Του Θάνου Τσίρου
Θα ξεπεράσει τα 10 δισ. ευρώ ο «λογαριασμός» των φετινών μέτρων στήριξης διαμηνύει ο υπουργός Οικονομικών, καθώς η κορύφωση της ενεργειακής κρίσης δημιουργεί ολοένα και χειρότερα δεδομένα για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Νέα δεδομένα δημιουργεί και για την κυβέρνηση, η οποία λίγα 24ωρα πριν από τη ΔΕΘ εξακολουθεί να «σβήνει και να γράφει», κάτι που θα συνεχιστεί μέχρι και την Παρασκευή, προκειμένου -τουλάχιστον- να οριστικοποιηθούν οι προθέσεις της Ε.Ε. σχετικά με την επιβολή (και με ποιο τρόπο) του πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου.
Ο «λογαριασμός», το ύψος του οποίου γνωστοποίησε χθες ο Χρήστος Σταϊκούρας, περιλαμβάνει τους πόρους που συγκεντρώθηκαν -ή θα συγκεντρωθούν μέχρι το τέλος του έτους- από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, αλλά και πόρους που θα διατεθούν απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η μερίδα του λέοντος θα καλυφθεί από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, δηλαδή με τους πόρους που έχουν εισφέρει και θα εισφέρουν οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και τα έσοδα που συγκεντρώνονται από το χρηματιστήριο των ρύπων. Οι μεν παραγωγοί ενέργειας έχουν φτάσει στο σημείο να καταβάλλουν πάνω από 1,1 δισ. ευρώ σε μηνιαία βάση, ενώ τα έσοδα από τα χρηματιστήριο των ρύπων είναι 90 εκατ. ευρώ ανά μήνα. Όσο θα ανεβαίνουν οι τιμές του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας -χθες είχαμε πολύ μεγάλη αύξηση και στις δύο τιμές- τόσο θα ανεβαίνουν και τα έσοδα του Ταμείου. Στο «ταμείο» αναμένεται να μπουν τις επόμενες εβδομάδες και τα έσοδα από τα υπερκέρδη που συγκέντρωσαν οι εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας στο διάστημα μέχρι και τον Ιούνιο του 2022 και τα οποία εκτιμάται ότι θα αποφέρουν στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης περί τα 400 εκατ. ευρώ.
Η διακοπή της τροφοδοσίας της Ευρώπης με το ρωσικό φυσικό αέριο, αλλά και τα ευρωπαϊκά σχέδια για επιβολή πλαφόν έστειλαν χθες την τιμή του φυσικού αερίου ακόμη και στα 280 ευρώ ανά μεγαβατώρα, για να «μαζευτεί» τελικώς η τιμή κάτω από τα 250 ευρώ. Η αβεβαιότητα όμως για το τι πρόκειται να συμβεί το επόμενο χρονικό διάστημα είναι αυτή που καθιστά επίφοβη οποιαδήποτε εξαγγελία πέραν των «απαραίτητων»: την επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και του κόστους της θέρμανσης ή των υψηλών τιμών των τροφίμων.
Για φέτος, η προτεραιότητα είναι η επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος. Είναι τέτοια η μεταβλητότητα του σκηνικού, που το κόστος που επωμίζεται ο κρατικός προϋπολογισμός μπορεί να κυμαίνεται κατά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ κάθε μήνα. Στην κυβέρνηση θα περιμένουν και τις αποφάσεις της έκτακτης συνόδου υπουργών Ενέργειας την Παρασκευή για να καταλήξουν σε οριστικές αποφάσεις. Ήδη έχουν ξεκινήσει οι συζητήσεις για το αν θα πρέπει να υπάρξουν και πάλι κριτήρια στην επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος (κατά κύριο λόγο με βάση τον όγκο της κατανάλωσης και όχι με βάση εισοδηματικά κριτήρια), ενώ είναι πολύ έντονος ο προβληματισμός για το αν θα πρέπει να υπάρξουν επιδοτήσεις για το φυσικό αέριο. Το δημοσιονομικό κόστος για να συγκρατηθεί η τιμή του φυσικού αερίου σε λογικά επίπεδα (αντίστοιχα με τα ήδη αυξημένα περσινά) υπερβαίνει το 1,5 δισ. ευρώ και τέτοια δημοσιονομικά περιθώρια δεν υπάρχουν. Με τα σημερινά δεδομένα, η επιδότηση των καυσίμων κίνησης είναι ήδη «πολυτέλεια». Πάντως, ο στόχος να συγκρατηθεί φέτος το έλλειμμα στο 2% του ΑΕΠ παραμένει.
Για το 2023, ο προϋπολογισμός έχει πολλά «προαπαιτούμενα», κάτι που σημαίνει ότι το να υπάρξουν μέτρα «έκπληξη» θεωρείται πολύ δύσκολο, πόσο μάλλον να ανακοινωθούν τώρα εν μέσω απόλυτης αβεβαιότητας. Το πρώτο «προαπαιτούμενο» είναι η επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα. Το δεύτερο είναι η επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος και το 2023, το τρίτο είναι η αύξηση των συντάξεων και το τέταρτο η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης. Μόνο η δημοσιονομική προσαρμογή (από έλλειμμα του 2% στο πλεόνασμα 1%) σημαίνει προσαρμογή 6 δισ. ευρώ, οι συντάξεις χρειάζονται τουλάχιστον 650 εκατ. ευρώ και η κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης άλλα 450 εκατ. ευρώ. Όσο για την επιδότηση του ηλεκτρικού ρεύματος, είναι το μεγάλο ερώτημα και για τον προϋπολογισμό του 2023.
1,5 δισ. ευρώ τον μήνα
Η Ελλάδα χρειάζεται να εισάγει περί τα 70 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες για να καλύπτει τις ετήσιες ανάγκες. Αν η τιμή του φυσικού αερίου παραμείνει σε επίπεδα υψηλότερα των 240-250 ευρώ, αυτό σημαίνει ότι οι εισαγωγές μπορεί να φτάσουν να κοστίζουν ακόμη και 1,5 δισ. ευρώ σε μηνιαία βάση από μόλις 200-300 εκατ. ευρώ με βάση τις τιμές στις αρχές του 2021. Αυτή τη διαφορά είναι αδύνατον να μην την επιβαρυνθεί κάποιος.
Το κόστος θα πληρωθεί ή από τον κρατικό προϋπολογισμό ή από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Είναι τόσο μεγάλα πλέον τα ποσά, που επιφέρουν συνεχείς ανατροπές στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς τόσο για τον φετινό προϋπολογισμό όσο και γι’ αυτόν του 2023.