Οι χριστιανικές γιορτές που γιορτάζουμε αυτές τις ημέρες είναι γεγονότα που ξεπερνούν τις στενές χωροχρονικές συναρτήσεις και αποσκοπούν να εντάξουν τον άνθρωπο στο μεγάλο μυστήριο της σωτηρίας. Είναι τομές μέσα στον ιστορικό χρόνο, που τον αγκαλιάζουν και τον κάνουν αιωνιότητα. Είναι μεγάλα ορόσημα, με μοναδική λυτρωτική σημασία για τον πιστό.
Έτσι ο χρόνος για τον άνθρωπο πού συμμετέχει στο γιορταστικό κύκλο της Εκκλησίας δεν είναι μία μονότονη ροή ωρών, ημερονυκτίων, εβδομάδων, μηνών και ετών, αλλά ενταγμένος στη λυτρωτική διάσταση αυτών των ήμερων του μεταφέρει το μήνυμα της εν Χριστώ αναγεννήσεως, την οποία καμία άλλη ενδοκοσμική δύναμη δεν μπορεί να προσφέρει. Σε αυτή τη λυτρωτική διάσταση μας μεταφέρει και η γιορτή των Θεοφανείων ή Επιφανειών ή Αγίων Φώτων, πού είναι η αρχαιότερη μετά το Πάσχα δεσποτική γιορτή.
Το θέμα της είναι η βάπτιση του Ιησού Χρίστου από τον Πρόδρομο στον Ιορδάνη ποταμό και η Θεοφάνεια (φωνή του Πατέρα για τον Υιό, κάθοδος του Αγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς). Η αρχή της γιορτής είναι ανάλογη με τη γιορτή των Χριστουγέννων. Την 6η Ιανουαρίου οι Εθνικοί της Αιγύπτου και Αραβίας γιόρταζαν το χειμερινό ηλιοστάσιο, το όποιο κατά τους αρχαίους υπολογισμούς συνέπιπτε με την 6η Ιανουαρίου και την αρχόμενη με την αύξηση της ημέρας νίκη του φωτός κατά του σκότους.
Στις αρχές του γ’ αιώνα πρώτοι οι αιρετικοί οπαδοί του Βασιλείδου επιχείρησαν την αντικατάσταση της ειδωλολατρικής αυτής γιορτής με τη γιορτή της βαπτίσεως του Χριστού. Λίγο αργότερα η Εκκλησία της Ανατολής καθόρισε την 6η Ιανουαρίου ως ήμερα γιορτής των Επιφανειών ή Θεοφανείων. Έτσι στην επιφάνεια των ψευδών θεών και αυτοκρατόρων η Χριστιανική Εκκλησία αντέταξε την επιφάνεια του αληθινού Θεού και Βασιλέως Χριστού, τα αληθινά Θεοφάνεια. Επίσης στη λατρεία του ηλίου, πού νικάει κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο το σκοτάδι της νύχτας, αντιπαρέθεσε τη λατρεία του αληθινού ηλίου, του Χριστού, πού κατά τον Ησαΐα ανέτειλε στον εν σκότει και σκιά θανάτου καθήμενο κόσμο.
Επί πλέον η βάπτιση του Χριστού και τα Θεοφάνεια σημαίνουν την ανάδειξη του Χριστού στον κόσμο ως Μεσσία και Λυτρωτή. Η φωνή του Πατέρα πού ακούγεται κατά τη βάπτιση του Χριστού υποδηλώνει την ενθρόνιση Του ως του μόνου και αληθινού Βασιλέως και Κυρίου της ανθρωπότητας. Η βάπτιση του Χριστού εισάγει στον κόσμο ένα νέο είδος εξουσίας, την εξουσία και δύναμη που πηγάζουν από την αγάπη και τα παθήματα χάρη των άλλων.
Η γιορτή των Θεοφανείων αποτελεί και την απαρχή τον χριστιανικού βαπτίσματος και τον αγιασμού του κόσμου. Στον Ιορδάνη ο Χριστός αγίασε τα ύδατα ώστε να γίνουν «αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων αλεξιτήριον, δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσιτον», Στους πρώτους μάλιστα χριστιανικούς αιώνες την ήμερα των Θεοφανείων γινόταν και ο φωτισμός δηλ. το βάπτισμα των κατηχουμένων, από το όποιο η γιορτή των Θεοφανείων ονομάσθηκε και γιορτή των Φώτων.
Το βαθύτερο νόημα της γιορτής των Θεοφανείων φανερώνεται σε εκείνους, πού θα λουσθούν στα νάματα τον Ιορδανού και θα καθαρίσουν με τον αγιασμό τις αισθήσεις τους από το συσκοτισμό της καθημερινότητας. Σε εκείνους πού θα προσεγγίσουν το μεγάλο μυστήριο της σωτηρίας όχι νοησιαρχικά, αλλά βιωματικά. Τότε θα δουν με έκπληξη και δέος ότι τα γεγονότα αυτών των ήμερων είναι τόσο κοντά μας και έχουν να μας δώσουν ένα μήνυμα σύγχρονο και επίκαιρο. Ένα μήνυμα ελευθερωτικό και σωστικό. Το μήνυμα του σωσμένου, του ακέραιου και αυθεντικού ανθρώπου. Ένα μήνυμα πού διαφυλάσσεται δύο χιλιάδες χρόνια τώρα στο χώρο της Εκκλησίας, πού είναι ο παρατεινόμενος στους αιώνες Χριστός και αποτελεί το χώρο της λυτρώσεως και καταφάσεως της ανθρώπινης αξίας.
Μονάχα εκεί διασώζεται η αρχέγονη κληρονομιά του άνθρωπου και ορίζεται το νόημα τον υπάρχειν μέσα στον κόσμο. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις γίνεται αντιληπτό το θεολογικό βάθος των ευχών της γιορτής των Θεοφανείων, πού είναι γεμάτες ενεστωτικές σωτηριολογικές εκφράσεις και αποτελούν ύμνο της ανακαινισμένης εν Χριστώ κτίσεως: «Σήμερον τα του Ιορδανού νάματα, μεταποιείται τη του Κυρίου παρουσία.
Σήμερον ρείθροις μυστικοίς πάσα η κτίσις αρδεύεται. Σήμερον του σκότους ελυτρώθημεν και τω φωτί της θεογνωσίας καταυγαζόμεθα. Σήμερον η αχλύς του κόσμου καθαίρεται τη επιφάνεια του Θεού ημών. Σήμερον τα άνω τοις κάτω συνεορτάζει και τα κάτω τοις άνω συνομιλεί. Σήμερον λαμπαδοφεγγεί πασά η κτίσις άνωθεν. Σήμερον η πλάνη κατήργηται και οδόν ημίν σωτηρίας εργάζεται η του Δεσπότου επέλευσις…»
Πηγή: «Όσιος Νικάνωρ» (περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Γρεβενών), τεύχος 301, Ιανουάριος 2011.