Στίς 28 Αὐγούστου 1948, μιά ζεστή ἀποπνικτική μέρα, γύρω στίς δωδεκάμιση, μερικές χωριάτισσες ζαλωμένες ξύλα κατέβαιναν ἕνα ἀπόκρημνο μονοπάτι πάνω ἀπό τό χωριό Λιά, ἕναν οἰκισμό μέ σταχτιά λιθόχτιστα σπίτια σέ μιά βουνοπλαγιά κάτω ἀκριβῶς ἀπό τά ἑλληνοαλβανικά σύνορα. Ὅπως οἱ γυναῖκες ἀντίκρυσαν τό χωριό στά πόδια τους, ἀπάντησαν μιά φριχτή συνοδεία.
Μπροστά καί πίσω, κρατῶντας τουφέκια, ἦσαν κάμποσοι άπό τούς κομμουνιστές ἀντάρτες, πού κατεῖχαν τό χωριό τούς τελευταίους ἐννιά μῆνες - ἐμφύλιος πόλεμος στήν Ἑλλάδα συνεχιζόταν.
Φρουροῦσαν δεκατρεῖς δεσμῶτες, πού βάδιζαν γιά ἐκτέλεση ξυπόλητοι, τά πόδια τους μαῦρα καί πρησμένα ἀπό τή φάλαγγα. Κάποιος, ἀνήμπορος ἀπὸ τό ξύλο νά βαδίσει ἢ ἔστω ν᾿ ἀνακαθήσει, ἦταν δεμένος πάνω σ᾿ ἕνα μουλάρι.Ἀνάμεσα στούς κατάδικους ἦσαν καί πέντε χωριανοί τοῦ Λιά: τρεῖς ἄντρες καί δύο γυναῖκες. Ἡ πιό ἡλικιωμένη σκουντούφλαγε μέ τό χαμένο βλέμμα τῆς τρέλλας. Ἦταν ἡ θειά μου Ἀλέξω Γκατζογιάννη, πενήντα ἕξι χρονῶν. Ἡ νεότερη, μέ καστανωπά μαλλιά, γαλανά μάτια καί ξεσκισμένο λουλακί φουστάνι, Ἔπιασε τό βλέμμα άπό τίς συχωριανές της καί κούνησε τό κεφάλι της. Ἦταν ἡ μάνα μου, Ἑλένη Γκατζογιάννη, σαρανταενός χρονῶν.
Μιά ἀπό τίς χωριανές ἄρχισε νά κλαίει, βλέποντας τόν ἀδερφό της ἀνάμεσα στούς κατάδικους. Ἕνα δεκατριάχρονο ἀγόρι, πού ᾿χε σταματήσει γιά νά πιεῖ σέ μιά βρύση, παρακολούθησε τούς δεσμώτες νά σκαρφαλώνουν τό βουνό γρήγορα χαθήκανε πίσω άπό τόν ὁρίζοντα. Σέ μερικά λεπτά άκούστηκε μιά όμοβροντία ἀπό τουφεκιές, κατόπιν σκόρπιες πιστολιές καθώς ἀποτελειώναν κάθε θῦμα μέ μιά σφαῖρα στό κεφάλι. Ὅταν οἱ ἀντάρτες ξαναπέρασαν ἀπό τόν ἴδιο δρόμο κατηφορίζοντας, ἦσαν μόνοι. Εἶχαν παρατήσει τούς ἐκτελεσμένους στή ρεματιά ὅπου ἔπεσαν, τά κουφάρια σκεπασμένα μέ κοτρώνια.
Δεκάξι μέρες ἀργότερα, ὅταν φάνηκε πώς οἱ ἀντάρτες χάνουν τόν πόλεμο ἐναντίον τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἐθνικοῦ Στρατοῦ, συγκέντρωσαν ὅσους κατοίκους εἶχαν ἀπομείνει στό χωριό καί διά τῆς βίας τούς ὁδήγησαν σάν κοπάδι πέρα ἀπό τά σύνορα στήν Ἀλβανία. Τό Λιά κατάντησε στοιχειωμένος τόπος, τά κοράκια ρίχνονταν πάνω στά κουφάρια πού είχαν ἀπομείνει ἐκεῖ. Ἕνα χωριό πού κατοικήθηκε πάνω ἀπό εἰκοσιπέντε αἰῶνες εἶχε πάψει νά ὑπάρχει.
Ἔμαθα τήν ἐκτέλεση τῆς μάνας μου εἴκοσι τρεῖς μέρες ἀργότερα σ᾿ ἕνα καταυλισμό προσφύγων στά παράλια τοῦ Ἰονίου, ὅπου τρεῖς ἀπό τίς ἀδερφές μου κι ἐγώ εἴχαμε καταφύγει ἀφοῦ καταφέραμε νά τό σκάσουμε ἀπό τό χωριό μας. Μολονότι ἡ μάνα μας μᾶς εἶχε καταστρώσει τό φευγιό μας, ἀναγκάστηκε τήν τελευταία στιγμή νά μείνει ἐκεῖ μαζί μέ τήν τέταρτη ἀδερφή μου. Ἕξι μῆνες ἀφότου μάθαμε τήν εἴδηση, πήραμε τό καράβι γιά τήν Ἀμερική νά συναντήσουμε τόν πατέρα μου, πού ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος καί ἡ ἐπακόλουθη ἐπανάσταση τόν εἶχε ἀποκόψει ἀπό τήν Ἑλλάδα. Ἤμουν ἐννιά χρονῶν ὅταν τόν πρωτοαντίκρισα.
Ἡ μάνα μου ἦταν μία ἀπό τούς 600.000 Ἕλληνες πού σκοτώθηκαν στά χρόνια τοῦ πολέμου πού ἀφάνισε τή χώρα ἀπό τά 1940 ὡς τά 1949. Ὅπως πολλά ἀπό τά θύματα, ἔτσι καί κείνη πέθανε ἐπειδή ὁ τόπος της βρέθηκε στό διάβα τῶν ἐχθρικῶν στρατών, ὅμως θά ᾿χε γλυτώσει ἄν δέν εἶχε ἀψηφήσει ἐκείνους πού καταλάβανε τό χωριό της γιά νά σώσει τά παιδιά της.