Αυτή την επέτειο εορτάζουν οι απόγονοι των προγόνων τους, τούρκοι. αντί να ντρέπονται για τη κτηνώδη ιστορία τους. Juan |
Ο Μωάμεθ προς τους στρατιώτες του…
Έχω την αίσθηση ότι είναι χρήσιμο να ασχοληθούμε και με τον λόγο που εκφώνησε ο Μωάμεθ ο Πορθητής προς τους στρατιώτες του και όχι μόνο με τον λόγο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και την απάντησή του προς τον Μωάμεθ. Χρήσιμα συμπεράσματα θα προκύψουν και για το σήμερα.
Τον λόγο του Μωάμεθ αντλούμε από το υπέροχο βιβλίο του μακαριστού Ακαδημαϊκού, π. Πρωθυπουργού και πολυγραφότατου ερευνητή και συγγραφέα Παναγιώτη Κανελόπουλου.
Διαβάζουμε λοιπόν…
Στὶς 28 Μαΐου, πλάϊ στὶς περιορισμένες πολεμικὲς ἐνέργειες καὶ τὶς μεγάλες προετοιμασίες, ἐκφωνήθηκαν καὶ δυὸ λόγοι ποὺ ἔχουν μεγάλη ἱστορικὴ σημασία. Εἶναι παλαιὰ συνήθεια ν’ ἀπευθύνονται οἱ στρατηγοὶ στὸ στρατό τους πρὶν ἀπὸ τὴ μάχη, προπάντων πρὶν ἀπὸ μιὰ μεγάλη μάχη ὅπου πρόκειται νὰ παιχθοῦν τὰ πάντα.
Τὸ λόγο τοῦ Μωάμεθ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ το ἱστορικὸ ἔργο τοῦ Κριτόβουλου. Διαβάζω καὶ στ’ ἀντίγραφα τῶν βιβλίων τοῦ Σφραντζῆ καὶ τοῦ Χαλκοκονδύλη τὸ λόγο τοῦ Μωάμεθ (ὁ Λαόνικος βάζει τὸ σουλτάνο ν’ ἀπευθύνεται μονάχα στοὺς «νεήλυδας», δηλαδὴ στοὺς Γενίτσαρους)· ὡστόσο, ὁ Κριτόβουλος, ζώντας σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τοὺς Τούρκους, πρέπει νὰ πληροφορήθηκε καλύτερα τὸ περιεχόμενο τοῦ λόγου τοῦ σουλτάνου. Ὅσο γιὰ το λόγο τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου, αὐτὸν μονάχα ὁ Σφραντζῆς ποὺ ἦταν πλάϊ του μποροῦσε νὰ μᾶς τὸν παραδώσει σωστά· καὶ τὄκαμε.
Ποιούς συγκέντρωσε ὁ Μωάμεθ γύρω του ἢ μπροστά του γιὰ νὰ τοὺς μιλήσει; Συγκέντρωσε ὅλους «τοὺς ἐν τέλει τε καὶ ἑκατόνταρχους καὶ πεντηκοντάρχους, τό τε ἄγημα τοῦ στρατοῦ καὶ τὴν περὶ αὐτὸν πᾶσαν ἴλην» (δηλαδή, ὅλους τοὺς Γενίτσαρους) «καὶ πρὸς τούτοις ναυάρχους τε καὶ τριηράρχους καὶ τὸν ἡγεμόνα τοῦ στόλου παντός». Καὶ εἶπε:
«Ἄνδρες φίλοι καὶ τοῦ παρόντος ἀγῶνος ἐμοὶ κοινωνοί, ἐγὼ ὑμᾶς ἐνθάδε ξυνεκάλεσα οὐ ῥᾳθυμίαν τινὰ καταγνοὺς ὑμῶν ἤ ἀμέλειαν ἐς τόδε τὸ ἔργον, οὐδ’ ἵνα προθυμοτέρους ἐς τὸν παρόντα ἀγῶνα ποιήσω…, ἀλλ’ ὥστε μόνον ἀναμνῆσαι, πρῶτον μὲν ὡς καὶ τὰ παρόντα ἀγαθά, ἅ ἔχετε, οὐ ῥᾳθυμοῦντες καὶ ἀμελοῦντες, ἀλλὰ καὶ σφόδρα πονοῦντες καὶ μετὰ μεγάλων ἀγώνων τε καὶ κινδύνων μεθ’ ἡμῶν ἐκτήσασθε καὶ ἆθλα τῆς ὑμῶν αὐτῶν ἀρετῆς καὶ ἀνδρίας ἔχετε μᾶλλον ἤ τύχης δῶρα· ἔπειτα δέ, ὡς καὶ τὰ νῦν τά τε προκείμενα ἆθλα διδάξαι ὑμᾶς ὅσα καὶ οἷά ἐστι, καὶ τὴν δόξαν ὁπόσην ἔχει μετὰ τοῦ κέρδους καὶ τιμήν, καὶ ἅμα ἵνα γνῶτε καλῶς ἐπὶ μεγίστοις ποιούμενον τὸν ἀγῶνα». Αὐτὲς ἦταν οἱ πρῶτες φράσεις τοῦ Μωάμεθ.
Δὲ μποροῦσε ν’ ἀρχίσει ὁ Μωάμεθ τὸ λόγο του μὲ καλύτερο τρόπο. Οἱ πρῶτες αὐτὲς φράσεις δείχνουν καθαρὰ ὅτι ὁ νεαρὸς σουλτάνος, ποὺ μόλις εἶχε ὑπερβεῖ τὴν ἡλικία τοῦ ἐφήβου, γνώριζε καλὰ τοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὶς πρῶτες φράσεις του δὲν εἶπε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος σπουδαῖος· εἶπε ὅτι οἱ ἄλλοι, ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἄκουγαν, εἶναι σπουδαῖοι· εἶπε ὅτι τοὺς ὑπενθυμίζει τὶς μεγάλες τους πράξεις, καὶ ὅτι ὅσα ἀγαθὰ κατέχουν εἶναι «ἆθλα» τῆς «ἀρετῆς» τους καὶ ὄχι τῆς «τύχης δῶρα». Καὶ πρόσθεσε ὅτι θὰ τοὺς διδάξει, δηλαδὴ θὰ τους πληροφορήσει πόσο μεγάλη εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ τιμή, ἀλλὰ καὶ πόσο μεγάλα τὰ ὑλικὰ κέρδη, πού, κυριεύοντας τὴν Κωνσταντινούπολη, θὰ ἐξασφαλίσουν. Καὶ τὰ ὀνόμασε τὰ κέρδη αὐτά:
«Πρῶτον μὲν γὰρ ὁ πλοῦτός τέ ἐστι πολὺς καὶ παντοδαπὸς ἐν τῇδε τῇ πόλει, ὁ μὲν ἐν τοῖς βασιλείοις, ὁ δὲ ἐν τοῖς οἲκοις τῶν δυνατῶν, ὁ δὲ ἐν τοῖς τῶν ἰδιωτῶν, ὁ δὲ καλλίων καὶ μείζων ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀποκείμενος ἀναθημάτων καὶ κειμηλίων παντοίων ἐκ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου κατασκευασμένων, λίθων τε τιμίων καὶ μαργάρων πολυτελῶν, ἐπίπλων τε ἄπειρόν τι χρῆμα λαμπρῶν, ἄνευ δὴ τῆς ἄλλης κατ’ οἶκον κατασκευῆς καὶ περιουσίας· ὧν ἁπάντων ὑμεῖς ἔσεσθε κύριοι· ἔπειτα ἄνδρες ἀγαθοὶ πλεῖστοί τε καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ὧν οἱ μὲν δουλεύουσιν ὑμῖν, οἱ δὲ ἐς ἀπόδοσιν ἔσονται, γυναῖκες τε πλεῖσται καὶ κάλλισται, νέαι καὶ ἀγαθαὶ τὰς ὄψεις, καὶ παρθένοι πρὸς γάμον ὡραῖαι εὐγενεῖς τε καὶ ἐξ εὐγενῶν, καὶ ἀρρένων ὀφθαλμοῖς ἔτι καὶ νῦν ἄβατοι ἔνιαι τούτων καὶ πρὸς γάμους ὁρῶσαι ἐπιφανῶν καὶ μεγάλων ἀνδρῶν, ὧ αἱ μὲν ἔσονται ὑμῖν ἐς γυναῖκας, αἱ δὲ πρὸς θεραπείαν ἀρκέσουσιν, αἱ δὲ πρὸς ἀπόδοσιν, καὶ κερδανεῖτε κατὰ πολλὰ ἔς τε ἀπόλαυσιν ὁμοῦ καὶ θεραπείαν καὶ πλοῦτον· καὶ παῖδες ὁμοίως πλεῖστοι καὶ κάλλιστοι καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ἔτι δὲ νεῶν τε κάλλη καὶ δημοσίων οἰκοδομημάτων, καὶ οἰκίαι λαμπραὶ καὶ παράδεισοι καὶ τοιαῦτα πολλὰ ἔς τε θέαν ὁμοῦ καὶ τέρψιν καὶ ἡδονὴν καὶ ἀπόλαυσιν ἱκανά. Καὶ τί δεῖ ταῦτα πάντα καταλέγοντα διατρίβειν;
Πόλιν μεγάλην καὶ πολυάνθρωπον, βασίλειόν τε τῶν πάλαι Ῥωμαίων, καὶ ἐς ἄκρον εὐδαιμονίας καὶ τύχης καὶ δόξης ἐλάσασαν, κεφαλήν τε γεγενημένην τῆς οἰκουμένης ἁπάσης δίδωμι νῦν ὑμῖν ἐς διαπραγήν τε καὶ λείαν, πλοῦτον ἄφθονον, ἄνδρας, γυναῖκας, παῖδας, πάντα τὸν ἄλλον αὐτῆς κόσμον καὶ τὴν κατασκευήν· ὧν ἁπάντων ἐμφορηθήσεσθε ὥσπερ ἐν εὐωχίᾳ λαμπρᾷ, καὶ ἐνευδαιμονήσετε τούτοις ὑμεῖς τε, καὶ τοῖς ὑμετέροις παισὶ πλοῦτον πολὺν καταλείψετε, κ α ὶ τ ο μ έ γ ι σ τ ο ν , ὅτι πόλιν τοιαύτην αἱρήσετε, ἧς τὸ κλέος πᾶσαν ἐπῆλθε τὴν οἰκουμένην· καὶ δῆλον ὅτι ἐς ὅσον ἔδραμεν ἡ ταύτης ἡγεμονία καὶ δόξα, ἐς τοσοῦτον καὶ τὸ ὑμῶν κλέος ἀφίξεται τῆς ἀνδρίας καὶ τῆς ἀρετῆς, πόλιν τοιαύτην ἑλόντων ἐκ προσβολῆς. Καὶ σκοπεῖτε τίς εὐπραξία λαμπροτέρα ἤ τίς ἡδονὴ μείζων ἤ τὶς πλούτου περιουσία καλλίων ἤ ἥ μετὰ τιμῆς καὶ δόξης προσέσται ἡμῖν;
Τὸ δὲ δὴ μεῖζον πάντων, ὅτι τὴν πόλιν ἐχθρῶς ἔχουσαν ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀεὶ ἐπιφυομένην τοῖς ἡμετέροις κακοῖς καὶ πάντα τρόπον ἐπιβουλεύουσαν τὴν ἡμετέραν ἀρχὴν καθαιρήσομεν καὶ τοῦ λοιποῦ αὐτοί τε βέβαια ἕξομεν τὰ παρόντα ἀγαθά, καὶ ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ ἀσφαλείᾳ διάξομεν, ἀπαλλαγέντες ἐχθροῦ γειτονήματος, καὶ πρὸς τὰ λοιπὰ θύραν ἀνοίξομεν».
Στὴν περικοπὴ αὐτὴ τοῦ λόγου τοῦ Μωάμεθ καθρεπτίζεται ταὐτόχρονα τὸ βάθος τῆς ἀκόλαστης ὑλοφρόνησης καὶ τὸ ὕψος τῆς ἠθικῆς φιλοδοξίας τῶν ἀνδρῶν ποὺ τὸν ἄκουγαν. Βλέποντας ὁ σουλτάνος ὅτι, τόσες ἑβδομάδες, δὲν κατάφερνε ὁ ἀναρίθμητος στρατός του νὰ κυριεύσει τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀποφάσισε τὴν ὕστατη στιγμή, δηλαδὴ πρὶν τὴν μεγάλη ἐπίθεση, ν’ ἀνέψει τὰ αἵματα τῶν ἀνδρῶν του, κηρύσσοντας ὅτι, ἄν πάρουν τὴ Βασιλεύουσα, θὰ μποροῦν τρεῖς ὁλόκληρες μέρες νὰ κάνουν ἐκεῖ μέσα ὅ,τι θέλουν («ἡμέραις τρισὶν ἡ πόλις πᾶσα ὑμῶν ἔσεται», τοὺς εἶπε σύμφωνα μὲ τὴν ἀφήγηση τοῦ Σφραντζῆ), νὰ λεηλατήσουν καὶ νὰ σκυλεύσουν τὰ πάντα, νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ ἱερὰ σκεύη τῶν ναῶν γιὰ τοὺς πιὸ ἀνίερους σκοπούς, ν’ ἀτιμάσουν γυναῖκες, παρθένες καὶ ἀγόρια, νὰ βουτήξουν τὰ πόδια τους μέσ’ στὰ ἱερώτερα πράγματα, σὰ νἄταν λάσπη καὶ ὅ,τι στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἱερό.
Ἔπρεπε νὰ συγκινηθοῦν οἱ σάρκες τῶν ἀνδρῶν του γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ συγκινηθεῖ καὶ ἡ ψυχή. Δὲν ὑπάρχει, βέβαια, ἀμφιβολία – θἄμουν Φαρισαῖος, ἄν ἔλεγα τὸ ἀντίθετο – ὅτι οἱ ἄνθρωποι (ἀκόμα καὶ οἱ Χριστινοί, ὅλοι ἐκτὸς ἀπὸ ἐλάχιστους) ἀγαποῦν τὴ σάρκα τους, ἀγαποῦν τὴν ὕλη, ποθοῦν διαρκῶς μεγαλύτερα ὑλικὰ ἀγαθά, προσδοκοῦν – ὅσο ζοῦν στὸν κόσμο – ν’ ἀμειφθοῦν γιὰ τὸ μόχθο τους μὲ τρόπο ἁπτὸ καὶ ὁρατό, καὶ ὄχι μόνον ἠθικά. Δὲ λεηλάτησαν, τάχα, τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ οἱ Φράγκοι ποὺ ἦταν Χριστιανοὶ καὶ ποὺ ἔλεγαν ὅτι σκοπός τους ἦταν νὰ λυτρώσουν τοὺς ἱεροὺς τόπους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀσεβῶν; Ὁ ταλαιπωρημένος πολεμιστὴς ζητάει, μετὰ τὴν νίκη, νὰ φάει καὶ νὰ πιεῖ, ν’ ἀρπάξει τὶς γυναῖκες ἐκείνων ποὺ νικήθηκαν, νὰ ξαπλώσει τὸ κορμί του σὲ ἀναπαυτικὸ κρεββάτι, πετώντας ἔξω τὸν ἄοπλο καὶ τρομαγμένο νοικοκύρη.
Δὲν εἶναι οἱ Τοῦρκοι οἱ πρῶτοι ποὺ λεηλάτησαν μιὰ μεγάλη καὶ ὡραία πόλη. Κι ‘ αὐτοὶ οἱ Ἕλληνες λεηλάτησαν τὴν Τροία. Ὡστόσο, θαρρῶ ὅτι δὲν ὑπάρχει προηγούμενο ἑνὸς μεγάλου ἀρχηγοῦ ποὺ νὰ μίλησε τόσο ὠμά, ὅσο ὁ Μωάμεθ. Σὰ νὰ ντράπηκε, βέβαια, ὁ ἴδιος γιὰ τὴν ὠμότητα τῶν λόγων του, πρόσθεσε ὅτι «τὸ μέγιστον» ποὺ θὰ κερδίσουν, κυριεύοντας τὴν Κωνσταντινούπολη, εἶναι ἡ τιμὴ ὅτι θἄχουν κυριεύσει τὴν πόλη, «ἧς τὸ κλέος πᾶσαν ἐπῆλθε τὴν οἰκουμένην». Καὶ πρόσθεσε καὶ κάτι ἄλλο· εἶπε ὅτι τὸ «μεῖζον πάντων» (ἄρα, «μεῖζον» καὶ τοῦ «μεγίστου») εἶναι ὅτι θὰ πάψουν ἐπιτέλους νὰ γειτονεύουν μὲ μιὰ πόλη ποὺ ὅσοι τὴν κατοικοῦν εἶν’ ἐχθροί τους, κ’ ἔτσι θὰ ζήσουν στὸ μέλλον «ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ καὶ ἀσφαλείᾳ».
Προχωρώντας στὸ λόγο του, ποὺ ἡ ἀρχιτεκτονική του διάρθρωση εἶναι ἄρτια, προσπάθησε νὰ πείσει ὁ Μωάμεθ τοὺς ἂνδρες του ὅτι τὸ τεῖχος εἶναι «ῥαδίως… ἁλωτόν» : «ἡ μὲν τάφρος πᾶσα ἐχώσθη, τὸ δὲ κατὰ γῆν τεῖχος ἐν τρισὶ μέρεσι… κατήρριπται». Ὅσο γιὰ τοὺς ἄνδρες ποὺ ὑπερασπίζονταν τὴν Κωνσταντινούπολη, γι’ αὐτοὺς εἶπε κάμποσα ποὺ ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα:
«Τὰ δὲ τῶν ἀντιτεταγμένων ἡμῖν τί χρὴ καὶ λέγειν; Ἄνδρες γάρ εἰσι πάνυ ὀλίγοι καὶ οἱ πλείονες ἄοπλοι καὶ πολέμων ἄπειροι· ὡς γὰρ ἔχω πυνθάνεσθαι τῶν αὐτομόλων, μόλις φασὶ δύο ἤ τρεῖς ἄνδρες εἶναι τοὺς ἐν τῷ πύργῳ προμαχομένους καὶ ἑτέρους τοσούτους ἐν τῷ μεταπυργίῳ ὥστε ξυμβαίνειν ἕνα ἄνδρα προπολεμεῖν τε καὶ προμάχεσθαι τριῶν ἢ τεσσάρων ἐπάλξεων… Πῶς οὖν ἐς τοσοῦτον πλῆθος ἡμῶν ἀρκέσουσιν οὗτοι; καὶ μάλιστα ἡμῶν μὲν ἐκ διαδοχῆς ἀγωνιζομένων καὶ ἀεὶ νεαρῶν ἐπιόντων ἐς τὸ ἔργον, καὶ καιρὸν ἐχόντων καὶ ὕπνον αἱρεῖσθαι καὶ σῖτα καὶ ἀναπαύειν αὐτούς, αὐτῶν δὲ ἀδιακόπως τε καὶ ἐπιτεταμένως μαχομένων ἀεὶ καὶ μηδένα καιρὸν ἐχόντων ἢ ὕπνου ἢ σιτίου ἢ ποτοῦ ἢ ἀναπαύλης… Οἱ δὲ ἐπὶ τοῦ κατερριμένου τείχους τῶν Ἰταλῶν τεταγμένοι» (στὸν τομέα τῆς πύλης τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ), «εἰ καί τῳ δοκοῦσιν ἀπόμαχοι εἶναι καὶ ἱκανοὶ τοὺς ἐπιόντας ἀμύνεσθαι, ὡς καλῶς τε ὡπλισμένοι καὶ πολέμων ἔμπειροι,…, ἀλλ’ ἐμοὶ καὶ τὰ τούτων ἄπιστα δοκεῖ πάντη καὶ σφαλερά. Πρῶτον μὲν γὰρ οὐκ ἐθελήσουσι νοῦν ἔχοντες ὑπὲρ ἀλλοτρίων ἀγαθῶν μάχεσθαι καὶ πονεῖν…, μηδὲν κερδαίνοντες αὐτοί· ἔπειτα ξύγκλυδές τέ εἰσι καὶ ἄλλοι ἄλλοθεν ξυνεληλυθόντες, ἐπὶ τὸ λαβεῖν βλέποντες μόνον καὶ ἀπελθεῖν σῶς, οὐκ ἐπὶ τὸ μαχόμενοι ἀποθανεῖν… Δείκνυται τοίνυν ἐξ ἁπάντων μεθ’ ἡμῶν εἶναι τὴν νίκην καὶ τὴν πόλιν ἡμῖν ἁλωτήν… Γίνεσθε οὖν ἄνδρες ἀγαθοὶ αὐτοί τε ὑμεῖς, καὶ τοὺς μεθ’ ὑμῶν πάντας παρακελεύεσθε ἀκολουθεῖν τε γενναίως ὑμῖν καὶ πάσῃ προθυμίᾳ καὶ σπουδῇ ἐς τὸ ἔργον κεχρῆσθαι, νομίζοντας τοῦ καλῶς πολεμεῖν τρία εἶναι τὰ αἴτια, τό τε ἐθέλειν καὶ τὸ αἰσχύνεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄρχουσι πείθεσθαι… Κἀγὼ δὲ αὐτὸς πρῶτος παρέσομαι τῷ ἔργῳ, μεθ’ ὑμῶν τε ἀγωνιζόμενος καὶ τῶν ἑκάστῳ δρωμένων θεατής».
Μετὰ τὴ γενικὴ αὐτὴ προσλαλιά, ἀπευθύνθηκε ὁ Μωάμεθ εἰδικώτερα στοὺς ἀνώτατους ἀρχηγοὺς τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ στόλου, διατυπώνοντας τὶς διαταγὲς καὶ κ’ ἐπιθυμίες του. Κ’ ἔκλεισε τὸ λόγο του, ἀποφεύγοντας τὰ μεγάλα λόγια καὶ τὶς φραστικὲς κωδωνοκρουσίες: «Ἀλλ’ ἄπιτε πρὸς τὰς σκηνὰς καὶ τὰς τάξεις ὑμῶν ἀγαθῇ τύχῃ, καὶ δειπνοποιησάμενοι ἀναπαύεσθε».
Ὁ Σφραντζῆς γράφει ὅτι, μόλις ἔκλεισε ὁ Μωάμεθ τὸ στόμα του, ἀκούστηκε (καὶ τὴν ἄκουσε κι’ ὁ ἴδιος) μιὰ φοβερὴ κραυγὴ ἀκροατῶν ἔλεγε: «ἀλλὰ ἀλλὰ· Μεεμέτη ῥεσοὺλ ἀλλά· τοῦτ’ ἔστιν ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ ὁ Μουχαμέτης ὁ προφήτης αὐτοῦ».
Στη συνέχεια παραθέτουμε μια επιτομή της ομιλίας ,σε γλώσσα απλούστερη.
«Γενναίοι άντρες καί φίλοι, σας κάλεσα όχι μόνο γιά νά σας θυμήσω γιά τούς αγώνες πού κάναμε καί τούς κινδύνους πού περάσαμε γιά νά αποκτήσουμε όλα αυτά τά αγαθά, αγώνες στούς οποίους επιδείξατε ανδρεία καί τόλμη, αλλά σας κάλεσα γιά νά σας υπενθυμήσω γιά τόν απέραντο πλούτο πού μάς περιμένει σέ αυτή τήν πόλη. Πλούτο πού βρίσκεται στό παλάτι του βασιλιά, στά μέγαρα των πλούσιων αλλά καί στίς εκκλησίες καί στά μοναστήρια. Όλα τά ιερά κειμήλια πού είναι φτιαγμένα από χρυσό καί ασήμι, όλοι οι πολύτιμοι λίθοι καί τά μαργαριτάρια, τά έπιπλα καί τά πολυτελή σπίτια θά γίνουν δικά σας.
Έπειτα ακολουθούν ακόμα ωραιότερα αγαθά. Γυναίκες ωραιότατες, παρθένες έτοιμες γιά γάμο, ευγενείς κυρίες, νεότατα αγόρια καί κορίτσια, όλα αυτά θά γίνουν δικά σας γιά νά τά γευτείτε καί νά τά απολαύσετε, ενώ όσους αιχμαλώτους πιάσετε θά τούς έχετε ή δούλους ή θά τούς πουλήσετε γιά νά κερδίσετε καί άλλα χρήματα. Καί δέν είναι μόνο αυτά. Αποκτούμε τήν ενδοξότερη πόλη των Ρωμιών, βασιλεύουσα όλης της Οικουμένης, μέ τά ωραιότερα κτίσματα πού έχουν φτιαχτεί ποτέ. Μέ αυτή τήν πόλη θά γίνουμε παντοδύναμοι καί ενδοξότεροι.
Οι αμυνόμενοι είναι ολιγάριθμοι καί άπειροι στόν πόλεμο ενώ εμείς είμαστε μεγάλο πλήθος καί οι καλύτεροι μαχητές του κόσμου. Αυτοί είναι κουρασμένοι καί άϋπνοι ενώ εμείς ξεκούραστοι καί χορτασμένοι από φαΐ καί ύπνο. Εσύ Χαμουζά μέ τόν στόλο σου θά περικυκλώσεις τά θαλάσσια τείχη καί θά βάλλεις διαρκώς από τά καταστρώματα των πλοίων, εσύ Ζαγανέ πέρασε τήν ξύλινη γέφυρα καί μέ τά πλοία νά επιτεθείς στά τείχη του Κερατίου, εσύ Καρατζά νά διαβείς τήν τάφρο καί μέ κλίμακες νά προσπαθήσετε νά ανέβετε στά τείχη, ομοίως καί εσείς Ισαάκ καί Μαχμούτ, ενώ εμείς Χαλίλ θά επιτεθούμε στήν κοιλάδα του Λύκου, στή μέση του τείχους όπου τά ρήγματα είναι πού μεγάλα.»
Προφανής είναι η διαφορά ανάμεσα στις ομιλίες των Παλαιολόγου και Μωάμεθ. Ο πρώτος προτάσσει ιδανικά την ελευθερία της πατρίδος και την Ορθοδοξία. Την υπεράσπιση των πατρογονικών εστιών ,την ιστορία και την προσφορά στον τόπο. Υπόσχεται στεφάνια στον ουρανό από τον Κύριο. Ο δεύτερος υπόσχεται πράγματα υλικά. Μόνο για το σώμα. Ηδονές και απολαύσεις γυναίκες και παιδιά. Πλιάτσικο , λεηλασίες και καταστροφές, βιασμούς και δουλεμπόριο ανθρώπων. Πρόκειται για σύγκρουση πνεύματος και ύλης.
Ο Θεός επέτρεψε να κυριευτεί η του Κωνσταντίνου Πόλις, η οποία φώλιασε στις καρδιές μας και ζεσταίνει την ελπίδα. Πάλι με χρόνους και καιρούς….
Μυργιώτης Παναγιώτης
Μαθηματικός
(Αναρτήθηκε από το Στρατηγό κ. Αθαν. Καραντζίκο)