Τα LCS ήταν τα λάθος πλοία στην λάθος στιγμή για τους Αμερικάνους.
Γιατί το USN παροπλίζει τα LCS;
Τα LCS για το ΠΝ μας, μπορούν να γίνουν τα αναγκαία πλοία στην κατάλληλη στιγμή.
Τι λένε οι Αμερικάνοι
Η Επιτροπή Ενόπλων Υπηρεσιών της Αμερικανικής Βουλής (House Armed Services Committee (HASC))συμφωνεί τελικά (για την ώρα) να επιτρέψει στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ να παροπλίσει σταδιακά όλα τα πλοία κλάσης LCS για «αναποτελεσματικές επιδόσεις μάχης» και «μη επιβίωση».
Συνυπολογίστε:
1. χρεώσεις λογιστικής διαφθοράς σε στελέχη ναυπηγείων,
2. αποτυχημένες μονάδες αποστολής (mission module packages(MMP)),
3. κανένα ουσιαστικό ρόλο ή σκοπό στο Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ,
4. μηχανολογικά και μηχανικά σφάλματα που συνεχίστηκαν σε όλη την διάρκεια του προγράμματος,
5. αδυναμία μάχης σε απόσταση (έλλειψη όπλων μεγάλου βεληνεκούς),
6. αδυναμία επιβίωσης από θύματα μετά από πλήγμα (μειωμένη επάνδρωση),
7. αδυναμία συντήρησης και λειτουργίας συστημάτων στη θάλασσα (μειωμένη επάνδρωση) κλπ.
Το μόνο πράγμα στο οποίο πέτυχε το LCS ήταν να κρατήσει τα μέλη του HASC στο γραφείο και να κάνει τους επενδυτές της Marinette Marine Shipyards, στο Marinette Wisconsin και Austal USA, στο Mobile Alabama πιο πλούσιους.
Συμπερασματικά, και οι δύο εκδόσεις LCS Freedom και Independence παρέμειναν για αρκετό καιρό «λειτουργικά ακατάλληλες λόγω της χαμηλής αξιοπιστίας και διαθεσιμότητας που προκαλούνταν από αστοχίες πρόωσης λόγω μηχανολογικών προβλημάτων».
Η επιβιωσιμότητα των LCS «αμφισβητήθηκε σε ένα εχθρικό περιβάλλον έναντι επιλεγμένων τύπων απειλής», ενώ η βιωσιμότητα για λειτουργίες σε περιβάλλοντα ποικίλων απειλών ήταν απλά «άγνωστη».
Υπήρχαν «ανησυχίες» σχετικά με τη δυνατότητα επιβίωσης, τον οπλισμό της κλάσης και το κατά πόσο θα ήταν σε θέση να εκτελέσει αποτελεσματικά την καθορισμένη αποστολή του.
Τα LCS θα παρέμεναν «σε κίνδυνο» να μην είναι σε θέση να επιχειρήσουν στο προβλεπόμενο περιβάλλον σχεδίασής τους και να εξαρτώνται (σε καταστάσεις μάχης) από την προστασία που θα τους παρείχαν πολεμικά πλοία πολλαπλών αποστολών.
Τι λέμε εμείς
Τα LCS σχεδιάστηκαν να λειτουργούν:
1. κάτω από την ομπρέλα προστασίας πλοίων πολλαπλών λειτουργιών (Arleigh Burke) σε περιοχές κοντά σε ακτές, περιορισμένα ύδατα και σε νησιωτικά περιβάλλοντα
2. με την φιλοσοφία των πακέτων αποστολών για τρείς περιπτώσεις ώστε να ελαχιστοποιηθεί το κόστος κατασκευής τους (υπολόγιζαν για 220 με 250 εκατ. δολάρια ανά πλοίο). Την περίπτωση πακέτου πολέμου επιφανείας κοντινών αποστάσεων (έως 20 μίλια περίπου), την περίπτωση πακέτου ανθυποβρυχιακού πολέμου για αβαθή ύδατα (έως 150 μέτρα) και την περίπτωση πακέτου αντιναρκικού πολέμου
3. έχοντας ως βασικό πλεονέκτημα την άμεση επέμβαση και την ευκινησία με την επίτευξη υψηλής ταχύτητας και πρόσβασης σε περιορισμένα ύδατα, παρέχοντας έτσι κάλυψη και προστασία από ασύμμετρες απειλές, στα μεγαλύτερα πλοία του στόλου όταν χρειαζόταν να διέλθουν κοντά από ακτές ή περιορισμένα ύδατα
4. με μόνιμο ολιγομελές πλήρωμα 50 ατόμων συν 20 (ειδικών των πακέτων MMP και πληρώματος ελικοπτέρου)
5. και τέλος, με την φιλοσοφία ότι το πλήρωμα είναι μόνο χειριστές (κάτι σαν τους πιλότους των αεροσκαφών) και την συντήρηση θα την αναλάβαιναν εξωτερικά συνεργεία εργολάβων, μετά την συμπλήρωση των προβλεπόμενων ωρών λειτουργίας. Υπήρξε ιδιαίτερη μέριμνα ώστε οι ώρες λειτουργίας συντήρησης και επισκευής των διαφόρων συστημάτων και μηχανημάτων να συντονίζονταν χρονικά έτσι ώστε στις προγραμματισμένες ακινησίες των πλοίων, να γίνονταν η πληρέστερη δυνατή συντήρηση.
Τα πράματα όμως ξεκίνησαν στραβά για τα LCS από την αρχή και συνέχιζαν ακόμα πιο στραβά.
Με την παρουσίαση της ιδέας των πλοίων αυτών, οι αρμόδιοι χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα. Αυτών που ήταν υπερ και αυτών που ήταν κατά. Όταν ξεπεράστηκε το πρόβλημα αυτό και συνθηκολόγησαν αυτοί που ήταν κατά, εμφανίστηκε το θέμα με τον ανάδοχο. Το 2004, η Lockheed Martin, η General Dynamics και η Raytheon υποβάλανε τις σχεδιαστικές τους προτάσεις. Για να μείνουν «χαρούμενοι» οι περισσότεροι, αποφασίστηκε να προχωρήσουν με τις τελείως διαφορετικές σχεδιάσεις των δύο πρώτων εταιρειών.
Με την έναρξη των μηχανολογικών προβλημάτων στα πλοία, άρχισε η γκρίνια «αυτών που ήταν κατά» και είχαν συνθηκολογήσει με την ιδέα των πλοίων αυτών. Θυμήθηκαν τότε ότι τα πλοία αυτά δεν κάνουν για ένα Blue Water Navy (ωκεάνιο ναυτικό) και πολλά πολλά άλλα.
Συνοπτικά, οι Αμερικανοί αντιλήφθηκαν εκ των υστέρων ότι:
1. Τα πλοία έχουν πρόβλημα επιβιωσημότητας σε περιοχές του Ειρηνικού στο μοντέρνο ναυτικό πόλεμο λόγω περιορισμένων πολεμικών ικανοτήτων.
2. Δεν ήταν αυτό που πραγματικά χρειαζόντουσαν. Θέλανε να είχαν τα πλοία αντικαταστάτες των FFG Perry class για αυτό το λόγο προχωρήσαν άμεσα στην κατασκευή των FFG Constellation class.
3. Είχανε δώσει προτεραιότητα στην ταχύτητα και όχι στην επιβιωσημότητα.
4. Ελαχιστοποίησαν υπερβολικά το πλήρωμα στους άκρως απαραίτητους χρησιμοποιώντας πολλούς αυτοματισμούς. Έτσι, σε περίπτωση τραυματισμού ή απώλειας τμήματος του πληρώματος ή βλάβης, θα είχαν προβλήματα λειτουργίας, άκρως απαραίτητης συντήρησης και εν γένει επιβιωσημότητας.
5. Σε περιοχή Blue Water (ανοιχτός ωκεανός) το πλοίο δεν είναι ικανό να πολεμήσει από μόνο του.
6. Σε περιοχή Blue Water δεν έχει να προσφέρει κάτι στον υπόλοιπο στόλο αφού δεν έχει όπλα μεγάλου βεληνεκούς. Άρα δεν έχει θέση και σκοπό σε ναυτικό Blue Water.
7. Η εναλλαγή των πακέτων αποστολών MMP, δεν ήταν τόσο πρακτική και χρονικά σύντομη.
8. Το MMP επιφανείας δεν έχει όπλα μακρού πλήγματος, το MMP ανθυποβρυχιακού πολέμου δεν δούλεψε ποτέ, ενώ το MMP του αντιναρκικού πολέμου βγήκε με καθυστέρηση 8 ετών και περιορίστηκε μόνο στον εντοπισμό ναρκών.
9. Σε άλλα ναυτικά των Green Water (κλειστών ή νησιωτικών θαλασσών) τα πλοία αυτά, με το MMP επιφανείας, θα ήταν πολύ πιο χρήσιμα, έως πολύτιμα, ως κορβέτες ειδικών επιχειρήσεων και υποστήριξης ακτών.
10. Λόγω του συνεχούς ανταγωνισμού των δύο εταιρειών που πήραν το έργο κατασκευής τους και των συνεπακόλουθων υπερτιμολογήσεων (λόγω πρόσθετων αυτοματισμών προς περιορισμό της επάνδρωσης), το κόστος κατασκευής εκτινάχθηκε στα 500 με 550 εκατ. δολάρια ανά πλοίο.
11. Το κόστος συντήρησης από εξωτερικούς εργολάβους (αφού θέλανε τα πληρώματα μόνο ως χειριστές) εκτινάχθηκε όπως επίσης και οι χρονοκαθυστερήσεις ολοκλήρωσης των συντηρήσεων από κάθε είδος εργολάβους που μειοδότησαν.
Ο βασικός όμως λόγος που έστρεψε τους Αμερικανούς να σκεφτούν ότι έφτιαξαν το λάθος πλοίο στην λάθος στιγμή ήταν ο ανταγωνισμός ναυπηγήσεων πολεμικών πλοίων ανάμεσα στις τρείς υπερδυνάμεις: Κίνα, Ρωσία και ΗΠΑ. Την ίδια χρονική περίοδο τα ναυτικά των ανταγωνιστών μεγάλωναν με σύγχρονες δοκιμασμένης τεχνολογίας μονάδες που κάλυπταν πολλαπλούς σκοπούς και όχι μόνο τα ρηχά περιορισμένα ύδατα και με πληρώματα που είχαν παραδοσιακά το πλήρη έλεγχο των πλοίων τους.
Συμπερασματικά
Τα LCS ήταν τα λάθος πλοία στην λάθος στιγμή για τους Αμερικάνους.
Είναι στο χέρι το ΠΝ μας (και όλων των αρμοδίων) αυτά τα πλοία, για τα οποία υπάρχει τόση συσσωρευμένη εμπειρία (τώρα πια), που έχουν ξεπεραστεί όλα τα νηπιακά τους μηχανολογικά προβλήματα, να γίνουν στα χέρια του ΠΝ μας τα κατάλληλα μέσα που θα βοηθήσουν το έργο του. Τα LCS για το ΠΝ μας μπορούν να γίνουν τα αναγκαία πλοία στην κατάλληλη στιγμή.
Τα καλύτερα, τα καταλληλότερα, τα ακριβότερα, τα γαλλικά ή τα ιταλικά ή τα ελληνικά, έρχονται. Απλά δεν ξέρουμε πότε έρχονται, και το ΠΝ μας, τα LCS τα χρειάζεται από εχθές.
Πηγή: i-epikaira.blogspot.com