Αν οι Έλληνες είχαν πραγματική εικόνα για το πολεμικό κλίμα που επικρατεί στη γειτονική Τουρκία θα είχαν τελείως διαφορετική στάση από αυτή που έχουν σήμερα για το ενδεχόμενο οι κλιμακούμενες ευθείες τουρκικές απειλές να καταλήξουν σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Μπορεί στην ειδησεογραφία να καταγράφονται οι ακραία επιθετικές δηλώσεις του Ερντογάν και άλλων αξιωματούχων του, αλλά στην Ελλάδα αντιμετωπίζονται και από το πολιτικό σύστημα και από τα συστημικά Μίντια περίπου σαν μία ρουτίνα επιθετικής ρητορικής, η οποία δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που και η κοινή γνώμη βρίσκεται σε άλλο μήκος κύματος από αυτό που εκπέμπει το καθεστώς Ερντογάν.
Αν και κανείς δεν μπορεί να πει με κατηγορηματικότητα εάν θα εκδηλωθεί ένας τουρκικός στρατιωτικός τυχοδιωκτισμός, ακόμα κι αν θα οδηγηθούμε σε ελληνοτουρκικό πόλεμο, είναι αναμφισβήτητο ότι η τουρκική επεκτατική πίεση έχει “ανεβεί πίστα” κατά πως λένε στα video games. Το γεγονός αυτό εκ των πραγμάτων καθιστά μία σύρραξη πολύ πιο πιθανή από ότι πριν.Και μόνο γι’ αυτόν τον λόγο η Ελλάδα –σε όλες τις διαστάσεις της (πολιτικό σύστημα, ένοπλες δυνάμεις, μιντιακό σύστημα και κοινωνία)– θα έπρεπε να είναι σε κατάσταση συναγερμού ή τουλάχιστον υψηλής επαγρύπνησης. Αυτό τουλάχιστον υπαγορεύει η κοινή λογική, αλλά κυρίως η Ιστορία. Κι αυτό, επειδή η διολίσθηση σε ένοπλη σύρραξη με τους Έλληνες να είναι βυθισμένοι στην αυταπάτη ότι “αυτά δεν γίνονται στον 21ο αιώνα” (όπως αρέσκεται περίπου να λέει ο Δένδιας), είναι συνταγή ήττας.
Δεν χρειάζεται ειδική έρευνα για να διαπιστωθεί ότι ειδικά οι νεότερες γενιές, αυτές που κυρίως θα κληθούν να πολεμήσουν εάν η Ελλάδα δεχθεί επίθεση, κατά κανόνα “βόσκουν σε άλλα λιβάδια”. Το κυρίαρχο life style σ’ αυτές τις ηλικίες συνδυάζει το κατανοητό κυνήγι της προσωπικής επαγγελματικής αποκατάστασης με έναν ατομικιστικό ηδονισμό, ο οποίος, μάλιστα, είναι κατά κανόνα φαντασιακός παρά πραγματικός.
Με θαυμαστή συνέπεια
Από το 1973-74, όταν η Άγκυρα έθεσε ζήτημα υφαλοκρηπίδας, εθνικού εναέριου χώρου, F.I.R. κ.α., η Τουρκία ξεδιπλώνει με θαυμαστή συνέπεια και συνέχεια μία επεκτατική στρατηγική με στόχο τη διχοτόμηση του Αιγαίου. Κύριοι σταθμοί στην ανάπτυξη αυτής της επεκτατικής στρατηγικής είναι η κρίση του 1987, το τουρκικό casus belli για να αποτραπεί η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια (1995), η θεωρία των “γκρίζων ζωνών” (1996), με την οποία οι Τούρκοι αμφισβητούν την ελληνική κυριαρχία σε νησίδες, το τουρκολιβυκό μνημόνιο ως έμπρακτη αμφισβήτηση του δικαιώματος των νησιών σε ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα (2019), η κατά διαστήματα πίεση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και τον τελευταίο χρόνο η επίσημη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και στα μεγάλα νησιά με πρόσχημα τη στρατιωτικοποίησή τους.
Ο κλιμακούμενος τουρκικός επεκτατισμός έχει προκαλέσει στον μισό σχεδόν αιώνα της ελληνοτουρκικής διένεξης αρκετές κρίσεις. Δεν είναι, λοιπόν, οι κατά καιρούς συγκυριακές εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες των Τούρκων ηγετών που προκαλούν τις κρίσεις. Απλώς, οι όποιες κατά καιρούς τέτοιες σκοπιμότητες εγγράφονται στο πλαίσιο της πάγιας τουρκικής επεκτατικής στρατηγικής. Αυτές οι εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες, ωστόσο, επειδή “κουμπώνουν” με τον πάγιο επεκτατισμό, μπορούν να επηρεάσουν και τον χρόνο εκδήλωσης μίας πρόκλησης και την έντασή της.
Το 2020, όταν μεθόδευσε την υβριδική εισβολή με μετανάστες στον Έβρο και στη συνέχεια όταν έστειλε το Oruc Reis για σεισμικές έρευνες σε δυνάμεις ελληνικής υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο, ο Ερντογάν δεν είχε μπροστά του εκλογές. Σήμερα έχει. Επειδή, μάλιστα, η οξύτατη οικονομική κρίση έχει συρρικνώσει την πολιτική-εκλογική επιρροή του, κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές την άνοιξη του 2023 και να βρεθεί από τον “θρόνο” στο σκαμνί κατηγορούμενος και για οικονομικά σκάνδαλα και για αιματηρές προβοκάτσιες.
Το χαρτί του εθνικισμού
Για να ανασχέσει την εκλογική φθορά του το μόνο όπλο που του έχει απομείνει (εκτός από τη νοθεία) είναι να ποντάρει στον εθνικισμό που είναι διάχυτος στην τουρκική κοινωνία. Το να ισχυρισθεί ότι έκανε την Τουρκία “μεγάλη” δεν αρκεί. Χρειάζεται μία “εθνική νίκη” για να πυροδοτήσει το διάχυτο στην τουρκική κοινωνία εθνικιστικό αίσθημα. Οι επεμβάσεις στη Συρία δεν είναι αρκετές.
Η προσάρτηση της κατεχόμενης Κύπρου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα ότι “μεγάλωσε την Τουρκία”, αλλά τη βασική δουλειά την έχει κάνει ο Ετσεβίτ το 1974 με την εισβολή. Και το άνοιγμα της κλειστής περιοχής της Αμμοχώστου και η πιθανολογούμενη προσάρτηση των κατεχομένων είναι συμπληρώματα, και μόνο ως τέτοια θα τα πιστωθεί ο Ερντογάν. Αυτό που πραγματικά θα του έδινε έναν αέρα εθνικού ηγέτη θα ήταν μία νίκη επί της Ελλάδας.
Το συμπέρασμα είναι ότι ο Ερντογάν, εκτός από την προώθηση της πάγιας τουρκικής επεκτατικής στρατηγικής, έχει και προσωπικό πολιτικό συμφέρον αυτή την περίοδο να καλλιεργήσει πολεμικό κλίμα με την Ελλάδα για να επιτύχει την επιδιωκόμενη “εθνική νίκη” του εναντίον της. Το γεγονός, μάλιστα, ότι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο συμπληρώνεται ένας αιώνας από τη Μικρασιατική Καταστροφή θα προσέδιδε σε μία τέτοια νίκη και έναν πρόσθετο ισχυρό συμβολισμό. Ας σημειωθεί ότι τέτοιου είδους συμβολισμοί λειτουργούν έντονα και στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος και στο επίπεδο της κοινωνίας στην Τουρκία.
Θα προκαλέσει ελληνοτουρκικό πόλεμο;
Το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται είναι εάν ο Ερντογάν έχει αποφασίσει να προκαλέσει ελληνοτουρκικό πόλεμο; Πριν απαντήσω στο ερώτημα, υπογραμμίζω ότι ένας γενικευμένος πόλεμος, όποια κατάληξη κι αν έχει όσον αφορά εδαφικά κέρδη, θα είναι αμοιβαία καταστροφικός. Παρά τα πολλά και μεγάλα προβλήματά τους, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να καταφέρουν καταστροφικά πλήγματα στην Τουρκία.
Εάν προστεθούν και οι μεγάλες αβεβαιότητες που είναι σύμφυτες σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, θα ήταν απόλυτος τυχοδιωκτισμός ακόμα και για έναν ηγέτη σαν τον Ερντογάν να επιλέξει να μπει σ’ αυτό το μονοπάτι. Είναι άλλο ο τουρκικός στρατός να συγκρούεται με τις κουρδικές πολιτοφυλακές κι άλλο με έναν καλά εξοπλισμένο στρατό, όπως ο ελληνικός. Πολύ περισσότερο όταν υφίσταται το ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνδρομής, το οποίο σε περίπτωση θερμής σύγκρουσης θα φέρει τους Τούρκους και απέναντι σε γαλλικές δυνάμεις με ό,τι αυτό συνεπάγεται και για την έκβαση της σύρραξης και για τη συνοχή του ΝΑΤΟ.
Αν, λοιπόν, με ρωτούσε κάποιος εάν ο Ερντογάν επιδιώκει να προκαλέσει γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο, θα απαντούσα αρνητικά. Αυτό υπαγορεύει ο πολιτικός ορθολογισμός σε σχέση με τον συσχετισμό δυνάμεων. Αυτό δείχνει και ο τρόπος που παραδοσιακά εκδηλώνεται ο τουρκικός επεκτατισμός στο μέτωπο με την Ελλάδα. Το γεγονός, όμως, ότι ο Ερντογάν δεν επιδιώκει γενικευμένο πόλεμο, δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως δεν θα γίνει.
Απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας
Στο σημείο αυτό χρειάζεται μία εξήγηση. Παραδοσιακά, η Άγκυρα χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας ως διπλωματικό όπλο. Με άλλα λόγια, επιδιώκει να κερδίζει, χωρίς να χρειασθεί να ρίξει ντουφεκιά, ή τουλάχιστον μέσω ενός οριοθετημένου θερμού επεισοδίου, το οποίο θα έχει μεθοδεύσει σε ό,τι αφορά στον χρόνο και στον τόπο, ώστε να ελέγχει κατά το δυνατόν την εξέλιξή του.
Το επικίνδυνο είναι ότι στην Άγκυρα έχουν σχηματίσει την εντύπωση ότι εάν προκληθεί –λόγω του φοβικού συνδρόμου της– η Αθήνα θα αποφύγει πάση θυσία να αντιδράσει δυναμικά. Προφανώς, οι Τούρκοι δεν πρόκειται να προκαλέσουν την Ελλάδα κατά τρόπο που δεν θα της αφήνουν περιθώρια να υποχωρήσει. Στην κρίση των Ιμίων, η υποχώρηση πήρε τη μορφή “μα για δυο βράχους θα κάνουμε πόλεμο!”.
Όταν το Oruc Reis το 2020 πραγματοποιούσε σεισμικές έρευνες στη δυνάμει ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα του Καστελλορίζου, η ελληνική υποχώρηση πήρε τη μορφή της δήλωσης Γεραπετρίτη “η κόκκινη γραμμή μας είναι η παραβίαση των έξι μιλίων (χωρικά ύδατα)”. Αυτό εξ αντιδιαστολής σήμαινε ότι η Αθήνα δεν προτίθετο να προασπίσει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα σ’ εκείνη την περιοχή με στρατιωτικά μέσα, οπότε οι Τούρκοι δεν φοβούνταν ότι μία εμπλοκή μπορούσε να καταλήξει σε ανεξέλεγκτη κλιμάκωση και σε σύρραξη.
Τετελεσμένο που να “καταπίνεται”
Το γεγονός, μάλιστα, ότι η Αθήνα ανέχεται παραδοσιακά τις υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών και τελευταία και τις υπερπτήσεις drones είναι ένας πρόσθετος λόγος, που μαζί με πολλές άλλες ελληνικές συμπεριφορές, έχει εδραιώσει την εντύπωση στην Άγκυρα ότι η Αθήνα δεν έχει την πολιτική βούληση να χρησιμοποιήσει το στρατιωτικό εργαλείο για να προασπίσει εθνικά της συμφέροντα, εκτός κι αν η επίθεση είναι τόσο μεγάλη που δεν της αφήσει δίοδο υποχώρησης.
Προφανώς, ο Ερντογάν δεν πρόκειται να βομβαρδίσει την Αθήνα(!), ούτε να εισβάλει π.χ. στη Ρόδο. Μπορεί, όμως, να επιδιώξει ένα επεκτατικό τετελεσμένο μικρότερου μεγέθους. Μπορεί π.χ. να πυκνώσει τις υπερπτήσεις ως έμπρακτη δεδηλωμένη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στα μεγάλα νησιά επειδή είναι στρατιωτικοποιημένα. Μπορεί να επιβάλει ακόμα και ναυτικό αποκλεισμό ενός νησιού, ώστε να μην μπορεί να προσεγγίσει ελληνικό πολεμικό πλοίο. Μπορεί ακόμα να αποβιβάσει τουρκικό άγημα σε ελληνική βραχονησίδα, όπως είχε πράξει στα Ίμια.
Μπορεί να επανέλθει με παράνομες σεισμικές έρευνες, ακόμα και με παράνομη γεώτρηση. Μπορεί σε μία άλλη εκδοχή της υβριδικής εισβολής στον Έβρο, να στείλει ταυτοχρόνως πολλές βάρκες με παράνομους μετανάστες και στη συνέχεια να εμπλακεί το τουρκικό Ναυτικό εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων υποτίθεται για να τους διασώσει. Δεν αποκλείεται να εμποδίσει την πραγματοποίηση ελληνικής άσκησης, όπως αυτή δυτικά της Καρπάθου, αν κι αυτό μπορεί ευκολότερα να προκαλέσει ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. Τέλος, μπορεί ακόμα και να επιχειρήσει την αιφνιδιαστική κατάληψη του Καστελλορίζου για να επιβάλει εμπράκτως την αποστρατιωτικοποίησή του.
Το προηγούμενο με τη Συρία
Προς το παρόν ο Ερντογάν επαναλαμβάνει την τακτική που είχε εφαρμόσει η Άγκυρα στο τέλος της δεκαετίας του 1990, όταν απείλησε ευθέως τη Συρία με πόλεμο εάν δεν έδιωχνε τον Οτσαλάν από την επικράτειά της. Για να καταστήσουν, μάλιστα, πειστική την απειλή τους, οι Τούρκοι είχαν μετακινήσει στρατεύματα στη μεθόριο και είχαν προβεί και σε εμφανείς προπαρασκευαστικές ενέργειες για εισβολή. Το αποτέλεσμα ήταν η Δαμασκός να υποκύψει.
Την ίδια μέθοδο εφαρμόζει τώρα ο Ερντογάν έναντι της Ελλάδας. Αυτού του είδους η τακτική, όμως, έχει το εξής μειονέκτημα: Δεν αφήνει δρόμο υποχώρησης στην απειλούσα Τουρκία, χωρίς να στραπατσαριστεί το κύρος της. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν από την πολεμική ρητορική ο Ερντογάν περάσει σε πράξεις, θα έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα. Εάν η Αθήνα βρει ένα πρόσχημα για να υποχωρήσει, ο τουρκικός εκβιασμός θα έχει δικαιωθεί. Εάν, όμως, η Αθήνα –παρά το φοβικό σύνδρομο και την συνακόλουθη υποχωρητικότητά της– αντισταθεί, μπορεί να προκύψει σύρραξη όχι επειδή την επιδιώκει ο Τούρκος πρόεδρος, αλλά επειδή είχε λανθασμένα προεξοφλήσει την ελληνική υποχώρηση.
Αυτός είναι ο λόγος που όσο είναι καιρός, η Αθήνα πρέπει με τον πιο επίσημο τρόπο να διακηρύξει την αποφασιστικότητά της να “μπει στο φρενοκομείο” εάν ο Ερντογάν “ανοίξει την πόρτα” επιτιθέμενος στην Ελλάδα, έστω και σε μικρή κλίμακα. Μόνο μία τέτοια ξεκάθαρη διακήρυξη μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Μία διακήρυξη που θα κοινοποιηθεί σε ΗΠΑ, ΕΕ, ευρωπαϊκά κράτη, Ισραήλ και αραβικά κράτη της Ανατολικής Μεσογείου και του Κόλπου. Παραλλήλως θα πρέπει να ζητηθεί από το Παρίσι μία σαφή δήλωση ότι η Γαλλία θα τιμήσει το σύμφωνο αμυντικής συνδρομής με την Ελλάδα, εάν παραβιασθεί η κυριαρχία της. Κι αυτά πρέπει να γίνουν όσο είναι καιρός…
(Αναρτήθηκε από τον Μιχάλη Τσολάκη)