συμπερασματικά η νομιμοποίηση έχει σημασία επειδή η ικανότητα των ΗΠΑ να επιτυγχάνουν τη συνεργασία των άλλων κρατών αποδυναμώνεται όταν αυτά θεωρούν ότι οι πρώτες χρησιμοποιούν πολιτικές ανεπιθύμητες, κοντόθωρες ή αμφιβόλου ηθικής για να διατηρήσουν τη θέση τους.
Αύξηση των στρατηγικών αντιστάσεων έναντι των ΗΠΑ
Όσο μικρότερο επίπεδο νομιμοποίησης απολαμβάνει η αμερικανική πρωτοκαθεδρία τόσο μεγαλύτερη αντίσταση αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ και τόσο πιο δύσκολο είναι να επιτύχουν οποιονδήποτε από τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής τους. Αντίθετα αν τα περισσότερα κράτη θεωρούν πως η θέση των ΗΠΑ είναι ευρέως ωφέλιμη και οι ενέργειες τους είναι γενικά νόμιμες τότε οι τελευταίες δρουν σε ένα συγκριτικά ανεκτικό διεθνές περιβάλλον. Η αμερικανική ηγεσία επέδειξε ισχύ και αποφασιστικότητα στο Ιράκ πιστεύοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποθαρρύνει την περαιτέρω αντίσταση και θα οδηγήσει όλο και περισσότερα κράτη να συμπαραταχθούν με τις ΗΠΑ ή τουλάχιστον να μην εναντιώνονται στα συμφέροντά τους. Όπως έγραψε ο Πωλ Γούλφοβιτς, αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας, πριν αναλάβει το αξίωμα του, η παγκόσμια ηγεσία απαιτεί «να δείχνεις ότι θα τιμωρήσεις τους εχθρούς σου και πως εκείνοι οι οποίοι αρνούνται να σε υποστηρίξουν θα το μετανιώσουν»[19]. Με άλλα λόγια, αν τα άλλα έθνη δεν πτοηθούν τότε ή θα αγνοηθούν ή θα συντριβούν.
Εκ του αποτελέσματος όχι μόνο δεν υπήρξε καμία ξεκάθαρη περίπτωση στην οποία κάποιο κράτος εγκατέλειψε τις καθιερωμένες πολιτικές θέσεις του, επειδή φοβήθηκε την πίεση των ΗΠΑ, αλλά οδήγησε διάφορους αντιπάλους να παραβλέψουν τις μεταξύ τους διαφορές και να συνταχθούν κατά της αμερικανικής υπερδύναμης. Ο εξαναγκασμός της πίεσης και του φόβου ένωσε τους εχθρούς των ΗΠΑ οι όποιοι ξεπερνώντας τα αποκλίνοντα συμφέροντα περιόρισαν την αμερικανική διπλωματική επιρροή. Διαίρεσε τους φίλους οι οποίοι ανησύχησαν με την εκβιαστική συστράτευση, την ασυμμετρία δύναμης και τη χρήση βίας χωρίς σύνεση και συγκράτηση, μειώνοντας τη συνεργασία τους με την Ουάσιγκτον. Αυτή η πολιτική τρόμαξε τις περισσότερες χώρες επειδή κανένα κράτος δεν θα μπορούσε να είναι εντελώς σίγουρο ότι δεν θα κατέληγε να μπει στο στόχαστρο των ΗΠΑ ή ότι τα συμφέροντά του δεν θα επηρεάζονταν δυσμενώς από κάποια μονομερή απόφαση της υπερδύναμης για πόλεμο[20]. Αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν οι στρατηγικές αντιστάσεις απέναντι στις ΗΠΑ με διάφορες μορφές, κυρίως μέσω των εκβιασμών και της ματαίωσης στόχων[21].Το Ιράκ βυθίστηκε στο χάος μετά την υπογραφή, από τον Πολιτικό Διοικητή, Πολ Μπρέμερ (κέντρο), των αποφάσεων για την απαγόρευση του Μπααθικού κόμματος, που δημιούργησε πολιτικό κενό, και τη διάλυση του ιρακινού στρατού η οποία οδήγησε χιλιάδες επαγγελματίες στην ανεργία, αφήνοντας, ταυτόχρονα, δυσαναπλήρωτο κενό ασφαλείας.
Άνοδος του αντιαμερικανισμού
Πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ οι ΗΠΑ είχαν βρει αποδοχή και εκτίμηση από ένα σημαντικό μέρος του αραβικού κόσμου ως εγγυήτριες της παγκόσμιας ασφάλειας. Όμως η απρόκλητη χρήση βίας προκάλεσε φόβο και μίσος. Με αμαυρωμένη την εικόνα τους από τη διαχείριση του ιρακινού ζητήματος οι σφυγμομετρήσεις έδειξαν ότι η αμερικανική πολιτική αντιμετωπίστηκε ευρέως με απέχθεια. Οι αραβικοί πληθυσμοί έχουν συντριπτικά αρνητικές απόψεις για τις ΗΠΑ[22], θεωρώντας «άδικη την εξωτερική πολιτική»[23].
Οι ΗΠΑ εδραιώθηκαν στην αραβική συνείδηση ως ιμπεριαλιστική δύναμη αποικιοκρατικού χαρακτήρα, προσομοιάζοντας με τη βρετανική κυριαρχία στην περιοχή τη δεκαετία 1920-1930. Υπό αυτές τις συνθήκες κάποια κράτη ένιωσαν να αντιμετωπίζουν εσωτερική πίεση στο βαθμό που οι πολίτες τους θεωρούν ότι οι κυβερνήσεις τους έχουν πολύ στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Ο πόλεμος στο Ιράκ επέφερε μακροχρόνια εχθρότητα στις ΗΠΑ με τις ισλαμικές κοινωνίες να θεωρούν τη στάση τους υποκριτική αφού ζημίωσαν κάποιο άλλο κράτος για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και μόνο.
Αυτά τα συναισθήματα δεν περιορίζονται στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο. Υπάρχουν παγκόσμια ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες που μακροχρόνια είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Ένα μικρό μόνο ποσοστό των Ευρωπαίων θεωρούν ότι ο ρόλος των ΗΠΑ είναι θετικός για τον κόσμο[24]. Οι σκηνές στις τηλεοπτικές οθόνες με τον εξευτελισμό, την κακομεταχείριση και τα βασανιστήρια του γηγενούς πληθυσμού επέφεραν την έξαρση του αντιαμερικανισμού. Ο αντιαμερικανισμός υπήρξε διαχρονικά εγγενές στοιχείο του συστήματος, ο οποίος όμως διογκώθηκε δραματικά λόγω των πεπραγμένων της αμερικανικής ηγεσίας στο Ιράκ.
Δυσφήμιση στην παγκόσμια υπόληψη των ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ συστηματικά καλλιέργησαν την εικόνα ενός «καλοπροαίρετου» ηγεμόνα που δρα με μετριοπάθεια και σύνεση. Ενός ηγεμόνα διαφορετικού από τους προκατόχους, ισχυρού αλλά «ταπεινού» που ανταγωνίζεται, αλλά δεν κατακτά. Ταυτιζόμενοι με τα βασικά συμφέροντα της ανθρωπότητας, η άποψη για τις ΗΠΑ ήταν αρκετά θετική στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου πιστεύοντας στον λόγο των αμερικανών προέδρων έως το 2003. Η μη εύρεση όπλων μαζικής καταστροφής που υπήρξε ο νομιμοποιητικός λόγος της αμερικανικής επέμβασης κλόνισε την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας. Το ηθικό κύρος τους διαβρώθηκε με γεγονότα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας όπως αυτά από τις φυλακές του Αμπού Γκραμπ και του Γκουαντάναμο. Ο πόλεμος επέφερε καταστροφική ζημιά στις ΗΠΑ γιατί η διεθνής αξιοπιστία τους καταρρακώθηκε[25].
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ
Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τις ΗΠΑ στην απόφαση να εισβάλουν στο Ιράκ και να εμπλακούν σε έναν παρατεταμένο πόλεμο; Το δομικό αυτό ερώτημα όχι μόνο δεν έχει απαντηθεί με σαφήνεια αλλά αποτελεί αντικείμενο έρευνας, ανάλυσης και δημόσιας συζήτησης ακόμη και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά.
Καταρχήν, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 επέφεραν ψυχολογικές επιπτώσεις βαθύτατα τραυματικές στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν τόσοι λίγοι και αδύναμοι άνθρωποι δεν είχαν προκαλέσει τόσο πόνο σε τόσους πολλούς και ισχυρούς. Το αίσθημα της ανασφάλειας, του φόβου και της παράνοιας συνδέθηκε με τον προσβεβλημένο πατριωτισμό της κοινής γνώμης. Οι ΗΠΑ αισθάνθηκαν ότι απειλούνται και γι’ αυτό όφειλαν να απαντήσουν άμεσα και δυναμικά. Μόλις λίγες μέρες μετά τα γεγονότα οι Αμερικανοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία τάχθηκαν υπέρ της ανάληψης στρατιωτικής δράσης συμπεριλαμβανομένης και της αποστολής χερσαίων δυνάμεων (ακόμη και αν οι ένοπλες δυνάμεις είχαν χιλιάδες απώλειες[26]) ώστε να τιμωρηθούν όσοι ήταν υπεύθυνοι για τους 2.996 νεκρούς. Στον ίδιο βαθμό ήταν πεπεισμένοι ότι η αποστολή αυτή όπου χρειαστεί στο εξωτερικό θα πετύχαινε να καταστρέψει τα τρομοκρατικά δίκτυα[27]. Αναφορικά με το Ιράκ οι περισσότεροι πίστευαν ότι υπήρχε άμεση σύνδεση μεταξύ του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και των επιθέσεων ή/και της απόπειρας επιθέσεων στα οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά κέντρα της αδιαμφισβητούμενης τότε υπερδύναμης[28]. Στη βάση αυτή στο ξεκίνημα του πολέμου τα 2/3 των αμερικανών πολιτών πίστευαν ότι η κυβέρνηση ορθώς έπραξε[29]. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχοντας εσωτερική νομιμοποίηση από την κοινή γνώμη και τη νομοθετική εξουσία εξαπέλυσε τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» εμπλέκοντας τις αμερικανικές δυνάμεις σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε 85 χώρες και σε δύο χερσαίες επιχειρήσεις.
Κρίνοντας τη διαμορφωθείσα κατάσταση τη χρονική εκείνη στιγμή (και όχι αποστασιοποιημένα με την πάροδο δύο δεκαετιών) οι ΗΠΑ ίσως τελικά δεν είχαν άλλη λύση από το να αντιδράσουν δυναμικά και ξεκάθαρα σε έναν εν μέρει «αόρατο» εχθρό σε παγκόσμια κλίμακα[30]. Ελλείψει πρακτικών επιλογών στο πολιτικό και διπλωματικό πεδίο διεξήγαγαν έναν πολυμέτωπο αγώνα για την καταπολέμηση τρομοκρατικών δικτύων. Αυτός ο πόλεμος είχε επιτυχίες όπως την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν, αλλά και λανθασμένες στοχεύσεις στις οποίες συμπεριλαμβάνεται πρωτίστως το Ιράκ. Σε κάθε περίπτωση τέτοιας υφής επιθέσεις της κλίμακας της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 δεν επαναλήφθηκαν όχι μόνο λόγω των πρωτοφανών εσωτερικών μέτρων ασφαλείας αλλά και της καταστροφής πολλών τρομοκρατικών δικτύων. Αυτό τότε δεν ήταν κάτι δεδομένο, αφού υπήρχε διάχυτη ανησυχία ότι ανάλογα τρομοκρατικά χτυπήματα θα αποτελούσαν μέρος της νέας πραγματικότητας[31].
Η περίπτωση του Ιράκ ήταν ιδιάζουσα στο βαθμό που δεν υπήρξε αποδεδειγμένα καμία σύνδεση της Αλ Κάιντα του Οσάμα Μπιν Λάντεν με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι μέχρι τότε πληροφορίες, πριν την έναρξη της «Επιχείρησης Ιρακινή Ελευθερία», όπως μετέπειτα επιβεβαιώθηκαν, προσδιόρισαν το έδαφος του Αφγανιστάν και του Πακιστάν ως εστίες απ’ όπου εκπορεύθηκαν επιθέσεις. Παρόλα αυτά το Ιράκ είχε κατηγορηθεί περιπτωσιολογικά ότι υποστήριζε ένοπλες ριζοσπαστικές ομάδες στη Μέση Ανατολή και θεωρήθηκε ως η κυριότερη πηγή χρηματοδότησης της ισλαμικής τρομοκρατίας. Από τον Πόλεμο του Κόλπου και μετά ο πρώην στενός σύμμαχος των ΗΠΑ αντιστρατεύονταν τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Το Νόμο για την Απελευθέρωση του Ιράκ του 1998 (Iraq Liberation Act of 1998)[32] που ψήφισε το Κογκρέσο, έχοντας προηγηθεί την ίδια χρονιά μια κρίση που επιλύθηκε διπλωματικά μέσω του ΟΗΕ, υπέγραψε ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον δηλώνοντας ότι «πρέπει να είναι πολιτική των ΗΠΑ να στηρίξουν τις προσπάθειες για την εξάλειψη του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία[33]».Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ έφτασε στο μέγιστο αριθμό των 157.800 ανδρών και γυναικών το 2008 (έναντι των 67.700 το 2003) και, συνολικά, σκοτώθηκαν 4.598 και τραυματίστηκαν 32.292 εξ αυτών. Η εμπλοκή οδήγησε στη στρατικοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και, αργότερα, στο «Σύνδρομο του Ιράκ»: τη θυματοφοβική στάση ότι η ισχύς του στρατού των ΗΠΑ είναι πολύ αβέβαια, για μακροχρόνιες στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, και, ενδεχομένως, με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα για την επίτευξη των στόχων. Το σύνδρομο ακολουθεί πλέον μια γενιά Αμερικανών ηγετών, αποτρέποντας οποιαδήποτε νέα χερσαία επέμβαση.
Ο λόγος που επίσημα προβλήθηκε για τη στοχοποίησή του ήταν η κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής που αποτελούσαν απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Αυτά δεν βρέθηκαν ποτέ με την Κοντολίζα Ράις, Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, να παραδέχεται για πρώτη φορά, λίγους μήνες μετά την κατάκτηση του Ιράκ (30.01.2004) ότι η αμερικανική πλευρά εσφαλμένα πίστεψε στην ύπαρξή τους. Είχε προηγηθεί η παραίτηση του Ντέιβιντ Κάι (23.01.2004), πρώην επικεφαλής Αμερικανού επιθεωρητή για τα όπλα, ο οποίος στην ακροαματική διαδικασία στο Κογκρέσο δήλωσε: «ήμασταν σχεδόν όλοι λάθος». Ο Τζορτζ Μπους στη βιογραφία του παραδέχτηκε ότι υπέστη σοκ όταν ανακάλυψε ότι δεν βρέθηκαν όπλα μαζικής καταστροφής «κανένας δεν υπέστη μεγαλύτερο σοκ και δεν θύμωσε περισσότερο από εμένα όταν δεν βρήκαμε τα όπλα. Με αρρωσταίνει αυτή η σκέψη. Ακόμη με αρρωσταίνει».[34] Έτσι λοιπόν ο πόλεμος στο Ιράκ είχε στερηθεί κεντρικής αποστολής, ήδη πριν συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι: «η αποστολή εξετελέσθη» (01.05.2003).
Ο στόχος της ανατροπής του Σαντάμ Χουσεΐν επετεύχθη πολύ σύντομα με την κατάκτηση της χώρας (9.4.2003) και την παράδοση του Ιρακινού στρατού. Ο πρώην δικτάτορας συνελήφθη (14.12.2003) και εκτελέστηκε (30.12.2006).
Με τη νομιμοποιητική βάση της αμερικανικής εισβολής να έχει αποδομηθεί και το μακροχρόνιο στόχο της αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ να έχει ολοκληρωθεί αρκετά νωρίς, προβλήθηκαν δύο ακόμη λόγοι που κινητοποίησαν την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους να διεξάγει τη μετασχηματική αυτή εκστρατεία και να παραμείνει εκεί για οκτώ χρόνια.
Ο πρώτος σχετίζεται με τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που διαθέτει το Ιράκ (η χώρα με τα δεύτερα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα και με πολύ μικρό κόστος εξόρυξης) τα οποία είναι σημαντικά για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια και την ανάσχεση του Ιράν. Διαχρονικά ο έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών στη Μέση Ανατολή αποτελούσε έναν από τους κύριους πυλώνες της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ. Η επίδραση στην οικονομία τους από τις διακυμάνσεις των τιμών των υδρογονανθράκων τις καθιστά ανά περιόδους ευάλωτες και εξαρτώμενες από τις χώρες του ΟΠΕΚ. Με το Ιράκ και το Ιράν να παρακάμπτουν σταδιακά τον απομονωτισμό από τις κυρώσεις και να αποτελούν εχθρικά κράτη προς τα αμερικανικά συμφέροντα, η Σαουδική Αραβία έγινε ο μοναδικός αξιόπιστος πάροχος ενέργειας στην περιοχή. Οι ΗΠΑ αναζητούσαν τρόπο να παρακάμψουν τη σχέση εξάρτησης που είχε δημιουργηθεί με το σαουδαραβικό βασίλειο. Με το Ιράκ δινόταν η δυνατότητα να εξασφαλίσουν τη διαχείριση μερικώς του αραβικού πετρελαίου χωρίς τη συμφωνία των κρατών του Περσικού Κόλπου. Το πετρελαϊκό λόμπι είναι πολύ ισχυρό στις ΗΠΑ και ο τότε Αμερικανός πρόεδρος είχε ιδιαίτερες διασυνδέσεις με τις Τεξανές εταιρείες οι οποίες παρήγαγαν το πετρέλαιο με αυξημένο κόστος. Αμέσως μετά την κατάκτηση του Ιράκ οι αμερικανικές εταιρείες σύναψαν μακροχρόνιες συμβάσεις (για 30 χρόνια) οι οποίες τους παρέχουν πρόσβαση στο ιρακινό πετρέλαιο με αφορολόγητα κέρδη. Οι συμφωνίες αυτές ισχύουν μερικώς έως σήμερα αφού οι ΗΠΑ διατηρούν σημαντικό κομμάτι των ενεργειακών πηγών της χώρας κυρίως στο Ιρακινό Κουρδιστάν.
Η εμπλοκή του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος υπήρξε η δεύτερη αιτιολογική βάση αφού η σχέση μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων, της αμυντικής βιομηχανίας και του Κογκρέσου που δρουν από κοινού επηρεάζουν διαχρονικά την κυβερνητική πολιτική. Με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα να θεωρείται βασικός παράγοντας στη χάραξη της αμερικανικής πολιτικής, η επίδραση του περιορίστηκε τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» και ειδικότερα η εισβολή στο Ιράκ αναζωογόνησε τον αμυντικό τομέα[35], αντισταθμίζοντας τις μεγάλες απώλειες από τη μείωση των κρατικών δαπανών για όπλα που είχε προηγηθεί. Οι αμυντικοί εργολάβοι του Πενταγώνου και συγκεκριμένοι πολιτικοί κύκλοι είχαν επιτακτικό συμφέρον να δρομολογήσουν μια μακροχρόνια εμπλοκή στο Ιράκ. Για τη διασύνδεση των μεγάλων αμυντικών εταιρειών με το στρατιωτικό κατεστημένο και τον ρόλο που είχαν στην αποτυχημένη αλλά ταυτόχρονα κερδοφόρα εκστρατεία στο Ιράκ έκαναν αναφορά, μεταξύ άλλων, ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι[36] και ο Ντόναλντ Τραμπ[37].
H διασύνδεση της ομάδας συμφερόντων που εκπροσωπεί το πετρελαϊκό λόμπι και το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, με το πολιτικό σύστημα λήψης αποφάσεων αντανακλάται στην ανάληψη σημαντικών θέσεων σε εταιρείες και των δύο κλάδων από τους ανώτερους αμερικανούς αξιωματούχους που πρωταγωνίστησαν στον πόλεμο του Ιράκ. Το αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα εργοδότησε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου την ηγετική ομάδα που δρομολόγησε την εισβολή στο Ιράκ μετά την ολοκλήρωση της θητείας της στους κυβερνητικούς θώκους[38].
Ο ρόλος του Ισραήλ έχει εκτενώς συζητηθεί και χρήζει διαφορετικών ερμηνειών αναφορικά με το αν και σε ποιο βαθμό τελικά επέδρασε καταλυτικά στον πόλεμο του Ιράκ. Η επιρροή που άσκησε το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ καθώς και η ισραηλινή κυβέρνηση σε ότι αφορά την ασφάλεια του Ισραήλ αποτέλεσε κατά πολλούς έναν ακόμη λόγο στην ανάληψη επιθετικής δράσης προκειμένου να εξαλειφθεί η ιρακινή απειλή[39]. Η άποψη αυτή στηρίχθηκε σε τρία επιχειρήματα[40]: α) οι ΗΠΑ δεν κινδύνευαν στρατιωτικά από το Ιράκ και γι’ αυτό η εισβολή έγινε μόνο για την προστασία του Ισραήλ, β) παρόλο που δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ του ιρακινού καθεστώτος και της Αλ Κάιντα, το πρώτο υποστήριζε άλλες τρομοκρατικές ομάδες που επιτίθενται στο Ισραήλ και γ) φιλοϊσραηλινοί, Εβραίοι και νεο-συντηρητικοί. όπως οι Πωλ Γούλφοβιτς, Ντάγκλας Φέιθ, Ρίτσαρντ Περλ και άλλοι που βρίσκονταν πίσω από το Project for a New American Century, υπήρξαν από τους αρχιτέκτονες του προληπτικού πολέμου και ένθερμοι υποστηρικτές της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ.
Είναι γεγονός ότι στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους είχε κυριαρχήσει μια συμμαχία μεταξύ των νεοσυντηρητικών, του ευρύτερου σιωνιστικού λόμπι και των χριστιανών φονταμενταλιστών. Οι τελευταίοι πρέσβευαν μέσω της αυστηρής ερμηνείας της Βίβλου ότι προϋπόθεση για τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ήταν η ολοκληρωτική ανάκτηση «της γης της επαγγελίας» και θεωρούσαν το Ισλάμ ως «μια πολύ κακή και διαβολική θρησκεία»[41]. Η συμμαχία αυτή εκφράστηκε με τη θετική απόφαση για την εξουσιοδότηση του Κογκρέσου και τη χρήση βίας ενάντια στο Ιράκ, συμπληρώνοντας τη διακομματική συναίνεση που είχε σφυρηλατηθεί από τη σύμπραξη του πετρελαϊκού λόμπι με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.
Η ρεπουμπλικανική προεδρία την περίοδο εκείνη είχε απόλυτα ταυτιστεί με τα συμφέροντα του Ισραήλ και την πολιτική του κόμματος Λικούντ του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου.Ο γ.γ. του ΟΗΕ (1997-2006) Κόφι Ανάν πήρε σαφή θέση αμφισβήτησης της αμερικανικής πολιτικής, διότι το δόγμα του προληπτικού πολέμου δεν νομιμοποιούσε τη χρήση στρατιωτικής βίας στο Ιράκ.
Οι δυνατότητες που είχε το Ιράκ να απειλήσει στρατιωτικά ευθέως το Ισραήλ δοκιμάστηκαν με τον Πόλεμο του Κόλπου ενώ τα χημικά και βιολογικά όπλα έδειχναν εξαιρετικά αμφίβολα στην πρόκληση οποιουδήποτε πλήγματος. Το Ιράκ υποστήριζε ανά διαστήματα εξτρεμιστικές ομάδες που εναντιώνονταν στο μετριοπαθές κίνημα για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, υπονομεύοντας τις προσπάθειες ειρήνευσης. Ωστόσο εκείνο που απασχολούσε την ασφάλεια του Ισραήλ δεν ήταν τόσο η «εξαγωγή τρομοκρατίας» αλλά η απειλή του Ιράν. Η εισβολή στο Ιράκ ήταν ένα προειδοποιητικό μήνυμα στη θεοκρατική κυβέρνηση των μουλάδων ότι δυνητικά θα μπορούσε να ήταν ο επόμενος στόχος των ΗΠΑ. Σε αυτή τη λογική το Ισραήλ υπό μια έννοια είχε και ίδιο συμφέρον να υποστηρίξει το πλήγμα ενάντια στο Ιράκ. Μια απόφαση που όπως φαίνεται είχε ληφθεί ανεξάρτητα από τον ισραηλινό παράγοντα, ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την υλοποίηση των αμερικανικών στόχων στην περιοχή.
Η επιβεβαίωση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας για τη διατήρηση του αδιαμφισβήτητου ηγεμονικού τους ρόλου αποτελεί τον κατεξοχήν άξονα συζήτησης για τον ουσιαστικό λόγο της επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ. Με το συγκεκριμένο πόλεμο επεδίωξαν, μέσω μιας επιβλητικής νίκης, να καταστήσουν σαφές, πρωτίστως στις αραβικές χώρες (Ιράν, Σαουδική Αραβία, Συρία,) ότι θα είχαν την ίδια τύχη, αν δεν άλλαζαν τη στάση τους αναφορικά με την τρομοκρατία. Λόγω της γεωγραφικής θέσης του Ιράκ οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αναλάβουν στρατιωτική δράση εναντίον τους στην περίπτωση που δεν συμμορφώνονταν με τα αμερικανικά κελεύσματα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο επιθυμούσαν να αποδείξουν ότι μπορούν να ενεργούν και μονομερώς για την επίτευξη των στόχων τους στέλνοντας ταυτόχρονα μήνυμα στα κράτη που εναντιώνονταν στα αμερικανικά συμφέροντα όπου και αν βρίσκονταν. Την εποχή εκείνη το διεθνές σύστημα ήταν μονοπολικό. Η ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν πρωτοφανής όσον άφορα την παγκόσμια στρατιωτική τους εμβέλεια, τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτιζε το οικονομικό σφρίγος τους στην παγκόσμια ευημερία, τον καινοτόμο αντίκτυπο που είχε ο αμερικανικός τεχνολογικός δυναμισμός και την έλξη που ασκούσαν στον κόσμο συνολικά. Η νεοσυντηρητική κοσμοθεώρηση, όπως εκφράστηκε από τη δεξαμενή σκέψης του Project for a New American Century[42] (κυρίως μέσω της έκθεσης του Rebuilding America’s Defenses[43] το 2000) και τη Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας το 2002, πρέσβευε τη συνέχιση της παρούσας πλεονεκτικής θέσης των ΗΠΑ και την επέκταση τους όσο το δυνατόν περισσότερο μελλοντικά. Υποστήριζε τη διαφύλαξη της πολύπλευρης κυριαρχίας τους, όχι μόνο με τη παραδοσιακή πολιτική της ανάσχεσης, αλλά και μέσω προληπτικών πολέμων χωρίς κατ’ ανάγκη τη συναίνεση των άλλων χωρών. Οι ριζοσπαστικές ιδέες για την απόλυτη επικράτηση των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα με κάθε δυνατό μέσο υιοθετήθηκαν από τον Τζορτζ Μπους (νεότερος) σε αντίθεση με τον πατέρα του που τις είχε απορρίψει δέκα χρόνια νωρίτερα επί προεδρικής θητείας του ως ιδιαίτερα ακραίες [44].Ο Τζορτζ Μπους (νεότερος) και ο Κόλιν Πάουελ επικαλέστηκαν, συχνά, το επιχείρημα ότι οι πράξεις μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες, αν είναι ευρέως επωφελείς για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά: πρωτίστως, για το Ιράκ το οποίο αποδομήθηκε ολοκληρωτικά, ενώ η ισλαμική τρομοκρατία εξαπλώθηκε πιο επιθετικά και σε νέες μορφές, η Μέση Ανατολή αποσταθεροποιήθηκε συνολικά και οι ΗΠΑ δεν έπεισαν, ειδικά την Ευρώπη, ότι έδρασαν για το κοινό καλό. Στη φωτογραφία, ο Κόλιν Πάουελ (που, αρχικά, είχε επιφυλάξεις για τη στρατιωτική επέμβαση) κατά την περίφημη παρουσίαση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, στις 5 Φεβρουαρίου 2003, με το φιαλίδιο που περιείχε, πιθανώς, επικίνδυνο χημικό στοιχείο του οπλοστασίου του Ιράκ.
Η υψηλή στρατηγική για τον «αμερικανικό αιώνα» οδήγησε στην υπερ-επέκταση φέρνοντας το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Οι ΗΠΑ κάνοντας κατάχρηση της ισχύος τους υπονόμευσαν τον παγκόσμιο σταθεροποιητικό τους ρόλο, επιφέροντας το τέλος της ηγεμονίας τους και προκαλώντας τη μετάβαση σε ένα νέο πολυπολικό διεθνές σύστημα.[1] Το ιατρικό περιοδικό The Lancet υπολόγισε ότι πάνω από 650.000 Ιρακινοί είχαν πεθάνει ως αποτέλεσμα του πολέμου έως το 2006, Mina Al-Oraibi, “American influence after Iraq”, Foreign Affairs, 24 Μαρτίου 2023, https://www.foreignaffairs.com/united-states/american-influence-after-iraq.
[2] Costs of war, Watson Institute of International & Public Affairs, Brown University,
https://watson.brown.edu/costsofwar/figures/2021/WarDeathToll.
[3] US armed forces abroad: Selected congressional votes since 1982, Congressional Research Service, 9 Ιανουαρίου 2020, https://crsreports.congress.gov/product/pdf/RL/RL31693.
[4] Amy Balasco, “Troops levels in the Afghan and Iraq wars, FY 2001-FY 2012: Cost and other potential issues”, Congressional Research Service, 2 Ιουνίου 2009, https://sgp.fas.org/crs/natsec/R40682.pdf.
[5] James Follows, “The tragedy of American military”, The Atlantic, τεύχος Ιανουαρίου/Φεβρουαρίου 2015, https://www.theatlantic.com/magazine/archive/2015/01/the-tragedy-of-the-american-military/383516/.
[6] Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Άμυνας αγνόησε τις εισηγήσεις των στρατηγών ότι χρειάζεται δύναμη 400.000 ανδρών για τη διατήρηση της κατοχής στο Ιράκ.[7] Peter Feaver, Christopher Gelpi και Jason Reifler, “The strange case of Iraq syndrome. How elites misread public perceptions of the war”, Foreign Affairs, 15 Μαρτίου 2023, https://www.foreignaffairs.com/united-states/iraq-war-vietnam-syndrome-leaders.
[8] Costs of war, Watson Institute of International & Public Affairs, Brown University https://watson.brown.edu/costsofwar/figures/2021/BudgetaryCosts.
[9] Στην ίδια έρευνα, ό.π.
[10] James Follows, “The tragedy of American military”, ο.π.
[11] Ο όρος αυτός (που κατά κόρον χρησιμοποιήθηκε από τον Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι) αναφέρεται στη γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται από το κανάλι του Σουέζ μέχρι την περιοχή Ξινγιάνγκ της Κίνας και από το Βόρειο Καζακστάν μέχρι την Αραβική Θάλασσα. Περιλαμβάνει τα παραδοσιακά Βαλκάνια του 19ου και 20ου αιώνα, καθώς είναι εσωτερικά ασταθή και η γεωπολιτική τους σημασία προκαλεί ανταγωνισμούς μεταξύ κρατών.
[12] Η πρωτοκαθεδρία προσδιορίζει το να είναι κανείς πρώτος σε τάξη, σε σημασία, ή σε εξουσία ή να κατέχει την πρώτη κυρίαρχη θέση όπως είναι η θέση της Αμερικής.
[13] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2007, σσ. 210-212.
[14] Από τα κράτη μέλη του συνασπισμού μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο (12.000 άνδρες) και το Φίτζι (700 άνδρες) είχαν σημαντική παρουσία κατά τη διάρκεια της κατοχής του Ιράκ με πάνω από 10% της ενεργούς δύναμης τους. Εκτός από τις δύο αυτές χώρες, τα άλλα μέλη της «συμμαχίας των προθύμων» συνέβαλαν με λιγότερο από το 1% του συνόλου του στρατιωτικού δυναμικού τους.
[15] «Εάν αυτό το δόγμα (του προληπτικού πολέμου) υιοθετηθεί θα μπορούσε να θέσει προηγούμενο που οδηγεί σε πολλαπλασιασμό της μονομερούς και παράνομης χρήσης βίας, με ή χωρίς αξιόπιστη αιτιολόγηση», δήλωσή του στους Νew York Times, 24 Σεπτεμβρίου 2003 και Iraq war illegal, says Annan, BBC, 16 Σεπτεμβρίου 2004, http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/3661134.stm.
[16] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, ό.π., σσ. 212-216.
[17] Αναστάσιος Στρατής, Η αμερικανική πολιτική στο Ιράκ: από την εισβολή του 2003 μέχρι και σήμερα, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Δεκέμβριος 2020, σ. 68, https://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/24986.
[18] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, ό.π., σ. 216.
[19] Paul Wolfowitz, “Remembering the future”, The National Interest, Τεύχος 59 (Άνοιξη 2000), σ. 41.
[20] Raymond Hinnebusch, “The American invasion of Iraq: causes and consequences”, Perceptions, Spring 2007, σ. 26, http://sam.gov.tr/pdf/perceptions/Volume-XII/spring-2007/Raymond-Hinnebusch.pdf.
[21] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, ό.π., σσ. 186-189 και σσ. 199-208.
[22] Η έρευνα που έγινε σε έξι αραβικά κράτη (Αίγυπτος, Ιορδανία, Η.Α.Ε, Λίβανος, Μαρόκο και Σαουδική Αραβία) κατέδειξε ότι μόνο το 10% του πληθυσμού είχε θετική άποψη για την αμερικανική πολιτική για τους Άραβες, τους Παλαιστίνιους, τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» και το Ιράκ. “Impressions of America 2004: How Arabs view America. How Arabs learn about America”, Zogby International, Ουάσιγκτον, Ιούνιος 2004, σ. 3, http://www.arabvoices.net/docs/2004_impressions_of_america_poll.pdf.
[23] Στην ίδια έρευνα, στο ερώτημα για την «άδικη εξωτερική πολιτική» δόθηκε καταφατική απάντηση ως εξής: Σαουδική Αραβία (39,5%), Η.Α.Ε (33,5%), Αίγυπτος (32,5%), Ιορδανία (21,5%), Λίβανος (20,5%) και Μαρόκο (12,5%), ό.π. σ. 5.
[24] Σε έρευνα που διεξήχθη οκτώ μήνες μετά την έναρξη του πόλεμου στο Ιράκ 53% των Ευρωπαίων θεωρούσε ότι οι ΗΠΑ είχαν «αρνητικό ρόλο» για την «ειρήνη στον κόσμο» και μόλις το 27% θεωρούσε ότι ο ρόλος τους ήταν θετικός. Standard Eurobarometer, Νοέμβριος 2003, https://commission.europa.eu/statistics/public-opinion-survey_en.
[25] Zbigniew Brzezinski, “Another American casualty: Credibility”, Washington Post, 9 Νοεμβρίου 2003, https://www.washingtonpost.com/archive/opinions/2003/11/09/another-american-casualty-credibility/7145179c-325d-4617-9bbd-baa7a7e593a5/.
[26] Το 82% των ερωτηθέντων υποστήριξε τη θέση αυτή. Η έρευνα διεξήχθη την περίοδο 13-17 Σεπτεμβρίου 2001 από το Pew Research Center, https://www.pewresearch.org/politics/2021/09/02/two-decades-later-the-enduring-legacy-of-9-11/.
[27] Το 76% των ερωτηθέντων πίστευε στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Two decades later, the Enduring legacy of 9/11, Pew Research Center, https://www.pewresearch.org/politics/2021/09/02/two-decades-later-the-enduring-legacy-of-9-11/.
[28] Το 66% των ερωτηθέντων υιοθέτησε την άποψη για την ανάμειξη του Σαντάμ Χουσεΐν στα τεκταινόμενα σύμφωνα με έρευνα που έγινε τον Οκτώβριο 2002, ό.π.
[29] Με ποσοστό 71% στον πρώτο μήνα (Απρίλιος 2003) του πολέμου στο Ιράκ, ό.π.
[30] George Friedman, “The necessity of the Iraq war”, Geopolitical Features, 28 Μαρτίου 2023, https://geopoliticalfutures.com/the-necessity-of-the-iraq-war/.
[31] Paul Wolfowitz, “Reflecting on 9/11 twenty years later”, American Enterprises Institute, 10 Σεπτεμβρίου 2021, https://www.aei.org/reflecting-on-911/.
[32] https://www.congress.gov/bill/105th-congress/house-bill/4655.
[33] https://web.archive.org/web/20180926184653/http://www.presidency.ucsb.edu/ws/?pid=55205.
[34] George W. Bush, Decision points, Crown Publishing Group, Νέα Υόρκη, 2010, σ. 221.
[35] Υπολογίζεται ότι 6,4 τρις δολάρια δαπανήθηκαν για όλες τις επιχειρήσεις σε 80 χώρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού διοχετεύθηκε σε πέντε εταιρείες παροχής αμυντικών υπηρεσιών. Hu Yuwei και Lu Yameng, “Black money behind war: How the US military-industrial complex has thrived after attacks in Middle East”, Global Times, 9 Σεπτεμβρίου 2021, https://www.globaltimes.cn/page/202109/1233772.shtml. και Costs of war, Watson Institute of International & Public Affairs, Brown University, https://watson.brown.edu/costsofwar/figures/2021/ProfitsOfWar.
[36] Zbigniew Brzezinski, Η δεύτερη ευκαιρία. Τρεις πρόεδροι και η κρίση της αμερικανικής υπερδύναμης, ό.π., σ. 155.
[37] Ο Αμερικανός πρόεδρος καυτηρίασε τη στάση της συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων και χαρακτήρισε την εισβολή στο Ιράκ ως «τη χειρότερη απόφαση που πάρθηκε ποτέ» σε ομιλία για τους δωρητές του στη Φλόριντα (3.3.2018). Hal Brands, “Blundering into Baghdad. The right-and wrong- lessons of the Iraq war”, Foreign Affairs, 28 Φεβρουαρίου 2023, https://www.foreignaffairs.com/reviews/iraq-war-lessons-blundering-into-baghdad-hal-brands.
[38] By Derek, “Resolving door profiteering after the Iraq war”, LittleSis, 16 Μαρτίου 2023, https://littlesis.org/oligrapher/8400/embedded.
[39] Αναφορικά με την ισραηλινή ανάμειξη στον πόλεμο ξεχωρίζουν ιδιαίτερα οι απόψεις δύο διακεκριμένων ακαδημαϊκών στο βιβλίο John Mearsheimer και Stephen Walt, Το ισραηλινό λόμπι και η πολιτική των ΗΠΑ, Εκδόσεις Θύραθεν, Αθήνα 2006.
[40] Stephen Zunes, “Don’t blame the Iraq debacle on the Israel”, Foreign Policy in Focus, 29 Μαρτίου 2013, https://fpif.org/dont_blame_the_iraq_debacle_on_the_israel_lobby/.
[41] Raymond Hinnebusch,” The American invasion of Iraq: Causes and consequences”, ο.π., σ. 16.
[42] To Project for a New American Century ήταν μια νεοσυντηρητική δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, που εστίαζε στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Ιδρύθηκε ως μη κερδοσκοπικός εκπαιδευτικός οργανισμός το 1997. Δηλωμένος στόχος του ήταν «να προωθήσει την αμερικανική παγκόσμια ηγεσία», που «είναι καλή τόσο για την Αμερική όσο και για τον κόσμο» στη βάση της πολιτικής του Ρόναλντ Ρέιγκαν που είχε ως πυλώνες τη στρατιωτική δύναμη και την ηθική σαφήνεια. Είχε πρωτοστατήσει στην πολιτική για την αλλαγή του ιρακινού καθεστώτος, παρακάμπτοντας τον ΟΗΕ και πιέζοντας το Κογκρέσο να δράσει, δρομολογώντας την ψήφιση του Νόμου για την Απελευθέρωση του Ιράκ το 1998. Από τα 25 άτομα που υπέγραψαν την ιδρυτική δήλωση αρχών του PNAC, 10 υπηρέτησαν ως υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους με προεξέχοντες τους Ντικ Τσέινι, Ντόναλντ Ράμσφελντ και Πολ Γούλφοβιτς.
[43] Donald Kagan, Gary Schmitt και Thomas Donnelly, Rebuilding America’s Defenses: Strategy, Forces and Recourses for a New America, The Project for the New American Century, Ουάσιγκτον, Σεπτέμβριος 2000, https://www.scribd.com/doc/9651/Rebuilding-Americas-Defenses-PNAC.
[44] Πρόκειται για το Προσχέδιο Καθοδήγησης Αμυντικού Σχεδιασμού του 1992 (Draft Defence Guidance Plan of 1992) που δημιουργήθηκε από στελέχη του Υπουργείου Άμυνας, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Πωλ Γούλφοβιτς. Θεωρείται ευρέως ως μια πρώιμη διατύπωση της ατζέντας των νεοσυντηρητικών μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, που εκθέτει σειρά από οικονομικούς και στρατιωτικούς στόχους ώστε να εξασφαλιστεί ένα παγκόσμιο μονοπολικό σύστημα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Παρόλο που είχε τύχει ευρείας εξέτασης εκείνη την εποχή, πολλές από τις ιδέες που προτείνονται στο έγγραφο βρήκαν τελικά πρόσφορο έδαφος στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και στην έναρξη του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας».
*Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική amynanet.gr
Του Πέτρου Τασιού*
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣΜετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 (αριστερά) και την επέμβαση στο Αφγανιστάν στις 7 Οκτωβρίου 2001 (κέντρο), η «Απόφαση για την Εξουσιοδότηση Χρήσης Στρατιωτικής Δύναμης Ενάντια στο Ιράκ» (Authorization for Use of Military Force Against Iraq Resolution) υπογράφτηκε, με διακομματική συναίνεση, στις 10 Νοεμβρίου 2002.
Ιράκ
Στο εσωτερικό, η χώρα βυθίστηκε στο χάος. Δύο γεγονότα υπήρξαν κομβικά. Πρώτο, η απαγόρευση του Μπααθικού κόμματος που δημιούργησε πολιτικό κενό. Δεύτερο, η διάλυση του ιρακινού στρατού η οποία οδήγησε χιλιάδες επαγγελματίες στην ανεργία, αφήνοντας ταυτόχρονα δυσαναπλήρωτο κενό ασφαλείας. Αποτέλεσμα αυτών, σε συνδυασμό με μια σειρά παραμέτρων και άλλων λανθασμένων επιλογών της αμερικανικής κατοχικής διοίκησης, που ήταν στην ηγεσία της Συμμαχικής Προσωρινής Αρχής, οδήγησαν το Ιράκ σε εκτεταμένη διαφθορά, εγκληματική αναρχία, κοινωνική ανασφάλεια, πολιτική αστάθεια, διεύρυνση των εθνοτικών και θρησκευτικών διαιρέσεων και τέλος εμφύλιο πόλεμο. Είναι αδύνατο να εκτιμηθούν με σχετική ακρίβεια οι απώλειες του γηγενούς πληθυσμού, αμάχων και στρατιωτών, από την έναρξη της εισβολής έως την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων[1].
ΗΠΑ
Στρατιωτικές
Κατά τη διάρκεια της αμερικανικής εμπλοκής, εισβολής και κατοχής, σκοτώθηκαν 4.598 και τραυματίστηκαν 32.292 στρατιώτες[2]. Ένα χρόνο μετά την εισβολή (Μάρτιος 2004) οι ΗΠΑ είχαν σταθμευμένο στο Ιράκ το 18% του τακτικού στρατού τους [3]. Η στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ έφτασε στο μέγιστο αριθμό των 157.800 ανδρών το 2008 από τους 67.700 το 2003[4]. Υπολογίζεται ότι στον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» σε Αφγανιστάν και Ιράκ υπηρέτησαν περίπου 2,5 εκ. Αμερικανοί[5]. Ο πόλεμος στο Ιράκ επέφερε τη στρατικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής[6].
Το «σύνδρομο του Ιράκ»[7] – η θυματοφοβική στάση ότι η ισχύς του στρατού τους είναι πολύ αβέβαια για μακροχρόνιες στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό και ενδεχομένως με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα για την επίτευξη των στόχων – ακολουθεί μια γενιά Αμερικανών ηγετών που απέτρεψε οποιαδήποτε νέα χερσαία επέμβαση.
Οικονομικές
Η αμερικανική παρουσία στο Ιράκ αποτέλεσε την πιο δαπανηρή στρατιωτική επέμβαση μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι νέο-συντηρητικοί υποσχέθηκαν ότι η στρατιωτική επιχείρηση θα χρηματοδοτούνταν από την εκμετάλλευση των ιρακινών πετρελαϊκών κοιτασμάτων από δυτικές εταιρίες και μάλιστα μέσα σε διάστημα έξι εβδομάδων από την εγκαθίδρυση της αμερικανικής ηγεσίας στη χώρα.
Το άμεσο κόστος του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας» υπολογίζεται στα 8 τρις δολάρια και αφορά όλα τα ποσά που δαπανήθηκαν στο εσωτερικό των ΗΠΑ για την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας και στις εξωχώριες επιχειρήσεις[8]. Μελέτη από την ίδια πηγή ποσοτικοποίησε την αμερικανική εμπλοκή στις «υπερπόντιες επιχειρήσεις έκτακτης ανάγκης» σε Ιράκ και Συρία στα 3 τρις δολάρια[9]. Η έκθεση του Υπουργείου Άμυνας για τον σκοπό αυτό, αναφερόμενη σε Αφγανιστάν και Ιράκ, έκανε λόγο για 1,5 τρις δολάρια[10].
Το έμμεσο κόστος είναι μεγαλύτερο και μη προσδιορισμένο σε επιπτώσεις στην οικονομική ευρωστία και στη στρατιωτική ισχύ. Σε αυτό συμπεριλαμβάνονται οι απώλειες στις θέσεις εργασίας, οι αυξήσεις στα επιτόκια και ο υπέρογκος δανεισμός για τη χρηματοδότηση των πολέμων. Εν τέλει η εμπλοκή στο Ιράκ επιδείνωσε τη δημοσιονομική κατάσταση πολλαπλώς.Στο κεφάλαιο της Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας, του Σεπτεμβρίου 2002, για την παγκόσμια τρομοκρατία, γινόταν αναφορά στη διεξαγωγή προληπτικού πολέμου στον οποίο οι ΗΠΑ μπορούν να δρουν από μόνες τους αν αυτό καθίσταται αναγκαίο. Ως προς τη διεθνή κοινότητα, η Ουάσιγκτον επεδίωξε να νομιμοποιήσει την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, κατά του Ιράκ, με τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τον Σαντάμ Χουσεΐν (φωτογραφία) αναφορικά με τα όπλα μαζικής καταστροφής, αφού συνέχιζε να παραβιάζει την Απόφαση 687 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. του Απριλίου 1991, η οποία επέτασσε την καταστροφή όλων των χημικών, βιολογικών και πυρηνικών όπλων καθώς και τον έλεγχο από διεθνείς επιθεωρητές.
Περιφερειακές
Η Μέση Ανατολή, ίσως η πιο σημαντική περιοχή σε αυτό που ονομάζεται «Παγκόσμια Βαλκάνια»[11], αποτελεί ένα άναρχο διεθνές υποσύστημα που βρίσκεται συνεχώς υπό διαμόρφωση και για αυτό είναι εξελισσόμενο διαρκώς. Είναι διαχρονικά ζωτικής σημασίας για τα αμερικανικά συμφέροντα όπου οι ΗΠΑ επικέντρωναν (μέχρι τις αρχές τουλάχιστον της προηγούμενης δεκαετίας) ίσως το μεγαλύτερο κομμάτι της διπλωματικής τους προσοχής. Αν και η θέση τους έχει υποχωρήσει, εξακολουθούν να διατηρούν τη μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία. Δύναμη μεταξύ 40.000 και 60.000 αμερικανών στρατιωτών είναι ανεπτυγμένη εκεί, με περίπου 2.500 από αυτούς ως συμβουλευτικό προσωπικό στο Ιράκ.
Το Ιράκ από τον Πόλεμο του Κόλπου (2.8.1990-28.2.1991) και έπειτα παρέμενε ένα άλυτο πρόβλημα. Η «Επιχείρηση Ιρακινή Ελευθερία» όχι μόνο δεν έκοψε «το γόρδιο δεσμό», αλλά αποσταθεροποίησε ολόκληρη την περιοχή. Κατ’ αρχήν το Ιράκ διαλυμένο κατά την περίοδο της αμερικανικής κατοχής προσέλκυσε κάθε είδους ένοπλες ισλαμιστικές οργανώσεις με σκοπό να προκαλέσουν τις μεγαλύτερες δυνατές στρατιωτικές απώλειες στις ΗΠΑ. Το κενό που δημιουργήθηκε μετά την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων και ο αποδιοργανωμένος ιρακινός στρατός υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες για τη δημιουργία και την επέκταση του Ισλαμικού Κράτους. Η τρομοκρατία όχι μόνο εξαπλώθηκε αλλά πήρε και πρωτόγνωρη μορφή με την κατάληψη του 1/3 της χώρας από το τελευταίο, που ήταν η μετεξέλιξη της Αλ Κάιντα στο Ιράκ και η όποια δημιουργήθηκε επί αμερικανικής παρουσίας. Τα πολλαπλά διλήμματα ασφαλείας για το Ιράκ, με το μεγαλύτερο τη διατήρησή του ως ανεξάρτητη και κυρίαρχη κρατική οντότητα συνεπεία της αμερικανικής κατοχής, κάλυψε το Ιράν που έγινε ο κύριος σύμμαχος του. Το Ιράν αύξησε σημαντικά την περιφερειακή του επιρροή. Η μακροχρόνια αμερικανική πολιτική της «διπλής ανάσχεσης» Ιράκ και Ιράν αποδομήθηκε. Επιπλέον, οι ΗΠΑ θεωρούμενες δύναμη κατοχής αποικιοκρατικού χαρακτήρα έχασαν το συγκριτικό πλεονέκτημα του «καλοπροαίρετου» ηγεμόνα και γνήσιου διαμεσολαβητή στις διενέξεις που ταλανίζουν τη Μέση Ανατολή. Η μνησικακία αυξήθηκε και τις κατέστησε ανεπιθύμητες, αφού η καταπολέμηση της τρομοκρατίας φάνηκε να στοχεύει αδιακρίτως Άραβες και Μουσουλμάνους. Τέλος, δόθηκε το «παράθυρο ευκαιρίας» σε άλλες Μεγάλες Δυνάμεις πρωτίστως στη Ρωσία και μετέπειτα στην Κίνα να αυξήσουν το αποτύπωμά τους. Η αποτελεσματική ρωσική ανάμειξη στον πόλεμο της Συρίας και η πρόσφατη μεσολάβηση της Κίνας για την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, κατέδειξαν την αλλαγή αυτή. Η αμερικανική επίδραση από το ιστορικό ζενίθ του 2003, πριν την εισβολή στο Ιράκ, έφτασε στο ναδίρ με το τέλος της προεδρικής θητείας το 2009. Οι ηγέτες της Μέσης Ανατολής δεν έβλεπαν πια την Ουάσιγκτον ως το στενότερο σύμμαχό τους που συχνά λάμβαναν οδηγίες από αυτόν.
Στη Μέση Ανατολή οι ΗΠΑ δεν ανέκαμψαν ποτέ από την απόφαση τους να σπαταλήσουν την τεράστια επιρροή που είχαν μεταξύ των υπεύθυνων λήψης αποφάσεων πριν από την έναρξη του πολέμου.
Διεθνείς
Η απονομιμοποίηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας
Ο πόλεμος κατά του Ιράκ και η μακροχρόνια κατοχή υπέσκαψαν τη νομιμότητα της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας[12]. Η πρωτοκαθεδρία θεωρείται νόμιμη όταν οι ΗΠΑ δρουν σύμφωνα με τις καθιερωμένες διεθνείς διαδικασίες[13]. Σε αντίθεση με τον Πόλεμο του Κόλπου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ δεν έδωσε συγκεκριμένη εξουσιοδότηση για τη χρήση βίας στην «Επιχείρηση Ιρακινή Ελευθερία». Ο Τζορτζ Μπους (πρεσβύτερος) ηγήθηκε διεθνούς συμμαχίας αποτελούμενης από 35 κράτη, ανάμεσα στα οποία πέντε ήταν αραβικά (ΗΑΕ, Κατάρ, Μαρόκο, Ομάν και Συρία) για την εκδίωξη των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ. Όμως 12 χρόνια μετά, ο συνασπισμός υπό την καθοδήγηση των ΗΠΑ ήταν ισχνός έχοντας ουσιαστικά μόνο τη συνδρομή του Ηνωμένου Βασιλείου[14]. Η διεθνής κοινότητα αποστασιοποιήθηκε στο σύνολο της από την αμερικανική εισβολή πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων, η Γαλλία και η Γερμανία εξέφρασαν ανοιχτά την αντίθεση τους. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν πήρε σαφή θέση αμφισβήτησης της αμερικανικής πολιτικής, διότι το δόγμα του προληπτικού πολέμου δεν νομιμοποιεί τη χρήση στρατιωτικής βίας στο Ιράκ[15]. Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν σε πόλεμο χωρίς την έγκριση του Οργανισμού αποτέλεσε πλήγμα στη νομιμοποίηση που απολάμβαναν βασισμένες σε κανόνες διεθνούς τάξης για τους οποίους εργάστηκαν σκληρά να οικοδομήσουν και να διατηρήσουν.
Η εισβολή στο Ιράκ, μέσω Κουβέιτ, ξεκίνησε στις 20 Μαρτίου 2002 και η Βαγδάτη καταλήφθηκε, γρήγορα, στις 9 Απριλίου 2002, ενώ ο Αμερικανός πρόεδρος από το αεροπλανοφόρο USS Abraham Lincoln ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου, με φόντο ένα πανό που έγραφε «Mission Accomplished», την 1η Μαΐου 2003.
Πέρα από τη συμμόρφωση με τις καθιερωμένες διαδικασίες, οι θετικές συνέπειες της αμερικανικής πολιτικής αποτελούν τη δεύτερη πηγή νομιμότητας[16]. Οι πράξεις μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες αν είναι ευρέως επωφελείς για τον υπόλοιπο κόσμο και ο Τζορτζ Μπους (νεότερος) επικαλέστηκε συχνά αυτό το επιχείρημα για να υπερασπίσει την παρεμβατική πολιτική του. Τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά πρωτίστως για το Ιράκ το οποίο αποδομήθηκε ολοκληρωτικά βιώνοντας πρωτοφανή ανθρωπιστική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική κρίση. Η ισλαμική τρομοκρατία εξαπλώθηκε πιο επιθετικά και σε νέες μορφές με αποκορύφωμα το Ισλαμικό Κράτος. Η Μέση Ανατολή αποσταθεροποιήθηκε συνολικά. Καθολική ήταν η δυσπιστία της κοινής γνώμης πρωτίστως της ευρωπαϊκής. Οι πολίτες των κρατών μελών της ΕΕ σε συντριπτικά ποσοστά χαρακτήρισαν τον πόλεμο ως μη δικαιολογημένο και ήταν πεπεισμένοι για την προσπάθεια ελέγχου του πετρελαίου του Ιράκ ως το σημαντικότερο αίτιο[17]. Οι ΗΠΑ δεν έπεισαν τα άλλα κράτη ότι έδρασαν για το κοινό καλό.
Η συμμόρφωση με τους ηθικούς κανόνες είναι το τρίτο κριτήριο το οποίο οι ΗΠΑ δεν εκπλήρωσαν για να νομιμοποιήσουν[18] την πολιτική τους. Η παραβίαση ηθικών αρχών ήταν χαρακτηριστικό της αμερικανικής κατοχής στο Ιράκ με το θάνατο άμαχου πληθυσμού, τα ταπεινωτικά βασανιστήρια, τα παράνομα κέντρα κράτησης και την αλαζονεία που υπέδειξαν εν γένει. Οι κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ήταν βαρύ πλήγμα στις προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης να παρουσιαστεί ως υπεύθυνη παγκόσμια δύναμη με υψηλά ηθικά ιδεώδη. Μάλιστα η αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για ενδεχόμενο ανακρίσεων, ερευνών και διώξεων αμερικανών υπηκόων δεν έγινε αποδεκτή από την αμερικανική πλευρά. Η μη εύρεση όπλων μαζικής καταστροφής που οι ΗΠΑ επικαλέστηκαν επίσημα για την εισβολή στο Ιράκ ήρθε να προστεθεί στη φαρέτρα των λόγων που εδραίωσαν την παραπάνω αντίληψη.
Συμπερασματικά η νομιμοποίηση έχει σημασία επειδή η ικανότητα των ΗΠΑ να επιτυγχάνουν τη συνεργασία των άλλων κρατών αποδυναμώνεται όταν αυτά θεωρούν ότι οι πρώτες χρησιμοποιούν πολιτικές ανεπιθύμητες, κοντόθωρες ή αμφιβόλου ηθικής για να διατηρήσουν τη θέση τους.
Αύξηση των στρατηγικών αντιστάσεων έναντι των ΗΠΑ
Όσο μικρότερο επίπεδο νομιμοποίησης απολαμβάνει η αμερικανική πρωτοκαθεδρία τόσο μεγαλύτερη αντίσταση αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ και τόσο πιο δύσκολο είναι να επιτύχουν οποιονδήποτε από τους στόχους της εξωτερικής πολιτικής τους. Αντίθετα αν τα περισσότερα κράτη θεωρούν πως η θέση των ΗΠΑ είναι ευρέως ωφέλιμη και οι ενέργειες τους είναι γενικά νόμιμες τότε οι τελευταίες δρουν σε ένα συγκριτικά ανεκτικό διεθνές περιβάλλον. Η αμερικανική ηγεσία επέδειξε ισχύ και αποφασιστικότητα στο Ιράκ πιστεύοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα αποθαρρύνει την περαιτέρω αντίσταση και θα οδηγήσει όλο και περισσότερα κράτη να συμπαραταχθούν με τις ΗΠΑ ή τουλάχιστον να μην εναντιώνονται στα συμφέροντά τους. Όπως έγραψε ο Πωλ Γούλφοβιτς, αναπληρωτής Υπουργός Άμυνας, πριν αναλάβει το αξίωμα του, η παγκόσμια ηγεσία απαιτεί «να δείχνεις ότι θα τιμωρήσεις τους εχθρούς σου και πως εκείνοι οι οποίοι αρνούνται να σε υποστηρίξουν θα το μετανιώσουν»[19]. Με άλλα λόγια, αν τα άλλα έθνη δεν πτοηθούν τότε ή θα αγνοηθούν ή θα συντριβούν.
Εκ του αποτελέσματος όχι μόνο δεν υπήρξε καμία ξεκάθαρη περίπτωση στην οποία κάποιο κράτος εγκατέλειψε τις καθιερωμένες πολιτικές θέσεις του, επειδή φοβήθηκε την πίεση των ΗΠΑ, αλλά οδήγησε διάφορους αντιπάλους να παραβλέψουν τις μεταξύ τους διαφορές και να συνταχθούν κατά της αμερικανικής υπερδύναμης. Ο εξαναγκασμός της πίεσης και του φόβου ένωσε τους εχθρούς των ΗΠΑ οι όποιοι ξεπερνώντας τα αποκλίνοντα συμφέροντα περιόρισαν την αμερικανική διπλωματική επιρροή. Διαίρεσε τους φίλους οι οποίοι ανησύχησαν με την εκβιαστική συστράτευση, την ασυμμετρία δύναμης και τη χρήση βίας χωρίς σύνεση και συγκράτηση, μειώνοντας τη συνεργασία τους με την Ουάσιγκτον. Αυτή η πολιτική τρόμαξε τις περισσότερες χώρες επειδή κανένα κράτος δεν θα μπορούσε να είναι εντελώς σίγουρο ότι δεν θα κατέληγε να μπει στο στόχαστρο των ΗΠΑ ή ότι τα συμφέροντά του δεν θα επηρεάζονταν δυσμενώς από κάποια μονομερή απόφαση της υπερδύναμης για πόλεμο[20]. Αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν οι στρατηγικές αντιστάσεις απέναντι στις ΗΠΑ με διάφορες μορφές, κυρίως μέσω των εκβιασμών και της ματαίωσης στόχων[21].Το Ιράκ βυθίστηκε στο χάος μετά την υπογραφή, από τον Πολιτικό Διοικητή, Πολ Μπρέμερ (κέντρο), των αποφάσεων για την απαγόρευση του Μπααθικού κόμματος, που δημιούργησε πολιτικό κενό, και τη διάλυση του ιρακινού στρατού η οποία οδήγησε χιλιάδες επαγγελματίες στην ανεργία, αφήνοντας, ταυτόχρονα, δυσαναπλήρωτο κενό ασφαλείας.
Άνοδος του αντιαμερικανισμού
Πριν από τον πόλεμο στο Ιράκ οι ΗΠΑ είχαν βρει αποδοχή και εκτίμηση από ένα σημαντικό μέρος του αραβικού κόσμου ως εγγυήτριες της παγκόσμιας ασφάλειας. Όμως η απρόκλητη χρήση βίας προκάλεσε φόβο και μίσος. Με αμαυρωμένη την εικόνα τους από τη διαχείριση του ιρακινού ζητήματος οι σφυγμομετρήσεις έδειξαν ότι η αμερικανική πολιτική αντιμετωπίστηκε ευρέως με απέχθεια. Οι αραβικοί πληθυσμοί έχουν συντριπτικά αρνητικές απόψεις για τις ΗΠΑ[22], θεωρώντας «άδικη την εξωτερική πολιτική»[23].
Οι ΗΠΑ εδραιώθηκαν στην αραβική συνείδηση ως ιμπεριαλιστική δύναμη αποικιοκρατικού χαρακτήρα, προσομοιάζοντας με τη βρετανική κυριαρχία στην περιοχή τη δεκαετία 1920-1930. Υπό αυτές τις συνθήκες κάποια κράτη ένιωσαν να αντιμετωπίζουν εσωτερική πίεση στο βαθμό που οι πολίτες τους θεωρούν ότι οι κυβερνήσεις τους έχουν πολύ στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Ο πόλεμος στο Ιράκ επέφερε μακροχρόνια εχθρότητα στις ΗΠΑ με τις ισλαμικές κοινωνίες να θεωρούν τη στάση τους υποκριτική αφού ζημίωσαν κάποιο άλλο κράτος για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους και μόνο.
Αυτά τα συναισθήματα δεν περιορίζονται στον αραβικό και ισλαμικό κόσμο. Υπάρχουν παγκόσμια ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες που μακροχρόνια είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Ένα μικρό μόνο ποσοστό των Ευρωπαίων θεωρούν ότι ο ρόλος των ΗΠΑ είναι θετικός για τον κόσμο[24]. Οι σκηνές στις τηλεοπτικές οθόνες με τον εξευτελισμό, την κακομεταχείριση και τα βασανιστήρια του γηγενούς πληθυσμού επέφεραν την έξαρση του αντιαμερικανισμού. Ο αντιαμερικανισμός υπήρξε διαχρονικά εγγενές στοιχείο του συστήματος, ο οποίος όμως διογκώθηκε δραματικά λόγω των πεπραγμένων της αμερικανικής ηγεσίας στο Ιράκ.
Δυσφήμιση στην παγκόσμια υπόληψη των ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ συστηματικά καλλιέργησαν την εικόνα ενός «καλοπροαίρετου» ηγεμόνα που δρα με μετριοπάθεια και σύνεση. Ενός ηγεμόνα διαφορετικού από τους προκατόχους, ισχυρού αλλά «ταπεινού» που ανταγωνίζεται, αλλά δεν κατακτά. Ταυτιζόμενοι με τα βασικά συμφέροντα της ανθρωπότητας, η άποψη για τις ΗΠΑ ήταν αρκετά θετική στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου πιστεύοντας στον λόγο των αμερικανών προέδρων έως το 2003. Η μη εύρεση όπλων μαζικής καταστροφής που υπήρξε ο νομιμοποιητικός λόγος της αμερικανικής επέμβασης κλόνισε την εμπιστοσύνη της διεθνούς κοινότητας. Το ηθικό κύρος τους διαβρώθηκε με γεγονότα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας όπως αυτά από τις φυλακές του Αμπού Γκραμπ και του Γκουαντάναμο. Ο πόλεμος επέφερε καταστροφική ζημιά στις ΗΠΑ γιατί η διεθνής αξιοπιστία τους καταρρακώθηκε[25].
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ
Ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τις ΗΠΑ στην απόφαση να εισβάλουν στο Ιράκ και να εμπλακούν σε έναν παρατεταμένο πόλεμο; Το δομικό αυτό ερώτημα όχι μόνο δεν έχει απαντηθεί με σαφήνεια αλλά αποτελεί αντικείμενο έρευνας, ανάλυσης και δημόσιας συζήτησης ακόμη και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά.
Καταρχήν, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 επέφεραν ψυχολογικές επιπτώσεις βαθύτατα τραυματικές στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν τόσοι λίγοι και αδύναμοι άνθρωποι δεν είχαν προκαλέσει τόσο πόνο σε τόσους πολλούς και ισχυρούς. Το αίσθημα της ανασφάλειας, του φόβου και της παράνοιας συνδέθηκε με τον προσβεβλημένο πατριωτισμό της κοινής γνώμης. Οι ΗΠΑ αισθάνθηκαν ότι απειλούνται και γι’ αυτό όφειλαν να απαντήσουν άμεσα και δυναμικά. Μόλις λίγες μέρες μετά τα γεγονότα οι Αμερικανοί στη συντριπτική τους πλειοψηφία τάχθηκαν υπέρ της ανάληψης στρατιωτικής δράσης συμπεριλαμβανομένης και της αποστολής χερσαίων δυνάμεων (ακόμη και αν οι ένοπλες δυνάμεις είχαν χιλιάδες απώλειες[26]) ώστε να τιμωρηθούν όσοι ήταν υπεύθυνοι για τους 2.996 νεκρούς. Στον ίδιο βαθμό ήταν πεπεισμένοι ότι η αποστολή αυτή όπου χρειαστεί στο εξωτερικό θα πετύχαινε να καταστρέψει τα τρομοκρατικά δίκτυα[27]. Αναφορικά με το Ιράκ οι περισσότεροι πίστευαν ότι υπήρχε άμεση σύνδεση μεταξύ του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν και των επιθέσεων ή/και της απόπειρας επιθέσεων στα οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά κέντρα της αδιαμφισβητούμενης τότε υπερδύναμης[28]. Στη βάση αυτή στο ξεκίνημα του πολέμου τα 2/3 των αμερικανών πολιτών πίστευαν ότι η κυβέρνηση ορθώς έπραξε[29]. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχοντας εσωτερική νομιμοποίηση από την κοινή γνώμη και τη νομοθετική εξουσία εξαπέλυσε τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» εμπλέκοντας τις αμερικανικές δυνάμεις σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς σε 85 χώρες και σε δύο χερσαίες επιχειρήσεις.
Κρίνοντας τη διαμορφωθείσα κατάσταση τη χρονική εκείνη στιγμή (και όχι αποστασιοποιημένα με την πάροδο δύο δεκαετιών) οι ΗΠΑ ίσως τελικά δεν είχαν άλλη λύση από το να αντιδράσουν δυναμικά και ξεκάθαρα σε έναν εν μέρει «αόρατο» εχθρό σε παγκόσμια κλίμακα[30]. Ελλείψει πρακτικών επιλογών στο πολιτικό και διπλωματικό πεδίο διεξήγαγαν έναν πολυμέτωπο αγώνα για την καταπολέμηση τρομοκρατικών δικτύων. Αυτός ο πόλεμος είχε επιτυχίες όπως την εξόντωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν, αλλά και λανθασμένες στοχεύσεις στις οποίες συμπεριλαμβάνεται πρωτίστως το Ιράκ. Σε κάθε περίπτωση τέτοιας υφής επιθέσεις της κλίμακας της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 δεν επαναλήφθηκαν όχι μόνο λόγω των πρωτοφανών εσωτερικών μέτρων ασφαλείας αλλά και της καταστροφής πολλών τρομοκρατικών δικτύων. Αυτό τότε δεν ήταν κάτι δεδομένο, αφού υπήρχε διάχυτη ανησυχία ότι ανάλογα τρομοκρατικά χτυπήματα θα αποτελούσαν μέρος της νέας πραγματικότητας[31].
Η περίπτωση του Ιράκ ήταν ιδιάζουσα στο βαθμό που δεν υπήρξε αποδεδειγμένα καμία σύνδεση της Αλ Κάιντα του Οσάμα Μπιν Λάντεν με το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Οι μέχρι τότε πληροφορίες, πριν την έναρξη της «Επιχείρησης Ιρακινή Ελευθερία», όπως μετέπειτα επιβεβαιώθηκαν, προσδιόρισαν το έδαφος του Αφγανιστάν και του Πακιστάν ως εστίες απ’ όπου εκπορεύθηκαν επιθέσεις. Παρόλα αυτά το Ιράκ είχε κατηγορηθεί περιπτωσιολογικά ότι υποστήριζε ένοπλες ριζοσπαστικές ομάδες στη Μέση Ανατολή και θεωρήθηκε ως η κυριότερη πηγή χρηματοδότησης της ισλαμικής τρομοκρατίας. Από τον Πόλεμο του Κόλπου και μετά ο πρώην στενός σύμμαχος των ΗΠΑ αντιστρατεύονταν τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Το Νόμο για την Απελευθέρωση του Ιράκ του 1998 (Iraq Liberation Act of 1998)[32] που ψήφισε το Κογκρέσο, έχοντας προηγηθεί την ίδια χρονιά μια κρίση που επιλύθηκε διπλωματικά μέσω του ΟΗΕ, υπέγραψε ο πρόεδρος Μπιλ Κλίντον δηλώνοντας ότι «πρέπει να είναι πολιτική των ΗΠΑ να στηρίξουν τις προσπάθειες για την εξάλειψη του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία[33]».Η αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο Ιράκ έφτασε στο μέγιστο αριθμό των 157.800 ανδρών και γυναικών το 2008 (έναντι των 67.700 το 2003) και, συνολικά, σκοτώθηκαν 4.598 και τραυματίστηκαν 32.292 εξ αυτών. Η εμπλοκή οδήγησε στη στρατικοποίηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και, αργότερα, στο «Σύνδρομο του Ιράκ»: τη θυματοφοβική στάση ότι η ισχύς του στρατού των ΗΠΑ είναι πολύ αβέβαια, για μακροχρόνιες στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, και, ενδεχομένως, με ιδιαίτερα βαρύ τίμημα για την επίτευξη των στόχων. Το σύνδρομο ακολουθεί πλέον μια γενιά Αμερικανών ηγετών, αποτρέποντας οποιαδήποτε νέα χερσαία επέμβαση.
Ο λόγος που επίσημα προβλήθηκε για τη στοχοποίησή του ήταν η κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής που αποτελούσαν απειλή για την ασφάλεια των ΗΠΑ. Αυτά δεν βρέθηκαν ποτέ με την Κοντολίζα Ράις, Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, να παραδέχεται για πρώτη φορά, λίγους μήνες μετά την κατάκτηση του Ιράκ (30.01.2004) ότι η αμερικανική πλευρά εσφαλμένα πίστεψε στην ύπαρξή τους. Είχε προηγηθεί η παραίτηση του Ντέιβιντ Κάι (23.01.2004), πρώην επικεφαλής Αμερικανού επιθεωρητή για τα όπλα, ο οποίος στην ακροαματική διαδικασία στο Κογκρέσο δήλωσε: «ήμασταν σχεδόν όλοι λάθος». Ο Τζορτζ Μπους στη βιογραφία του παραδέχτηκε ότι υπέστη σοκ όταν ανακάλυψε ότι δεν βρέθηκαν όπλα μαζικής καταστροφής «κανένας δεν υπέστη μεγαλύτερο σοκ και δεν θύμωσε περισσότερο από εμένα όταν δεν βρήκαμε τα όπλα. Με αρρωσταίνει αυτή η σκέψη. Ακόμη με αρρωσταίνει».[34] Έτσι λοιπόν ο πόλεμος στο Ιράκ είχε στερηθεί κεντρικής αποστολής, ήδη πριν συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε ότι: «η αποστολή εξετελέσθη» (01.05.2003).
Ο στόχος της ανατροπής του Σαντάμ Χουσεΐν επετεύχθη πολύ σύντομα με την κατάκτηση της χώρας (9.4.2003) και την παράδοση του Ιρακινού στρατού. Ο πρώην δικτάτορας συνελήφθη (14.12.2003) και εκτελέστηκε (30.12.2006).
Με τη νομιμοποιητική βάση της αμερικανικής εισβολής να έχει αποδομηθεί και το μακροχρόνιο στόχο της αμερικανικής πολιτικής στο Ιράκ να έχει ολοκληρωθεί αρκετά νωρίς, προβλήθηκαν δύο ακόμη λόγοι που κινητοποίησαν την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους να διεξάγει τη μετασχηματική αυτή εκστρατεία και να παραμείνει εκεί για οκτώ χρόνια.
Ο πρώτος σχετίζεται με τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που διαθέτει το Ιράκ (η χώρα με τα δεύτερα μεγαλύτερα πετρελαϊκά αποθέματα και με πολύ μικρό κόστος εξόρυξης) τα οποία είναι σημαντικά για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια και την ανάσχεση του Ιράν. Διαχρονικά ο έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών στη Μέση Ανατολή αποτελούσε έναν από τους κύριους πυλώνες της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ. Η επίδραση στην οικονομία τους από τις διακυμάνσεις των τιμών των υδρογονανθράκων τις καθιστά ανά περιόδους ευάλωτες και εξαρτώμενες από τις χώρες του ΟΠΕΚ. Με το Ιράκ και το Ιράν να παρακάμπτουν σταδιακά τον απομονωτισμό από τις κυρώσεις και να αποτελούν εχθρικά κράτη προς τα αμερικανικά συμφέροντα, η Σαουδική Αραβία έγινε ο μοναδικός αξιόπιστος πάροχος ενέργειας στην περιοχή. Οι ΗΠΑ αναζητούσαν τρόπο να παρακάμψουν τη σχέση εξάρτησης που είχε δημιουργηθεί με το σαουδαραβικό βασίλειο. Με το Ιράκ δινόταν η δυνατότητα να εξασφαλίσουν τη διαχείριση μερικώς του αραβικού πετρελαίου χωρίς τη συμφωνία των κρατών του Περσικού Κόλπου. Το πετρελαϊκό λόμπι είναι πολύ ισχυρό στις ΗΠΑ και ο τότε Αμερικανός πρόεδρος είχε ιδιαίτερες διασυνδέσεις με τις Τεξανές εταιρείες οι οποίες παρήγαγαν το πετρέλαιο με αυξημένο κόστος. Αμέσως μετά την κατάκτηση του Ιράκ οι αμερικανικές εταιρείες σύναψαν μακροχρόνιες συμβάσεις (για 30 χρόνια) οι οποίες τους παρέχουν πρόσβαση στο ιρακινό πετρέλαιο με αφορολόγητα κέρδη. Οι συμφωνίες αυτές ισχύουν μερικώς έως σήμερα αφού οι ΗΠΑ διατηρούν σημαντικό κομμάτι των ενεργειακών πηγών της χώρας κυρίως στο Ιρακινό Κουρδιστάν.
Η εμπλοκή του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος υπήρξε η δεύτερη αιτιολογική βάση αφού η σχέση μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων, της αμυντικής βιομηχανίας και του Κογκρέσου που δρουν από κοινού επηρεάζουν διαχρονικά την κυβερνητική πολιτική. Με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα να θεωρείται βασικός παράγοντας στη χάραξη της αμερικανικής πολιτικής, η επίδραση του περιορίστηκε τα πρώτα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο «Πόλεμος κατά της Τρομοκρατίας» και ειδικότερα η εισβολή στο Ιράκ αναζωογόνησε τον αμυντικό τομέα[35], αντισταθμίζοντας τις μεγάλες απώλειες από τη μείωση των κρατικών δαπανών για όπλα που είχε προηγηθεί. Οι αμυντικοί εργολάβοι του Πενταγώνου και συγκεκριμένοι πολιτικοί κύκλοι είχαν επιτακτικό συμφέρον να δρομολογήσουν μια μακροχρόνια εμπλοκή στο Ιράκ. Για τη διασύνδεση των μεγάλων αμυντικών εταιρειών με το στρατιωτικό κατεστημένο και τον ρόλο που είχαν στην αποτυχημένη αλλά ταυτόχρονα κερδοφόρα εκστρατεία στο Ιράκ έκαναν αναφορά, μεταξύ άλλων, ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι[36] και ο Ντόναλντ Τραμπ[37].
H διασύνδεση της ομάδας συμφερόντων που εκπροσωπεί το πετρελαϊκό λόμπι και το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, με το πολιτικό σύστημα λήψης αποφάσεων αντανακλάται στην ανάληψη σημαντικών θέσεων σε εταιρείες και των δύο κλάδων από τους ανώτερους αμερικανούς αξιωματούχους που πρωταγωνίστησαν στον πόλεμο του Ιράκ. Το αμερικανικό χρηματοοικονομικό σύστημα εργοδότησε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου την ηγετική ομάδα που δρομολόγησε την εισβολή στο Ιράκ μετά την ολοκλήρωση της θητείας της στους κυβερνητικούς θώκους[38].
Ο ρόλος του Ισραήλ έχει εκτενώς συζητηθεί και χρήζει διαφορετικών ερμηνειών αναφορικά με το αν και σε ποιο βαθμό τελικά επέδρασε καταλυτικά στον πόλεμο του Ιράκ. Η επιρροή που άσκησε το πανίσχυρο εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ καθώς και η ισραηλινή κυβέρνηση σε ότι αφορά την ασφάλεια του Ισραήλ αποτέλεσε κατά πολλούς έναν ακόμη λόγο στην ανάληψη επιθετικής δράσης προκειμένου να εξαλειφθεί η ιρακινή απειλή[39]. Η άποψη αυτή στηρίχθηκε σε τρία επιχειρήματα[40]: α) οι ΗΠΑ δεν κινδύνευαν στρατιωτικά από το Ιράκ και γι’ αυτό η εισβολή έγινε μόνο για την προστασία του Ισραήλ, β) παρόλο που δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ του ιρακινού καθεστώτος και της Αλ Κάιντα, το πρώτο υποστήριζε άλλες τρομοκρατικές ομάδες που επιτίθενται στο Ισραήλ και γ) φιλοϊσραηλινοί, Εβραίοι και νεο-συντηρητικοί. όπως οι Πωλ Γούλφοβιτς, Ντάγκλας Φέιθ, Ρίτσαρντ Περλ και άλλοι που βρίσκονταν πίσω από το Project for a New American Century, υπήρξαν από τους αρχιτέκτονες του προληπτικού πολέμου και ένθερμοι υποστηρικτές της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ.
Είναι γεγονός ότι στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους είχε κυριαρχήσει μια συμμαχία μεταξύ των νεοσυντηρητικών, του ευρύτερου σιωνιστικού λόμπι και των χριστιανών φονταμενταλιστών. Οι τελευταίοι πρέσβευαν μέσω της αυστηρής ερμηνείας της Βίβλου ότι προϋπόθεση για τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού ήταν η ολοκληρωτική ανάκτηση «της γης της επαγγελίας» και θεωρούσαν το Ισλάμ ως «μια πολύ κακή και διαβολική θρησκεία»[41]. Η συμμαχία αυτή εκφράστηκε με τη θετική απόφαση για την εξουσιοδότηση του Κογκρέσου και τη χρήση βίας ενάντια στο Ιράκ, συμπληρώνοντας τη διακομματική συναίνεση που είχε σφυρηλατηθεί από τη σύμπραξη του πετρελαϊκού λόμπι με το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα.
Η ρεπουμπλικανική προεδρία την περίοδο εκείνη είχε απόλυτα ταυτιστεί με τα συμφέροντα του Ισραήλ και την πολιτική του κόμματος Λικούντ του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου.Ο γ.γ. του ΟΗΕ (1997-2006) Κόφι Ανάν πήρε σαφή θέση αμφισβήτησης της αμερικανικής πολιτικής, διότι το δόγμα του προληπτικού πολέμου δεν νομιμοποιούσε τη χρήση στρατιωτικής βίας στο Ιράκ.
Οι δυνατότητες που είχε το Ιράκ να απειλήσει στρατιωτικά ευθέως το Ισραήλ δοκιμάστηκαν με τον Πόλεμο του Κόλπου ενώ τα χημικά και βιολογικά όπλα έδειχναν εξαιρετικά αμφίβολα στην πρόκληση οποιουδήποτε πλήγματος. Το Ιράκ υποστήριζε ανά διαστήματα εξτρεμιστικές ομάδες που εναντιώνονταν στο μετριοπαθές κίνημα για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, υπονομεύοντας τις προσπάθειες ειρήνευσης. Ωστόσο εκείνο που απασχολούσε την ασφάλεια του Ισραήλ δεν ήταν τόσο η «εξαγωγή τρομοκρατίας» αλλά η απειλή του Ιράν. Η εισβολή στο Ιράκ ήταν ένα προειδοποιητικό μήνυμα στη θεοκρατική κυβέρνηση των μουλάδων ότι δυνητικά θα μπορούσε να ήταν ο επόμενος στόχος των ΗΠΑ. Σε αυτή τη λογική το Ισραήλ υπό μια έννοια είχε και ίδιο συμφέρον να υποστηρίξει το πλήγμα ενάντια στο Ιράκ. Μια απόφαση που όπως φαίνεται είχε ληφθεί ανεξάρτητα από τον ισραηλινό παράγοντα, ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής για την υλοποίηση των αμερικανικών στόχων στην περιοχή.
Η επιβεβαίωση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας για τη διατήρηση του αδιαμφισβήτητου ηγεμονικού τους ρόλου αποτελεί τον κατεξοχήν άξονα συζήτησης για τον ουσιαστικό λόγο της επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ. Με το συγκεκριμένο πόλεμο επεδίωξαν, μέσω μιας επιβλητικής νίκης, να καταστήσουν σαφές, πρωτίστως στις αραβικές χώρες (Ιράν, Σαουδική Αραβία, Συρία,) ότι θα είχαν την ίδια τύχη, αν δεν άλλαζαν τη στάση τους αναφορικά με την τρομοκρατία. Λόγω της γεωγραφικής θέσης του Ιράκ οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αναλάβουν στρατιωτική δράση εναντίον τους στην περίπτωση που δεν συμμορφώνονταν με τα αμερικανικά κελεύσματα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο επιθυμούσαν να αποδείξουν ότι μπορούν να ενεργούν και μονομερώς για την επίτευξη των στόχων τους στέλνοντας ταυτόχρονα μήνυμα στα κράτη που εναντιώνονταν στα αμερικανικά συμφέροντα όπου και αν βρίσκονταν. Την εποχή εκείνη το διεθνές σύστημα ήταν μονοπολικό. Η ισχύς των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν πρωτοφανής όσον άφορα την παγκόσμια στρατιωτική τους εμβέλεια, τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτιζε το οικονομικό σφρίγος τους στην παγκόσμια ευημερία, τον καινοτόμο αντίκτυπο που είχε ο αμερικανικός τεχνολογικός δυναμισμός και την έλξη που ασκούσαν στον κόσμο συνολικά. Η νεοσυντηρητική κοσμοθεώρηση, όπως εκφράστηκε από τη δεξαμενή σκέψης του Project for a New American Century[42] (κυρίως μέσω της έκθεσης του Rebuilding America’s Defenses[43] το 2000) και τη Στρατηγική Εθνικής Ασφαλείας το 2002, πρέσβευε τη συνέχιση της παρούσας πλεονεκτικής θέσης των ΗΠΑ και την επέκταση τους όσο το δυνατόν περισσότερο μελλοντικά. Υποστήριζε τη διαφύλαξη της πολύπλευρης κυριαρχίας τους, όχι μόνο με τη παραδοσιακή πολιτική της ανάσχεσης, αλλά και μέσω προληπτικών πολέμων χωρίς κατ’ ανάγκη τη συναίνεση των άλλων χωρών. Οι ριζοσπαστικές ιδέες για την απόλυτη επικράτηση των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα με κάθε δυνατό μέσο υιοθετήθηκαν από τον Τζορτζ Μπους (νεότερος) σε αντίθεση με τον πατέρα του που τις είχε απορρίψει δέκα χρόνια νωρίτερα επί προεδρικής θητείας του ως ιδιαίτερα ακραίες [44].Ο Τζορτζ Μπους (νεότερος) και ο Κόλιν Πάουελ επικαλέστηκαν, συχνά, το επιχείρημα ότι οι πράξεις μπορούν να θεωρηθούν νόμιμες, αν είναι ευρέως επωφελείς για τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά τα αποτελέσματα ήταν αρνητικά: πρωτίστως, για το Ιράκ το οποίο αποδομήθηκε ολοκληρωτικά, ενώ η ισλαμική τρομοκρατία εξαπλώθηκε πιο επιθετικά και σε νέες μορφές, η Μέση Ανατολή αποσταθεροποιήθηκε συνολικά και οι ΗΠΑ δεν έπεισαν, ειδικά την Ευρώπη, ότι έδρασαν για το κοινό καλό. Στη φωτογραφία, ο Κόλιν Πάουελ (που, αρχικά, είχε επιφυλάξεις για τη στρατιωτική επέμβαση) κατά την περίφημη παρουσίαση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, στις 5 Φεβρουαρίου 2003, με το φιαλίδιο που περιείχε, πιθανώς, επικίνδυνο χημικό στοιχείο του οπλοστασίου του Ιράκ.
Η υψηλή στρατηγική για τον «αμερικανικό αιώνα» οδήγησε στην υπερ-επέκταση φέρνοντας το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Οι ΗΠΑ κάνοντας κατάχρηση της ισχύος τους υπονόμευσαν τον παγκόσμιο σταθεροποιητικό τους ρόλο, επιφέροντας το τέλος της ηγεμονίας τους και προκαλώντας τη μετάβαση σε ένα νέο πολυπολικό διεθνές σύστημα.[1] Το ιατρικό περιοδικό The Lancet υπολόγισε ότι πάνω από 650.000 Ιρακινοί είχαν πεθάνει ως αποτέλεσμα του πολέμου έως το 2006, Mina Al-Oraibi, “American influence after Iraq”, Foreign Affairs, 24 Μαρτίου 2023, https://www.foreignaffairs.com/united-states/american-influence-after-iraq.
[2] Costs of war, Watson Institute of International & Public Affairs, Brown University,
https://watson.brown.edu/costsofwar/figures/2021/WarDeathToll.
[3] US armed forces abroad: Selected congressional votes since 1982, Congressional Research Service, 9 Ιανουαρίου 2020, https://crsreports.congress.gov/product/pdf/RL/RL31693.
[4] Amy Balasco, “Troops levels in the Afghan and Iraq wars, FY 2001-FY 2012: Cost and other potential issues”, Congressional Research Service, 2 Ιουνίου 2009, https://sgp.fas.org/crs/natsec/R40682.pdf.
[5] James Follows, “The tragedy of American military”, The Atlantic, τεύχος Ιανουαρίου/Φεβρουαρίου 2015, https://www.theatlantic.com/magazine/archive/2015/01/the-tragedy-of-the-american-military/383516/.
[6] Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Άμυνας αγνόησε τις εισηγήσεις των στρατηγών ότι χρειάζεται δύναμη 400.000 ανδρών για τη διατήρηση της κατοχής στο Ιράκ.[7] Peter Feaver, Christopher Gelpi και Jason Reifler, “The strange case of Iraq syndrome. How elites misread public perceptions of the war”, Foreign Affairs, 15 Μαρτίου 2023, https://www.foreignaffairs.com/united-states/iraq-war-vietnam-syndrome-leaders.
[8] Costs of war, Watson Institute of International & Public Affairs, Brown University https://watson.brown.edu/costsofwar/figures/2021/BudgetaryCosts.
[9] Στην ίδια έρευνα, ό.π.
[10] James Follows, “The tragedy of American military”, ο.π.
[11] Ο όρος αυτός (που κατά κόρον χρησιμοποιήθηκε από τον Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι) αναφέρεται στη γεωγραφική περιοχή που εκτείνεται από το κανάλι του Σουέζ μέχρι την περιοχή Ξινγιάνγκ της Κίνας και από το Βόρειο Καζακστάν μέχρι την Αραβική Θάλασσα. Περιλαμβάνει τα παραδοσιακά Βαλκάνια του 19ου και 20ου αιώνα, καθώς είναι εσωτερικά ασταθή και η γεωπολιτική τους σημασία προκαλεί ανταγωνισμούς μεταξύ κρατών.
[12] Η πρωτοκαθεδρία προσδιορίζει το να είναι κανείς πρώτος σε τάξη, σε σημασία, ή σε εξουσία ή να κατέχει την πρώτη κυρίαρχη θέση όπως είναι η θέση της Αμερικής.
[13] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2007, σσ. 210-212.
[14] Από τα κράτη μέλη του συνασπισμού μόνο το Ηνωμένο Βασίλειο (12.000 άνδρες) και το Φίτζι (700 άνδρες) είχαν σημαντική παρουσία κατά τη διάρκεια της κατοχής του Ιράκ με πάνω από 10% της ενεργούς δύναμης τους. Εκτός από τις δύο αυτές χώρες, τα άλλα μέλη της «συμμαχίας των προθύμων» συνέβαλαν με λιγότερο από το 1% του συνόλου του στρατιωτικού δυναμικού τους.
[15] «Εάν αυτό το δόγμα (του προληπτικού πολέμου) υιοθετηθεί θα μπορούσε να θέσει προηγούμενο που οδηγεί σε πολλαπλασιασμό της μονομερούς και παράνομης χρήσης βίας, με ή χωρίς αξιόπιστη αιτιολόγηση», δήλωσή του στους Νew York Times, 24 Σεπτεμβρίου 2003 και Iraq war illegal, says Annan, BBC, 16 Σεπτεμβρίου 2004, http://news.bbc.co.uk/2/hi/middle_east/3661134.stm.
[16] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, ό.π., σσ. 212-216.
[17] Αναστάσιος Στρατής, Η αμερικανική πολιτική στο Ιράκ: από την εισβολή του 2003 μέχρι και σήμερα, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Δεκέμβριος 2020, σ. 68, https://dspace.lib.uom.gr/handle/2159/24986.
[18] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, ό.π., σ. 216.
[19] Paul Wolfowitz, “Remembering the future”, The National Interest, Τεύχος 59 (Άνοιξη 2000), σ. 41.
[20] Raymond Hinnebusch, “The American invasion of Iraq: causes and consequences”, Perceptions, Spring 2007, σ. 26, http://sam.gov.tr/pdf/perceptions/Volume-XII/spring-2007/Raymond-Hinnebusch.pdf.
[21] Στίβεν Γουόλτ, Στρατηγικές αντιστάσεις στην ηγεμονία των ΗΠΑ, ό.π., σσ. 186-189 και σσ. 199-208.
[22] Η έρευνα που έγινε σε έξι αραβικά κράτη (Αίγυπτος, Ιορδανία, Η.Α.Ε, Λίβανος, Μαρόκο και Σαουδική Αραβία) κατέδειξε ότι μόνο το 10% του πληθυσμού είχε θετική άποψη για την αμερικανική πολιτική για τους Άραβες, τους Παλαιστίνιους, τον «Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας» και το Ιράκ. “Impressions of America 2004: How Arabs view America. How Arabs learn about America”, Zogby International, Ουάσιγκτον, Ιούνιος 2004, σ. 3, http://www.arabvoices.net/docs/2004_impressions_of_america_poll.pdf.
[23] Στην ίδια έρευνα, στο ερώτημα για την «άδικη εξωτερική πολιτική» δόθηκε καταφατική απάντηση ως εξής: Σαουδική Αραβία (39,5%), Η.Α.Ε (33,5%), Αίγυπτος (32,5%), Ιορδανία (21,5%), Λίβανος (20,5%) και Μαρόκο (12,5%), ό.π. σ. 5.
[24] Σε έρευνα που διεξήχθη οκτώ μήνες μετά την έναρξη του πόλεμου στο Ιράκ 53% των Ευρωπαίων θεωρούσε ότι οι ΗΠΑ είχαν «αρνητικό ρόλο» για την «ειρήνη στον κόσμο» και μόλις το 27% θεωρούσε ότι ο ρόλος τους ήταν θετικός. Standard Eurobarometer, Νοέμβριος 2003, https://commission.europa.eu/statistics/public-opinion-survey_en.
[25] Zbigniew Brzezinski, “Another American casualty: Credibility”, Washington Post, 9 Νοεμβρίου 2003, https://www.washingtonpost.com/archive/opinions/2003/11/09/another-american-casualty-credibility/7145179c-325d-4617-9bbd-baa7a7e593a5/.
[26] Το 82% των ερωτηθέντων υποστήριξε τη θέση αυτή. Η έρευνα διεξήχθη την περίοδο 13-17 Σεπτεμβρίου 2001 από το Pew Research Center, https://www.pewresearch.org/politics/2021/09/02/two-decades-later-the-enduring-legacy-of-9-11/.
[27] Το 76% των ερωτηθέντων πίστευε στην επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου. Two decades later, the Enduring legacy of 9/11, Pew Research Center, https://www.pewresearch.org/politics/2021/09/02/two-decades-later-the-enduring-legacy-of-9-11/.
[28] Το 66% των ερωτηθέντων υιοθέτησε την άποψη για την ανάμειξη του Σαντάμ Χουσεΐν στα τεκταινόμενα σύμφωνα με έρευνα που έγινε τον Οκτώβριο 2002, ό.π.
[29] Με ποσοστό 71% στον πρώτο μήνα (Απρίλιος 2003) του πολέμου στο Ιράκ, ό.π.
[30] George Friedman, “The necessity of the Iraq war”, Geopolitical Features, 28 Μαρτίου 2023, https://geopoliticalfutures.com/the-necessity-of-the-iraq-war/.
[31] Paul Wolfowitz, “Reflecting on 9/11 twenty years later”, American Enterprises Institute, 10 Σεπτεμβρίου 2021, https://www.aei.org/reflecting-on-911/.
[32] https://www.congress.gov/bill/105th-congress/house-bill/4655.
[33] https://web.archive.org/web/20180926184653/http://www.presidency.ucsb.edu/ws/?pid=55205.
[34] George W. Bush, Decision points, Crown Publishing Group, Νέα Υόρκη, 2010, σ. 221.
[35] Υπολογίζεται ότι 6,4 τρις δολάρια δαπανήθηκαν για όλες τις επιχειρήσεις σε 80 χώρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού διοχετεύθηκε σε πέντε εταιρείες παροχής αμυντικών υπηρεσιών. Hu Yuwei και Lu Yameng, “Black money behind war: How the US military-industrial complex has thrived after attacks in Middle East”, Global Times, 9 Σεπτεμβρίου 2021, https://www.globaltimes.cn/page/202109/1233772.shtml. και Costs of war, Watson Institute of International & Public Affairs, Brown University, https://watson.brown.edu/costsofwar/figures/2021/ProfitsOfWar.
[36] Zbigniew Brzezinski, Η δεύτερη ευκαιρία. Τρεις πρόεδροι και η κρίση της αμερικανικής υπερδύναμης, ό.π., σ. 155.
[37] Ο Αμερικανός πρόεδρος καυτηρίασε τη στάση της συγκεκριμένης ομάδας συμφερόντων και χαρακτήρισε την εισβολή στο Ιράκ ως «τη χειρότερη απόφαση που πάρθηκε ποτέ» σε ομιλία για τους δωρητές του στη Φλόριντα (3.3.2018). Hal Brands, “Blundering into Baghdad. The right-and wrong- lessons of the Iraq war”, Foreign Affairs, 28 Φεβρουαρίου 2023, https://www.foreignaffairs.com/reviews/iraq-war-lessons-blundering-into-baghdad-hal-brands.
[38] By Derek, “Resolving door profiteering after the Iraq war”, LittleSis, 16 Μαρτίου 2023, https://littlesis.org/oligrapher/8400/embedded.
[39] Αναφορικά με την ισραηλινή ανάμειξη στον πόλεμο ξεχωρίζουν ιδιαίτερα οι απόψεις δύο διακεκριμένων ακαδημαϊκών στο βιβλίο John Mearsheimer και Stephen Walt, Το ισραηλινό λόμπι και η πολιτική των ΗΠΑ, Εκδόσεις Θύραθεν, Αθήνα 2006.
[40] Stephen Zunes, “Don’t blame the Iraq debacle on the Israel”, Foreign Policy in Focus, 29 Μαρτίου 2013, https://fpif.org/dont_blame_the_iraq_debacle_on_the_israel_lobby/.
[41] Raymond Hinnebusch,” The American invasion of Iraq: Causes and consequences”, ο.π., σ. 16.
[42] To Project for a New American Century ήταν μια νεοσυντηρητική δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσιγκτον, που εστίαζε στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Ιδρύθηκε ως μη κερδοσκοπικός εκπαιδευτικός οργανισμός το 1997. Δηλωμένος στόχος του ήταν «να προωθήσει την αμερικανική παγκόσμια ηγεσία», που «είναι καλή τόσο για την Αμερική όσο και για τον κόσμο» στη βάση της πολιτικής του Ρόναλντ Ρέιγκαν που είχε ως πυλώνες τη στρατιωτική δύναμη και την ηθική σαφήνεια. Είχε πρωτοστατήσει στην πολιτική για την αλλαγή του ιρακινού καθεστώτος, παρακάμπτοντας τον ΟΗΕ και πιέζοντας το Κογκρέσο να δράσει, δρομολογώντας την ψήφιση του Νόμου για την Απελευθέρωση του Ιράκ το 1998. Από τα 25 άτομα που υπέγραψαν την ιδρυτική δήλωση αρχών του PNAC, 10 υπηρέτησαν ως υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους με προεξέχοντες τους Ντικ Τσέινι, Ντόναλντ Ράμσφελντ και Πολ Γούλφοβιτς.
[43] Donald Kagan, Gary Schmitt και Thomas Donnelly, Rebuilding America’s Defenses: Strategy, Forces and Recourses for a New America, The Project for the New American Century, Ουάσιγκτον, Σεπτέμβριος 2000, https://www.scribd.com/doc/9651/Rebuilding-Americas-Defenses-PNAC.
[44] Πρόκειται για το Προσχέδιο Καθοδήγησης Αμυντικού Σχεδιασμού του 1992 (Draft Defence Guidance Plan of 1992) που δημιουργήθηκε από στελέχη του Υπουργείου Άμυνας, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο Πωλ Γούλφοβιτς. Θεωρείται ευρέως ως μια πρώιμη διατύπωση της ατζέντας των νεοσυντηρητικών μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, που εκθέτει σειρά από οικονομικούς και στρατιωτικούς στόχους ώστε να εξασφαλιστεί ένα παγκόσμιο μονοπολικό σύστημα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Παρόλο που είχε τύχει ευρείας εξέτασης εκείνη την εποχή, πολλές από τις ιδέες που προτείνονται στο έγγραφο βρήκαν τελικά πρόσφορο έδαφος στον απόηχο των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και στην έναρξη του «Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας».
*Διεθνολόγος με ειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική amynanet.gr
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com