Η ένταξη της Ελλάδας στην λίστα των “μη φιλικών χωρών” που ανακοίνωσε η Μόσχα είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι ελληνορωσικές σχέσεις επιδεινώνονται κατά τρόπο που δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Σήμερα, βρίσκονται σε πολύ χειρότερο επίπεδο ακόμα κι από τις πιο σκληρές ημέρες του παλαιού Ψυχρού Πολέμου. Tόσο ο Ανδρέας Παπανδρέου, όσο και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πριν από αυτόν, είχαν επιλέξει να διατηρούν μια καλή σχέση με την τότε Σοβιετική Ένωση και τις κομμουνιστικές χώρες των Βαλκανίων, ως αντίβαρο στην αποφασιστική επιρροή της Δύσης και ειδικά των Αμερικανών στην Ελλάδα.
Αντιθέτως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να έχει επιλέξει μια πολιτική απόλυτης ταύτισης με το πιο σκληρό αντιρωσισμό στη Δύση, η οποία μηδενίζει τις ελληνορωσικές σχέσεις. Η αλήθεια είναι ότι το πριν από αυτήν, ο Νίκος Κοτζιάς, ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Τσίπρα, είχε πρώτος τραυματίσει βαριά τις ελληνορωσικές σχέσεις με τις γνωστές απελάσεις.
Στη Δύση υπάρχει ένα ισχυρό πολιτικό ρεύμα, το οποίο προπαγανδίζει την άποψη ότι η Ρωσία είναι ιστορικά διαρκής απειλή για την Ευρώπη. Αυτή η δαιμονοποίηση της Ρωσίας εμφανίζει, εμμέσως πλην σαφώς, τους Ναζί σαν πρώιμους και παρεξηγημένους υπερασπιστές της Ευρώπης, παρά τις “υπερβολές” τους. Η εν λόγω συζήτηση αρχίζει και έχει πέραση και στην Ελλάδα, αν ρίξουμε μια ματιά στα social media.
Αν αυτή η πολιτική της απόλυτης εχθρότητας με τη Ρωσία και της άνευ όρων ταύτισης με τη Δύση, βασιζόταν σε κάποια στοιχειωδώς ρεαλιστική ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, θα μπορούσαμε ίσως να τη συζητήσουμε. Όμως, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Στην πραγματικότητα, σε έναν κόσμο έντονων ζυμώσεων και αλλαγών, οι απόλυτες ταυτίσεις με τον έναν ή τον άλλον διεθνή παράγοντα δεν είναι απλώς λάθος: Είναι εγκληματικό λάθος.
Παρά την ρητορική που αναπτύχθηκε μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δεν βρισκόμαστε στα πρόθυρα του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ώστε να επιλέξουμε στρατόπεδο, κάτι που δεν έχουν κάνει ούτε οι παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στον Αραβικό Κόσμο και στην Λατινική Αμερική. Εκτός αυτού, οι εξελίξεις στα πολεμικά μέτωπα της Ουκρανίας δεν δικαιώνουν τις αρχές προσδοκίες της Δύσης. Αυτό σημαίνει ότι η Ρωσία του Πούτιν θα είναι παρούσα στην περιοχή μας και μάλιστα ενισχυμένη.
Nέο πολυπολικό σύστημα
Είμαστε πλέον εν μέσω ενός νέου πολυπολικού παγκόσμιου συστήματος, όπου οι σχέσεις μεταξύ των δρώντων είναι ακόμη ρευστές και ασαφείς και θα παραμείνουν έτσι για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, μάλιστα, επιτάχυνε τις σχετικές διεργασίες. Μέχρι την έναρξή του, άλλωστε, δεν υπήρχε ενιαία “Δύση” για να ταυτιστείς μαζί της, αν θυμηθούμε την απόπειρα του Τραμπ να επανεκκινήσει τις αμερικανορωσικές σχέσεις.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ επιδίωκε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός συμπαγούς σινορωσικού μπλοκ που θα διεκδικούσε τον ρόλο του παγκόσμιου ηγεμόνα σε βάθος χρόνου (ό,τι ακριβώς πάει να συμβεί τώρα). Ο δε Τραμπ, που πραγματοποιεί πολυπληθείς συγκεντρώσεις υποστηρικτών του στις ΗΠΑ, φαίνεται διατεθειμένος να θέσει και πάλι υποψηφιότητα, εν μέσω της καταβαράθρωσης της δημοτικότητας του Μπάιντεν.
Τέλος πολλές ευρωπαϊκές χώρες, αν και υποστηρίζουν την Ουκρανία στον πόλεμο, βάζουν όρια στην αντιπαράθεσή τους με την Μόσχα, γνωρίζοντας πως η συνέχιση του πολέμου θα προκαλέσει τεκτονικούς κοινωνικούς-οικονομικούς κραδασμούς, όπως δείχνουν οι εξελίξεις στην Ιταλία. Όμως η χώρα μας δεν κάνει ούτε αυτό. Στον αντίποδα επιλέγει την ταύτιση με την αμερικανική πολιτική, χωρίς μάλιστα ορατά ανταλλάγματα.
Οι τουρκικές φιλοδοξίες
Στο μεταξύ, η Τουρκία του Ερντογάν διεκδικεί –ολοένα και πιο επιθετικά– κυρίαρχη θέση στο ευρασιατικό σύστημα, εξ ου και τα διεθνή δημοσιεύματα που αναφέρονται στην επικείμενη ένταξή της στο κλαμπ των BRICS. Η Τουρκία θεωρεί την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία ως δύο ενοχλητικά αγκάθια στο πλευρό της, τα οποία επιδιώκει να βγάλει δια της δραστικής απομείωσης της εθνικής τους κυριαρχίας. Έχει συνείδηση ότι αυτό είναι προϋπόθεση για να μπορέσει να ασχοληθεί με αυτό που πραγματικά την απασχολεί, δηλαδή τον προσδιορισμό των σχέσεων της με τη Ρωσία, την Κίνα, την Ινδία, το Ιράν, τις ΗΠΑ και τους άλλους μεγάλους “παίκτες” του διεθνούς συστήματος, “πουλώντας” και τον μεσολαβητικό της ρόλο στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Απέναντι σ’ αυτή τη νέα αυτοκρατορική Τουρκία, η Ελλάδα βρίσκεται μόνη της, με την ΕΕ να προσφέρει περιορισμένη πολιτική στήριξη και πέραν τούτου ουδέν. Όσον αφορά δε τις ΗΠΑ, αυτές δείχνουν να είναι εγκλωβισμένες στην τεράστια γεωπολιτική επένδυση που έχουν κάνει στην Τουρκία, παρόλα τα “χαστούκια” που δέχονται από τον Ερντογάν. Σ’ αυτόν το νέο κόσμο, η Ελλάδα οφείλει να σταθεί στα πόδια της, να κινηθεί αυτόνομα, αυτόφωτα και ανεξάρτητα, έτσι ώστε να επιβιώσει. Αντ’ αυτού, δείχνει να έχει επιλέξει την ταύτιση με μια φαντασιακά ενιαία αντιρωσική Δύση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έχει δαιμονοποιήσει κάθε έννοια ανεξάρτητης, πολυπαραγοντικής και εθνικά επωφελούς εξωτερικής πολιτικής και στο πλαίσιο αυτό μηδενίζει τις ελληνορωσικές σχέσεις.
Η εκστρατεία που δρομολογήθηκε αμέσως μετά την εισβολή στην Ουκρανία δεν έχει στόχο μόνο τη Ρωσία. Παράλληλος και πολύ σημαντικός στόχος της Ουάσιγκτον είναι να καταστεί αδύνατη η αυτονόμηση της Ευρώπης και των κρατών-μελών της, η εκ μέρους τους άσκηση μίας πολιτικής, που να προωθεί τα συμφέροντά τους κι όχι τα στενά αμερικανικά συμφέροντα. Και ενώ το πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό, η περίπτωση της Ελλάδας είναι ακραία.
Κατά την άποψη του γράφοντος, η ελληνική στάση αποτελεί εκδήλωση ενός οργανικού στοιχείου της διαχρονικής (με λίγες εξαιρέσεις) γεωπολιτικής ταυτότητας του νεότερου ελλαδικού κράτους. Όπως, έχουμε υποστηρίξει και σε προηγούμενα άρθρα, το ελλαδικό κράτος δημιουργήθηκε ως κράτος-απόφυση των δυτικών δυνάμεων, έχοντας ως πρωταρχικό ρόλο να λειτουργεί ως φράγμα ενάντια στη Ρωσία, όταν κατέστη αναπόφευκτη η ανεξαρτησία ενός κομματιού των ελληνικών εδαφών μετά την Επανάσταση του 1821 και φάνηκε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να παίζει πια αυτόν τον ρόλο μόνη της.
Ελληνορωσικές σχέσεις και ελληνικές ελίτ
Έκτοτε, μέχρι και σήμερα, οι ελληνικές ηγετικές ελίτ έχουν εκπαιδευτεί από τα γεννοφάσκια τους να λειτουργούν σε αυτό το απλοϊκό και απόλυτο διπολικό σχήμα: Δύση-Ρωσία, Καλοί-Κακοί. Στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου κι όταν στην ηγεσία της χώρας βρίσκονταν ηγέτες υψηλού πολιτικού αναστήματος, προέκυπταν αντισταθμιστικές σχέσεις με τη Μόσχα, έτσι ώστε να εξυπηρετούνται τα εθνικά συμφέροντα. Αυτό, όμως, λειτουργούσε στο πλαίσιο ενός ξεκαθαρισμένου διεθνούς διπολικού συστήματος και χωρίς να θίγεται ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας.
Σήμερα, όμως, αυτό το ξεκάθαρο διεθνές σύστημα δεν υφίσταται πλέον, όπως επεσήμανε και ο πρώην Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ που βλέπει στον πόλεμο στην Ουκρανία «το τέλος της κυριαρχίας της Δύσης»! Στο νέο διεθνές σύστημα υπάρχει ασάφεια, ζυμώσεις, μεικτά στοιχεία ανταγωνισμού-συνεργιών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, πόλωση και διαλυτικά στοιχεία στο εσωτερικό της Δύσης και πολλά άλλα. Όμως, αυτός είναι ένας υπερβολικά πολύπλοκος κόσμος για να γίνει αντιληπτός από τις εκπαιδευμένες να λειτουργούν σε απλά και κατανοητά διπολικά σχήματα ελληνικές ελίτ, οι οποίες δεν αισθάνονται καθόλου άνετα μέσα σε αυτόν.
Έτσι, καταφεύγουν σε έναν ξεκάθαρο και κατανοητό κόσμο, που αποτελεί καρικατούρα του διπολικού διεθνούς συστήματος του Ψυχρού Πολέμου, επιλέγοντας την απόλυτη ταύτιση με τον έναν πόλο και την πλήρη άρνηση σχέσεων με τον άλλον. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει παρά μόνο στο μυαλό τους. Με δυο λόγια, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σύστημα άσκησης εξωτερικής πολιτικής της χώρας λειτουργεί σε λάθος ιστορικό χρόνο. Ο τρόπος που αντιλαμβάνονται τις ελληνορωσικές σχέσεις είναι παράγωγο ακριβώς της προαναφερθείσας θεώρησης του κόσμου.
Βέβαια, κάποιος μπορεί θεωρήσει ότι τα λεγόμενα του γράφοντος είναι υπερβολικά ή και εκτός πραγματικότητας. Όμως, το γεγονός παραμένει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει μια πολιτική απόλυτης ταύτισης με τη Δύση και μια εξίσου απόλυτη εχθρότητα έναντι της Ρωσίας. Αντί ανταλλαγμάτων, ο Ζελέσνκι, το οποίο η Ελλάδα υποστηρίζει ανεπιφύλακτα, μας απειλεί με κυρώσεις! Αν μάλιστα συγκρίνουμε τη στάση του προς την Τουρκία θα βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Είναι εμφανές ότι η πολιτική των Αθηνών δεν ταυτίζεται με το γεωπολιτικό χρόνο κι αυτό είναι όντως επικίνδυνο…