23.1.23

Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν: Πώς έγινε από «μεταρρυθμιστής»… «δικτάτορας»



Ο μακρύς δρόμος προς τον αυταρχισμό. Όσα έγιναν και όσα άλλαξαν στην Τουρκία τις δύο δεκαετίες κατά τις οποίες ο Ερντογάν είναι στην εξουσία

Νατάσα Στασινού
nstasinou@naftemporiki.gr


Ο Economist βλέπει μία ελλοχεύουσα δικτατορία και οι αρθρογράφοι της WSJ αναρωτιούνται εάν αυτή η χώρα μπορεί να ανήκει στο ΝΑΤΟ. Αυτό που βλέπουμε σήμερα στην Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν ήταν το σενάριο στο οποίο πόνταρε η Δύση πριν από δύο δεκαετίες. Πίσω στο (όχι και τόσο) μακρινό 2004, η χώρα ελάμβανε πρόσκληση για έναρξη διαπραγματεύσεων με στόχο την ένταξη στο πιο αξιοζήλευτο ίσως τότε κλαμπ δημοκρατιών, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), το οποίο βρισκόταν στην εξουσία για μόλις δύο χρόνια εκείνη την εποχή, χαιρέτισε την εξέλιξη ως επικύρωση της μουσουλμανικής δημοκρατικής κοσμοθεωρίας. Ωστόσο, μόνο λίγα χρόνια μετά από εκείνη τη θριαμβευτική στιγμή, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – ο οποίος ήταν πρωθυπουργός για 11 χρόνια πριν γίνει πρόεδρος το 2014- θα άρχιζε να απομακρύνεται από τις πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που απαιτούσε ο στόχος αυτός. Θα πέταγε το όραμα της ευρωπαϊκής προοπτικής και θα έφερνε στο προσκήνιο ένα άλλο για την ανάδειξη της Τουρκίας σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου.

Για να το πετύχει αυτό επιδόθηκε σε μία εκτεταμένη καταστολή εναντίον των εχθρών του – πραγματικών και φανταστικών- και ακολούθησε έναν ολισθηρό δρόμο προς τον αυταρχισμό. Κάπως έτσι η Τουρκία – που η Δύση πίστευε ότι θα είναι το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας για τον ισλαμικό κόσμο, θυμίζει σήμερα περισσότερο τα απολυταρχικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το όραμα της Ευρώπης 60 χρόνια πριν

Η ιστορία ξεκινά πριν από 60 χρόνια, το 1963, όταν η Τουρκία υπέγραψε συμφωνία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα με την ελπίδα να γίνει μέλος της Ευρώπης. Για τους ηγέτες της Τουρκίας εκείνη την εποχή, η προοπτική αυτή αντιπροσώπευε την εκπλήρωση των εκκοσμικευτικών και εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Η Τουρκία ήταν τότε μια χώρα που παρουσίαζε ορισμένες δημοκρατικές πρακτικές, αλλά μόλις τρία χρόνια νωρίτερα είχε βιώσει το πρώτο από τα τέσσερα πραξικοπήματα που θα έρχονταν τα επόμενα 35 χρόνια.

Παρά τη συμφωνία σύνδεσης, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας προχώρησαν με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς. Υπήρχαν εκρήξεις προόδου, αλλά οι Ευρωπαίοι παρέμεναν επιφυλακτικοί απέναντι σε μία χώρα όπου το κράτος δικαίου ήταν αδύναμο και τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονταν συστηματικά και στο οποίο η κοινωνία ήταν μουσουλμανική. Οι ηγέτες της Τουρκίας από την πλευρά τους ήταν απογοητευμένοι με αυτό που αντιλαμβάνονταν ως δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Προς τα πού κοιτάζει η Τουρκία;

Το 1996 παρόλα αυτά έγινε ένα καίριο βήμα με τη συμφωνία της Τελωνειακής Ένωσης. Ήταν μία χρονιά κατά την οποία τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό όλοι έθεταν το ερώτημα. Η Τουρκία κοιτάζει τελικά ανατολικά ή δυτικά; «Οι κοσμικοί υποπτεύονταν ότι οι θρησκευόμενοι συντηρητικοί σχεδίαζαν να δέσουν τη δημοκρατία με τον μουσουλμανικό κόσμο – στα μάτια τους μία περιοχή οπισθοδρόμησης και συνεχούς διαμάχης- ενώ συγχρόνως διέλυαν την κληρονομιά του Ατατούρκ στο εσωτερικό. Το θέαμα του πρωθυπουργού Νετζεμτίν Ερμπακάν στην Τεχεράνη προκάλεσε ανατριχίλα σε πολλούς Τούρκους, που φοβούνταν ότι η ισλαμική δημοκρατία των μουλάδων έδινε ένα παράδειγμα και μία πρόγευση του μέλλοντος» γράφει ο Ντιμίταρ Μπέτσεφ στο βιβλίο «Η Τουρκία του Ερντογάν» (Εκδόσεις Πατάκη). Οι συντηρητικοί από την άλλη «θρηνούσαν για την αποξένωση της Τουρκίας από τη Μέση Ανατολή, για την απαξίωση του οθωμανικού της παρελθόντος».

Η έλευση του AKP στο προσκήνιο


Το 2001 ήρθε η Εταιρική Σχέση Προσχώρησης. Τότε το τουρκικό κοινοβούλιο ενέκρινε πακέτα «εναρμόνισης» που επέφεραν σημαντικές αλλαγές στον ποινικό κώδικα, στους κώδικες ποινικής δικονομίας και στον αντιτρομοκρατικό νόμο. Μεταξύ άλλων καταργήθηκε η θανατική ποινή και ενισχύθηκε η ελευθερία της έκφρασης. Οι Κούρδοι μπορούσαν πια να απολαμβάνουν εκπομπές στη γλώσσα τους. Ωστόσο τα ερωτήματα για το πού κοιτάζει και πού ανήκει η Τουρκία επέμεναν. Ερχόμενο στο προσκήνιο το 2002 το AKP απάντησε: Η Τουρκία δεν χρειάζεται να διαλέξει. Το παρελθόν της οθωμανικής αυτοκρατορίας είναι πλούτος και όχι βάρος, διεκήρυξε. Η χώρα μπορούσε να προχωράει προς την ένταξη στην Ε.Ε. και ταυτόχρονα να αναπτύσσει τους εμπορικούς, αλλά και πολιτικούς δεσμούς της με Άραβες και Πέρσες. Ο Αχμέτ Νταβούτογλου το έθεσε ως εξής: «Η Τουρκία απολαμβάνει πολλαπλές περιφερειακές ταυτότητες. Ο μοναδικός συνδυασμός της ιστορίας και της γεωγραφίας μας φέρνει μαζί του μια αίσθηση ευθύνης για να συμβάλουμε στη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια».
Οι μεταρρυθμίσεις του Ερντογάν

Όταν το το 2003 το AKP ήρθε στην εξουσία προώθησε πέντε μεταρρυθμιστικά πακέτα, που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και το δικαστικό σύστημα. Στα δύο πρώτα χρόνια της διακβέρνησής του ο «μεταρρυθμιστής Ερντογάν» είχε κάμψει εν πολλοίς τις όποιες ανησυχίες για το τι σημαίνει πολιτικό ισλάμ, αλλά και φαινόταν να πείθει τους δικούς του ψηφοφόρους ότι η ένταξη στην Ευρώπη ήταν σύμφωνη με τις δικές τους αξίες.

Ό,τι κι αν καταλογίσει κανείς στον Τούρκο πρόεδρο, δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι κατά την πρώτη δεκαετία διακυβέρνησής του τριπλασίασε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας, περιόρισε σημαντικά το ποσοστό της φτώχειας και άμβλυνε τις εισοδηματικές ανισότητες. Στήριξε επίσης τις «τίγρεις της Ανατολίας», οικογενειακές επιχειρήσεις, στις οποίες έδωσε προοπτικές εξωστρέφειας και ανάπτυξης. Δεν είχε ακόμη αυτοανακηρυχθεί «εχθρός των επιτοκίων» και δεν καρατομούσε κεντρικούς τραπεζίτες. Δεν είχε ανακαλύψει τα Erdoganomics, μία συνταγή «υπερθέρμανσης» της οικονομίας με φαραωνικά έργα. Δεν πυροδοτούσε με κάθε πύρινο λόγο του βουτιά της λίρας.

Ο Ερντογάν ουσιαστικά ανταποκρίνεται πλήρως σε εκείνο το μοντέλο των «ηγετών πυγμής», που πριν αρχίσουν να φιμώνουν και να καταδιώκουν πιθανούς αντιπάλους, πριν αποφασίσουν να συγκεντρώσουν κάθε δυνατή εξουσία στα χέρια τους με σκανδαλώδεις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, φροντίζουν να κερδίσου τη στήριξη των πολιτών, αναμορφώνοντας την οικονομία και αναδιανέμοντας το εισόδημα. Μπορεί να δημιουργούν τάξεις ολιγαρχών, που τους πλαισιώνουν, αλλά δεν ξεχνούν να στηρίξουν τους μικρομεσαίους.

Εκείνη την εποχή και οι ΗΠΑ που είχαν κηρύξει τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας έβλεπαν στο πρόσωπο του Ερντογάν έναν αξιόπιστο σύμμαχο. Το AKP ήταν για τον Τζορτζ Μπους ένα μετριοπαθές ισλαμικό κόμμα, που μέχρι τα τέλη του 2002 είχε αναπτύξει χιλιάδες στρατιώτες στο Αφγανιστάν.
Το ορόσημο του 2005

«Έχουμε καταλήξει σε συμφωνία. Inshallah αναχωρούμε για το Λουξεμβούργο. Με τα λόγια αυτά ο Αμπντουλάχ Γκιουλ αναχωρούσε στις 3 Οκτωβρίου 2005 για το Λουξεμβούργο, όπου το 1997 οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν πει στον Μεσούτ Γιλμάζ «όχι ακόμη». Εκεί τα μέλη της Ε.Ε., παρά τις αρχικές αντιστάσεις της Αυστρίας, έδωσαν το πράσινο φως για διαπραγματεύσεις, που θα οδηγούσαν σε πλήρη ένταξη της Τουρκίας και όχι σε μία “ειδική σχέση” ή απλή διασύνδεση. Τότε οι περισσότεροι στην Ευρώπη πίστευαν πως είχαν την ευκαιρία να βοηθήσουν τη χώρα να εκδημοκρατιστεί πλήρως. Το κλίμα επρόκειτο να αλλάξει πολύ σύντομα. Αρκετά κράτη – μέλη, μεταξύ των οποίων και η Γαλλία, κατέστησαν σαφές πως δεν πίστευαν ότι θα μπορούσε ποτέ μία χώρα όπως η Τουρκία να καταστεί πράγματι μέλος της Ένωσης.

Και η στροφή


Όσο έχανε τη θέρμη της η σχέση με την ΕΕ τόσο επιβραδύνονταν και οι μεταρρυθμίσεις της Άγκυρας. Ο Ερντογάν όμως είχε εσωτερικές προκλήσεις να αντιμετωπίσει. Την άνοιξη του 2007 το Γενικό Επιτελείο του στρατού κατέστησε σαφές ότι δεν ήθελε τον ευνοούμενο υποψήφιο του AKP (και τότε υπουργό Εξωτερικών), Αμπντουλάχ Γκιουλ για πρόεδρο, επειδή ήταν ισλαμιστής. Ο Ερντογάν γνωρίζοντας ότι έχει τη στήριξη των πολιτών, αρνήθηκε να κάνει πίσω. Ζήτησε νέες εκλογές, τις οποίες το κόμμα του κέρδισε με 47%. Με την ανανεωμένη λαϊκή εντολή ο Ερντογάν όρισε τον Γκιουλ για τον 11ο πρόεδρο της Τουρκίας.

Τότε άρχισε όμως να διαφαίνεται και ένα άλλο πρόσωπο του Τούρκου ηγέτη. Η αστυνομία της Κωνσταντινούπολης αποκάλυψε μια υποτιθέμενη συνωμοσία για την ανατροπή της κυβέρνησης. Ήταν η υπόθεση Εργκένεκον, η οποία αιχμαλώτισε την Τουρκία από το 2007 μέχρι την έκδοση των ετυμηγοριών το 2013. Αρχικά, η έρευνα υποσχέθηκε να ξεριζώσει το «βαθύ κράτος» — ένα υποτιθέμενο δίκτυο στρατιωτικών, κατασκόπων, πολιτικών, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών, επιχειρηματιών και μαφιόζων. Έως τον Απρίλιο του 2011, πάνω από 500 άτομα συνελήφθησαν, και απαγγέλθηκαν κατηγορίες σε 300 για συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση Εργκένεκον, η οποία εμφανιζόταν να είναι /αυτή ήταν υπεύθυνη στην Τουρκία για τα τελευταία 30 χρόνια, για σχεδόν όλες τις περιπτώσεις πολιτικής βίας και πως είχαν υπό τον έλεγχο τους όλα τις παραστρατιωτικές ομάδες στην χώρα.

Λίγα χρόνια μετά την έναρξη της υπόθεσης Εργκένεκον, οι εισαγγελείς συνέχισαν την έρευνα που ονομάστηκε Sledgehammer. Δεδομένης της ιστορίας των πραξικοπημάτων της Τουρκίας, τα εικαζόμενα σχέδια φαίνονταν απολύτως εύλογα. Με τον καιρό, ωστόσο, αποκαλύφθηκε ότι σημαντικά τμήματα των αποδεικτικών στοιχείων τόσο στο Ergenekon όσο και στο Sledgehammer ήταν έωλα ή κατασκευασμένα.

Οι διώξεις αντιπάλων

Ήταν η αρχή ενός ολισθηρού δρόμου, κατά τον οποίο ο Ερντογάν ενθάρρυνε την «καρατόμηση» στρατιωτικών και τη φυλάκιση αντιπάλων και δημοσιογράφων. Παράλληλα επέβαλε τεράστια πρόστιμα σε επιχειρήσεις που θεωρούσε ότι στηρίζουν την αντιπολίτευση. Κάπου εκεί άρχισε και ο έλεγχος των ΜΜΕ. Η Τουρκική Εταιρεία Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης και το πρακτορείο Anadolu έγιναν ουσιαστικά όργανα προπαγάνδας.

Ο Ερντογάν είχε δηλώσει κάποτε ότι η δημοκρατία ήταν «ένα όχημα, όχι ένας στόχος», υπονοώντας ότι δεν την έχει απαραίτητα ανάγκη. Από τα μέσα της δεύτερης θητείας του θα άρχιζε αυτό να γίνεται σαφές.

Το καλοκαίρι του 2013 ξέσπασαν οι μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας στο πάρκο Gezi. Αν και ξεκίνησαν ως διαδήλωση για τη διάσωση των χώρων πρασίνου, εξελίχθηκαν σε έκρηξη οργής ενός μέρους της κοινωνίας απέναντι στην αστυνομική βαρβαρότητα, την ελίτ των επιχειρηματιών – φίλων του Ερντογάν και την αλαζονεία της εξουσίας. Η τουρκική κοινωνία φαινόταν σπασμένη στα δύο: Από τη μία οι υποστηρικτές του «σουλτάνου» και από την άλλη εκείνοι που ένιωθαν καταπιεσμένοι. Στα τέλη εκείνη του έτους γκιουλενιστές στην εισαγγελία κατήγγειλαν τέσσερις υπουργούς της κυβέρνησης και άλλους στενούς συνεργάτες του Ερντογάν για μαζική διαφθορά. Η κίνηση αυτή σηματοδότησε την εκκίνηση ενός ολοκληρωτικού πολέμου ανάμεσα στον Ερντογάν και τον Γκιουλέν.
Το αποτυχημένο πραξικόπημα

Το ημερολόγιο γράφει 9 Οκτωβρίου 2016 και στην Κωνσταντινούπολη καταφθάνουν ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίγεφ και ο πρόεδρος της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο. Επισήμως έχουν προσκληθεί για να μοιραστούν τις σκέψεις τους για το μέλλον της ενέργειας. «Εκείνη την ημέρα η Κωνσταντινούπολη έμοιαζε με το κομβικό σημείο του παγκόσμιου αυταρχισμού» σχολιάζει ο Ντίμιταρ Μπέτσεφ.

Στην πραγματικότητα οι «ηγέτες – πυγμής» είχαν βρεθεί εκεί για να στηρίξουν τον Ερντογάν που τρεις μήνες νωρίτερα, στις 15 Ιουλίου 2016, είχε αποκρούσει μία απόπειρα πραξικοπήματος. «Στηρίζετε το έθνος μας και τη δημοκρατία μας, που απειλήθηκαν από ειδεχθή τρομοκρατική ενέργεια» τόνιζε στους ξένους ηγέτες εκείνος. Η 15η Ιουλίου άνοιξε ποικιλοτρόπως το δρόμο για μετάβαση της Τουρκίας στο προεδρικό σύστημα αλλά και στον αυταρχισμό. Στρατός, αστυνομία, πανεπιστήμια, δικαστήρια – όλος ο κρατικός μηχανισμός, αλλά επίσης μέσα ενημέρωσης και επιχειρηματικός κόσμος υποβλήθηκαν σε σαρωτικές εκκαθαρίσεις μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα, το οποίο μεταξύ άλλων έφερε ξανά κοντά τους Ερντογάν – Πούτιν. Ο δεύτερος άφησε κατά μέρος τις συγκρούσεις για τη Συρία και ξέχασε για λίγο την κατάρριψη του Sukhoi από τουρκικό F-16 τον Νοέμβριο του 2015.

Και η εγκαθίδρυση προσωποπαγούς καθεστώτος

Ο Ερντογάν βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε για την εγκαθίδρυση ενός απολύτως προσωποπαγούς καθεστώτος. Το 2017 με την αναθεώρηση του τουρκικού συντάγματος άλλαξε το σύστημα από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό και εξασφάλισε την παραμονή στην εξουσία. Παραμένει σταθερά στην εξουσία εδώ και 20 χρόνια, έχοντας τα τελευταία βάλει την τουρκική δημοκρατία σε μία τροχιά παρακμής και την οικονομία σε δίνη. Η λίρα έχει καταρρεύσει και ο πληθωρισμός στη χώρα έσπασε ακόμη και το φράγμα του 85% την περσινή χρονιά, για να “μαζευτεί” τελικά κοντά στο 64%. Τα ρεπορτάζ για τους πολίτες που περίμεναν στις ουρές για το «κοινωνικό ψωμί» ή για μπακλαβά… χωρίς γέμιση, αποτύπωναν με γλαφυρό τρόπο την οξεία οικονομική κρίση. Θα αλλάξει κάτι με τις εκλογές του Μαΐου; Οι τελευταίες δύο δεκαετίες αποκαλύπτουν ότι δεν θα είναι τόσο εύκολο όσο κάποιοι πιστεύουν.