Το μικρό ποσοστό των μουσουλμάνων στο νομό Έβρου (περίπου 5% του συνολικού πληθυσμού) καθιστά τον ακριτικό αυτό νομό ανάχωμα για τις τουρκικές επιδιώξεις στη Θράκη. Η Άγκυρα επιδιώκει τη σταδιακή αποσταθεροποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την έγερση θέματος αυτονομίας, όταν –όπως ελπίζουν οι Τούρκοι– θα αντιστραφεί η σημερινή σύνθεση του πληθυσμού και το μουσουλμανικό στοιχείο θα μετατραπεί σε πλειοψηφία.
Η έλλειψη εδαφικής συνέχειας μεταξύ της Τουρκίας και των ελληνικών περιοχών στις οποίες υπάρχουν συμπαγείς μειονοτικοί πληθυσμοί, όμως, αποτελεί στρατηγικό μειονέκτημα για την επεκτατική πολιτική της Άγκυρας. Το ολιγάριθμο μουσουλμανικό στοιχείο του νομού Έβρου αποτελείται στην πλειοψηφία του από Ρομά, οι οποίοι κινούνται αποκλειστικά στο χώρο της παραοικονομίας, χωρίς να υφίστανται κανένα έλεγχο.
Οι περισσότεροι κατοικούν στο χωριό Άβαντος (έξω από την Αλεξανδρούπολη), στο Διδυμότειχο και λιγότεροι στην Ορεστιάδα και στο χωριό Αγριάνη, που απέχει τέσσερα μόνο χλμ από τα σύνορα με την Τουρκία. Πολλοί Ρομά, αναζητώντας εργασία, έχουν εγκατασταθεί στην Αττική, αλλά συνεχίζουν να είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του νομού Έβρου. Στην Αττική δημιούργησαν νέα γκέτο, γεγονός που δυσκολεύει την ενσωμάτωσή τους στον τεράστιο κοινωνικό ιστό της ευρύτερης πρωτεύουσας.
Μία δεύτερη κατηγορία είναι οι Πομάκοι, που έχουν μετακινηθεί από τα βορειοανατολικά του νομού Ροδόπης προς τα ανατολικά. Τα χωριά Μεγάλο Δέρειο, Ρούσσα, Μικρό Δέρειο και Σιδηρώ, που βρίσκονται στην καρδιά του νομού Έβρου και ελέγχουν μία μεγάλη αραιοκατοικημένη ορεινή περιοχή, σήμερα έχουν εποικισθεί από 2.000 περίπου Πομάκους της Ροδόπης, που ασχολούνται με την κτηνοτροφία και την ξύλευση του δάσους. Τέλος, μία τρίτη κατηγορία μουσουλμάνων είναι οι τουρκογενείς που κατοικούν στη νοτιοδυτική παραθαλάσσια περιοχή του νομού Έβρου, γύρω από την κωμόπολη της Μάκρης, όπου διαθέτουν και μεγάλες ιδιοκτησίες.
Πομάκοι και Τουρκία
Οι Πομάκοι, που κατοικούν στην οροσειρά της Ροδόπης, είναι θρακική φυλή. Στην Ελλάδα κατοικεί ένα σχετικά μικρό ποσοστό. Στη μεγάλη πλειονότητά τους κατοικούν στην Βουλγαρία. Το προφορικό γλωσσικό τους ιδίωμα δεν έχει σχέση με τα τουρκικά, ενώ μοιάζει αρκετά με τα βουλγαρικά. Εξισλαμίσθηκαν τους τελευταίους αιώνες, αλλά από τότε είναι πολύ πιστοί μουσουλμάνοι, αν και διατηρούν κάποια κατάλοιπα των παλαιών χριστιανικών εθίμων τους.
Οι σχέσεις Τούρκων-Πομάκων ιστορικά ήταν προβληματικές, γιατί οι Τούρκοι τους θεωρούσαν κατώτερους και τους υποτιμούσαν. Η στροφή των Πομάκων προς την Τουρκία οφείλεται κατά κύριο λόγο στη θρησκεία τους. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο βίαιος εκχριστιανισμός, που επιχείρησαν το 1913 οι Βούλγαροι, όταν κατέλαβαν τη Θράκη. Επικαλούμενοι τη συγγένεια του πομάκικου γλωσσικού ιδιώματος με τη βουλγαρική γλώσσα, τους χαρακτήρισαν βουλγαρικής καταγωγής και τους βάφτισαν με τη βία στα ποτάμια. Από τότε, οι Πομάκοι περιφρονούν τη γλώσσα τους, γιατί την έχουν συνδέσει μ’ αυτή την τραυματική εμπειρία.
Το ελληνικό κράτος διέπραξε ολέθρια σφάλματα στην αντιμετώπιση των Πομάκων. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Αθήνα –υποτασσόμενη στη νατοϊκή πολιτική σκοπιμότητα για δημιουργία μίας σφήνας στο μαλακό υπογάστριο της τότε κομμουνιστικής Βουλγαρίας, όπως έχουμε ήδη πει– συνέβαλε ενεργά στον εκτουρκισμό των Πομάκων. Αλλά και μετά το 1974, το ελληνικό κράτος δεν έκανε διάκριση μεταξύ Τούρκων και Πομάκων, με αποτέλεσμα να εξωθήσει περαιτέρω τους Πομάκους στην αγκαλιά της Τουρκίας.
Η πραγματικότητα είναι ότι η πλειονότητα των Πομάκων σήμερα δηλώνουν Τούρκοι με το φανατισμό αυτών που κατά βάθος γνωρίζουν ότι η επίκληση αυτής της εθνικής ταυτότητας αμφισβητείται βασίμως. Έχοντας, όμως, ανάγκη από μία ισχυρή εθνική ταυτότητα, καταφεύγουν στην τουρκική. Η βουλγαρική εθνική ταυτότητα τους ήταν μισητή, ενώ η Ελλάδα, με την πολιτική της, δεν τους προσέφερε ζωτικό χώρο να αναπτύξουν την δική τους ταυτότητα.
Έχει προχωρήσει σημαντικά κι ο εκτουρκισμός των Ρομά, αλλά τόσο οι Τούρκοι όσο και οι Πομάκοι συνεχίζουν να τους υποτιμούν και να αποφεύγουν τις κοινωνικές σχέσεις μαζί τους. Γι’ αυτό και δεν έχουμε ούτε ροή Ρομά προς την Τουρκία, ούτε μικτούς γάμους. Ο αυτονομιστής Αχμέτ Σαδίκ ήταν ο πρώτος, που κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να σπάσει αυτό το κλίμα κοινωνικής απομόνωσης και να ενσωματώσει τους Ρομά στη μειονότητα και να τους εκτουρκίσει, δηλώνοντας ότι οι Ρομά είναι «αδέλφια» και «Τούρκοι».
Η φυγή του χριστιανικού πληθυσμού
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος ρυθμός δημογραφικής αύξησης του μουσουλμανικού στοιχείου είναι αρκετά υψηλότερος από τον αντίστοιχο των χριστιανών, αν και η αστικοποίηση τείνει να τον μειώσει. Λόγω του υψηλότερου ρυθμού δημογραφικής αύξησης, παρά τις διαρροές προς την Τουρκία, το ποσοστό των μουσουλμάνων στο σύνολο του πληθυσμού της Θράκης έχει αυξηθεί. Στο νομό Ξάνθης, η μειονότητα υπερβαίνει αισθητά το 40%, ενώ στο νομό Ροδόπης υπερβαίνει το 50%. Στο νομό Έβρου κινείται περίπου στο 5%. Ας σημειωθεί ότι ένα μεγάλο ποσοστό του χριστιανικού πληθυσμού είχε ήδη φύγει για τα αστικά κέντρα και τη Γερμανία, όπου είχαν μεταναστεύσει και αρκετοί μουσουλμάνοι.
Ο νομός Έβρου προσφερόταν για εγκατάσταση Ποντίων από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Κατ’ αντιπαράθεση αναφέρουμε ότι στην ακραιφνώς χριστιανική περιοχή της Σταυρούπολης, στα βορειοδυτικά του νομού Ξάνθης, πολλοί κάτοικοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους, λόγω των αυστηρών απαγορεύσεων του δασαρχείου, που δεν τους άφηνε περιθώρια επιβίωσης από την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια του δάσους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αδελφοί Γκαϊτατζή, οι τελευταίοι κτηνοτρόφοι στο χωριό Λυκοδρόμιο, που αναγκάσθηκαν να πουλήσουν τα 250 πρόβατά τους και να μεταναστεύσουν στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όπως πολλοί άλλοι συμπατριώτες τους πριν από αυτούς.
Η μετακίνηση μουσουλμάνων προς το νομό Έβρου, παρότι δεν έχει πάρει διαστάσεις μεγάλου ρεύματος, αποτελεί στόχο της Άγκυρας. Το τουρκικό προξενείο προτρέπει μουσουλμάνους να εγκατασταθούν σε περιοχές με ιδιαίτερη πολιτική ή στρατηγική σημασία. Πολιτικές επιπτώσεις έχει και η εγκατάσταση Πομάκων από την ορεινή ζώνη στην περίμετρο της Κομοτηνής, σε αυθαίρετους οικισμούς. Από την αρχή πίεζαν και χιλιάδες έχουν καταφέρει να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους του δήμου Κομοτηνής, ανατρέποντας μ’ αυτόν τον τρόπο ισορροπίες και στο εκλογικό επίπεδο.