Από το 1974 και μετά οι σχέσεις της Ελλάδος με το ΝΑΤΟ έχουν βιώσει δύσκολες στιγμές. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η επίμονη αναθεωρητική στρατηγική της Αγκυρας, σε συνδυασμό με την απόφαση της Αθήνας να αποχωρήσει από το στρατιωτικό σκέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (μία κίνηση υπαγορευμένη μάλλον από «πολιτικό συναισθηματισμό», για την οποία η ελληνική πλευρά θα μετάνιωνε γρήγορα) και την παρελκυστική τακτική της Αγκυρας στην προσπάθεια επανόδου της διαμόρφωσαν ένα δηλητηριασμένο κλίμα. Και η πραγματικότητα είναι ότι αυτό το κλίμα δεν κατέστη ποτέ δυνατό να ξεπεραστεί.
Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση επιχειρήθηκε να τεθεί σε έναν «ιδιότυπο πάγο», εν μέσω μάλιστα και συνθηκών Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, το «γυαλί είχε σπάσει» ανεπιστρεπτί. Η δε στρατηγική γεωγραφική θέση της Τουρκίας, σε συνδυασμό με την επιθυμία κύκλων του ΝΑΤΟ να μη δημιουργηθούν «αχρείαστες» τριβές στη νιοτιοανατολική πτέρυγα της Συμμαχίας, επέτρεψαν στην Αγκυρα να περάσει μέσα από τα συμμαχικά κανάλια κρίσιμες ρυθμίσεις και κείμενα (Luns Rulings και Aegean Islands Policy Guidance) που αναφανδόν στρέφονταν κατά των ελληνικών συμφερόντων.
Εδώ και αρκετά χρόνια, η Αθήνα έχει παύσει να θεωρεί το ΝΑΤΟ αξιόπιστο συνομιλητή και διαμεσολαβητή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτή είναι μία ανομολόγητη, πλην σκληρή, πραγματικότητα που δεν υπάρχει πλέον λόγος να κρύβεται κάτω από το «διπλωματικό χαλί». Η πρόσφατη απόπειρα θέσπισης ενός μηχανισμού αποκλιμάκωσης μετά τα γεγονότα του θέρους του 2020 και το παρασκήνιο αυτής διέλυσαν κάθε αμφιβολία, ενώ ακόμη και η ιδέα της αποστολής για το Μεταναστευτικό (και οι δύο, κατά κύριο λόγο, γερμανικής εμπνεύσεως) στην πορεία απεδείχθη ατυχής. Οι ρεαλιστές τονίζουν ότι «η κατάσταση είναι αυτή που είναι, πρέπει να πάμε παρακάτω». Οι πιο απαισιόδοξοι λένε ότι «πρέπει να αποφύγουμε να εμπλέξουμε το ΝΑΤΟ σε οτιδήποτε αφορά την Τουρκία διότι θα αποβεί εις βάρος μας». Οποια από τις δύο εκδοχές κι αν βρίσκεται εγγύτερα στην πραγματικότητα, τα δεδομένα είναι σαφή.
Ωστόσο, μία σειρά από δεδομένα έχουν μεταβληθεί άρδην τα τελευταία χρόνια. Και το κυριότερο από αυτά είναι ο χαρακτήρας της σημερινής Τουρκίας, η απόσταση που φαίνεται να τη χωρίζει από τις δημοκρατικές αξίες που υποτίθεται ότι το ΝΑΤΟ προστατεύει. Υπάρχει πια ένα ερώτημα που όσο κι αν ορισμένοι το απωθούν, οι περισσότεροι πλέον το θέτουν, έστω σε ιδιωτικές συζητήσεις: «ανήκει» η σημερινή Τουρκία στο ΝΑΤΟ; Πρόκειται για ένα ερώτημα που δεν μπορεί και ίσως δεν θα έπρεπε να αγνοεί ο σημερινός γενικός γραμματέας Γενς Στόλτεμπεργκ, εν μέσω των τουρκικών «εκβιασμών» σχετικά με την ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στη Συμμαχία αλλά και της κορύφωσης μίας ακραίας εκστρατείας αμφισβήτησης της κυριαρχίας ενός συμμάχου από ένα άλλο κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ.
Πόσο αλήθεια μπορούμε ακόμη να εθελοτυφλούμε ενώπιον της πραγματικότητας, να πιστεύουμε ότι η «τακτική των ίσων αποστάσεων» εξακολουθεί να αποδίδει, να θεωρούμε ότι φληναφήματα του τύπου «το Αρθρο 5 θα αποτρέψει έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο» ευσταθούν; Η εκτίμηση της στήλης είναι ότι η συνέχιση αυτής της κατάστασης δεν είναι πλέον εύκολα διαχειρίσιμη τόσο με πολιτικούς όσο και με επικοινωνιακούς όρους – με την τελευταία συνέντευξη του κ. Στόλτεμπεργκ στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων να επιβεβαιώνει πλήρως το εξής: η εικόνα του ΝΑΤΟ είναι πια πολύ κακή στην Αθήνα και η άποψη που κυριαρχεί είναι ότι αν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρεθούν εκτός ελέγχου, η ίδια θα είναι μάλλον μόνη της. Θα μπορούσε η καλή της εικόνα για τη συμμαχική συνεισφορά της στην Ουκρανία να λειτουργήσει επιβοηθητικά για τα ελληνικά συμφέροντα; Πρόκειται για μία ερώτηση στην οποία δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις.