Άννα Μελά-Παπαδοπούλου, ή αλλιώς η πρώη «Μάνα του Στρατιώτη», ένας τίτλος που στη συνέχεια αποδόθηκε και σε άλλες εξέχουσες νοσοκόμες του Ελληνικού Ερυθρού Στρατού.
«[…] Το κράτος δεν κάμνει ακόμη τίποτε, δια ν’ ανακουφίση την ζωήν των. Μοναδική παρηγορία των είναι αι κυρίαι και δεσποινίδες της Μικρασιατικής Ελλάδος, αι οποίαι αποστέλλουν καθ’ εκάστην εις το μέτωπον χιλιάδας επιστολών και δεμάτων με διάφορα πράγματα. Εις τας αρχάς του Μικρασιατικού πολέμου το έργον της παροχής διαφόρων ειδών, εσωρρούχων, κονιάκ, βιβλίων και άλλων χρειωδών είχεν αναλάβει αυτοπροσώπως και αυτοβούλως η Άννα Παπαδοπούλου, η αδελφή του Παύλου Μελά.
Η υπηρεσία της προς τον μαχόμενον στρατόν απετέλει συνέχεια των αγώνων της του 1912-1913 και 1916-1918 εις τα Μακεδονικά μέτωπα» έγραψε ο Μιχαήλ Ροδάς στο έργο του Η Ελλάδα στη Μικράν Ασία, 1918-1922.Η Άννα, η αδελφή του Παύλου Μελά λοιπόν, το τέταρτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας, γεννήθηκε στη Μασσαλία στις 3 Σεπτεμβρίου 1871. Από τον πατέρα της πήρε την ενθάρρυνση να αναπτύξει το ταλέντο της στη ζωγραφική, από τη μητέρα της μια σχέση δυσλειτουργική.
Καθοριστικό σημείο στη ζωή της ήταν και ο θάνατος του Παύλου Μελά στις 13 Οκτωβρίου 1904, καθώς έκανε σκοπό της ζωής της την απελευθέρωση της Μακεδονίας και το ξεσκλάβωμα των αλύτρωτων Ελλήνων.
Παντρεμένη τότε με τον κτηματία Απόστολο Παπαδόπουλο, έφυγε από τις Ροβιές της Εύβοιας και πήγε στην Αθήνα για να αφοσιωθεί στο φιλανθρωπικό της έργο. Έτσι κι αλλιώς ο γάμος της δεν την έκανε ευτυχισμένη, καθότι εκείνος αποδείχθηκε αδιόρθωτος γυναικάς και παθιασμένος χαρτοπαίκτης – έχασε την περιουσία του στα χαρτιά και αναγκάστηκε να υποθηκεύσει ολόκληρο το τσιφλίκι.
Θρύλος μεταξύ των φαντάρων, αλλά και γνωστή στο πανελλήνιο, η Άννα Μελά-Παπαδοπούλου βοήθησε στη σύσταση της Πολυκλινικής Αθηνών κοντά στην Ομόνοια, και ίδρυσε το Σωματείο «Η Πρόοδος» μέσω του οποίου άπορες γυναίκες μπορούσαν να πωλούν τα εργόχειρά τους ώστε να έχουν κάποιο εισόδημα – για την «Πρόοδο» αφιέρωσε δύο σελίδες στο έργο της Days in Hellas η Αγγλίδα περιηγήτρια Μέιμπελ Μουρ.
Με το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (1912), και παρότι μητέρα δύο παιδιών στην εφηβεία, κατετάγη στο στρατό ως εθελόντρια νοσοκόμα υπό τον γιατρό Μαθιό Μακκά. Η υπηρεσία της συνεχίστηκε στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα και στον Α’ Παγκόσμιο.
Χαρακτηριστικό για τη «Μάνα του Στρατιώτη» είναι αυτό που γράφει ο Αντώνης Σταυρίδης στο έργο του Άννα Μελά-Παπαδοπούλου, Εκεί που δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι. Όπως λέει, όταν το 1913 ξέσπασε η επιδημία χολέρας, μετακόμιζε σκηνές, αρρώστους και ύποπτους ασθενείς σε ένα δασάκι μακριά από το στρατόπεδο και κρέμασε σε ένα δέντρο έναν μαυροπίνακα για να σημειώνει κάθε τόσο τι εφόδια χρειάζεται. Ο στρατιώτης που πήγε δύο μέρες αργότερα διάβασε έκπληκτος πως του ζητά ένα τσαπί και ένα φτυάρι. Τα ήθελε για να θάψει τους δύο πρώτους που υπέκυψαν από τη χολέρα, σκάβοντας τον τάφο με τα ίδια της τα χέρια!
Όταν δε ο ελληνικός στρατός έφυγε για τη Μικρά Ασία, πήγε από τις πρώτες. Σε ένα γράμμα στον γιο της Αντώνη, περιέγραφε: «Είναι 4:30 π.μ., μόλις έχω γυρίσει από το νοσοκομείο. Πήγα να ιδώ τι γίνονται οι άρρωστοί μου… αυτές τις μέρες τις θυσιάζω διά δυο ιδίως, τον Μάνο και ένα ευζωνάκι. Ο Μάνος πέρασε την κρίσι του τυφοειδούς πυρετού. Αδύνατος είναι, αλλά κίνδυνο κανέναν δεν έχει. Το ευζωνάκι μάς το έφεραν εις κακά χάλια, από το Ελβανλάρ. Ανήσυχος παραμιλούσε, χάλια είχε. Όταν ξημέρωσε είχε ένα ήσυχο βλέμμα σαν να με παρακαλούσε να μην το εγκαταλείψω. Απ’ εκείνην την στιγμήν ωρκίσθηκα να τον κοιτάξω, να τον επαναφέρω εις την ζωήν του».
Εντελώς όμως ξαφνικά αποπέμφθηκε από το μέτωπο με την κατηγορία της φιλοβενιζελικής προπαγάνδας. Πάνω της βρέθηκαν φωτογραφίες της με τον Βενιζέλο. Η διαταγή δόθηκε προσωπικά από τον διοικητή του ελληνικού στρατού στρατηγό Παπούλα. Αυτή την πίκρα την κουβαλούσε μέχρι το τέλος των ημερών της.
Για τη δράση της στη Σερβία ως επικεφαλής της ελληνικής αποστολής του Ερυθρού Σταυρού τον Δεκέμβριο του 1914 τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος από τον βασιλιά Κωνσταντίνο – ήταν η πρώτη γυναίκα στην οποία απονεμήθηκε το ανώτερο Τάγμα Αριστείας τότε του Βασιλείου της Ελλάδας και σήμερα της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς έλαβε και το σερβικό Μετάλλιο του Αγίου Ανδρέα και το Σταυρό της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστρίας για τις υπηρεσίες της προς τους αιχμάλωτους των Σέρβων.
Ακόμα, στην Άννα Μελά-Παπαδοπούλου απονεμήθηκε το Αργυρούν Μετάλλιον Αρετής και Αυτοθυσίας της Ακαδημίας Αθηνών. Συνολικά 28 μετάλλια και παράσημα παρέλαβε, πολλά από τα οποία χάθηκαν σε πυρκαγιά κατά τον Β’ Παγκόσμιο.
«Μετέσχε πασών των εκστρατειών από του 1912 και εντεύθεν ως προϊσταμένη αδελφή νοσοκόμος, παραμυθήσασα και ανακουφίσασα χιλιάδας στρατιωτών τραυματιών ή ασθενών μετά μητρικής στοργής και αφοσιώσεως, εν Μακεδονία, Ηπείρω, Σερβία, Αυτονόμω Ηπείρω και πανταχού της Μικράς Ασίας, παθούσα δε εξανθηματικόν τύφον και τοξιναιμίαν εν τη εκτελέσει των καθηκόντων αυτής», αναφέρεται στα πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έστρεψε ιδιαιτέρως την προσοχή της σε όσους έπασχαν από φυματίωση, μια ασθένεια κοινή στους προσφυγικούς πληθυσμούς και στους απόστρατους. Στο πλαίσιο αυτό βοήθησε στην επέκταση του νοσοκομείου «Σωτηρία» με την προσθήκη του περιπτέρου «Πεύκα Ματσούκα», ενώ έκανε εράνους στην ομογένεια της Αμερικής και Αιγύπτου για την ανέγερση σανατορίου στην Κορφοξυλιά κοντά στα Μαγούλιανα Γορτυνίας.
«Να κάνουμε το πορτρέτο της; Φαντάζομαι πως δεν είναι ανάγκη. Ξεχωρίζει μέσα σε χιλιάδες. Το πρόσωπό της, με τα σηκωμένα φρύδια και τα πονεμένα μάτια, έχει την σφραγίδα της αρχοντιάς. Η σιλουέτα της ιδιόρρυθμη. Πολλοί την περνούν για περιηγήτρια. Η γαλάζια εσάρπα της κι η χακιά, η αντρίκια φούστα της, με την πέτσινη πλατιά ζώνη δεν ξεχνιούνται σ’ όσους την αντίκρισαν έστω και μια φορά.
»Αν την πλησιάσετε, τότε μαθαίνετε κι άλλα. “Με μια μικρή δόση λεπτότητας, που δεν με διακρίνει…”, γράφει κάπου η ίδια μιλώντας για τον εαυτό της.
»Ίσως να ’χει λιγάκι δίκιο. Θα ’χει όμως ασφαλώς άδικο κι εκείνος που θα την ζυγίσει από το φέρσιμό της. Είναι λιγάκι απότομη στην έκφραση, νευρική. Στα καλά καθούμενα μπορεί να σε πει “μπούφο”. Μα αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την καρδιά της. Η καρδιά της είναι τρυφερή, καρδιά “μάνας”. Πιστεύω καταλάβατε για ποια σας μιλώ», αναφερόταν σε δημοσίευμα της εφημερίδας Μορέας της Τρίπολης στις 9 Νοεμβρίου 1930 με αφορμή τα εγκαίνια του σανατορίου στην Καρφοξυλιά.
Η Άννα Μελά-Παπαδοπούλου πέθανε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 1938, υποκύπτοντας και εκείνη στη φυματίωση. Κηδεύτηκε στις Ροβιές στην Εύβοια.
Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα ήταν πεθερά του ναυάρχου Άγγελου Μπακόπουλου, διαπρεπούς διευθυντή του Ελληνικού Φαρικού Συστήματος, ενώ ο γιος της Αντώνης Παπαδόπουλος παντρεύτηκε την Αλεξάνδρα, κόρη του Στέφανου και της Πηνελόπης Δέλτα.
Πίσω της άφησε 42 τετράδια με το Ημερολόγιο εκστρατείας της, τα οποία συμπληρώνουν 18 τόμοι με αναμνήσεις, φωτογραφίες, γράμματα, αποκόμματα εφημερίδων και περιοδικών.