Η επέκταση του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας συμπεριέλαβε, από τις αρχές του 14ου αιώνα, στα όριά του το μέγιστο μέρος από την σημερινή Ουκρανία –πλην βεβαίως της Κριμαίας που ανήκε στο Ταταρικό Χανάτο– της Λευκορωσίας, αλλά και της βορειοδυτικής Ρωσίας. Εντός της επικράτειάς του, οι ανατολικοί Σλάβοι απολάμβαναν σχετική ελευθερία, ενώ τα μέλη της ηγεμονικής τάξης του κράτους ήταν ακόμη παγανιστές.
Ωστόσο, μετά το 1385, και τη σύναψη της «Ένωσης της Kreva» μεταξύ του Βασιλείου της Πολωνίας και του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας, η καθολική διείσδυση γίνεται εντονότερη. Η κυρίαρχη καθολική μοναρχία άρχισε να ασκεί πολιτιστική, πολιτική και οικονομική πίεση στους μη Καθολικούς Ρώσους και Λιθουανούς ευγενείς, για να τους αναγκάσει να αποδεχτούν τα πολωνικά έθιμα και ήθη και, κυρίως, τον καθολικισμό.
Ταυτόχρονα, από τα μέσα, του 15ου αι. η θέσπιση της δουλοπαροικίας στα εδάφη των ανατολικών Σλάβων, επιδεινώνει τις συνθήκες ζωής των χωρικών.Η “Ένωση του Λιούμπλιν” το 1569, με την οποία συστάθηκε η Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία (γνωστή με το όνομα Ρετς Ποσπολίτα) ως αντίβαρο στην ενδυνάμωση της Μόσχας, επιβαρύνει περαιτέρω την κατάσταση. Βάση της συμφωνίας, οι Πολωνοί Μαγνάτοι (μεγαλογαιοκτήμονες) καταλαμβάνουν και ιδιοποιούνται τα εδάφη που κατείχε η Λιθουανία στη σημερινή Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων ολοκλήρων χωριών και πόλεων. Η καταναγκαστική απλήρωτη εργασία των ορθόδοξων χωρικών διευρύνθηκε, καθώς η εύφορη και τεράστια αυτή περιοχή μετατρεπόταν σε βασικό προμηθευτή σιταριού για την δυτική Ευρώπη – ρόλος που αποκτά στο μέλλον μονιμότητα, κάποιες φορές, μάλιστα, και δια της βίαιης απόσπασης της παραγωγής σίτου.
Ταυτόχρονα, λαμβάνει χώρα αθρόα προσχώρηση στον καθολικισμό ορθοδόξων γαιοκτημόνων, που σκοπό είχε την κατοχύρωση και την αύξηση των προνομίων τους. Είναι η εποχή κατά την οποία, στο πλαίσιο της Αντιμεταρρύθμισης, εκτυλίσσεται μια σχεδιασμένη επιχείρηση εκ μέρους της πολωνικής ηγεσίας, με την ενεργητική αρωγή των Ιησουιτών μοναχών και τον συντονισμό του ίδιου του Βατικανού. Στόχος να αφομοιωθεί, μέσω της θρησκευτικής του αποστασίας, ο ορθόδοξος σλαβικός πληθυσμός. Στόχος του σχεδίου είναι η θρησκευτική ομοιογένεια του κράτους, άρα και η ενίσχυση της συνοχής του, αλλά και η απάλειψη του ισχυρού πληθυσμιακού ερείσματος της Μόσχας εντός της Κοινοπολιτείας.
Σε αυτό το κλίμα, δημοσιεύεται το 1577 το δοκίμιο του Πολωνού Ιησουίτη Piotr Skarga με τίτλο «Για την Ένωση της Εκκλησίας του Θεού υπό έναν ποιμένα».
Σε αυτό απαριθμούνται τα οφέλη μιας “Ένωσης” με τη Ρωσική Εκκλησία, που θα την αποσπούσε από την ελληνική ορθοδοξία, αλλά πρότεινε την έναρξη αυτής της διαδικασίας εντός των ορίων της Ρετς Ποσπολίτα. Φαίνεται ότι, μάλλον, οι αρχικές σκέψεις ήταν η εκστρατεία προσηλυτισμού να επεκταθεί και στην ίδια την Ρωσία.
Αυτό προκύπτει και από τα όσα υποστήριξε ο παπικός διπλωμάτης Antonio Possevino, προτείνοντας να υιοθετηθούν οι αποφάσεις της συνόδου της Φλωρεντίας του 1439. Προσπάθησε μάλιστα να εφαρμόσει την ιδέα του, επισκεπτόμενος την Μόσχα το 1581. Εκεί είχε και μια ενδιαφέρουσα θεολογική αντιπαράθεση με τον τσάρο Ιβάν τον Τρομερό, στον οποίο παρέδωσε το δοκίμιό του “Περί των διαφορών μεταξύ της ρωμαϊκής και της ελληνικής θρησκείας”. Απογοητευμένος από την πιθανότητα να διεισδύσει ο καθολικισμός στις ρωσικές περιοχές, συμβούλευσε τον πάπα να εργαστούν με τους Ορθοδόξους της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτεία.
Η επιβολή της Ουνίας και λαϊκή αντίδραση
Έτσι φθάνουμε στην λεγόμενη “Εκκλησιαστική Ένωση” ή Ουνία, που ανακηρύσσεται στο Μπρεστ το 1596, με απόφαση των πέντε από τους επτά Επισκόπους της δυτικής ρωσικής εκκλησίας, με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Κιέβου, Γαλικίας και πάσης Ρους Μιχαήλ Ρογκόζα, που υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, τότε πρωτοσύγκελλος κι αργότερα Πατριάρχης Αλεξανδρείας και στη συνέχεια Κωνσταντινουπόλεως, Κύριλλος Λούκαρης, αλλά κι αυτός του Οικουμενικού Πατριάρχη, Νικηφόρος, δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απόφαση, που είχε τη άμεση στήριξη της πολωνικής εξουσίας. Μάλιστα, ο Νικηφόρος θα πεθάνει από ασιτία σε πολωνική φυλακή, ενώ ο Λούκαρης θα γλυτώσει διαφεύγοντας εγκαίρως. Τελικώς, θα δολοφονηθεί και αυτός, πολύ αργότερα, στην Πόλη, από τους Οθωμανούς, κατόπιν παρασκηνιακών ενεργειών των καθολικών.
Οι όροι της Ουνίας συνοψίζονταν στα εξής: απαραβίαστο των ορθόδοξων δογμάτων και τελετουργιών, υποταγή της νέας εκκλησίας στον πάπα, διατήρηση των εκκλησιαστικών κτημάτων, απόκτηση συγκλητικών τίτλων για τον ανώτερο κλήρο και προστασία της δυτικής ρωσικής εκκλησίας από την επιρροή των Ελλήνων. Εν συνεχεία, ναοί, μονές και όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αποδόθηκαν στους Ουνίτες.
Ωστόσο, οι απλοί κληρικοί, οι μονές (μεταξύ των οποίων διακρίθηκε η Λάβρα των Σπηλαίων του Κιέβου), οι λαϊκοί, με επικεφαλής τον πρίγκιπα Konstantin Ostrozhsky, δεν αναγνώρισαν την απόφαση. Ως εκ τούτου, ξέσπασε ευθεία σύγκρουση, όπου οι ορθόδοξοι Σλάβοι έδειχναν απόλυτη απείθεια στις εντολές της κεντρικής εξουσίας και της Ουνίας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τις επόμενες δεκαετίες ουνίτες παράγοντες δολοφονούνταν.
Στην υπεράσπιση της Ορθοδοξίας πρωταγωνίστησαν οι Κοζάκοι, που αναδεικνύονται πλέον σε βασικό παράγοντα στις πολωνοκρατούμενες περιοχές της “Μικράς Ρωσίας”, όπως ονομαζόταν τότε η περιοχή – το φαινόμενο των Κοζάκων απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση. Ο σπουδαίος αταμάνος Σαχαϊντάτσνι, που είχε διακριθεί σε πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Τούρκων, αλλά και σε εκστρατεία κατά της Ρωσίας, όπου οι Κοζάκοι πολέμησαν ως μισθοφόροι, προσκάλεσε το 1620 από την Μόσχα τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοφάνη Γ’ στο Κίεβο.
Η υποδοχή του στα σύνορα από Κοζάκους και λαό περιγράφεται από τις πηγές ως ανεπανάληπτα ενθουσιώδης. Ο Θεοφάνης απεκατέστησε την ορθόδοξη ιεραρχία που είχε καταργηθεί από τη συμφωνία του Μπρεστ, αναδεικνύοντας εκ νέου και τη σημασία του Κιέβου, ως την “μητέρα των ρωσικών πόλεων”. Η ενεργός φάση της σύγκρουσης έληξε το 1633 με την αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τις πολωνο-λιθουανικές αρχές και την επιστροφή μέρους των κατασχεμένων εκκλησιών και μονών σε αυτήν.
Ωστόσο, η προσπάθεια εκπολωνισμού και επέκτασης της Ουνίας εξακολούθησε αδιάπτωτη για μεγάλο ακόμη διάστημα. Στα εδάφη που παρέμειναν υπό πολωνική κατοχή, μετά από τις πολεμικές αναμετρήσεις με την Ρωσία, η Ουνία γνώρισε μεγάλη εξάπλωση. Ιδιαίτερα αυτό συνέβη στις περιοχές της Γαλικίας και της Βολινίας, όπως και στην Λιθουανία, όπου επίσης ο ορθόδοξος πληθυσμός ήταν πολυάριθμος. Αυτό προκύπτει και από το βιβλίο του Μελέτι Σμοτρίτσκι “Θρήνος, ή Κλαυθμός της Ανατολικής Εκκλησίας” (1610).
Κατά τον 18ο αιώνα η Πολωνία ακολούθησε μια ακραία καταπιεστική πολιτική κατά όλων των μη καθολικών κατοίκων του κράτους, απαγορεύοντάς τους να λαμβάνουν δημόσια αξιώματα, δημιουργώντας το λεγόμενο “ζήτημα των αντιφρονούντων”. Η πολιτική αυτή των διακρίσεων αποτέλεσε την αφορμή για την επέμβαση ξένων δυνάμεων, κυρίως της Ρωσίας, στα εσωτερικά της αδυνατισμένης Πολωνίας, που θα καταλήξει στους διαμελισμούς της (1772, 1793, 1795). Το αποτέλεσμα ήταν οι περιοχές που πέρασαν στην αυστριακή κατοχή (κυρίως η Γαλικία) να αναδειχθούν στο κέντρο ανάπτυξης της Ουνίας, που θα αναλάβει αργότερα κομβικό ρόλο στην διαμόρφωση του ουκρανικού εθνικισμού.
Ορθόδοξες Αδελφότητες
Η βαριά εκμετάλλευση των χωρικών και η απόπειρα της θρησκευτικής και ταυτοτικής τους αλλοτρίωσης οδήγησε, επίσης, στην εμφάνιση ενός ανθεκτικού στο χρόνο αγροτικού αντιστασιακού κινήματος, που πήρε την ονομασία “Οπρίσκι”. Η μορφή δράσης του παραπέμπει στην ελληνική κλεφτουριά κατά την τουρκοκρατία. Τα μέλη του κινήματος, από τον 15ο έως ακόμη και τις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν κυρίως χωρικοί. Χρησιμοποιώντας την τακτική του ανταρτοπόλεμου, έδρασαν σε μικρά αποσπάσματα στους ορεινούς όγκους των Καρπαθίων, της Γαλικίας, της Μπουκοβίνας και της Υπερκαρπαθίας. Στις ομάδες των “Οπρίσκι”, εκτός από τους ανατολικούς Σλάβους, συμμετείχαν επίσης Ρουμάνοι, Σλοβάκοι, Ούγγροι, ακόμη και Πολωνοί χωρικοί.
Ταυτόχρονα, ο σκληρός αγώνας που διεξήγαγε ο ορθόδοξος πληθυσμός για να μην αφομοιωθεί, έδωσε εντυπωσιακά αποτελέσματα στους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας και της εκπαίδευσης. Οι ορθόδοξοι της Πολωνολιθουανικής Κοινοπολιτείας άρχισαν αρκετά νωρίς να οργανώνονται σε ισχυρές Αδελφότητες, οι οποίες απλώθηκαν σε όλη την περιοχή δυτικά του Δνείπερου.
Οι Αδελφότητες αυτές, που ξεπέρασαν τις 40, είχαν ως κύριο σκοπό την αντιμετώπιση της προπαγάνδας των Ιησουιτών, τη διατήρηση της ορθόδοξης πίστης και της ιδιαίτερης ταυτότητάς των ανατολικών Σλάβων. Ανέπτυξαν έντονη κοινωνική, πνευματική και εκπαιδευτική δραστηριότητα, με το άνοιγμα ορθόδοξων σχολείων και την έκδοση θρησκευτικών αλλά και επιστημονικών συγγραμμάτων.
Σημαντική στον τομέα αυτό ήταν η συμβολή του σλαβο-ελληνικο-λατινικού σχολείου στην πόλη Οστρόγκ (1576), το σχολείο της αδελφότητας του Λβοφ (1574) και η Ακαδημία Μογίλα, σε συνέχεια του σχολείου της Αδελφότητας του Κιέβου (1615). Η υψηλού επιπέδου διδασκαλία και η ευρεία εργογραφία, η οποία έχει εμφανείς δυτικές επιρροές, ανύψωσε τις θεολογικές σπουδές όχι μόνον στις ουκρανικές περιοχές αλλά και στην ίδια την Ρωσία, που εκείνη την εποχή η θεολογική σκέψη της ήταν σαφώς υποδεέστερη. Η κατασταλτική πολιτική εκ μέρους των πολωνικών αρχών οδήγησε στην παύση της λειτουργίας των περισσοτέρων Αδελφοτήτων, ενώ κάποιες απ’ αυτές αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν στην Ουνία.
Εν πάση περιπτώσει, η ευρεία αντίσταση των ορθοδόξων ενάντια στην πολωνικο-καθολική αλλοτρίωση της ταυτότητάς τους αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, ότι παρέμενε ολοζώντανη η συνείδηση της κοινής καταγωγής τους και η αντίληψη του συνανήκειν σε μια ευρύτερη κοινότητα, όπως είχε διαμορφωθεί ήδη από τα χρόνια του Ρους του Κιέβου. Κι αυτό, παρά τις όποιες γλωσσολογικές ή και πολιτιστικές διαφοροποιήσεις που είχαν, εν τω μεταξύ, προκύψει.
Αναρτήθηκε από τον Μιχάλη Τσολάκη