Ακόμα και οι ουκ ολίγοι στην Αθήνα που παραδοσιακά ψάχνουν τρόπο να δικαιολογήσουν την κατά καιρούς τουρκική επιθετική ρητορική, αυτές τις ημέρες έχουν σιωπήσει. Ο Ερντογάν, με τη σύμπραξη της αντιπολίτευσης και των Μίντια της Τουρκίας, έχει καλλιεργήσει ένα χωρίς προηγούμενο πολεμικό κλίμα κατά της Ελλάδας. Κι αυτό δεν μετριάζεται από το γεγονός ότι ο Ακάρ το έπαιξε “καλός μπάτσος”. Στην Άγκυρα είναι υποχρεωμένοι να υπολογίσουν –εκτός των άλλων– και το ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνδρομής.
Αν και ο “σουλτάνος” έχει δείξει ότι δεν διστάζει να κάνει στροφή, εάν κρίνει ότι αυτό υπαγορεύει το συμφέρον του, θα του είναι δύσκολο να ρίξει τον εθνικιστικό-πολεμικό πυρετό που ο ίδιος έχει πυροδοτήσει.
Κατά μία έννοια, έχει αυτοπαγιδευθεί στη ρητορική του, με την έννοια ότι η ντοπαρισμένη τουρκική κοινή γνώμη αναμένει αυτό το κλίμα να μετουσιωθεί κάποια στιγμή σε πράξεις, που θα αποφέρουν ορατά εθνικά κέρδη. Με τον υπερπληθωρισμό να ροκανίζει την πολιτική εκλογική επιρροή του, ο Τούρκος πρόεδρος δεν έχει πολλές επιλογές για να ελπίζει σε νίκη στις προεδρικές εκλογές του Ιουνίου 2023. Για την ακρίβεια, αυτό που του μένει είναι να ποντάρει στον τουρκικό εθνικισμό. Για να γυρίσει, όμως, το κλίμα υπέρ του δεν αρκούν τα λόγια. Απαιτούνται και έργα.Εδώ είναι που η ελληνοτουρκική διένεξη, εκτός από το πλαίσιο της πάγιας επεκτατικής στρατηγικής της Άγκυρας, εμπλέκεται και στη μάχη εξουσίας που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Τουρκία. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι τον Σεπτέμβριο κλείνει ένας αιώνας από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία είναι σταθερό στοιχείο της τουρκικής επιθετικής ρητορικής. Επειδή, μάλιστα, για την τουρκική εθνική ιδεολογία –ειδικά για τους νεοοθωμανούς– οι ιστορικοί συμβολισμοί έχουν και πολιτική διάσταση, το φθινόπωρο θα είναι μία πιο επικίνδυνη περίοδος.
Η Ελλάδα έχει πολλά και μεγάλα προβλήματα, αλλά δεν είναι εύκολος στόχος, υπό την προϋπόθεση ότι θα παίξει σωστά τα “χαρτιά” της. Και έχει σημαντικά “χαρτιά”. Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν κι αυτές πολλά και σοβαρά προβλήματα, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τις τουρκικές. Ακόμα και τώρα, που έχουμε παραλάβει μόνο λίγα Rafale από τα δρομολογημένα εξοπλιστικά προγράμματα, η δυνατότητα της Ελλάδας να καταφέρει καταστροφικά πλήγματα στην Τουρκία (όπως και αντιστρόφως) καθιστά έναν στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό του Ερντογάν απαγορευτικό.
Η “πόρτα του φρενοκομείου”
Αυτό, όμως, ισχύει μόνο στην περίπτωση που η Άγκυρα πεισθεί πως η Αθήνα είναι αποφασισμένη να διαβεί την “πόρτα του φρενοκομείου” εάν οι Τούρκοι την ανοίξουν – για να θυμηθούμε την ιστορική φράση του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Ερντογάν δεν θέλει έναν γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο, επειδή ένας τέτοιος πόλεμος θα είναι αμοιβαία καταστροφικός και με αβέβαιη έκβαση. Εκτός αυτού, παρά τις μαζικές εκκαθαρίσεις, ο Τούρκος πρόεδρος δεν έχει απαλλαγεί από τον φόβο ότι οι Αμερικανοί θα χρησιμοποιήσουν την ελληνοτουρκική σύρραξη για να μεθοδεύσουν με κάποιον τρόπο την ανατροπή του.
Από την άλλη πλευρά, οι αντιδράσεις της Αθήνας από την κρίση στα Ίμια και μετά έχουν εδραιώσει στην Άγκυρα την εκτίμηση ότι εάν επιχειρήσει ένα μικρής κλίμακας επεκτατικό τετελεσμένο, η ελληνική αντίδραση θα περιορισθεί στο διπλωματικό επίπεδο, ή το πολύ-πολύ σε μία επιτόπου περιορισμένη στρατιωτική αντίδραση. Επειδή, όμως, οι Τούρκοι θα έχουν επιλέξει τον τόπο και τον χρόνο, θα έχουν το πλεονέκτημα.
Αυτή η διάχυτη εκτίμηση για την απροθυμία της Αθήνας αυξάνει τον πειρασμό του Ερντογάν να προχωρήσει σε έναν στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό. Η Αθήνα, λοιπόν, έχει ισχυρό λόγο να διαψεύσει αυτή την τουρκική εντύπωση, στέλνοντας ξεκάθαρο επίσημο αποτρεπτικό μήνυμα ότι εάν η Τουρκία επιδιώξει επεκτατικό τετελεσμένο, η Ελλάδα θα απαντήσει και στρατιωτικά όχι μόνο στον τόπο που έχουν επιλέξει οι Τούρκοι, αλλά όπου συμφέρει την ίδια.
Ανώτατοι Έλληνες αξιωματικοί έχουν δηλώσει ότι σε περίπτωση τουρκικού επεκτατικού τετελεσμένου, η ελληνική στρατιωτική αντίδραση δεν θα είναι “σημειακή”, δηλαδή δεν θα περιορισθεί στον τόπο και στο χρόνο που έχει επιλέξει η Άγκυρα. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, αλλά για να αποκτήσει αξιοπιστία ως αποτρεπτικό μήνυμα πρέπει να ειπωθεί από τον πρωθυπουργό και ακόμα καλύτερα να επικυρωθεί με ψήφισμα από τη Βουλή.
Το ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνδρομής
Εάν στην Άγκυρα θεωρήσουν ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να εμπλακεί στρατιωτικά, θα υπολογίσουν έναν πρόσθετο παράγοντα, που μέχρι πρότινος δεν υπήρχε στην εξίσωση. Αναφέρομαι στο ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνδρομής, που είναι ίσως πιο σημαντικό από την άποψη της αποτροπής κι από τα Rafale κι από τις φρεγάτες Belharra, επειδή ρητά προβλέπει τη στρατιωτική εμπλοκή της Γαλλίας σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης.
Ας σημειωθεί ότι η Ελλάδα ζητάει εδώ και δεκαετίες από τις ΗΠΑ μία εγγύηση των ελληνικών συνόρων, αλλά το μόνο που έχει καταφέρει να αποσπάσει είναι κάποιες γενικές δηλώσεις αμφίβολης αξιοπιστίας. Το ελληνογαλλικό σύμφωνο –υπό προϋποθέσεις– αλλάζει ποιοτικά τις μέχρι πρότινος ορίζουσες στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Και οι προϋποθέσεις αφορούν στην ελληνική αποφασιστικότητα να απαντήσει στρατιωτικά εάν οι Τούρκοι επιχειρήσουν κάποιον στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό.
Υπενθυμίζουμε ότι το επίσημο κείμενο του ελληνογαλλικού συμφώνου προβλέπει ότι «τα Μέρη παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή, με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στην διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο, σύμφωνα με το Άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών».
Τα δύο μειονεκτήματα
Το πρώτο μειονέκτημα είναι ότι το σύμφωνο ενεργοποιείται εάν οι δύο συμβαλλόμενες πλευρές από κοινού διαπιστώσουν ότι η μία από τις δύο χώρες δέχεται ένοπλη επίθεση στην επικράτειά της. Δεν υπάρχει δηλαδή αυτοματισμός. Προϋπόθεση για την ενεργοποίηση είναι η από κοινού διαπίστωση ότι υφίσταται επίθεση. Αυτή η αναφορά μπορεί ίσως να καθυστερήσει για λίγο τη γαλλική εμπλοκή, αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υπεκφυγή από το Παρίσι.
Το δεύτερο μειονέκτημα είναι ότι το σύμφωνο δεν καλύπτει άμεσα τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Εάν π.χ. οι Τούρκοι πραγματοποιήσουν σεισμικές έρευνες και πολύ περισσότερο γεώτρηση στα οκτώ μίλια από την ανατολική Κρήτη, λίγο έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και μέσα στην οριοθετημένη ελληνική ΑΟΖ, τυπικώς δεν θα έχει δεχθεί επίθεση η ελληνική επικράτεια, αλλά θα έχουν παραβιασθεί τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα υπάρξει γαλλική στρατιωτική συνδρομή. Από την άλλη πλευρά, όμως, εάν η Ελλάδα αντιδράσει στρατιωτικά για να προασπίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα, η Τουρκία θα βρεθεί σε δίλημμα. Θα γνωρίζει ότι εάν εισέλθει σε στρατιωτική σύγκρουση, πιθανόν η σύγκρουση να γενικευθεί, οπότε εκ των πραγμάτων θα υπάρξει εκατέρωθεν επίθεση του ενός κράτους εναντίον της επικράτειας του άλλου.
Κατ’ επέκταση, όπως προβλέπει το σύμφωνο, η Γαλλία θα είναι υποχρεωμένη να παρέμβει στρατιωτικά στο πλευρό της Ελλάδας με ό,τι σημαίνει αυτό για την Τουρκία και την έκβαση της σύρραξης. Με άλλα λόγια, εάν η Αθήνα επιδείξει αποφασιστικότητα, η ελληνική αποτροπή θα καταστεί πολύ πιο αξιόπιστη από όσο είναι σήμερα, υποχρεώνοντας την Άγκυρα να σκεφθεί πολύ πριν προχωρήσει σε τυχοδιωκτισμό.
Συγκλίνοντα συμφέροντα
Θα ανταποκριθεί η Γαλλία σ’ αυτά που δεσμεύθηκε με την υπογραφή της; Θα εμπλακεί με στρατιωτικές δυνάμεις της στο πλευρό της Ελλάδας όταν απειληθεί εμπράκτως η ελληνική επικράτεια; Η συμβατική της δέσμευση είναι ισχυρή, το τί θα πράξει θα φανεί στην κρίσιμη στιγμή. Όπως θα δείξω αμέσως παρακάτω, το Παρίσι έχει συμφέρον να τοποθετήσει το ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνδρομής σε στρατηγικό πλαίσιο κι όχι να το εκλάβει σαν μία δέσμευση που ανέλαβε απλώς για να πουλήσει τις Belharra. Εξ ου και το σύμφωνο δεν έχει εξόφθαλμα “παραθυράκια” υπεκφυγής.
Η ισχυρότερη εγγύηση είναι ότι Ελλάδα και Γαλλία έχουν συγκλίνοντα συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Λόγω της μερικής αποχώρησης των ΗΠΑ από την περιοχή δημιουργείται ένα κενό. Το Παρίσι θέλει να το καλύψει και πάντως να μην αφήσει την Τουρκία να μετατραπεί σε ηγεμονική δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η Γαλλία έχει παραδοσιακά παρουσία και γεωστρατηγικό ενδιαφέρον.
Η τουρκική παρέμβαση στη Λιβύη ήταν ένα αφυπνιστικό χαστούκι για το Παρίσι. Λόγω, λοιπόν, του δικού της ανταγωνισμού με την Τουρκία, έχει στρατηγικό συμφέρον να συνάψει στρατιωτική συμμαχία με Ελλάδα-Κύπρο, όπως και με άλλες χώρες της περιοχής (Αίγυπτος και Εμιράτα). Έτσι θα μπορεί να ανασχέσει τον τουρκικό επεκτατισμό, όπως εκφράζεται μέσα από το δόγμα για τη “Γαλάζια Πατρίδα”. Με άλλα λόγια, η δέσμευση των Γάλλων για αμυντική συνδρομή δυνητικά αλλάζει ριζικά και υπέρ της Ελλάδας τον συσχετισμό δυνάμεων στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Ενισχύει την ελληνική αποτροπή, αφού η Άγκυρα είναι υποχρεωμένη να σταθμίζει τον συσχετισμό στο ελληνοτουρκικό μέτωπο, συνυπολογίζοντας και τη γαλλική παράμετρο.
Εάν κρίνουμε από τη μέχρι τώρα συμπεριφορά τους, οι Τούρκοι δεν πρόκειται να επιτεθούν εναντίον της ελληνικής επικράτειας. Είναι, λοιπόν, μάλλον απίθανο να δούμε μία αιφνιδιαστική τουρκική απόβαση σε ένα μεγάλο νησί του ανατολικού Αιγαίου. Θα συνεχίσουν, όμως, την συστηματική παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και θα απειλούν με χρήση στρατιωτικής βίας, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται και κάτι μεγαλύτερο.
Η μέχρι τώρα τακτική των Τούρκων είναι να δημιουργούν ένα επεκτατικό τετελεσμένο μικρής κλίμακας, με σκοπό να μπορεί να το “καταπιεί” η Αθήνα. Κι αυτό, όπως προανέφερα, επειδή δεν επιδιώκουν γενικευμένο πόλεμο. Επιδιώκουν να εγγράφουν επεκτατικές υποθήκες με διαδοχικές “μικρές νίκες”, όπως στα Ίμια, όπως με το casus belli, όπως με τις σεισμικές έρευνες σε δυνάμει ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ.
Τίποτα δεν δείχνει πως θα αλλάξουν τακτική, ειδικά τώρα που στην ελληνοτουρκική εξίσωση έχει προστεθεί και το ελληνογαλλικό σύμφωνο. Προφανώς, το τελευταίο που θα ήθελε η Άγκυρα είναι να υποχρεώσει τη Γαλλία να εμπλακεί στρατιωτικά υπέρ της Ελλάδας. Εκτός των παραπάνω, η υπογραφή του ελληνογαλλικού συμφώνου εγκαινιάζει μία νέα εποχή στην Ευρώπη, αφού οι διμερείς στρατιωτικές συμμαχίες είχαν ξεχασθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
https://i-epikaira.blogspot.com