Η Άγκυρα αντιστρέφει την πραγματικότητα και επιχειρεί να ζητήσει και τα ρέστα από την Ελλάδα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι νέες δηλώσεις του Ιμπραήμ Καλίν του Εκπροσώπου και στενού συνεργάτη του Ερντογάν. Ωστόσο η πολιτική αυτή επιλογή , έχει να κάνει σχέση περισσότερο με την ανάγκη της Τουρκίας και του Ερντογάν να “πλησιάσουν” την Διοίκηση Μπαϊντεν και τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο και να “διασφαλίσουν” την προμήθεια νέων F- 16 αλλά και να μπορέσουν να ξανατοποθετηθούν σε προμήθεια και προγράμματα των F- 35.
Για τον Ερντογάν εν΄όψει και των κρίσιμων εκλογών στη Τουρκία ένα “διαβατήριο” από τις ΗΠΑ και κάποιες χειρονομίες που θα άνοιγαν τον δρόμο για πρόσβαση σε σύγχρονα αμερικανικά οπλικά συστήματα θα ήταν μεγάλο προεκλογικό όφελος.
Όσο και αν υπάρχει αντιαμερικανική ρητορική από τους Τούρκους υπερεθνικιστές, η Τουρκία πάντα προσβλέπει στις ΗΠΑ και στα οπλικά της συστήματα. Επιπροσθέτως η «ενοχοποίηση» της Ελλάδας και η «υπόδειξη» έστω και μέσω ανυπόστατων ισχυρισμών , ότι αυτή είναι υπεύθυνη για την ένταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις συνιστά τρόπο τινά τον «πολιορκητικό κριό» για να μετριάσει ή να κάμψει τις αντιδράσεις στη Γερουσία , αλλά και στα κέντρα λήψης των αποφάσεων στις ΗΠΑ και να δημιουργηθούν προϋποθέσεις για την προμήθεια σύγχρονων μαχητικών αεροσκαφών αμερικανικής κατασκευής. Το βέτο Μενέντεζ και άλλων βουλευτών, εκτιμάται από τουρκικής πλευράς , ότι μπορεί να «ραγίσει», αν η Ελλάδα εμφανιστεί ως απειλή για την Τουρκία, ως ταραχοποιός της περιοχής.Τα επιχειρήματα που «δομεί» συστηματικά η Άγκυρα είναι ότι λόγω της επιθετικότητας και της απειλής της Ελλάδας βρίσκεται σε «νόμιμη άμυνα» και έχει δικαίωμα «αυτοάμυνας». Και προς τούτο πρέπει να ενισχύσει περαιτέρω την αποτρεπτική και αμυντική της ισχύ και γι΄αυτό χρειάζεται σύγχρονα οπλικά συστήματα και κυρίως τα F-16 και τα F-35 ώστε να «αντισταθμίσει» την αναβάθμιση και ενίσχυση της Ελληνικής αεροπορίας . Παράλληλα εμμέσως πλην σαφώς η Τουρκία προσπαθεί να απονευρώσει όσο μπορεί τις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις , εμφανιζόμενη ως “παραπονούμενη” προς τις ΗΠΑ , ότι ευνοούν και ενισχύουν την Ελλάδα και όχι την «ισχυρή Τουρκία» , αλλά και να πιέσει τους Γάλλους να πάρουν αποστάσεις από την Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς η γαλλική παρουσία είναι πλέον έντονη στην Ανατολική Μεσόγειο και το Παρίσι έχει αναβαθμίσει αισθητά τις σχέσεις του με Αθήνα και Λευκωσία σε όλα τα επίπεδα.
“Δεξί χέρι” του Ερντογάν
Τα όσα είπε το «δεξί χέρι» του Ερντογάν ο Καλίν στο A. Hamber και μάλιστα ο διπλωματικός τρόπος που διατύπωσε τους ισχυρισμούς του καταγράφουν πως η Τουρκία θα συνεχίσει να κοιτάει προς τις ΗΠΑ και να προσβλέπει στα οπλικά της συστήματα , επιχειρώντας πρώτίστως να εκθέσει την Ελλάδα και να την παρουσιάσει ως «επιτιθέμενο μέρος» και «ταραχοποιό». Ούτε λίγο, ούτε πολύ ισχυρίστηκε ότι η Ελλάδα… προχωράει σε παραβιάσεις των χωρικών υδάτων καθώς και τον τουρκικό εναέριο χώρο. Μάλιστα πρόσθεσε πως η Αθήνα βασίζεται σε άλλες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία.
Επεσήμανε ότι η Άγκυρα επιθυμεί ειρήνη, συμφιλίωση και συνεργασία με την Ελλάδα και ισχυρίστηκε ότι η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης είναι επιθετική απέναντι στην Τουρκία. Παράλληλα προέτρεψε «ΗΠΑ και Γαλλία να μην… κακομαθαίνουν την Ελλάδα και να τη συμβουλέψουν να συνεργαστεί με την Τουρκία».
Όπως τόνισε σε δηλώσεις του, «είμαστε γείτονες με την Ελλάδα. Θα συνεχίσουμε να μοιραζόμαστε αυτήν τη γεωγραφία στο πλαίσιο της αρχής ότι η γεωγραφία είναι το πεπρωμένο. Πιστεύουμε ότι η εξομάλυνση, η φιλία, η αδελφοσύνη και οι καλές σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας θα ωφελήσουν και τις δύο χώρες, το Αιγαίο και ολόκληρη την περιοχή».
Μήνυμα σε ΗΠΑ
Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι «φυσικά, η Τουρκία θα απαντήσει σε κάθε τυχόν κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η Τουρκία δεν θα αφήσει τίποτα αναπάντητο. Με άλλα λόγια, όταν παραβιάζονται τα χωρικά μας ύδατα, όταν παραβιάζεται ο εναέριος χώρος μας, όταν μας κατηγορούν, όταν γίνονται άδικοι ισχυρισμοί ή συκοφαντίες, όταν γίνονται παραβιάσεις στα σύνορα, όταν γίνονται προπαγανδιστικές ενέργειες κατά της Τουρκίας, κ.λπ., η Τουρκία δεν θα τα αφήσει όλα αυτά αναπάντητα».
Όπως ανέφερε «στο τέλος όμως, η Ελλάδα δεν κερδίζει τίποτε από όλα αυτά. Η ελληνική πλευρά δεν μπορεί να κερδίσει τίποτα από αυτά. Διότι μόλις σας το είπα. Εάν η ελληνική πλευρά αποσκοπεί σε πολιτικά οφέλη εναντίον της Τουρκίας ανεβαίνοντας σε ένα ξένο κύμα, θα πρέπει να γνωρίζει ότι αυτό το κύμα δεν θα διαρκέσει για πάντα. Τα κύματα έρχονται και φεύγουν. Και τι θα κάνετε όταν το κύμα αντιστραφεί; Τι θα κάνετε όταν δεν θα υπάρχει πια κύμα, όταν θα βρεθείτε πρόσωπο με πρόσωπο με την Τουρκία; Δεν χρειάζονται λοιπόν όλα αυτά. Αυτό λέμε πάντα. Φυσικά, έχουμε εκλογές μαζί με την Ελλάδα του χρόνου. Μπορεί λοιπόν να προσπαθήσουν να κερδίσουν κάποιους πόντους στο εσωτερικό οξύνοντας την αντι-τουρκική διάθεση στο πλαίσιο της εσωπολιτικής δυναμικής. Αλλά αυτό δεν θα βοηθήσει την Ελλάδα, τον ελληνικό λαό, δεν θα συμβάλει στην οικονομία και την ευημερία της».
Επεσήμανε πως «η Τουρκία Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα. Θέλουμε να έχουμε καλές σχέσεις με την Ελλάδα. Δεν θέλουμε ένταση, δεν θέλουμε εντάσεις, δεν θέλουμε λογομαχίες, δεν θέλουμε σύγκρουση στα σύνορά μας. Κάνουμε περισσότερα από όσα μας αναλογούν. Από το μεταναστευτικό μέχρι την ενίσχυση του Λιμενικού. Σε όλους αυτούς τους τομείς, κάνουμε περισσότερα από όσα μας αναλογούν, τόσο ως νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ όσο και ως σύνορο της Ε.Ε. Προς τις Ηνωμένες Πολιτείες και ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, επιτρέψτε μου να τις κατονομάσω, ειδικά τη Γαλλία… Η έκκλησή μας προς αυτές είναι η εξής: Μην ενθαρρύνετε την Ελλάδα να υιοθετεί μια κακομαθημένη στάση με την οποία θα εκμεταλλευτεί αυτές τις συνθήκες. Θα πρέπει επίσης (σ.σ. οι χώρες αυτές) να την συμβουλεύουν και να συστήνουν στην Ελλάδα ότι ορίζει η κοινή λογική προς αυτή την κατεύθυνση. Όλοι θα επωφεληθούμε από κάτι τέτοιο».
(Επιμέλεια αναρτήσεως: Μιχάλης Τσολάκης)