9.7.22

ΚΥΠΡΟΣ: Τιμητικό αφιέρωμα. «Η 9η Ιουλίου 1821, εν Λευκωσία Κύπρου….»


Του Εθνικού μας ποιητή Β. Μιχαηλίδη.


Σύντομο αποσπασματικό τιμητικό αφιέρωμα, στους χιλιάδες εθνομάρτυρες ΕΛΛΗΝΕΣ – ΚΥΠΡΙΟΥΣ, που σφαγιάστηκαν λόγω της συμμετοχής τους, στην Ελληνική Επανάσταση, από τους βαρβάρους Οθωμανούς Τούρκους κατακτητές, γενοκτόνους, ολετήρες του ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) ήταν Κύπριος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας. Πνευματκός του πατέρας και δάσκαλος ο θείος του φλογερός πατριώτης και ιεράρχης επίσκοπος Κιτίου Κυπριανος Οικονομίδης.
Στη Λάρνακα, θα ζήσει σε αυστηρό εκκλησιαστικό περιβάλλον.

Η Λάρνακα ήταν τότε μια «εξευρωπαϊσμένη» πνευματική πόλη, περισσότερο «κοσμοπολίτικη» απ’ οποιανδήποτε άλλη κυπριακή πόλη, και το περιβάλλον της θα επιδράσει στον νεαρό Μιχαηλίδη που θα γνωριστεί εκεί και με λογίους της εποχής, όπως ο Γουσταύος Λαφφών*, ο Θεόδουλος Κωνσταντινίδης* και άλλους Λαρνακείς διάσημους πνευματικούς ανθρώπους….
Πήγε στην Ιταλία ανάμεσα στο 1875-1877, ο Λεύκης πιστεύει ότι πήγε το 1875, ο Αλιθέρσης το 1876 και ο Ιντιάνος στα τέλη του 1877 ή στις αρχές του 1877. Ο Μιχαηλίδης το 1878 εγκαταλέιπει την Ιταλία και πηγαίνει στην Ελλάδα, όπου κατατάσσεται ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό και παίρνει μέρος στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1878, με τη λήξη της Τουρκοκρατίας και την αρχή της Αγγλοκρατίας.Το ποίημα “Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου” θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της Κυπριακής ποίησης και λογοτεχνίας και το οποίο ανήκει στον Κύπριο ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη.

Το ποίημα έχει ως κύριο θέμα τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού και των υπολοίπων Ιεραρχών, προυχόντων και αμάχων, που έγινε την 9η Ιουλίου του 1821 από τους Τούρκους.

Διδάσκεται ευρέως στα σχολεία της Κύπρου. Πρόκειται για ένα άρτια δομημένο λογοτεχνικό δημιούργημα, γραμμένο στην τοπολαλιά του νησιού. Το ποίημα χωρίζεται σε 24 ραψωδίες και έχει 560 δεκαπεντασύλλαβους στίχους.

Πιο κάτω, κάποια παραθέματα, από το “Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου” τα οποία θα μπορούσαν αντικειμενικά να χαρακτηριστούν από τα σημαντικότερα της Κυπριακής Λαογραφικής ποίησης.

 “Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι εφυσούσαν
τζι αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυνεφκιάζη
τζιαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,

ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν’ αρτζιεύκη να στοιβάζη,
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου το κρυφόν της
μεσ’ στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της.

τζι αντάν εφάνην η στραπή εις του Μοριά τα μέρη
τζι εξάπλωσεν τζι ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζι ούλλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαι θάλασσα τζιαι ξέρη
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου τα κακά της.
«Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν,
γιατί αν φύω, το κακόν εν’ να γινή περίτου.

Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλου, τζι ας πα’ να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι οι άλλοι να γλυτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
εν’ να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν’ κάλλιον του πισκόπου.

Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!

Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.

Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.
Μεν μάχεσαι την θάλασσαν να την-ι ’ξηντιλήσεις·
άδικα λόγια μεν χάννεις κι αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με φύσημαν μπορείς να τον-ι σβήσεις;

Φώναξε του τζελλάττη σου, σάσ’ την κρεμμασταρκάν σου!
Αν πολεμούν για το καλόν και πολεμά κι ο γιος μου,
ας έν’ χαλάλιν του Θεού, αν μου τον φα’ το βόλιν,
κι ας πα’ να μείνω δίχως του, να ζήσω μανιχός μου.
Ειδέ κ’ αν ου, και μάχουνται να κάμουν άλλα αντ’ άλλα,
χαρράμιν τους ’που τον Θεόν της μάνας τους το γάλαν.

Ήτουν βουλή ’που τον Θεόν για να γενεί κ’ εγίνην.
Τον Χάρον εν και βκάλλουν τον ποττέ πως έν’ φταισμένος·
πάντα λαλούν το φταίσιμον πως το ’χει ο πεθαμμένος.
’Πο ούλα το γλυκόττερον έν η ζωή τ’ αθρώπου.

Σκοτώστε μας και γράψετε κ’ εμάς τον σκοτωμόν μας.
Μα τούτοι ούλ’ οι σκοτωμοί έν’ ούλοι για κακόν σας·
εσείς θαρκέστ’ αννοίετε το μνήμαν το δικόν μας,
κ’ εν το πεισκάζετε πως έν’ το μνήμαν το δικόν σας.
Σκοτώστε όσους θέλετε, αμμ’ αν να σας-ι βλάψει·

το γαίμαν που χονώννετε ’που μας τους δεσποτάες
έν λάιν εις την λαμπρακιάν π’ αφταίννει να σας κάψει.
Που την πελλάραν τους τραβούν και τούτοι κ’ η φυλή τους
κι ακόμα έν’ να πάθουσιν με τούν’ τον νουν περίτου.
Κανέναν φόοον δεν έχω από τους Κυπριώτες.

Θωρούν εις την Καραμανιάν πως η Τουρκιά ’ν λιμπούριν,
τέλεια κοντά π’ ακούουνται κ’ οι σκύλλ’ αντάν να ’λάξουν·
με μιαν σφυρκάν πετάσσουνται ’ποδώθθ’ έναν λιγγούριν
κι ούλους μέσα σε μιαν ώραν μπορούν να τους-ι σφάξουν.

Απού την άλλην έχουσιν κοντά τους το Μισίριν.
Αν πεις καράβκια; δεν έχουν, έν’ του αλέτρ’ αθρώποι.
Δα κάτω τούτοι έν’ πολλά, πολλά ξωμακρισμένοι,
περνούν μηνάδες κ’ εν έχουν χαπάριν ’που τα ξένα
και θέμι έν’ ’που την Τουρκιάν στενά τριυρκασμένοι.
Δα κάτω τούτ’ έν’ σαν τ’ αρνιά πών’ χώρκα μαντρισμένα.

«Θεέ, που νάκραν δεν έχεις ποττέ στην καλωσύνην, λυπήθου μας και δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην …….»

Α.Α.