Από την Ειρήνη Πετρακάκη:
Τις ημέρες του θερινού ηλιοστασίου η λαϊκή παράδοση γιορτάζει τον Άη Γιάννη τον Κλήδονα, που λέγεται και Λαμπαδάρης ή Ριζικάρης ή Φανιστής ή Άη Γιαννιός του Λιοτροπιού.
Το έθιμο, που ριζώνει σε μαντική διαδικασία της αρχαιότητας, αλλά και στους παγανιστικούς εορτασμούς της θερινής τροπής του ήλιου στο βόρειο ημισφαίριο, είχε σχεδόν εκλείψει. Τα τελευταία χρόνια όμως αναβιώνει σε πολλές περιοχές.
Αλλά, τι σημαίνει «Κλήδονας»; Η ονομασία αυτή προέρχεται από την ομηρική λέξη «κληδών» που σημαίνει τον οιωνό, το μαντικό σημάδι, το προμήνυμα που εμπεριέχεται σε λόγο ή ήχο, Η λέξη απαντάται επίσης στον Ηρόδοτο και στους τραγικούς.
Ο δε Παυσανίας μάς λέει ότι έξω από τα τείχη της Σμύρνης υπήρχε και ιερό των κληδόνων: «μαντικὴ δὲ καθέστηκεν αὐτόθι ἀπὸ κληδόνων, ᾗ δὴ καὶ Σμυρναίους μάλιστα Ἑλλήνων χρωμένους οἶδα: ἔστι γὰρ καὶ Σμυρναίοις ὑπὲρ τὴν πόλιν κατὰ τὸ ἐκτὸς τοῦ τείχους Κληδόνων ἱερόν.» (Βοιωτικά, 11΄, 7).Στην αρχαία Αθήνα το θερινό ηλιοστάσιο σηματοδοτούσε την αρχή του νέου έτους. Ο «ενιαυτός» ξεκινούσε με τη νέα σελήνη μετά την φαινομενική «στάση» του ήλιου στον ουρανο κατά την ελλειπτική τροχιά της γης. Ο πρώτος μήνας του αττικού ημερολογίου ήταν ο Εκατομβαιών (τέλη Ιουνίου έως τέλη Ιουλίου) και ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα και στη μαντική τέχνη. Κατά την αρχαία ελληνική αντίληψη το θερινό ηλιοστάσιο σήμαινε την είσοδο του ανθρώπου στην καθαρτήρια διαύγεια του ηλιακού φωτός και στην απολλώνια αρμονία.
Λίγες ημέρες πριν εκπνεύσει ο ενιαυτός, στα τέλη του προηγούμενου μηνός Σκιροφοριώνος, τελούνταν τα «Αρρηφόρια» προς τιμήν της καρποδότρας Αθηνάς. Δύο μικρά κορίτσια, οι «Αρρηφόροι», έφεραν μέσα σε ιερά σκεύη από το «Αρρηφόριον» τα «άρρητα», δηλαδή τα ανείπωτα, και τα πήγαιναν στο ιερό της Αφροδίτης των Κήπων, στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Η τελετή είχε μυστηριακό χαρακτήρα και γινόταν τη νύχτα όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας. Μαζί με την Αθηνά Πολιάδα λατρεύονταν και οι Κεκροπίδες Κόρες, η Έρση, η Άγλαυρος και η Πάνδροσος, θεότητες της υγρασίας, της βλάστησης και της γονιμότητας:
«Παρθένοι δύο τοῦ ναοῦ τῆς Πολιάδος οἰκοῦσιν οὐ πόῤῥω, καλοῦσι δὲ Ἀθηναῖοι σφᾶς ἀῤῥηφόρους· αὗται χρόνον μέν τινα δίαιταν ἔχουσι παρὰ τῇ θεῷ, παραγενομένης δὲ τῆς ἑορτῆς δρῶσιν ἐν νυκτὶ τοιάδε. ἀναθεῖσαί σφισιν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἃ ἡ τῆς Ἀθηνᾶς ἱέρεια δίδωσι φέρειν, οὔτε ἡ διδοῦσα ὁποῖόν τι δίδωσιν εἰδυῖα οὔτε ταῖς φερούσαις ἐπισταμέναις· ἔστι δὲ περίβολος ἐν τῇ πόλει τῆς καλουμένης ἐν Κήποις Ἀφροδίτης οὐ πόῤῥω καὶ δι᾽αὐτοῦ κάθοδος ὑπόγαιος αὐτομάτη· ταύτῃ κατίασιν αἱ παρθένοι. κάτω μὲν δὴ τὰ φερόμενα λείπουσιν, λαβοῦσαι δὲ ἄλλο τι κομίζουσιν ἐγκεκαλυμμένον· καὶ τὰς μὲν ἀφιᾶσιν ἤδη τὸ ἐντεῦθεν, ἑτέρας δὲ ἐς τὴν ἀκρόπολιν παρθένους ἄγουσιν ἀντ᾽ αὐτῶν. (Αττικά, 27,3)
Στον μεταχριστιανικό κόσμο οι γιορτές του θερινού ηλιοστασίου συγχωνεύτηκαν στην επέτειο των γενεθλίων ενός προσώπου της Καινής Διαθήκης, του Ιωάννη του Προδρόμου, και μεταφέρθηκαν δύο ημέρες αργότερα, στις 23 Ιουνίου. Η τελετουργική διαδικασία που ακολουθείται ακόμα σε πολλά μέρη, τα κανάτια με το «αμίλητο νερό» και το «ριζικάρι» των κοριτσιών, το μαγικό «κλείδωμα» των κανατιών στο ύπαιθρο όλη τη νύχτα για το «ξάστρισμα», τα μικρά στιχάκια και η υποτιθέμενη χρησμοδότηση κατά τη διάρκεια του ύπνου δείχνουν επιβιώσεις από τα είδη της μαντικής τέχνης της αρχαιότητας: ονειρομαντεία, υδρομαντεία, ηχομαντεία κλπ. Βεβαίως, με την πάροδο των αιώνων και την αλλαγή της θρησκείας, η γιορτή έχασε τη σύνδεση με τη λατρεία του Απόλλωνα και τα Αρρηφόρια της Αθηνάς και περιορίστηκε στους ερωτικούς χρησμούς και στις γαμήλιες προφητείες της παραμονής του Άη Γιάννη.
Ο Κλήδονας (Τον πρόλαβα στα Αναφιώτικα, μια ακόμη τότε τυπική γειτονιά)
Στη μεσαιωνική περίοδο ο Κλήδονας δεν ήταν παρά ένα μαντικό παιχνίδι απαγορευμένο από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ως έθιμο όμως παρουσιάζει αξιοθαύμαστη ενότητα σε ολόκληρο το γεωγραφικό εύρος του ελληνισμού, από τη Μακεδονία ως την Κρήτη, κι από το Ιόνιο ως το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Την ίδια ημέρα όμως επιβιώνει και το έθιμο της πυράς, πανάρχαιο κι αυτό και συνδεδεμένο με κέλτικες γιορτές των ηλιοστασίων και με θρακικές πυρολατρικές τελετές. Φωτιές ανάβονται σε πλατείες ή σε ανοιχτά μέρη και πολλοί πηδούν πάνω απ΄ αυτές για να εξαγνίσουν το κακό κατά τη διάρκεια της σύντομης νύχτας που καταλήγει στη θριαμβική ανατολή της μεγαλύτερης ημέρας του χρόνου. Σε άλλες, παλαιότερες εποχές, όπου τα κοινωνικά και σεξουαλικά ήθη ήταν αυστηρά, οι φωτιές του Άη Γιάννη του Κλήδονα λειτουργούσαν ως ευκαιρία γνωριμιών και ως τελετές ερωτικής μαγείας.
Στη Μύκονο
Σήμερα φυσικά οι φωτιές ανάβουν αποκλειστικά για τη χαρά της κοινότητας και τη διάσωση του εθίμου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα ριζικάρια που ρίχνονται στο αμίλητο νερό του κανατιού. Κρίμα μόνο που η γιορτή έχει απογυμνωθεί από το μυστηριακό κομμάτι της και έχει περιοριστεί σε φολκλορική διαδικασία. Έτσι, εκείνα τα άρρητα της αρχαιότητας παραμένουν ανείπωτα κι ανείδωτα μυστήρια μιας άλλης εποχής...
Πολύτιμες πληροφορίες για την επιβίωση και τη διαδρομή των πανελλήνιων εθίμων του θερινού ηλιοστασίου βρίσκουμε στο βιβλίο του αείμνηστου λαογράφου Δημήτρη Λουκάτου «Τα καλοκαιρινά» (εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα 1992) και στο βιβλίο του Μανώλη Βαρβούνη «Μελετήματα ελληνικής λαογραφίας» (εκδ. Σπανίδης, Ξάνθη, 2003).
Αναρτήθηκε από τον Αντώνη Αντωνά.