MS-110 (Multispectral Airborne Reconnaissance) – Stand off αποκάλυψη στόχων για τα ελληνικά F-16. Ασφαλώς και μας αφορά… Πρόκειται για την απάντηση σε ερώτημα που είχε τεθεί στον τίτλο είδησης που πρόσφατα δημοσίευσε το DP σχετικά με την επιτυχή ολοκλήρωση των πτητικών δοκιμών του νέου ατρακτιδίου φωτογραφικής αναγνώρισης MS-110, διάδοχου του επιτυχημένου DB-110. To νέο σύστημα που αποδίδει στο F-16 ακόμα μεγαλύτερες δυνατότητες εντοπισμού στόχων από μεγάλες αποστάσεις λοιπόν, οπωσδήποτε αφορά την πολεμική Αεροπορία που σε βάθος χρόνου πενταετίας θα διαθέτει 151 συνολικά αξιόμαχα F-16 στη δύναμή της. Και όταν λέμε αξιόμαχα εννοούμε ικανά για την εκτέλεση κάθε είδους αποστολής.
Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη
Η φωτογραφική αναγνώριση πέρασε από πολλά στάδια στις τάξεις των αεροπορικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ και ως αποστολή, ως ρόλος, έχει αποκτήσει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα σε σχέση με το παρελθόν, από τη στιγμή που η ευρεία χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει τα επανδρωμένα μαχητικά σε εξόδους επιτήρησης και αναγνώρισης. Ηλεκτρονικής (ELINT/SIGINT/COMMINT) και φωτογραφικής.
Η Πολεμική Αεροπορία υπήρξε η τελευταία αεροπορική δύναμη του ΝΑΤΟ που διατήρησε μέχρι το 2017 σε υπηρεσία εξειδικευμένα φωτοαναγνωριστικά αεροπλάνα. Τα τελευταία RF-4E αποσύρθηκαν το Μάιο της χρονιάς εκείνης κλείνοντας οριστικά ένα κύκλο 62 ακριβώς χρόνων.
Η προϊστορία
Η 348 Μοίρα Τακτικής Αναγνώρισης συγκροτήθηκε επίσημα στις 5 Μαΐου του 1955 στην 110 Πτέρυγα Μάχης στη Λάρισα, όπου παρέμεινε μέχρι και την ημέρα της απενεργοποίησής της. Προηγήθηκε η δημιουργία Σμήνους Τακτικής Αναγνώρισης με μαχητικά F-84G που έφεραν τροποποιημένη τη μία από τις δύο ακροπτερύγιες εξωτερικές δεξαμενές καυσίμου, εξοπλισμένη με φωτομηχανή που ενεργοποιούνταν από το πιλοτήριο.
Κατά την αρχική περίοδο της δραστηριοποίησής της ως Μοίρα απέκτησε φωτοαναγνωριστικά αεροπλάνα τύπου RT-33 που πολύ σύντομα (από τον Αύγουστο του 1957), αντικαταστάθηκαν από RF-84F. Τα αεροπλάνα αυτά αποσύρθηκαν το Μάρτιο του 1991, οπότε στη δύναμη της 348 παρέμειναν μόνο όσα RF-4E προέρχονταν από την παραγγελία οκτώ μονάδων που είχαν αγοραστεί στη δεκαετία του ‘70.
Τα RF-84F, RT-33 και RF-4E, δεν ήταν τα μοναδικά φωτοαναγνωριστικά αεροπλάνα που πέταξαν με τα ελληνικά εθνόσημα. Η Πολεμική Αεροπορία είχε συγκροτήσει και την 349 Μοίρα εξοπλισμένη με RF-5A, ενώ είχε χρησιμοποιήσει και μικρό αριθμό RF-104G.
Από τον Σεπτέμβριο του 1997 που απενεργοποιήθηκε η 349 Μοίρα, ο μόνος τύπος φωτοαναγνωριστικού αεροπλάνου που παρέμεινε σε ελληνική υπηρεσία, ήταν το RF-4E. Το φωτογραφικό Phantom. Τα λιγοστά αμερικανικής προέλευσης αεροπλάνα του τύπου αυτού, πλαισιώθηκαν από το 1994-1995 από 27 ακόμα που προήλθαν από τη Γερμανία ως πλεονάζον υλικό, μετά την υπογραφή της συνθήκης CFE (Conventional Forces Europe).
Από αυτά χρησιμοποιήθηκαν τα 20 με επιμέρους αναβαθμίσεις, σε μία περίοδο που το σύνολο των αεροπορικών δυνάμεων του ΝΑΤΟ εγκατέλειπε οριστικά τα εξειδικευμένα φωτοαναγνωριστικά αεροπλάνα. Η επιλογή αυτή αποδείχθηκε εξαιρετικά επιζήμια για την Πολεμική Αεροπορία και την ελληνική άμυνα, με υπαιτιότητα της Αμερικανικής Αεροπορίας.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ‘90 η Πολεμική Αεροπορία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα 25 περίπου RF-4E που βρέθηκαν στην κατοχή της, τόσο σε ρόλο φωτογραφικής, όσο και σε ρόλο ηλεκτρονικής αναγνώρισης. Το εγχείρημα είχε λογική υπό την έννοια ότι δεν επιβάρυνε με αυτές τις “δουλειές” τις Μοίρες των F-16 και Mirage 2000.
H τότε ηγεσία της Πολεμικής Αεροπορίας, με δεδομένο τον τεράστιο εσωτερικό χώρο στο ρύγχος των RF-4E, όπου μπορούσαν να “κουμπώσουν” φωτομηχανές με φακούς (αισθητήρες) μεγάλης εστιακής απόστασης και εξοπλισμός αποστολής. Αποφεύγονταν έτσι η ανάγκη μεταφοράς φωτομηχανών σε ατρακτίδιο, άρα σε κάθε έξοδο υπήρχε δυνατότητα μεταφοράς όλων των εξωτερικών δεξαμενών καυσίμου για μεγαλύτερης ακτίνα και αυτονομία.
Αποφασίστηκε λοιπόν η ενσωμάτωση της ψηφιακής φωτομηχανής μεγάλης εστιακής απόστασης KS-127EO (C-297) και η πιστοποίηση του ατρακτιδίου ηλεκτρονικής αναγνώρισης ASTAC της Thales. Το δεύτερο απέδωσε επιχειρησιακά αν και υπό προϋποθέσεις (δεν υπήρχε link για την σε πραγματικό χρόνο μετάδοση των πληροφοριών που συνέλεγε). Το πρώτο στοίχισε πολλά χρήματα χωρίς να αποδώσει απολύτως τίποτα…
Η επένδυση που έγινε στην επιχειρησιακή αναβάθμιση των RF-4E ήταν μεγάλη, γιατί επιπρόσθετα περιέλαβε την ενσωμάτωση συστημάτων RWR τύπου ALR-91, εκτοξευτών Chaffs & flares τύπου ALE-47 στα αμερικανικής προέλευσης αεροπλάνα (τα “γερμανικά” RF-4E είχαν παραδοθεί με εκτοξευτές ALE-40) και καλωδιώσεων για την χρήση πυραύλων ΑΙΜ-9L και -P4. Τα RF-4E πετούσαν άοπλα στη Luftwaffe! Αποδείχθηκε σε καθαρά πρακτικό επίπεδο ότι η σχέση κόστους – απόδοσης της αναβάθμισης των RF Phantom, ήταν πολύ χαμηλή. Εντελώς ασύμφορη.
Τα νέα δεδομένα
Μετά το 2005 είχε ήδη φανεί σε συνδυασμό με το διαρκώς αυξανόμενο κόστος συντήρησης και πτητικής εκμετάλλευσης του Phantom, ότι τόσο ο εκσυγχρονισμός των F-4E στο πλαίσιο του προγράμματος Peace Icarus 2000, όσο και η αναβάθμιση των RF-4E, απέδωσαν λίγο σε σχέση με το κόστος της συνολικής επένδυσης που έγινε. Παρά το γεγονός αυτό και οι δύο τύποι παρέμειναν σε υπηρεσία στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Μαζί με τα RF-4E που αποσύρθηκαν, στο τέλος του 2017 απενεργοποιήθηκε και η 339 Μοίρα. Σε ό,τι αφορά στην αποστολή φωτογραφικής αναγνώρισης η Πολεμική Αεροπορία βασίζεται από τότε αποκλειστικά και μόνο στα δύο ατρακτίδια DB-110 που είχαν αποκτηθεί για τα μαχητικά F-16C/D Block 52+ Advanced στις αρχές της δεκαετίας του 2010, στο πλαίσιο του προγράμματος Peace Xenia II.
H άποψη για την απόσυρση των γηραιών και καυσιμοβόρων RF-4E με στόχο την εξοικονόμηση κονδυλίων προς αγορά περισσότερων ατρακτιδίων DB-110 για τα F-16 είχε κατά καιρούς εκφραστεί, χωρίς όμως ποτέ να υλοποιηθεί. Παρά την καθολική επικράτηση μη επανδρωμένων αεροσκαφών και για σκοπούς φωτογραφικής αναγνώρισης, από μεγάλες αποστάσεις (το νέο ατρακτίδιο MS-110 μπορεί να μεταφερθεί και από MQ-9), τα μαχητικά παραμένουν ελκυστικά ως πλατφόρμες, μέσα από συγκεκριμένα πλεονεκτήματα.
Το πρώτο είναι ότι μπορεί μεν το ατρακτίδιο (DB-110 ή MS-110 στη συγκεκριμένη περίπτωση) να καταλαμβάνει τη θέση της εξωτερικής δεξαμενής καυσίμου στον κεντρικό αναρτήρα της ατράκτου, αλλά σε περίπτωση τεχνικού προβλήματος και καθήλωσης του αεροσκάφους – φορέα, αναρτάται σε άλλο, σε μικρό χρονικό διάστημα.
Το δεύτερο είναι ότι σε αντίθεση με τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, τα μαχητικά έχουν ασύγκριτα υψηλότερες επιδόσεις ταχύτητας και βαθμού ανόδου – καθόδου, οπότε μπορούν να διαφύγουν με μεγαλύτερα περιθώρια ασφαλείας.
Άρα η αγορά νέας γενιάς πολυφασματικής λειτουργίας ατρακτιδίων MS-110 είναι ήδη καταγεγραμμένη ανάγκη από την εποχή της ένταξης σε υπηρεσία του DB-110. To τι σημαίνει πολυφασματική λειτουργία και τι εξασφαλίζει στις αποστολές αναγνώρισης και εντοπισμού στόχων από μεγάλες (stand – off) αποστάσεις, θα εξηγηθεί σε ξεχωριστό αφιέρωμα.
https://www.defence-point.gr