Ζητάει η ακεραιότητα της Ελλάδας και η ακεραιότητα της Κύπρου να είναι στην ατζέντα μεταξύ Ισραήλ- Τουρκίας
Οπρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Ολμέρτ μιλά αποκλειστικά στην εφημερίδα Καθημερινή για την πιθανή λύση της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, τις σχέσεις Ισραήλ-Ελλάδας και τη στάση της χώρας του απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις.
Ο Ολμέρτ γεννήθηκε στην περιοχή της Παλαιστίνης που βρισκόταν υπό Βρετανική Εντολή, από γονείς εβραϊκής καταγωγής που διώκονταν στην Ουκρανία και τη Ρωσία.
Το 1973 εξελέγη μέλος του Ισραηλινού Κοινοβουλίου (Κνεσέτ), όπου επανεξελέγη επτά συνεχόμενες φορές. Το 1993 εξελέγη δήμαρχος της Ιερουσαλήμ, όπου παρέμεινε μέχρι το 2003. Το 2006, ορκίστηκε πρωθυπουργός του κράτους του Ισραήλ, όπου διετέλεσε πρωθυπουργός για τρία χρόνια έως το 2009. Η θητεία του σημαδεύτηκε από τον Πόλεμος του Λιβάνου (2006), την προσπάθεια επίτευξης μόνιμης λύσης με την Παλαιστινιακή Αρχή (2007), την επιχείρηση «Orchard» στη Συρία (2007), καθώς και την επιχείρηση «Cast Lead» (2008-09). Η πολιτική του ζωή συνδέθηκε με νομικές εμπλοκές που τον οδήγησαν στη φυλακή για 16 μήνες, όπου έγραψε την αυτοβιογραφία του «Αναζητώντας την Ειρήνη».«Η Ιερουσαλήμ είναι το παν»
Μεταξύ άλλων, ο κ. Ολμέρτ ανέφερε πως «δεν υπάρχει καλύτερη προοπτική για να κατανοήσει κανείς τις πολυπλοκότητες, τις ευαισθησίες, την ιστορική κληρονομιά και τις σοβαρές δυσκολίες στην αντιμετώπιση αυτής της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων, από τη θέση του δημάρχου της Ιερουσαλήμ. Γιατί η Ιερουσαλήμ είναι το παν. Εάν δεν μπορείτε να λύσετε το ζήτημα της Ιερουσαλήμ, δεν μπορείτε να λύσετε τη σύγκρουση. Μπορείτε να λύσετε όλες τις άλλες πτυχές, εδαφικές πτυχές, τα πάντα. Αλλά στο τέλος της ημέρας, η Ιερουσαλήμ είναι η καρδιά της συναισθηματικής σύγκρουσης και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί».
«Ποτέ δεν αναγνωρίσαμε τις απειλές κατά της Ελλάδας ως νόμιμες»
Αναφορικά με τις ελληνο-ισραηλινές σχέσεις, ο τέως πρωθυπουργός του Ισραήλ τόνισε πως «ποτέ δεν αναγνωρίσαμε τις απειλές κατά της Ελλάδας ως νόμιμες, παρά τις πολύ στενές σχέσεις που θέλαμε να οικοδομήσουμε με την Τουρκία, αλλά ποτέ, μα ποτέ, όπως ειπώθηκε με τους πιο ρητούς όρους στους Τούρκους, ότι δεν θα ανεχόμασταν ποτέ καμία απειλή προς την ακεραιότητα και την ασφάλεια της Ελλάδας και είχαμε πολύ καλές σχέσεις, εμπορικές, διπλωματικές».
Ειδικότερα για τις προκλήσεις από την Τουρκία στο Αιγαίο Πέλαγος και στην Κύπρο, ο κ. Ολμέρτ επεσήμανε πως «όσον αφορά το Ισραήλ, ενώ διατηρούμε τις φιλικές μας σχέσεις με την Τουρκία και με τον Ερντογάν, νομίζω ότι η ακεραιότητα της Ελλάδας και η ακεραιότητα της Κύπρου πρέπει να είναι στην ατζέντα μεταξύ μας και της Τουρκίας και ελπίζω ότι θα είναι».
«Είμαστε δύο μεγάλες μεσογειακές χώρες και νομίζω ότι ο δημοκρατικός χαρακτήρας και των δύο χωρών είναι μια πολύ σημαντική βάση για τη σταθερότητα σε ολόκληρη την περιοχή και νομίζω ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε καμία περίπτωση θα πρέπει να διατηρήσουμε πολύ καλή συνεργασία μεταξύ Ισραήλ και Ελλάδας, όπως κάναμε όλα τα τελευταία 20 χρόνια και πρέπει να συνεχίσουμε να το κάνουμε. Είναι το βασικό συστατικό για την εγγύηση της ασφάλειας και της σταθερότητας στο μέρος του κόσμου μας», είπε ο ίδιος, αναφερόμενος στη στρατηγική σημασία της ελληνο-ισραηλινής συμμαχίας.
Θα βοηθήσει στρατιωτικά την Ελλάδα το Ισραήλ;
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση για το αν το Ισραήλ θα ήταν πρόθυμο να βοηθήσει την Ελλάδα στρατιωτικά ή με άλλα μέσα σε περίπτωση μεγάλης κλιμάκωσης, ο κ. Ολμέρτ ελπίζει ότι «δεν θα χρειαστεί και νομίζω ότι πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όλη τη δύναμη που έχουμε για να βεβαιωθούμε ότι δεν θα συμβεί».
«Η μεγαλύτερη τιμωρία για τους Ισραηλινούς πολίτες θα ήταν ότι δεν θα μπορούσαν να πάνε στα ελληνικά νησιά, γιατί εδώ πάμε όλοι. Κάθε χρόνο, εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί. Δεν μπορείτε να διασχίσετε το δρόμο χωρίς να συναντήσετε πολλούς Ισραηλινούς όπου κι αν πάτε. Άρα η Ελλάδα είναι πολύ σημαντική για εμάς», πρόσθεσε.
«Η Ελλάδα είναι γείτονας. Και η φύση των ανθρώπων εκεί και η ιστορία των σχέσεων μεταξύ των χωρών είναι όπου σας χρειαζόμαστε και όπου εσείς μας χρειάζεστε. Και θα διασφαλίσουμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε όλη τη δύναμη πειθούς και επιρροής στην πολιτική που έχουμε, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε αυτές τις σχέσεις προς όφελος και των δύο χωρών», κατέληξε.