6.10.22

ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ Η ΚΥΠΡΟΣ;

 

Προς τυχόν ανιστόρητους Έλληνες, βαρβάρους Τούρκους και παραχαράκτες της Ελληνικής ιστορίας, επίδοξους ολετήρες Ορθοδοξίας και Ελληνισμού.

ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ Η ΚΥΠΡΟΣ;

Από Μαρία Ρ. 

ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ … ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΟΛΙΓΑ, ΠΟΥ ΦΑΝΕΡΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΕΔΩ ΚΑΙ 34 ΑΙΩΝΕΣ.

Η Κύπρος κατοικήθηκε στα χρόνια της Νεολιθικής εποχής και οι περισσότεροι οικισμοί της ήταν διάσπαρτοι κατά μήκος των ακτών. Ο εξελληνισμός (αρχαίος ελληνικός αποικισμός) ξεκίνησε περίπου το 1400 π.Χ. με την άφιξη των πρώτων Μυκηναίων εμπόρων. Αργότερα (περίπου το 1050 π.Χ.) το νησί κατέστη ελληνικό.                                                                                             Αυτοκρατορίες έρχονται και φεύγουν    

                                                                 

  Η Κύπρος, μετά το 750 π.Χ., βίωσε διαδοχικές κατακτήσεις αφού αυτοκρατορίες έρχονταν και έφευγαν από το νησί πολύ συχνά, ξεκινώντας από τους Ασσύριους, τους Αιγύπτιους και τους Πέρσες στους άρεσε τόσο πολύ το νησί ,που φρόντισαν όλοι να περάσουν από αυτό αρκετές φορές. Όλα αυτά συνέβησαν μέχρι που ο Μέγας Αλέξανδρος το 333 π.Χ. ανέλαβε δράση και το νησί παρέμεινε τότε στη ελληνιστική αυτοκρατορία.Η Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Περίοδος.                                                                                               Η Κύπρος έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 58 π.Χ. και ήταν επίσης η πρώτη χώρα που κυβερνάται από έναν Χριστιανό μετά και την επίσκεψη του Αγίου Παύλου στο νησί. Η Κύπρος παρέμενε υπό τους Ρωμαίους μέχρι το 330 μ.Χ. όταν η αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει και η περίοδος του Βυζαντίου ξεκινούσε. Μαζί με την οικοδόμηση πολλών εκκλησιών, οι Βυζαντινοί βγήκαν μακριά από την πρωτεύουσά τους την Κωνσταντινούπολης και παρέμειναν στο νησί μέχρι το 1191 όταν εμφανίστηκε ο Άγγλος Βασιλιάς, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.

Ο Μέγας Σεφέρης στις 12 Μαρτίου 1954, έγραψε στον Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή :
«Στο μικρό διάστημα που έμεινα στην Κύπρο, άρχισαν πολλά πράγματα και νομίζω θα με κυνηγούν αδυσώπητα ώσπου να πάρουν μορφή. Παραξενεύομαι όταν το συλλογίζομαι. Η Κύπρος πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα. Κάποτε λέω πως μπορεί να με πήρε για ψυχοπαίδι της». Λίγους μήνες νωρίτερα έγραφε από το νησί στην αδελφή του: ««...Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα... ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας. Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι - 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους.»    

Στο δια ταύτα.                                                                                                                    Όλα τα τοπωνύμια στην Ελληνική Κύπρου, προέρχονται από ένδοξους Έλληνες προγόνους μας ιδρυτές Μερικά τοπωνύμια της Κύπρου, τα οποία βεβαιώνουν τις βαθιές ελληνικές αρχέγονες της ρίζες…..
1. Αθηαίνου, από τον πρώτο οικιστή Έλληνα Αθηνογένη.
2. Αστρομερίτης, από τον πρώτο οικιστή Έλληνα που καταγόταν από το Άστρος Πελλοπονήσου ή και από όνομα Αφροδίτης που ονομαζόταν και Αστρά.
3. Άσσια,από τους πρώτους οικιστές που καταγόταν από το Άσσος Μ. Ασίας.
4. Αχερίτου, από όνομα θεάς Αφροδίτης που ονομαζόταν και Ασιερά, Αστάρτη.
5. Βρομολαξιά ή σημερινή Δρομολαξιά, από το Βρόμιον ( Βρομολαξιά), επίθετο του Βάκχου. Αρχαίος οικισμός βρέθηκε περί τα 2 χλμ. από το χωριό, που χρονολογείται από το 1400 π.Χ. Αρχαία αγγεία απεικονίζουν τον Βάκχο Βρόμιον.
6. Δερύνεια, από οικιστές που ήρθαν από την πόλη του Νέστωρα, Γερύνεια
7. Ιδάλιον, από χρησμό του Μαντείου των Δελφών που δώθηκε σε έλληνες οικιστές με αρχηγό τον Χαλκάνορα να βρουν στη Κύπρο το μέρος όπου ο ήλιος ανατέλλει φωτεινός. Φτάνοντας στη περιοχή όλοι φώναξαν για τον ήλιο του Ιδαλίου… «Ίδον Άλιον», είδα τον λαμπερό ήλιο.
7. Καραβάς, από οικιστή ναυπηγό που ναυπηγούσε τέλειες πολεμικές τριήρεις. Οι πολεμικές τριήρεις της Κύπρου, ήταν ξακουστές και χρησιμοποιήθηκαν και στην εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου σε όλες τις ναυμαχίες και ειδικά στην Ινδία.
8. Καρπάσι, από την αρχαία λέξη Κάρπασος, λεπτό λινάρι, που παραγόταν στη περιοχή. Από αγνό Καρπασίτικο βαμβάκι που το χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι σαν φυτίλι, για την άσβεστο φλόγα της θεάς Αθηνάς στον Παρθενώνα.
9. Μόρφου, από εποίκους Λάκωνες, που έκτισαν περικαλλή ναό της θεάς Αφροδίτης, η οποία έφερε και όνομα Θεά – Μορφώ ( Όμορφη). Αρχικά λεγόταν Θεομόρφου και μετά παρέμεινε το Μόρφου.
10. Λήδρα, η σημερινή Λευκωσία, από την αρχαία Ελληνική πόλη Λέδρες. (Λευκωσία, από τον πρίγκηπα Λεύκιο γιο του έλληνα βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Α΄, ο οποίος την ανοικοδόμησε και ανακαίνησε.)
11. Λάρνακα – Κίτιον, από τις αρχαίες ελληνικές νεκροπόλεις όπου οι νεκροί θάβονταν σε μαρμάρινες λάρνακες σαρκοφάγους
Κίτιον. Αρχαία Μυκηναϊκή πόλη, βασίλειο της Κύπρου. Η πόλη αναφέρεται από τον 12ο αιώνα π.Χ. σε Αιγυπτιακές γραφές και στην Αγία Γραφή. Μετά τον Τρωικό πόλεμο το Κίτιον εξελίσσεται σε πνευματικό και εμπορικός κέντρο του Ελληνισμού. Κατά τον Ιώσηππο ( Ιωσήππου Εβραϊκά αρχ. Α. 7.), η πόλη ιδρύθηκε μετά τον κατακλυσμό του Νώε και δόθηκε από τον Νώε στον Χετίμ ή Κιτίμ γιο του Ιαυάν, ο οποίος, κατά την παράδοση ήταν Έλληνας. Είναι η πρώτη πόλη, που ιδρύθηκε στον Ελληνικό χώρο και η αρχαιότερη. Αναφέρεται 28 φορές στην Παλαιά Διαθήκη.
12. Πάφος. Από τον γιο του Κίνυρα του ιδρυτή της πόλης Πάφου.
13. Κερύνεια, από Αχαιούς που ήλθαν από τη αρχαιότατη πόλη Κυρηνεία της Αχαϊας από το 1300 π.Χ. Ιδρυτές οι Αχαιοί Κηφέας και Πράξανδρος θρυλικοί ήρωες του Τρωικού Πολέμου. Κ.λ.π.

Και η Σαλαμίνα αδελφή πόλη της Αμμοχώστου – Κωνσταντίας.

Η Σαλαμίνα υπήρξε πρωτεύουσα της Κύπρου για χίλια περίπου χρόνια και σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα ιδρύθηκε από τον Τεύκρο, γιο του Τελαμώνα, βασιλιά του νησιού της Σαλαμίνας και αδελφού του Αίαντα, ο οποίος κατέφθασε στην Κύπρο μαζί με άλλους Έλληνες, με το τέλος του Τρωικού πολέμου. Στην «Ελένη» του Ευριπίδη, ο Τεύκρος εξηγεί, ότι τον διέταξε ο Απόλλωνας να μην επιστρέψει στα πάτριά του εδάφη, αλλά να πάει στο νησί της Κύπρου, αφού δεν είχε καταφέρει να προλάβει την αυτοκτονία του Αίαντα, ούτε κατάφερε να εκδικηθεί το θάνατό του.                                                  Η πόλη πήρε το όνομά της από τη Σαλαμίνα της Αττικής. Στη σύγχρονη γλωσσολογία, θεωρείται πως το όνομα «Σαλαμίς» προέρχεται από τη ρίζα Σαλ- (άλας· δηλαδή αλμυρό νερό) και -άμις (δηλαδή στη μέση), έτσι Σαλαμίνα είναι (ο τόπος) εν μέσω θαλασσινού νερού.                                                              Την ιστορία της Σαλαμίνας κατά τη διάρκεια των πρώτων αρχαϊκών και κλασικών χρόνων, αντικατοπτρίζει στις αφηγήσεις του ο Έλληνας ιστορικός  Ηρόδοτος και  πολύ αργότερα, ο Έλληνας ρήτορας Ισοκράτης. Η πόλη ήταν τότε η πρωτεύουσα του νησιού και οδήγησε τις άλλες κυπριακές πόλεις, στις προσπάθειές τους για την απελευθέρωσή τους από την περσική κυριαρχία. Ο σημαντικότερος ηγεμόνας του βασιλείου της Σαλαμίνας ήταν ο Ευαγόρας Α΄ (410-374 π.Χ.), ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν ηγεμόνας όλου του νησιού, που με τους αγώνες του κέρδισε την ανεξαρτησία από την Περσία.                                                                                                                          Στη βασιλεία του Ευαγόρα η ελληνική τέχνη και ο πολιτισμός άνθισαν στην πόλη. Ένα μνημείο, γεγονός το οποίο καταδεικνύει το τέλος των κλασικών χρόνων στη Σαλαμίνα, είναι ο τύμβος, που όταν ανασκάφτηκε αποκάλυψε το κενοτάφιο του Νικοκρέων, ο οποίος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Σαλαμίνας. Από τη μνημειώδη εξέδρα βρέθηκαν διάφορες πήλινες κεφαλές, ορισμένες από τις οποίες είναι πορτρέτα, ίσως των μελών της βασιλικής οικογένειας, που τιμήθηκαν μετά το τραγικό θάνατο τους στην πυρά. Πιστεύεται, ότι ο τάφος του Νικοκρέοντος βρίσκεται σε κάποιον από τους τύμβους, που δεν έχουν ανασκαφεί ακόμα στην Έγκωμη.

Από τη Βυζαντινή εποχή η βασιλική του επισκόπου Επιφάνιου (367-403 μ.Χ.), που πιθανότατα ήταν ο μητροπολιτικός ναός της Σαλαμίνας. Ο Άγιος Επιφάνιος είναι θαμμένος στη νότια αψίδα, η εκκλησία περιέχει και βαπτιστήριον. Η εκκλησία καταστράφηκε τον 7ο αιώνα για να αντικατασταθεί από έναν μικρότερο ναό στα νότια της πόλης. Ο Κύπριος Άγιος Βαρνάβας έφερε τον Χριστιανισμό στην Κύπρο κατά το πρώτο αιώνα μ.Χ. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Βαρνάβας κήρυξε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη και πέθανε δια λιθοβολισμού στη Σαλαμίνα το 61 μ.Χ. Θεωρείται ο ιδρυτής της κυπριακής Εκκλησίας. Τα οστά του  βρίσκονται στην κατεχόμενη Μονή, αν δεν τα σύλησαν οι βάρβαροι …

Ένας βασιλικός τάφος περιείχε μεγάλο μέρος των ελληνικής κεραμικής των γεωμετρικών χρόνων και πιστεύεται ότι ήταν προίκα Ελληνίδας πριγκίπισσας που παντρεύτηκε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαλαμίνας. Ελληνική κεραμική βρέθηκε επίσης σε τάφους απλών πολιτών, ενώ ορισμένες ταφές στους “βασιλικούς τάφους” της Σαλαμίνας, είναι άμεσα συνδεδεμένες με τις Ομηρικές τελετές, όπως η θυσία των αλόγων, τα οποία τα θυσίαζαν στον τάφο του νεκρού και οι προσφορές σε λάδι που βρέθηκαν μέσα στους τάφους.

Και περί Ελληνικής κατεχόμενης Καρπασίας, γης ήρωων και αγίων ….

Κατεχόμενη Ιερά Μονή Αποστόλου Ανδρέα στην Αγία Καρπασία.

Καρπασία. Αρχαία Ελληνική πόλη της Κύπρου που βρισκόταν στη χερσόνησο της Καρπασίας. Την ύπαρξή της αναφέρουν αρχαίες γραπτές πηγές.                                       Ο Στράβων, στη γεωγραφική περιγραφή της Κύπρου που δίνει, γράφει και τούτα: …Εἶτ’ Ἀχαιῶν ἀκτή, ὅπου Τεῦκρος προσωρμίσθη πρῶτον ὁ κτίσας Σαλαμῖνα τήν ἐν Κύπρῳ, ἐκβληθείς, ὥς φασιν, ὑπό τοῦ πατρός Τελαμῶνος· εἶτα Καρπασία πόλις λιμένα ἔχουσα, κεῖται δέ κατά τήν ἂκραν τήν Σαρπηδόνα…                  Την πόλη αναφέρει επίσης ο γεωγράφος Σκύλαξ στο έργο του Περίπλους, όπου γράφει: …Κατά δέ Κιλικίαν ἐστί νῆσος Κύπρος καί πόλεις ἐν αὐτῇ αἵδε· Σαλαμίς …Καρπάσεια, Κερύνεια, Λήπηθις …Σόλοι …Μάριον… Ἀμαθοῦς… καί ἂλλαι ἐν μεσογείᾳ…                                                                                                                                           Την πόλη Καρπασίαν αναφέρει και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος, ενώ ως Καρπάσειαν την αναφέρει ο Σταδιασμός, έργο ανώνυμου γεωγράφου, όπου γράφει: …Ἀπό τῆς ἄκρας τῆς Σαρπηδονίας, ἔγγιστα κειμένης πρός τήν Κύπρον, εἰς πόλιν Καρπάσειαν οὐριώτατα στάδιοι υ’ (=400 στάδια, 73.700 μέτρα). Στο ίδιο σύγγραμμα αναφέρεται ότι η απόσταση από τη Λάπηθο μέχρι την Καρπάσειαν είναι 550 στάδια (101,2 χιλιόμετρα), κι ότι η πόλη ἔχει λιμένα μικροῖς πλοίοις· χειμάζει βορέου [πλήττεται από φουρτούνες του βοριά].         Εξάλλου στην Ἐπιτομή από τα Ἐθνικά του Στέφανου Βυζάντιου, στη λέξη Καρπασία, αναφέρεται: Πόλις Κύπρου ἣν Πυγμαλίων ἔκτισεν… Δίνονται δε και άλλες πληροφορίες: ότι μερικοί αρχαίοι συγγραφείς την ονόμαζαν και Κάρπαθον ή και Καρβασίαν, ενώ γραφόταν και ως Καρπάσεια.    Την Καρπασία αναφέρουν επίσης ο Πλίνιος, ο Ιεροκλής στο έργο του Συνέκδημος, καθώς και ο Γεώργιος ο Κύπριος, ενώ η πόλη απαντάται και σε άλλες πηγές.                                                                                                                                    Όπως αναφέρεται στις πηγές (Ελλάνικος, Στ. Βυζάντιος) η πόλη Καρπασία ιδρύθηκε από τον μυθικό Πυγμαλίωνα*, πενθερό του Κινύρα, που φέρεται και ως πατέρας του Άδωνι ή ως βασιλιάς της Τύρου, ή ως βασιλιάς της Κύπρου, ή ως Φοίνικας. Ωστόσο, παρά το ότι μια πηγή (ο ψευδο – Σκύλαξ) αναφέρει την Καρπασία ως πόλη των Φοινίκων (= υπό την κυριαρχία των Φοινίκων), εντούτοις η ελληνικότητα της πόλης αυτής και της ευρύτερης περιοχής της είναι αποδεδειγμένη. Δεν έχει βρεθεί καμιά φοινικική επιγραφή εκεί· αντίθετα έχουν βρεθεί αρκετές ελληνικές επιγραφές με ελληνικά ονόματα (όπως Ονασίκυπρος, Φιλότιμος, Μενοκράτης, Φιλόδαμος, Ονάσιλος κ.α.).                Η ονομασία της πόλης, που είναι και ονομασία ολόκληρης της χερσονήσου, πιθανώς προήλθε από το ουσιαστικό κάρπασος (ο), που σημαίνει βαμβάκι. Όπως σημειώνει ο Κ. Χατζηιωάννου (ΑΚΕΠ  , Ε’, 1983, αρ. 107), η ονομασία του φυτού κάρπασος πιθανότατα προέρχεται από τα αρχαία ινδικά Karpasa, που σημαίνει το φυτό βαμβάκι. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι η ονομασία της Καρπασίας προήλθε και πάλι από το ουσιαστικό κάρπασος (ο), που σημαίνει είδος λιναριού εκλεκτής ποιότητας. Το λίνον καρπάσιον που αναφέρει ο Παυσανίας, το οποίο μερικοί μελετητές του ερμήνευσαν ως «αμίαντο, ορυκτό που εξαγόταν από την Καρπασία της Κύπρου», δεν φαίνεται να σχετίζεται στην πραγματικότητα με την Καρπασία από την οποία ουδέποτε εξαγόταν· ο αμίαντος εξάγεται από το Τρόοδος, αρκετά μακριά από την Καρπασία. Πρέπει συνεπώς να δεχθούμε ότι η πόλη και η περιοχή πήραν την ονομασία τους είτε από το βαμβάκι είτε από το λινάρι, ένα δε από τα δυο αυτά είδη φυτών θα πρέπει να εκαλλιεργείτο εκτεταμένα στην Καρπασία από τα αρχαία χρόνια. Η υπόθεση του αρχαίου Κυπρίου συγγραφέα Δημητρίου του Σαλαμινίου ότι η πόλη πήρε την ονομασία της από τον κάρβαν ἄνεμον δεν ευσταθεί. Ο ίδιος ο Δημήτριος είχε μάλιστα αλλάξει την ονομασία της πόλης σε Καρβασίαν για να ταιριάζει με την άποψή του.                                                                                                                 Σε κάπως νεότερες από τις πιο πάνω πηγές, αναφέρεται η πόλη ως Καρπάσιν, κατά τα Βυζαντινά χρόνια, και τοποθετείται γεωγραφικά στην ίδια περιοχή αλλά προς τα ενδότερα, στην τοποθεσία όπου βρίσκεται το σημερινό Ριζοκάρπασον. Η αρχαία Καρπασία, με βάση τα γεωγραφικά στοιχεία που δίνουν ο Στράβων, ο Πτολεμαίος και οι λοιποί, ήταν πόλη παραθαλάσσια, με μικρό λιμάνι, και βρισκόταν στα βόρεια του Ριζοκαρπάσου, στον όρμο όπου βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Φίλωνος. Η μετακίνηση των κατοίκων της Καρπασίας προς τα ενδότερα, η εγκατάλειψη της παραθαλάσσιας πόλης τους και η ίδρυση νέας, κάπως μακριά από τις ακτές, συνέβη στα χρόνια των αραβικών επιδρομών (7ος – 10ος μ.Χ. αιώνας) κι εξαιτίας αυτών.                                            Η πόλη δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικών αρχαίων κυπριακών πόλεων που απετέλεσαν βασίλεια μέχρι το 312 π.Χ. Φαίνεται, λοιπόν, πως είχε ακμάσει μετά την κατάργηση των βασιλείων, κατά την Ελληνιστική εποχή.                Το 306 π.Χ. η Καρπασία, μαζί με τη γειτονική της πόλη Ουρανίαν, κατελήφθη ύστερα από θυελλώδη επίθεση από τον Δημήτριο* τον Πολιορκητή πριν αυτός βαδίσει κατά της Σαλαμίνος (Διόδωρος Σικελιώτης, 20.47,2).                                      Το ότι η πόλη είχε ακμάσει κατά την Ελληνιστική εποχή, φαίνεται και από το γεγονός ότι κατά τον 3ο/2ο π.Χ. αιώνα ήταν μια από τις θεωροδόκους πόλεις της Κύπρου, σύμφωνα προς σχετική επιγραφή που βρέθηκε στους Δελφούς.                                                                                                                          Η Καρπασία είχε συνεχίσει ν’ ακμάζει και κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, οπότε για ένα διάστημα είχε διατελέσει έδρα επισκοπής. Γνωστός επίσκοπος Καρπασίας υπήρξε ο άγιος Φίλων* που ιδιαίτερα τιμάται μέχρι σήμερα στην περιοχή. Στις εκκλησιαστικές πηγές ο Φίλων αναφέρεται ότι καταγόταν από την πόλη Καρπασία: …ἱεράρχα Φίλων Παμμακάριστε, ἐκ τῆς φαιδρᾶς πόλεως τῶν Καρπασέων… (Ἀκολουθία Φίλωνος, μθ’). Κι αλλού (Ἀκολουθία…, κα’): …ἐκ ρίζης πανευκλεοῦς φυτούργημα, ἄνθος ἀνέτειλας τῆς Καρπασέων πόλεως σοφέ…                                                                                                   Πιστεύεται ότι η παλαιοχριστιανική βασιλική επί των ερειπίων της οποίας είχε κτιστεί ο νεότερος ναός του Αγίου Φίλωνος, ίσως ήταν ο καθεδρικός ναός της πόλης Καρπασίας, μεταξύ του 5ου και του 7ου μ.Χ. αιώνων. Η πόλη φαίνεται να είχε πληγεί καίρια από τις πρώτες κιόλας αραβικές επιδρομές, των μέσων του 7ου αιώνα, οπότε οι κάτοικοί της μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα, ιδρύοντας νέο οικισμό σε τοποθεσία που προσέφερε περισσότερη ασφάλεια. Ο νέος αυτός οικισμός είναι το Ριζοκάρπασον.                                                                                                              Η πόλη Καρπασία εκτεινόταν στην παραθαλάσσια περιοχή του Αγίου Φίλωνος. Ο όρμος που βρίσκεται δίπλα ακριβώς από τα ερείπια της βασιλικής και του μεταγενέστερου ναού του Αγίου Φίλωνος, φαίνεται ότι ήταν το λιμάνι της πόλης. Πιθανό ως λιμάνι ή αγκυροβόλιο να είχε υπάρξει και άλλος μικρός κόλπος, ανατολικότερα του ναού του Αγίου Φίλωνος.                                                         Περί τα 2 χλμ. νοτιοδυτικά του ναού του Αγίου Φίλωνος, στην περιοχή που ονομάζεται «Τσάμπρες», υπάρχουν εκτενή κατάλοιπα του αρχαίου Ελληνικού νεκροταφείου της πόλης Καρπασίας. Πρόκειται για σειρά από πολλούς λαξευμένους στους βράχους θαλαμοειδείς τάφους. Μεταξύ τούτων υπάρχουν μεγάλοι μνημειακοί τάφοι, με λαξευτούς επίσης «δρόμους», καθώς και αρκετοί άλλοι μικρότεροι. Φαίνεται επίσης ότι ο χώρος αυτός είχε χρησιμοποιηθεί και ως αρχαίο λατομείο. Δηλαδή η λατόμευση για εξασφάλιση οικοδομικών υλικών, δημιουργούσε ταυτόχρονα τους τάφους, ή το αντίθετο, το άνοιγμα των τάφων προμήθευε ταυτόχρονα και λίθους. Η περιοχή των τάφων αυτών είναι εντυπωσιακή όσο και μεγαλοπρεπής. Μερικά ανάγλυφα κοσμητικά στοιχεία σε μεγαλύτερους και πλουσιότερους τάφους είναι ευδιάκριτα επίσης.

Προστίθεται ότι  Αρχαίοι Έλληνες ήρθαν στην Κύπρο σε διαδοχικά μαζικά κύματα γύρω στον 12ο αιώνα π.Χ. ως έμποροι, διωγμένοι μετά τον Τρωικό Πόλεμο ή και στο πλαίσιο αποικισμού και εκπολίτισαν το νησί ειρηνικά και σταδιακά, καθώς δεν υπάρχει καμία ιστορική μαρτυρία για βίαιη επέλαση τους. Ο εκπολιτισμός τους επικράτησε στους γηγενείς Έλληνες στην καταγωγή Κυπρίους επηρέασε θετικά τον γηγενή πληθυσμό,που ηθελημένα τον αποδέχτηκε και από τότε αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

Και περί αρχαίου Κιτίου – Λάρνακα.

Το Κίτιον ή Κιτίμ ήταν αρχαίο, βασίλειο της Κύπρου στη θέση της σημερινής Λάρνακας. Στο χώρο της πόλης υπήρχαν προϊστορικοί οικισμοί οι οποίοι αργότερα δέχτηκαν Αχαιούς αποίκους. Η πόλη αναφέρεται ήδη από τον 12ο αιώνα σε αιγυπτιακές επιγραφές, αλλά και αργότερα στην Αγία Γραφή. Το Κίτιο συμμετέχει στην πολιορκία της Τύρου με το πλευρό του Μέγα Αλέξανδρου. Το 58 π.Χ. περνά στους Ρωμαίους συνεχίζοντας να παραμένει το σημαντικότερο και κυριότερο λιμάνι της Κύπρου. Η πόλη συνέχιζε να ακμάζει μέχρι τα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας αλλά σταδιακά έχασε την αίγλη της και εγκαταλείφθηκε. Συνολικά η πόλη μετρά 32 αιώνες ελληνικού πολιτισμού. Οι Φοίνικες του Κιτίου, που συνεργάζονταν πάντα με τους Πέρσες[, άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπουν την Κύπρο όταν αυτή προσαρτήθηκε (311-310 π.Χ. μέχρι το 58 π.Χ.) στους Έλληνες Μακεδόνες του Πτολεμαίου. Υπολογίζεται πως μέχρι το 200π.Χ. δεν υπήρχε ούτε και ένας Φοίνικας στην Κύπρο, εγκαταστάθηκαν στη μητρόπολή τους, τη Φοινίκη, αφού δεν υπήρχαν πλέον οι Πέρσες στην Κύπρο για να τους προστατεύουν.

Σύμφωνα με ανασκαφικές έρευνες στη περιοχή υπήρχαν δύο προϊστορικοί οικισμοί οι οποίοι είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις και εξήγαγαν χαλκό, πορφύρα και αλάτι. Οι οικισμοί αυτοί δέχτηκαν Μυκηναίους και Αχαιούς εποίκους μετά τον Τρωικό πόλεμο και εξελίχθηκαν σε πόλεις. Τον 10ο αιώνα π.Χ. οι δύο αυτές πόλεις καταστράφηκαν από κάποια φυσική καταστροφή αναγκάζοντας τους κατοίκους τους να κτίσουν μια νέα πόλη το μετέπειτα Κίτιο. Οι Μυκηναίοι έκτισαν κυκλώπεια τείχη με πάχος 2,50 μέτρων ενώ κατά διαστήματα υπήρχαν τετράπλευροι προμαχώνες.                                                  Κατά τον Ιώσηπο, (Ιώσηπου Εβραϊκά αρχ. α. 7), ηπόλη ιδρύθηκε αμέσως μετά τον κατακλυσμό του Νώε όταν κατά τον αναδασμό της γης δόθηκε στον Χετίμ ή Κιτίμ, γιο του Ιαυάν (Έλληνες - Ίωνες). Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή είναι η πρώτη Ελληνική πόλη που ιδρύθηκε στον ελλαδικό χώρο και η αρχαιότερη..                                                                                                                 Πρώτη γραπτή μαρτυρία για την πόλη έχουμε τον 12ο αιώνα π.Χ. από αιγυπτιακές επιγραφές. Το Κίτιο έγινε από τις πλούσιες Κυπριακές πόλεις και απέκτησε τόση μεγάλη φήμη που αναφέρεται 28 φορές στην Παλαιά Διαθήκη. Στην πόλη ομιλούνταν κυρίως Ελληνικά. Τέσσερις ναοί αφιερωμένοι σε γυναικεία θεότητα της γονιμότητας από αυτή την εποχή έχουν ανασκαφή με μεγάλες αυλές με βωμούς, σε έναν υπήρχε ιερός κήπος και δεξαμενή για ιερά ψάρια. Ένας πέμπτος ναός ήταν αφιερωμένος σε θεό της γονιμότητας στον οποίο βρέθηκαν προσωπεία που παρίσταναν κεφαλές βοδιών                                               Στους χριστιανικούς χρόνους το Κίτιο γίνεται επισκοπή, εδώ κατά την παράδοση κατέφυγε ο Λάζαρος μετά την ανάσταση του όπου έγινε ο πρώτος επίσκοπος, αλλά και η Παναγία μετά την ανάσταση του Χριστού.  Επίσκοπος Κιτίου υπήρξε και ο Άγιος Θεράποντας. Ερείπια του αρχαίου ναού του όπου και μαρτύρησε υπάρχουν μέχρι και σήμερα, δυστυχώς εγκαταλελειμμένα.

                        

Τέλος τα διάσημα ΕΛΛΗΝΙΚΑ Κύπρια Έπη 8ος αιώνας π.Χ., φανερώνουν τους εξ αίματος δεσμούς των Ελλήνων Κυπρίων με τον Ελληνικό εθνικό κορμό. Ποίημα επικό, που αποδίδεται στον Ηγησία ή Ηγησίνο τον Σαλαμίνιο, ή, κατά τις ισχυρότερες μαρτυρίες, στον Στασίνο τον Κύπριο. Υπάρχει ακόμη μαρτυρία ότι ποιητής των Κυπρίων πν είναι ο Όμηρος ο οποίος είχε ιδιαίτερες σχέσεις με την Κυπρο και ο οποίος, εκτός από δυο γιους, είχε και μια κόρη που ονομαζόταν Αρσιφόνη. Την κόρη του αυτή πάντρεψε με τον Στασίνο τον Κύπριο και, επειδή δεν είχε περιουσία να της δώσει, της έδωσε ως προίκα διάφορα ποιήματα.  Κατά τον Αριστοτέλη, ποιητής των Κυπρίων πν δεν είναι ο  Όμηρος, γιατί τα έργα του εκτυλίσσονται γύρω από έναν κεντρικό πυρήνα ή το πολύ δυο, ενώ άλλα έπη, ανάμεσα στα οποία και τα Κύπρια, είναι πολυσύνθετα Κυπριακά.                                                    Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αρχαίων, τα Κύπρια πη αποτελούνταν από ένδεκα βιβλία, των οποίων όμως η έκταση δεν είναι γνωστή. Σήμερα σώζονται δέκα περίπου αποσπάσματα που θεωρούνται ότι ανήκουν στα Κύπρια πη, με συνολικό αριθμό πενήντα περίπου στίχων.

Ναι!

Επιμέλεια από Μαρία Ρ. Μέλος της ομάδας εργασίας του κ. Α. Αντωνά.