Είναι προφανές ότι έχει ήδη στηθεί το πλαίσιο για την έναρξη ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης, η οποία θα “μπει στα πολύ βαθιά”. Το πρόσφατο ρεπορτάζ της “Εστίας” έφερε στο προσκήνιο τις πληροφορίες που κυκλοφορούσαν και οι οποίες ουσιαστικά αναφέρονται σε διπλωματικές φόρμουλες που υπάρχουν στο ράφι των ελληνοτουρκικών εδώ και δεκαετίες. Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθώ με τη μερική αποστρατιωτικοποίηση, αφήνοντας για επόμενο άρθρο τα υπόλοιπα (σύμφωνο μη επίθεσης, οριοθέτηση ΑΟΖ και χωρικά ύδατα).
Είναι γνωστό ότι η Άγκυρα έχει εδώ και πολλά χρόνια μετατρέψει την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου σε αιχμή του διπλωματικού της δόρατος.
Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να δηλώσει επισήμως πως εάν τα νησιά δεν αποστρατιωτικοποιηθούν, η Τουρκία θα αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία επ’ αυτών. Και δεν αναφέρεται στις νησίδες που η ίδια αποκαλεί “γκρίζες ζώνες”, αλλά τα μεγάλα νησιά που αναφέρονται ονομαστικά στις συνθήκες της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947).Μετά την κρίση στα Ίμια (1996), οι Αμερικανοί είχαν ρίξει στο τραπέζι την πρόταση η Ελλάδα να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αφήνοντας εκεί μόνο τις δυνάμεις που προβλέπουν οι Συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων. Σε αντάλλαγμα, οι Τούρκοι θα απέσυραν τη Στρατιά του Αιγαίου στο εσωτερικό και τον αποβατικό στόλο τους από τα μικρασιατικά παράλια. Σ’ αυτό πάντα έπαιζε να προστεθεί και ένα δεύτερο “τυράκι”, η υπογραφή Συμφώνου μη Επίθεσης. Όλα αυτά επανέρχονται τώρα στο τραπέζι.
Αν και τότε οι γνωστοί κύκλοι στην Αθήνα συζητούσαν με διάθεση να αποδεχθούν αυτή την πρόταση, η παγίδα ήταν πολύ προφανής. Δεν χρειάζονται στρατιωτικές γνώσεις για να δούμε ότι σε περίπτωση κρίσης οι τουρκικές χερσαίες δυνάμεις και ο αποβατικός στόλος θα μπορούσαν να επιστρέψουν σε 24 ώρες, ή έστω ελάχιστες ημέρες, απέναντι από τα ελληνικά νησιά, ενώ ο επανεξοπλισμός των νησιών θα απαιτούσε μήνες, εάν ποτέ καθίστατο εφικτός. Μπορούμε να προβλέψουμε με ασφάλεια πως θα έσπευδαν να χαρακτηρίσουν τον επανεξοπλισμό των νησιών casus belli.
Υφαλοκρηπίδα και Ίμια στη Χάγη
Τότε, η κυβέρνηση Σημίτη είχε προτείνει την παραπομπή στη Χάγη της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και της κυριαρχίας των Ιμίων. Για να διευκολύνει την υιοθέτηση της πρότασης από τους Τούρκους, μάλιστα, η Αθήνα είχε απελευθερώσει το χρηματοδοτικό πρωτόκολλο της ΕΕ προς την Τουρκία, που μέχρι τότε μπλόκαρε. Οι Τούρκοι, όμως, είχαν στόχο να παραπεμφθεί στη Χάγη η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών.
Ήθελαν να εκμεταλλευθούν την ασθενή νομική θέση της Ελλάδας για το ζήτημα, προκειμένου να θέσουν τα νησιά σε καθεστώς ομηρίας και κατ’ επέκταση να μπορούν να εκβιάζουν την Αθήνα. Αν η αποστρατιωτικοποίηση πήγαινε πακέτο με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η Άγκυρα εκτιμούσε (όχι αβάσιμα) πως μάλλον θα έχανε το έλασσον (υφαλοκρηπίδα) και θα κέρδιζε το μείζον, δηλαδή την αποστρατιωτικοποίηση.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαία μία παρένθεση. Η Συνθήκη της Λωζάνης προβλέπει ότι στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου μπορούν να υπάρχουν μόνο δυνάμεις από ντόπιους στρατεύσιμους. Η δε Συνθήκη των Παρισίων προβλέπει για τα Δωδεκάνησα την ύπαρξη δυνάμεων εσωτερικής ασφαλείας, όχι στρατού. Οι δεσμεύσεις αυτές είχαν επιβληθεί, επειδή οι Τούρκοι είχαν υποστηρίξει ότι τα νησιά μπορεί να χρησιμοποιηθούν από την Ελλάδα ως βάση εισβολής στη Μικρά Ασία. Σήμερα ο ισχυρισμός αυτός προκαλεί μόνο γέλια.
Όχι δικαιοδοσία για κυριαρχία και άμυνα
Μέχρι το 1974, τα νησιά ήταν αποστρατιωτικοποιημένα. Μετά το 1974 η τουρκική απειλή κατέστη συγκεκριμένη όχι μόνο λόγω της εισβολής στην Κύπρο, αλλά και λόγω του ότι το 1975 συστάθηκε η στρατιά του Αιγαίου με ισχυρό αποβατικό στόλο και με ξεκάθαρο στόχο τα ελληνικά νησιά. Έτσι, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να τα οχυρώσει. Νομικά στηρίζεται στο άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, που υπερισχύει των συνθηκών και ο οποίος προβλέπει το δικαίωμα κάθε κράτους στην άμυνα.
Η ελληνική πλευρά δεν έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο δικαιοδοσία για θέματα κυριαρχίας και άμυνας. Πολιτικά, όμως, είχε βρεθεί σε μειονεκτική θέση, επειδή η Αθήνα έχει αναγάγει τη Χάγη σε κεντρικό διπλωματικό εργαλείο επίλυσης των ελληνοτουρκικών. Αυτό είχε φανεί από όταν οι Αμερικανοί στη δεκαετία του 1990 είχαν υιοθετήσει την τουρκική απαίτηση και πίεζαν τον τότε υπουργό Εξωτερικών Πάγκαλο να αναγνωρίσει στη Χάγη και δικαιοδοσία για θέματα άμυνας, ή να αρχίσει μία συνολική διαπραγμάτευση για το Αιγαίο. Όταν ο Πάγκαλος είχε αρνηθεί, η Ουάσιγκτον είχε ζητήσει και επισήμως να παραπεμφθούν στη Χάγη όλες οι «εδαφικές διαφορές»!
Δικαιολογημένα ο τότε Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ είχε δηλώσει ότι εκείνη «η ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ πλησιάζει τις τουρκικές θέσεις», προσθέτοντας ότι γι’ αυτό και είχε προκαλέσει σοκ στην Αθήνα. Κι όμως, η εξέλιξη εκείνη δεν ήταν έκπληξη. Από την άνοιξη του 1996 και επανειλημμένως είχα γράψει στην “Καθημερινή” και στον “Επενδυτή” ότι η Ουάσιγκτον θα προωθούσε τη φόρμουλα του πακέτου, δηλαδή την παραπομπή στη Χάγη αθροιστικά όλων των θεμάτων που θα έθετε η μία και η άλλη πλευρά (άρα και “γκρίζες ζώνες” και αποστρατιωτικοποίηση), μετατρέποντας τη Χάγη σε μπούμεραγκ για την ελληνική διπλωματία.
Μερική αποστρατιωτικοποίηση
Μπορεί και σήμερα οι Τούρκοι να απαιτούν αποστρατιωτικοποίηση, αλλά γνωρίζουν ότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να αφοπλίσει τα νησιά. Γιατί το θέτουν τότε; Το θέτουν όχι τόσο για να πάρουν κάποιο αντάλλαγμα κάπου αλλού, όσο επειδή ελπίζουν ότι υπό το κράτος του φόβου η Αθήνα μπορεί να προβεί σε μερική αποστρατιωτικοποίηση, δηλαδή να αποσύρει σιωπηλά από τα νησιά τα λεγόμενα “επιθετικά” όπλα, τα οπλικά συστήματα που μπορούν να πλήξουν στόχους στη ζώνη των μικρασιατικών ακτών. Με άλλα λόγια την Άγκυρα δεν ενδιαφέρουν οι στρατιώτες, αλλά οι πύραυλοι.
Οι Τούρκοι θέλουν πάση θυσία να αποτρέψουν τη μετατροπή των νησιών σ’ αυτό που μπορούν να μετατραπούν: σε μία αλυσίδα βάσεων πυραυλικών συστημάτων (εδάφους-εδάφους, εδάφους-αέρος και εδάφους-θαλάσσης), τα οποία θα αποτελούν την καλύτερη αποτροπή. Κι αυτό, επειδή θα μπορούν να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό το Αιγαίο σε αέρα και θάλασσα, αλλά και να πλήξουν με ακρίβεια ζωτικούς στόχους σε μεγάλο βάθος στη δυτική Τουρκία, αν όχι και ανατολικότερα.
Αυτός είναι ο δυνητικός εφιάλτης των Τούρκων στο στρατιωτικό επίπεδο. Ακόμα κι αν σε μία σύγκρουση κατάφερναν με απόβαση να καταλάβουν ένα ή και δύο ελληνικά νησιά, το στρατιωτικό και οικονομικό κόστος που θα πλήρωναν θα ήταν πολλαπλάσιο. Με άλλα λόγια, η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική θα αποκτούσε πολύ πιο αξιόπιστη βάση από ό,τι σήμερα. Η Άγκυρα θα υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τα νταηλίκια, με τα οποία προωθεί τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδας.
Ουάσιγκτον και Βερολίνο
Εδώ ακριβώς “μπαίνουν στη σκηνή” η Ουάσιγκτον και το Βερολίνο. Μπορεί να απορρίπτουν την τουρκική αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά, αλλά προωθούν τη μερική αποστρατιωτικοποίηση. Υπενθυμίζουμε τη δήλωση του πρώην Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Πομπέο ότι «πρέπει να μειώσουμε το στρατιωτικό αποτύπωμα παντού και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε διπλωματικά μέσα, όχι στρατιωτικά».
Η δήλωση εκείνη, σε συνδυασμό με την κυβερνητική σιωπή, είχε τροφοδοτήσει σχετικά δημοσιεύματα, υποχρεώνοντας τον Αμερικανό και Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα να διαψεύσουν ότι πιέζουν για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Η αλήθεια είναι ότι πίεζαν για μερική αποστρατιωτικοποίηση, δηλαδή να δεσμευτεί πως θα αποσύρει τα “επιθετικά” όπλα και πολύ περισσότερο πως δεν θα εγκαταστήσει “έξυπνα” πυραυλικά συστήματα στα νησιά, όπως επιβάλλει στοιχειώδης στρατιωτική και πολιτική λογική, προκειμένου η ελληνική αποτρεπτική στρατηγική να καταστεί συμπαγής, αξιόπιστη και αποτελεσματική.
Αυτό το νόημα είχε η προαναφερθείσα δήλωση Πομπέο. Ακριβώς γι’ αυτό, δεν αρκεί η δήλωση Μητσοτάκη ότι δεν πρόκειται να συζητήσει θέμα αποστρατιωτικοποίησης. Η μερική αποστρατιωτικοποίηση μπορεί να γίνει σταδιακά και σιωπηλά! Η Αθήνα οφείλει να καταστήσει πάγια εθνική θέση ότι δεν πρόκειται να αναλάβει την οποιαδήποτε δέσμευση έναντι Τουρκίας, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ αναφορικά με την άμυνα και τον εξοπλισμό των νησιών, που πρακτικά σημαίνει ότι δεν πρόκειται να αποσύρει τα “επιθετικά” όπλα. Αυτό ως πρώτο βήμα, γιατί το δεύτερο και σημαντικότερο είναι να μετατρέψει τα νησιά σε “αβύθιστα πυραυλοφόρα”.
Αναρτήθηκε από τον Μιχάλη Τσολάκη