Η γεωπολιτική μηχανική που βρίσκεται εν εξελίξει διεθνώς έχει αποτελέσει αντικείμενο και παλαιότερων άρθρων του γράφοντος. Αυτή σταδιακά μετατρέπει de facto την ΑΟΖ σε περιοχή σχεδόν εθνικής κυριαρχίας, με την έννοια ότι επί της ουσίας πλησιάζει (όχι σε επίπεδο διεθνούς δικαίου) την έννοια των χωρικών υδάτων. Αυτό δεν είναι τόσο αυθαίρετο, δεδομένου ότι το νομικό θεμέλιο των χωρικών υδάτων είναι ο λεγόμενος “κανόνας βολής του πυροβόλου” (cannon shot rule).
Με βάση αυτήν την αρχή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα χωρικά ύδατα είναι ο θαλάσσιος χώρος γύρω από μια στεριά, στον οποίο το χερσαίο πυροβολικό έχει πλεονέκτημα έναντι των πολεμικών πλοίων, αν χρειαστεί να συγκρουστούν.
Άρα, είναι πολύ σημαντικό να ασκείς αποφασιστική προβολή ισχύος στις θαλάσσιες εκτάσεις γύρω από τις ακτές σου με χερσαία εδραζόμενα συστήματα, γιατί με αυτόν τον τρόπο “πακτώνεις” τα κυριαρχικά σου δικαιώματα, βάσει της “αρχής βολής του πυροβόλου”.Οι τελευταίας σοδειάς τεχνολογίες και μεθοδολογίες προβολής ισχύος ευνοούν τη χερσαία εδραζόμενη προβολή ισχύος προς τη θάλασσα, έναντι της θαλάσσιας εδραζόμενης προβολής ισχύος προς τη στεριά. Κι αυτό, λόγω του ολοένα και μεγαλύτερου βεληνεκούς που έχουν τα σύγχρονα πυροβόλα και πυραυλικά συστήματα. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η ΑΟΖ έχει θέσει υποψηφιότητα να εξελιχθεί de facto στα χωρικά ύδατα του μέλλοντος. Κι αυτός είναι ο λόγος που η Τουρκία έχει αναγορεύσει σε πρώτη γεωστρατηγική προτεραιότητά της τον σφετερισμό της ΑΟΖ των ελληνικών νησιών.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μια τεράστια ευκαιρία για την Ελλάδα, δεδομένου ότι κατέχει την αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου. Αν, λοιπόν, συνδυάσει τα πολυάριθμα ελληνικά νησιά με ένα δικτυοκεντρικό σύστημα-συστημάτων (system-of-systems), το οποίο θα επιτηρεί τον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου, θα εντοπίζει τα εχθρικά πολεμικά πλοία και θα μεταδίδει δεδομένα στοχοποίησης σε συστήματα πυροβολικού και πυραύλων που θα βρίσκονται διασκορπισμένα στα νησιά, τότε θα έχει επιτύχει αναντίρρητη θαλάσσια κυριαρχία με χερσαία εδραζόμενη ισχύ.
Στην πραγματικότητα θα έχει μετατρέψει το Αιγαίο σε μια ενιαία και αδιαίρετη θαλασσοχερσαία δομή, μετατρέποντάς το σε ελληνικό “καφέ-γαλάζιο έδαφος”. Έτσι, το θέμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια και του ελέγχου της ΑΟΖ θα περάσει σε δεύτερη μοίρα, αφού η Ελλάδα δεν τολμάει να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της. Αλλά και με την μετατροπή των νησιών σε βάση προβολής ισχύος θα αποκτήσει ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας.
Γεωπολιτική μηχανική και δίκτυα επιτήρησης
Τα συστήματα ελέγχου του Αιγαίου μπορεί να περιλαμβάνουν συνδυασμούς “πανοπτικών” και τοπικών συστημάτων επιτήρησης. Στα πρώτα περιλαμβάνονται τα ήδη υπάρχοντα ιπτάμενα ραντάρ Erieye (πιθανώς στο μέλλον Global Eye) και “ψευδοδορυφόρους”, δηλαδή ρομποτικά αεροχήματα, αερόπλοια ή ακόμη και αερόστατα μεγάλου υψομέτρου. Αυτά θα μπορούν να μένουν στον αέρα για μήνες ή και χρόνια. Στα παραπάνω μπορούν να προστεθούν και δίκτυα μικρών δορυφόρων, η κατασκευή και τοποθέτηση σε τροχιά των οποίων στα επόμενα χρόνια αναμένεται να καταστεί πολύ πιο φθηνή και εύκολη υπόθεση σε σχέση με σήμερα.
Στα τοπικά συστήματα επιτήρησης μπορεί να περιλαμβάνονται ρομποτικά αεροχήματα, σκάφη επιφανείας και υποβρύχια (UAV, USV και UUV αντιστοίχως), ομάδες ειδικών δυνάμεων (SOF) ή και απλού πεζικού, ακόμη και εθνοφυλάκων. Με συσκευές που θα ενσωματώνουν αποστασιόμετρο λέιζερ, GPS, υπολογιστή για προσδιορισμό θέσης και μονάδα μετάδοσης δεδομένων, θα μπορούν να τροφοδοτούν το δίκτυο ενημερώνοντας τα όπλα πυροβολικού, τα οποία θα αναλαμβάνουν την προσβολή των εχθρικών πλοίων.
Τα συστήματα αυτά δεν είναι μόνον χερσαίες εκδόσεις αντιπλοϊκών πυραύλων cruise (ASCM), όπως είναι ο Exocet, ο NSM ή ο BrahMos, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται πολλάκις στον δημόσιο διάλογο, για τη μετατροπή των ελληνικών νησιών σε “αβύθιστα πυραυλοφόρα”. Ούτε μόνον “εξωτικά” συστήματα σαν τον αμερικανικό πύραυλο PrSM, που θα αποτελέσει τον διάδοχο του ATACMS, οι δυνατότητες του οποίου είχαν εξεταστεί σε προηγούμενο άρθρο. Μπορεί να είναι και πολύ πιο ταπεινά, φθηνά και ήδη υπάρχοντα στο ελληνικό οπλοστάσιο συστήματα, όπως ο πολλαπλός εκτοξευτής ρουκετών RM70, ένας σημαντικό αριθμός των οποίων (σίγουρα ρουκετών πιθανότατα και εκτοξευτών) με εθνική επιπολαιότητα εστάλη στην Ουκρανία.
Φθηνές μεταλλαγμένες ρουκέτες
Το υποτιμημένο και παραμελημένο αυτό όπλο μπορεί να εξαπολύσει μια ομοβροντία σαράντα ρουκετών των 122 χιλιοστών σε λιγότερο από ένα λεπτό, σαρώνοντας μια μεγάλη περιοχή. Το βεληνεκές των υπαρχόντων ρουκετών είναι περίπου 20 χλμ. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχουν προκύψει μεγάλες εξελίξεις τόσον όσον αφορά την αύξηση του βεληνεκούς, όσο και την ικανότητα των ρουκετών να εντοπίζουν με δικά τους μέσα στόχους και να τους προσβάλουν με ακρίβεια.
Το καλοκαίρι του 2020 είχε κυκλοφορήσει η είδηση ότι στα υπό εξέλιξη εξοπλιστικά προγράμματα από τον Ελληνικό Στρατό είναι και η αγορά από τη Σερβία του πακέτου αναβάθμισης G2000, που αυξάνει το βεληνεκές των ρουκετών RM70 στα 40 χλμ. Αξίζει να επισημανθεί ότι η Σερβία, από όσο είναι σε θέση ο γράφων να γνωρίζει, κατέχει το ρεκόρ βεληνεκούς για το διαμέτρημα των 122 χιλιοστών, με τις ρουκέτες G2000/52, οι οποίες στο επίπεδο της θάλασσας έχουν επιτύχει βεληνεκές 52 χλμ.
Η ικανότητα μετατροπής των ρουκετών των 122 χιλιοστών σε “έξυπνα” αυτοκατευθυνόμενα όπλα μπορεί να γίνει ή με την τοποθέτηση στις ρουκέτες κεφαλών αναζήτησης του θερμικού ίχνους των πλοίων ή, ακόμη καλύτερα, με συστήματα ταύτισης εικόνας. Το έχουν κάνει οι Ισραηλινοί με την τοποθέτηση σε ρουκέτες των 122 χιλιοστών του συστήματος EPIK. Ο γράφων θεωρεί δεδομένο ότι παρόμοιες μετατροπές μπορούν να γίνουν σχετικά εύκολα στην Ελλάδα, αξιοποιώντας κατά κόρον εμπορικά διαθέσιμες τεχνολογίες (COTS).
Χερσαία κατά θαλάσσια ισχύος
Αν λοιπόν το δίκτυο επιτήρησης πληροφορήσει για τη γενική θέση ενός εχθρικού πολεμικού πλοίου, ή μιας ομάδας πλοίων και η μετάδοση και αξιοποίηση των πληροφοριών γίνει γρήγορα, τότε τα εχθρικά σκάφη θα βρεθούν αντιμέτωπα με ένα μπαράζ ρουκετών που θα εντοπίζουν το θερμικό τους ίχνος πάνω στο ψυχρό υπόβαθρο του νερού και θα κατευθύνονται καταπάνω τους.
Έναντι μιας παρόμοιας επίθεσης κορεσμού λίγα πράγματα μπορούν να κάνουν τα συστήματα τερματικής άμυνας (CIWS) των πλοίων, όσο εξελιγμένα κι αν είναι. Τέλος, προκύπτει και το θέμα της προστασίας των συστημάτων πυροβολικού που θα αναλαμβάνουν παρόμοιες αποστολές από τη δράση του εχθρικού πυροβολικού και κυρίως της εχθρικής αεροπορίας. Για τον σκοπό αυτό, εκτός από την παραδοσιακή κίνηση (απόκρυψη, παραλλαγή και παραπλάνηση) τάση σε πολλές χώρες που έχουν να αντιμετωπίσουν την αεροπορική υπεροχή ή και την πλήρη κυριαρχία του αντιπάλου, είναι η πλαισίωση των συστημάτων πυροβολικού (από αυτοκινούμενα πυροβόλα μέχρι βαλλιστικούς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς) με ικανότητες “άρνησης επαφής” με τον αντίπαλο (contact denial).
Οι ικανότητες αυτές επιτυγχάνονται με την κατασκευή “πρωτόγονων υποδομών”, δηλαδή δίκτυα τούνελ και υπόγειων εγκαταστάσεων, όπου κρύβονται τα όπλα πυροβολικού, εξέρχονται για να ανοίξουν πυρ και εισέρχονται ξανά αμέσως μετά. Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι δεν χρειαζόμαστε μαχητικά αεροσκάφη ή μεγάλα πλοία επιφανείας, όπως κατά καιρούς υποστηρίζουν πολλοί.
Θαλάσσιες και εναέριες πλατφόρμες
Αντιθέτως, αυτή η στατική γεωγραφία ισχύος αποκτά την πραγματική της μαχητική υπόσταση όταν συνδυαστεί με μια κινητή γεωγραφία ισχύος, την οποία προσφέρουν ακριβώς οι πλατφόρμες υψηλής κινητικότητας, όπως οι φρεγάτες Belharra και τα μαχητικά Rafale και F-16 Viper. Με τον συνδυασμό αυτών των δύο δημιουργούμε μια “ρευστή” και “αυτοθεραπευόμενη” (self-healing) δομή μάχης, ικανή να αυξομειώνει την πυκνότητα πυρός, ανάλογα με τις απαιτήσεις και να καλύπτει κενά και απώλειες που έχουν προκληθεί από την εχθρική δράση.
Ειδικά δε οι μεγάλες μονάδες επιφανείας χρειάζονται κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο, ώστε, μεταξύ άλλων, να δημιουργήσουν και τον “διάδρομο ισχύος” που θα ενώσει την Ελλάδα με την Κύπρο. Επίσης, χρειάζονται στο βόρειο Αιγαίο, όπου δεν υπάρχουν πολλά νησιά. Αυτές οι πλατφόρμες θα ασκήσουν προβολή ισχύος και θαλάσσιο έλεγχο, θα διεξάγουν το πολύ σημαντικό έργο της επίδειξης σημαίας, της προώθησης και ενίσχυσης του εθνικού γοήτρου και την άσκηση θαλάσσιας διπλωματίας στον καιρό της ειρήνης.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αφήσουμε πίσω την λογική του ανταγωνισμού των Κλάδων (Στρατός Ξηράς, Ναυτικό, Αεροπορία) αλλά και των Όπλων (Πεζικό, Πυροβολικό, Τεθωρακισμένα, Μηχανικό, Διαβιβάσεις, Αεροπορία Στρατού). Σκοπός είναι να προχωρήσουμε στη δημιουργία μιας υπερκλαδικής, ενοποιημένης δύναμης μάχης, που θα καταστήσει την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο μια αναντίρρητη, “φυσική” πραγματικότητα.
Αυτή η πραγματικότητα έχει και το επιπρόσθετο πλεονέκτημα ότι μπορεί να είναι εναρμονισμένη με το διεθνές δίκαιο, την ιστορική πραγματικότητα και την σύγχρονη ανθρωπογεωγραφία. Στρατηγικός στόχος είναι να αδρανοποιήσει τις παράνομες επεκτατικές μονομερείς αξιώσεις της Τουρκίας. Και με τις παραπάνω προϋποθέσεις αυτό μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς να οδηγηθούμε σε πολεμική σύγκρουση.