Οι συγκρούσεις στην Ουκρανία έχουν προκαλέσει μία άνευ προηγουμένου κρίση σε ό,τι αφορά στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, που επηρεάζεται κι από τις αιφνιδιαστικές μεταβολές στις αγορές. Η νέα δύσκολη κατάσταση πιέζει για κυβερνητικές παρεμβάσεις σε κλίμακα αδιανόητη μέχρι τώρα. Οι κυβερνήσεις στην ΕΕ πιέζονται ασφυκτικά να βρουν ισορροπίες, ώστε οι παρεμβάσεις να μην επιδεινώσουν την κρίση.
Από την επιβολή κυρώσεων παρατηρείται ταχύτατη μεταβολή στην αγορά ενέργειας, που πλήττει την εντελώς ανέτοιμη Ευρώπη. Προ τριών δεκαετιών οι περισσότερες κυβερνήσεις στην Γηραιά Ήπειρο άρχισαν να απελευθερώνουν τις ενεργειακές αγορές, προσδοκώντας ένταση του ανταγωνισμού και χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές.
Εκείνη την εποχή οι ευρωπαϊκές αγορές τελούσαν υπό τον έλεγχο μονοπωλίων, που πρόσφεραν ελάχιστες επιλογές στους καταναλωτές.Από το 2000 η ΕΕ αποφάσισε να προχωρήσει σε σταδιακή απελευθέρωση των αγορών, με την προσδοκία δημιουργίας ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, το οποίο αναμενόταν τότε να ενισχύσει την ασφάλεια της προσφοράς, να μειώσει το κόστος και να περιθωριοποιήσει την ενεργειακή ένδεια. Προ δεκαετίας η ανάγκη μείωσης της εκπομπής ρύπων σταδιακά αναμόρφωσε την παγκόσμια τάξη στην ενέργεια, αν και πολλές κυβερνήσεις προτίμησαν να μην θίξουν την έως τότε παγιωμένη κατάσταση.
Η μεταμόρφωση της αγοράς
Τώρα οι χώρες της ΕΕ κι όχι μόνο αντιμετωπίζουν οξύτατη ενεργειακή κρίση, με την προσφορά να συμπιέζεται περισσότερο σε σχέση με την ανάλογη προ δεκαετίας και τις τιμές να εκτοξεύονται. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης και την απειλή της ύφεσης. Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ολλανδία, που ορίζει την βασική τιμή αναφοράς για την Ευρώπη, οκταπλασιάστηκαν, οι δε παραδόσεις για το 2023 εμφανίζονται εξαπλάσιες σε σχέση με τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας στην Γερμανία, την μεγαλύτερη αγορά της Ευρώπης. Αναπόφευκτα το κόστος για τους νοικοκυριά και βιομηχανίες έντασης ενέργειας (χημικές, παραγωγής τσιμέντου, κλίβανοι, χυτήρια κ.α.) πολλαπλασιάζεται, χωρίς ενδείξεις υποχώρησης.
Η ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης δέχεται τα χειρότερα πλήγματα λόγω της εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο, το οποίο αξιοποιείται ως όπλο αντιποίνων για τις κυρώσεις. Η Gazprom έχει διακόψει την παροχή φυσικού αερίου σε τρεις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ και οι ροές μέσω Nord Stream 1 δεν αναμένεται να ενισχύσουν τα ευρωπαϊκά αποθέματα σε επίπεδα ικανά να καλύψουν τις χειμερινές ανάγκες.
Όταν οι τιμές του φυσικού αερίου τον Αύγουστο 2021 εμφάνιζαν συνεχή άνοδο, που επιταχύνθηκε τον Σεπτέμβριο, η Ευρώπη ανακάλυπτε μάλλον αιφνιδιαστικά πως και άλλοι που δεν βιώνουν βαρείς χειμώνες, ενδιαφέρονται ακόμα περισσότερο για φυσικό αέριο, με συνέπεια να ενταθεί απότομα η ζήτηση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι φυσικό αέριο έχει εξαιρεθεί από τις ενεργειακές πηγές χαμηλών ρύπων, μετά κι από τις δηλώσεις του αρμόδιου Επιτρόπου Frans Timmermans, που ισχυρίζεται αφοριστικά πως το φυσικό αέριο δεν θα αποτελέσει γέφυρα για την ομαλή μετάβαση. Οι εξελίξεις όμως αποδεικνύουν πως ο Timmermans και οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών εμφανίζονται πλέον τουλάχιστον ανόητοι.
Τα σφάλματα των Ευρωπαίων
Η αντικατάσταση του άνθρακα από το φυσικό αέριο έχει μειώσει κατά 5,5 δισ. μετρικούς τόνους τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην περίοδο 2010-2019. Έως τα τέλη του 2019 η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από φυσικό αέριο έφθανε το 38%, έναντι 24% του 2010. Η καύση του παράγει λιγότερους ρύπους κατά 50% από τον άνθρακα και κατά 30% από το πετρέλαιο, αλλά προφανώς το γεγονός δεν θεωρείται σημαντικό από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών!
Από την άλλη πλευρά, τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα έχουν αυξηθεί κατά 1.000% από το 2017 και μόνον κατά την διάρκεια του 2021 η αύξηση φθάνει το 200%. Το έμμεσο αυτό φορολογικό μέτρο συνεπάγεται πως οι κυβερνήσεις των χωρών-μελών της ΕΕ συγκεντρώνουν συνολικά περισσότερα από €21 δισ. το 2021, επιβαρύνοντας το ενεργειακό κόστος και εντείνοντας τις πληθωριστικές πιέσεις.
Η Γερμανία βιώνει την πιο δραματική κατάσταση, έχοντας εγκλωβισθεί σε σχεδόν αδιέξοδο, λόγω της ενεργειακής πολιτικής της. Επί δεκαετίες οι κυβερνήσεις αύξαναν την εξάρτηση από το ρωσικό πετρέλαιο και φυσικό αέριο, εγκαταλείποντας την πυρηνική ενέργεια, με τους δύο τελευταίους αντιδραστήρες να απενεργοποιούνται στα τέλη του 2022. Προ δεκαπενταετίας στην ΕΕ (και Βρετανία) λειτουργούσαν 152 πυρηνικοί αντιδραστήρες, καλύπτοντας το 33% των ενεργειακών αναγκών, όταν στις ΗΠΑ καλύπτεται το 18%. Η ενίσχυση της παραγωγής από αντιδραστήρες αναγνωρίζεται ως σημαντική εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της εκπομπής ρύπων.
Όμως, με πρόμαχο την Γερμανία, η πυρηνική ενέργεια σταδιακά περιθωριοποιείται προς όφελος του φυσικού αερίου που φθάνει να καλύπτει το 25% της πρωτογενούς κατανάλωσης ενέργειας. Αν και η χώρα διαθέτει την δυνατότητα παραγωγής φυσικού αερίου με υδραυλική θραύση (fracking), το Βερολίνο απαγορεύει την αξιοποίηση αυτή της τεχνολογίας, με αποτέλεσμα η χώρα να εισάγει από Ρωσία, Ολλανδία και Νορβηγία για να καλύψει το 97% των αναγκών της. Οι αλλεπάλληλες αστοχίες του Βερολίνου ερμηνεύουν το γεγονός ότι η χώρα εμφανίζει για πρώτη φορά από το 1991 έλλειμμα στις εμπορικές συναλλαγές της.
Η απερισκεψία της Γερμανίας
Με την ενεργειακή κρίση να εξελίσσεται, η Γερμανία ανακοίνωσε πως αναστέλλει την μετάβαση στην καθαρή ενέργεια, ενεργοποιώντας λιγνιτικές μονάδες. Η χώρα δεν διαθέτει πλέον άλλη επιλογή, πέραν της καύσης άνθρακα, του πλέον ρυπογόνου από τα ορυκτά καύσιμα, συγκεντρώνοντας με ανοικτές εξορύξεις την καύσιμη ύλη. Η Κομισιόν παρέχει την απαιτούμενη άφεση αμαρτιών, στις χώρες-μέλη που αντικαθιστούν το φυσικό αέριο με τον άνθρακα, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στο περιβάλλον, που κατά τα άλλα αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα!
Η περιορισμένη προσφορά φυσικού αερίου οφείλεται κατά κύριο λόγο στην πρώιμη αποχώρηση από τη αγορά του γιγαντιαίου ολλανδικού ομίλου παραγωγής φυσικού αερίου Groningen. Από το 2014, ο όμιλος περιορίζει συνεχώς την προσφορά του στην αγορά και το 2019 φθάνει πλέον σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα, με συνέπεια ο γνωστός οργανισμός Rystad Energy να διατυπώσει την πρόγνωση πως η δραματική κάμψη της παραγωγής του ολλανδικού ομίλου, μετασχηματίζει τραγικά το ενεργειακό τοπίο στην Ευρώπη.
Ο όμιλος, από τo 2000 έχει παραγωγή που έφθασε στο ανώτατο επίπεδό της το 2013, με 57 Bcma (δισ. κυβικά μέτρα), αποτελώντας επί δεκαετίες τον βασικό πυλώνα ανεφοδιασμού της βορειοδυτικής Ευρώπης. Όπως παρατηρεί ο Rystad Energy, η έξοδος του Groningen από την παραγωγή ενέργειας, μετέτρεψε την Ολλανδία από εξαγωγέα σε εισαγωγέα ενέργειας και μείωσε τα αποθέματα της υπόλοιπης Ευρώπης.
Υπό την πίεση των ακραίων σημερινών συνθηκών εξετάζεται η ενεργοποίηση των κοιτασμάτων του Groningen, που κάποτε ανταγωνίζονταν την ετήσια παροχή του Nord Stream 1 (51 Bcma). Κατά την διάρκεια, όμως, των τριών τελευταίων δεκαετιών η περιοχή υποφέρει από σεισμικές δονήσεις με αποτέλεσμα να φθίνει συνεχώς η παραγωγή. Τα κοιτάσματα έχουν την δυνατότητα να εισφέρουν σε σύντομο χρονικό διάστημα 20 Bcma, εάν οι αρχές συναινέσουν στην επανάληψη των αντλήσεων για να καλυφθεί μέρος των ελλείψεων από την Ρωσία. Προς το παρόν, όμως, η ολλανδική κυβέρνηση έχει αποδεχθεί μία ελάχιστη παραγωγή της τάξης των 2,8 Bcma, έως τον Οκτώβριο 2023.
Στην Γαλλία, τα προβλήματα και η συντήρηση των πυρηνικών αντιδραστήρων, την έχουν μετατρέψει από εξαγωγέα ενέργειας, σε εισαγωγέα, στερώντας από την Ευρώπη έναν πυλώνα κάλυψης μέρους των ενεργειακών της αναγκών. Δυστυχώς η Ευρώπη υποχρεούται να καταβάλλει το τίμημα της αλόγιστης πολιτικής της στην ενεργειακή ασφάλεια, με κύριο υπεύθυνο την Γερμανία. Με δέλεαρ το χαμηλό κόστος δέσμευσε ολόκληρη την Ευρώπη στις ρωσικές ενεργειακές ροές, προωθώντας παράλληλα μία ενεργειακή μετάβαση χωρίς κανένα εχέγγυο ασφαλείας.
Απεγνωσμένες διασώσεις
Οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αφυπνίζονται, συνειδητοποιώντας την ανοησία τους να εναποθέτουν την ενεργειακή ασφάλεια αποκλειστικά στις αγορές. Οι δυτικές κυβερνήσεις καλούνται να εφαρμόσουν αποφασιστικές παρεμβάσεις, που ποικίλλουν από τη δημιουργία υποδομών για ορυκτά καύσιμα, έως το εάν και κατά πόσον οι ιδιωτικοί όμιλοι θα συνεχίσουν τις αγοραπωλησίες ενέργειας με το σημερινό καθεστώς (κόστος ρύπων κλπ). Εκτός από τον υφέρποντα οικονομικό εθνικισμό και την ορατή πλέον υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, οι αναλυτές διαβλέπουν πως η νέα ενεργειακή τάξη πραγμάτων θα καθορισθεί από κυβερνητικές παρεμβάσεις σε αδιανόητη κλίμακα.
Οι Ευρωπαίοι βιώνουν ακραία κατάσταση, με τις κυβερνήσεις να εθνικοποιούν εταιρείες υποδομών στην ενέργεια για να τις διασώσουν. Στην Γερμανία προχωρεί η διάσωση του γιγαντιαίου ενεργειακού παρόχου UNIPER SE, με €9 δισ., στην Βρετανία ολοκληρώνεται με £1,7 δισ. η διάσωση του παρόχου φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας BULB Energy, ενώ στην Γαλλία προγραμματίζεται η εθνικοποίηση της Électricite de France, παρά το γεγονός ότι το γαλλικό δημόσιο κατέχει μεγάλο μέρος των μετοχών του.
Οι κυβερνήσεις προχωρούν παράλληλα σε μέτρα υποστήριξης των καταναλωτών, με το Βερολίνο να αποφασίζει στην περίοδο Μαΐου-Ιουνίου την εφάπαξ καταβολή €300 ανά πολίτη, την καθιέρωση μηνιαίου ενιαίου κομίστρου της τάξης των €9 επί ένα τρίμηνο για τα μέσα μαζικής μεταφοράς, επίδομα ύψους €200 για την κάλυψη των εξόδων των εργαζομένων και εφάπαξ καταβολή ποσού ύψους €100 σε όλους τους δικαιούχους επιδομάτων ανεργίας έως τον Ιούλιο.
Στο Λονδίνο η κυβέρνηση αποφασίζει να διαθέσει £37 δισ. για την ανακούφιση καταναλωτών, ενώ στη Γαλλία θα διπλασιασθούν τα €25 δισ. για την επιδότηση πολιτών και τις απώλειες από τις περικοπές φόρων. Πρόσφατα ανακοινώθηκε μάλιστα μέσω του ομίλου TOTAL, μείωση των τιμών καυσίμου στην αντλία από €0,18 έως €0,30 επί ένα τρίμηνο, ώστε να διασφαλισθεί μέση τιμή €1,50 ανά λίτρο.
Στην Τσεχία σχεδιάζονται λύσεις εκτάκτου ανάγκης για την εταιρεία κοινής ωφέλειας CEZ, σε περίπτωση ακραίων εξελίξεων, όπως η διακοπή παροχής φυσικού αερίου από την Ρωσία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών που συνεργάζονται με το Bloomberg, η ευρείας έκτασης στήριξη των καταναλωτών στην Ευρώπη, θα κοστίσει περίπου €100 δισ. Οι κυβερνήσεις υποχρεούνται παράλληλα να διασώσουν ομίλους ενέργειας, ένδειξη της αποτυχίας τους να προϋπολογίσουν τις επιπτώσεις της εκρηκτικής ανόδου των τιμών, λόγω της πολιτικής τους.
Η ενεργειακή ασφάλεια
Πέραν των εκτάκτων παροχών και διασώσεων, οι ανατροπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και οι αυξήσεις τιμών υποχρεώνουν τις κυβερνήσεις να παρέμβουν και με άλλους τρόπους. Αρκετές απαιτούν από τις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας στην ενέργεια να αναπληρώσουν τα αποθέματά τους, ενώ σε Γερμανία και Αυστρία το δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύψει τις υπεραξίες που προκύπτουν από τις αυξημένες τιμές για να πληρωθούν οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης.
Οι δραματικές ανατροπές στην αγορά ενέργειας επαναφέρουν μνήμες της πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας 1970. Τότε, με τον σχηματισμό του OPEC, είχε αποφασιστεί τον Οκτώβριο 1973, άμεση αύξηση των τιμών του πετρελαίου κατά 70% για να αντιμετωπισθεί η πληθωριστική κυκλοφορία χρήματος από τις ΗΠΑ. Έτσι, η τιμή από τα $3,00 το βαρέλι πήγε στα $5,11 και αργότερα στα $12.
Με τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ από τον Σεπτέμβριο 1980 η τιμή εκτινάχθηκε στα $40! Με την επιβολή από τη Δύση της απαγόρευσης εισαγωγών από τον OPEC, σε συνδυασμό με τις συνεχόμενες παρεμβάσεις, η κατάσταση επιδεινώθηκε διεθνώς, προκαλώντας άγριο νομισματικό και χρηματοοικονομικό πόλεμο. Ολόκληρες χώρες κατέρρευσαν, κηρύσσοντας στάσεις πληρωμών, με αποτέλεσμα να πτωχεύσουν από το 1973 έως το 1985 21 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Τουρκία (1978 και 1982).
Αυτή την φορά αναλυτές εκτιμούν πως εάν διαμορφωθεί μία στρατηγική με περιορισμένου εύρους, αλλά στοχευμένα μέτρα για να αντιμετωπισθούν αστοχίες στην αγορά ενέργειας, τότε θα περιορισθούν δραστικά οι κίνδυνοι για την ενεργειακή ασφάλεια. Θα καταστεί άραγε διαχειρίσημη η χειρότερη γεωοικονομική-γεωπολιτική πρόκληση των τελευταίων πέντε δεκαετιών;
(Αναρτήθηκε από τον Μιχάλη Τσολάκη )