Του Ευαγγέλου Γριβάκου, Αντιστρατήγου εα - Νομικού
Στις 23 Απρ. 1919, το Συμβούλιο των Τεσσάρων Μεγάλων, δίνει Εντολή στην Ελλάδα να καταλάβει την περιοχή της Σμύρνης με αιτιολογία «την τήρηση της τάξεως και την προστασία των μειονοτικών πληθυσμών της Μ. Ασίας».
Στις 24 Απρ.1919, το Γενικό Στρατηγείο διατάσσει την Iη Μεραρχία που ήταν σε αναμονή στα λιμάνια Ελευθερών και Καβάλας με Διοικητή τον Συντ/ρχη Νικ. Ζαφειρίου, δύναμη 13.000 ανδρών και σύνθεση 3 Συνταγμάτων, να επιβιβασθεί επί των πλοίων, να αποβιβασθεί στην Σμύρνη και να την καταλάβει.
Η απόβαση της Μεραρχίας ξεκίνησε με επιτυχία στις 07.30 της 2ας Μαΐου 1919 (παλ. ημ.), αλλά είχε οδυνηρή συνέχεια.
Το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων (ΣΕ), κινούμενο από την προκυμαία προς την περιοχή “Καραντίνα” στα νοτιοδυτικά της πόλης, δέχεται πυρά από την τουρκική συνοικία τα οποία ανταποδίδει και γρήγορα ξεσπάει αιματηρή σύγκρουση. Η Κυβέρνηση Βενιζέλου, προς κατευνασμό των Συμμάχων, αναγκάζεται να λάβει σκληρά μέτρα καταστολής.Η Μεραρχία γρήγορα επεκτείνεται στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης, ενώ, παράλληλα , αρχίζει και η αποβίβαση ενισχύσεων , όπως της Μεραρχίας Λαρίσης, του 8ου Συντάγματος Κρητών κλπ. Σύνολο δυνάμεων 32.115 άνδρες.
Χάρτης 1. Θέατρο Επιχειρήσεων Μ. Ασίας
Η προέλαση προς την ενδοχώρα συνεχίσθηκε απρόσκοπτα. Μέχρι 19 Μαΐου 1919, κατελήφθησαν τα σαντζάκια της Σμύρνης και του Αϊδινίου ( Χάρτης 1 - Περιοχή “A”). Την ν.14/15 Ιουν. 1919, τα ελληνικά τμήματα στο Αϊδίνιο δέχονται επίθεση των Τούρκων και αναγκάζονται να υποχωρήσουν. Ακολουθούν εκτεταμένες σφαγές του ελληνικού στοιχείου. Στις 20 Ιουνίου, το 1/38 ΣΕ ανακαταλαμβάνει την πόλη και το 3ο ΣΠ με Διοικητή τον Γεώργ. Κονδύλη, προβαίνει σε εκκαθάριση της περιοχής.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο Μουσταφά Κεμάλ, στις 19 Μαΐ.1919, έρχεται από την Κων/πολη στην Σαμψούντα και συγκροτεί δικές του δυνάμεις. Στις 23 Μαρτ. 1920, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση τον ανακηρύσσει πρωθυπουργό και αρχηγό του στρατού του de facto κράτους της Άγκυρας.
Τον Φεβρ. 1920, ο Ελληνικός Στρατός στην Μ. Ασία μετονομάζεται σε «Στρατιά Κατοχής Μ. Ασίας». Αρχηγός τοποθετείται ο Αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος και η δύναμη της ανέρχεται σε 3.443 Αξιωματικούς και 98.182 Υπαξιωματικούς και Οπλίτες, ενταγμένους σε 6 Μεραρχίες που συγκροτούσαν το Α’ΣΣ και το ΣΣ Σμύρνης. Εφεδρείες ήταν η Μεραρχία Κυδωνιών και μια Ταξιαρχία Ιππικού.
Στις 9 Ιουν. 1920 η Στρατιά ξεκινά θερινές επιχειρήσεις και μέχρι τέλος Οκτωβρίου καταλαμβάνει την γραμμή Νικομήδεια-Προύσα- Ουσάκ (Χάρτης 1 - Γραμμή “ΒΓΔ”) όπου και σταθεροποιείται.
Στην Ανατολική Θράκη, ο συνταγματάρχης Τζαφέρ Ταγιάρ στασιάζει κατά του Σουλτάνου και την κηρύσσει αυτόνομη. Η Στρατιά Δυτ. Θράκης υπό τον Αντιστράτηγο Εμμαν. Ζυμβρακάκη, εισβάλλει στις 12 Ιουλίου και καταλαμβάνει με την ΙΧ Μεραρχία την Ανδριανούπολη (Εντίρνε) και από την Μ. Ασία εισβάλλει η Μεραρχία Σμύρνης που καταλαμβάνει το Λουλέ Μπουργκάς (Αρκαδιούπολη). Τελικά κατελήφθη ολόκληρη η Ανατ. Θράκη, πλην μιας μικρής ζώνης από την Τσατάλτζα μέχρι την Μήδεια.
Μετά τις εκλογές της 1ης Νοε. 1920, η Κυβέρνηση του Δημ. Ράλλη αποφασίζει την συνέχιση των επιχειρήσεων υπό τον νέο Αρχιστράτηγο Αναστ. Παπούλα. Προς τούτο, το Γ’ΣΣ στον Βορρά (με τις Μεραρχίες VII και X υπό τον Στρατηγό Γεώργιο Πολυμενάκο) εξορμά από Προύσα και καταλαμβάνει μέχρι 4 Ιουλίου το Εσκή Σεχήρ και την Κιουτάχεια. Δύο ημέρες αργότερα, στον Νότο, η ομάδα Μεραρχιών (IV και ΧΙΙ) συν την Ταξιαρχία Ιππικού εξορμά από Ουσάκ και Τουμλού Μπουνάρ και καταλαμβάνει το Αφιόν Καραχισάρ
Επιθετική επιστροφή των Τούρκων αποκρούεται, αλλά όχι και η καταστροφή τους, με αποτέλεσμα να διατηρήσουν τις δυνάμεις τους και να οργανωθούν αμυντικά πέριξ της Άγκυρας.
Στις 16 Ιουλίου 1921, στην Κιουτάχεια , υπό την προεδρία του βασιλέως Κων/νου, αποφασίζεται η εκ νέου συνέχιση της εκστρατείας μέχρι Σαγγάριο ποτ. και Άγκυρα.
Η Στρατιά εκπονεί νέο σχέδιο επιχειρήσεων με αμφίπλευρη υπερκέραση της διάταξης του εχθρού δια των Α’, Β’ και Γ’ ΣΣ και προέλαση προς Άγκυρα. Σχέδιο των Τούρκων είναι να καλύψουν ευρέως την Άγκυρα από νοτιοδυτικά , δηλ. από Γόρδιο μέχρι Καλέ Γκρότο, επί 3 διαδοχικών γραμμών αμύνης, σε απόσταση 60 χλμ από Άγκυρα. Η δύναμή τους ανέρχονταν σε περίπου 55.000 άνδρες οργανωμένους σε 17 Μεραρχίες Πεζικού και 4-5 Ιππικού.
Στις 11 Αυγούστου 1921, η Στρατιά διαβαίνει το Σαγγάριο και επιτίθεται. Στις σφοδρότατες μάχες που επακολούθησαν, καταλαμβάνονται οι πρώτη και δεύτερη γραμμές αμύνης μέχρι Καλέ Γκρότο και Γόρδιο, όχι όμως και η τρίτη, με αποτέλεσμα να μην διανοιγεί η πρόσβαση προς Άγκυρα . Στις 28 Αυγούστου οι Τούρκοι εξαπολύουν αντεπίθεση η οποία αρχικά αντιμετωπίζεται, όμως, λόγω της σθεναρής τους αντίστασης, ημετέρων απωλειών και των μεγάλων δυσχερειών ανεφοδιασμού, η Στρατιά αναγκάζεται να συμπτυχθεί την ν. 30/31 Αυγούστου 1921, να περάσει συντεταγμένη τον Σαγγάριο και να εγκατασταθεί στην επί μήκους 600 χλμ περίπου γενική γραμμή Νικομήδεια – Εσκή Σεχήρ – Σεϊντί Γαζή - Κιουτάχεια- Αφιόν Καραχισάρ- Μαίανδρος ποτ. Εκεί παραμένει επί ένα χρόνο ανενεργή, ασχολούμενη μόνο με αμυντική οργάνωση. Οι απώλειες κατά τις επιχειρήσεις προς Άγκυρα έφτασαν τις 23.608 άνδρες (Αξιωματικοί νεκροί 214, τραυματίες 735, Οπλίτες νεκροί 3.665, τραυματίες 18.618 και αγνοούμενοι 376).
Τον Μαΐο 1922, ο Αρχιστράτηγος Παπούλας αντικαθίσταται από τον Αρχιστράτηγο Αναστ. Χατζανέστη. Τον Ιούλιο του ιδίου έτους, προέλαση αντιπερισπασμού του Δ΄ΣΣ από Θράκη προς Κων/πολη, ματαιώνεται λόγω αντίδρασης των Συμμάχων που τότε κατείχαν την Πόλη.
Στις 13 Αυγούστου 1922, οι ενισχυμένες δυνάμεις του Κεμάλ (12 Μεραρχίες πεζικού συν 4 ιππικού) εκδηλώνουν γενική επίθεση στην εξέχουσα του Αφιόν
Χάρτης 2. Κατευθύνσεις υποχώρησης Στρατιάς (Αυγ. 1922)
Καραχισάρ, όπου αμύνονται τα Α’ και Β’ ΣΣ (Διοικητές οι Υποστράτηγοι Νικ. Τρικούπης και Κίμων Διγενής, αντίστοιχα). Την επόμενη επέρχεται διάρρηξη του μετώπου και τα δύο ΣΣ αρχίζουν να υποχωρούν. Το Β’ΣΣ μάταια προσπαθεί να καλύψει την κίνηση του Α’ΣΣ, το οποίο, όμως, για να αποφύγει την κύκλωση, χωρίζεται σε 2 Ομάδες. Την Ομάδα Φράγκου(ΟΦ), Διοικητού της Ιης Μεραρχίας και την Ομάδα Τρικούπη (ΟΤ). Η ΟΦ καταλαμβάνει το Τουμλού Μπουνάρ, γρήγορα το χάνει, κατευθύνεται προς Ουσάκ και, καλυπτόμενη από το Απόσπασμα Πλαστήρα, στις 24 Αυγούστου, φθάνει έξω από την Σμύρνη όπου προσπαθεί να αμυνθεί, αλλά μάταια. Κατευθύνσεις υποχώρησης Στρατιάς (Αυγ. 1922).
Η ΟΤ κινούμενη προς Ουσάκ από διαφορετικό δρομολόγιο βορειοδυτικά του Αφιόν Καραχισάρ, την 17η Αυγούστου, εισέρχεται στην κοιλάδα του Αλή Βεράν όπου κυκλώνεται από 6 τουρκικές μεραρχίες και υφίσταται πανωλεθρία. Όσοι διέφυγαν την σφαγή παραδίδονται μέχρι 20 Αυγούστου. Στον βόρειο τομέα, το Γ’ Σ.Σ., (Διοικητής ο Υποστράτηγος Σουμίλας) και η ΧΙ Μεραρχία, από 19 Αυγούστου συμπτύσσονται από Εσκή Σεχήρ προς Προύσα και διατηρούν τη συνοχή τους μέχρι Πάνορμο και Αρτάκη, στις νότιες ακτές της Προποντίδας απ’ όπου, μέχρι 5 Σεπτεμβρίου, μεταφέρονται με πλοία στην Ανατολική Θράκη και εντάσσονται στην Στρατιά Έβρου. Μόνο η ΧΙ Μεραρχία κυκλώθηκε στο δρόμο προς Μουδανιά και αιχμαλωτίσθηκε. Αξιοσημείωτη η δράση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας (Διοικητής Συντ/ρχης Δημ. Θεοτόκης), με αρχική αποστολή την υποστήριξη υποχώρησης του Β’ΣΣ. Όταν τούτο δεν κατέστη δυνατόν στρέφεται προς Ουσάκ για να συνδράμει την ΟΦ πλην, όμως, ειδοποιηθείσα με ερματισμένο φάκελο από τον πιλότο Γεώργ. Ξηρό ότι τα δρομολόγια προς Σμύρνη κατέχονται από τους Τούρκους, αναστρέφεται προς Βορρά, διανύει συνολικά μέσα σε 18 ημέρες 600 χλμ. μαχόμενη εντός εχθρικού εδάφους, διασώζει χιλιάδες Αρμένιους και Έλληνες πρόσφυγες, φθάνει στο λιμάνι Ντιρεκελί και από εκεί μεταφέρεται απέναντι στη Μυτιλήνη.
Στις 25 Αυγούστου, ο Υπουργός Στρατιωτικών Θεοτόκης υπογράφει στη Σμύρνη με τον νέο Διοικητή της Στρατιάς Γεώργ. Πολυμενάκο, το Διάταγμα εκκένωσης της Μ. Ασίας. Κατόπιν αυτού, τα υπολείμματα των τμημάτων των Α΄ και Β΄ΣΣ, συνεχίζουν την κίνηση τους προς τα δυτικά, φθάνουν, μέσω Φιλαδέλφειας και Ερυθραίας στο λιμάνι του Τσεσμέ και από εκεί, μέχρι 3 Σεπτ. 1922, διεκπεραιώνονται με πλοία σε Χίο και Μυτιλήνη. Ενα άδοξο τέλος, ενός ένδοξου Στρατού.
Σχετικά με τη δράση του Πολεμικού Ναυτικού, αποστολές του ήταν η μεταφορά και προστασία των ελληνικών δυνάμεων και εφοδίων στα μικρασιατικά παράλια, ο αποκλεισμός λιμένων, η εκτέλεση νηοψιών και κατασχέσεων παρανόμων φορτίων ενισχύσεως του εχθρού (που μειώθηκαν δραστικά από Νοε. 1921, λόγω Συμφωνιών του Κεμάλ με τους Συμμάχους), η δια πυρών υποστήριξη των μαχόμενων τμημάτων και η προστασία προσφύγων, ιδίως κατά την φάση της υποχώρησης. Αναφορικά με την Αεροπορία στην αρχή της εκστρατείας διέθετε 120 αεροσκάφη ( Α/Φ) εκ των οποίων τα 70 ήταν της Ναυτικής Αεροπορίας και τα υπόλοιπα της Στρατιωτικής . Ο έλεγχος και η διάθεση των Α/Φ γίνονταν από την Στρατιά κατά την προέλαση της οποίας εκτελέσθηκαν επιτυχείς αποστολές αναγνωρίσεως και βομβαρδισμού στις περιοχές των συγκοινωνιακών κόμβων Εσκή Σεχήρ, Κιουτάχειας, Προύσας, Ουσάκ και στο Σαγγάριο. Με μέριμνα της Διεύθυνσης Αεροπορικής Υπηρεσίας Στρατιάς (ΔΑΥΣ) οργανώθηκαν προωθημένα πεδία προσγείωσης σε όλα τα μέτωπα προς εξασφάλιση και άμεση διανομή στρατιωτικών πληροφοριών στα επίγεια τμήματα. Κατά την κατάρρευση του μετώπου, τα πληρώματα των Α/Φ, μέσα στη γενική σύγχυση, κατόρθωναν να καθοδηγούν τα υποχωρούντα τμήματα σε ασφαλή δρομολόγια, διασώζοντας, έτσι, χιλιάδες ζωές.
Αυτή, λοιπόν, ήταν, σε απτές γραμμές, η διεξαγωγή των επιχειρήσεων στην Μ. Ασία. Σίγουρα η έκβασή τους θα ήταν ευνοϊκότερη για την Ελλάδα αν δεν επηρεάζονταν δραματικά από τον εθνοκτόνο διχασμό και την ευνοιοκρατία. Οι συνολικές απώλειες στο Στράτευμα ανήλθαν σε 91.225 Αξιωματικούς και Οπλίτες εκ των οποίων 24.250 φονευθέντες και αποβιώσαντες , 18.000 αφανισθέντες και 48.000 τραυματίες. Παρά ταύτα, στα πεδία των μαχών της Ιωνικής Γης, για μια ακόμη φορά, ανεδείχθη το απαράμιλλο θάρρος και η πολεμική αρετή του Έλληνα μαχητή . Κι’ αν επήλθε η ήττα, ο μόνος αναμάρτητος ήταν αυτός. Άλλοι έφταιγαν, κάποιοι από τους οποίους έμειναν ατιμώρητοι.