Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.
Εν Πειραιεί τη 30η Απριλίου 2022
Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η Κυριακή του Θωμά και το μεν Αποστολικό ανάγνωσμα, που ακούσαμε προηγουμένως, είναι μια περικοπή από το 5ο κεφάλαιο των Πράξεων, το δε Ευαγγελικό μια περικοπή από το 20ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, στο οποίο ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας περιγράφει δύο από τις εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού στους μαθητές, την πρώτη το εσπέρας της Αναστάσεως, απόντος του Θωμά και την δεύτερη οκτώ ημέρες αργότερα, παρόντος και του Θωμά, ο οποίος αξιώθηκε μάλιστα να ψηλαφίσει τον Αναστάντα Κύριο.
Όπως σημειώνει ο ιερός Ευαγγελιστής, όταν ο Θωμάς επέστρεψε στο υπερώο το εσπέρας της Αναστάσεως και του ανήγγειλαν γεμάτοι χαρά οι άλλοι μαθητές, ότι είδαν τον αναστημένο Κύριο, αυτός δήλωσε απερίφραστα: «Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν αυτού τον τύπον των ήλων και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων και βάλω την χείρα μου εις την πλευράν αυτού ου μη πιστεύσω», (Ιω.20,25). Κοφτή και κατηγορηματική η απαίτηση του Θωμά, που θα ικανοποιούσε και τον πιο απαιτητικό και αντικειμενικό ερευνητή και ανακριτή της Αναστάσεως. Δεν ικανοποιείται να δη με τα μάτια του τον Εσταυρωμένο ζωντανό. Θέλει να αγγίξει και με τα χέρια του το σώμα του Κυρίου. Ακόμη περισσότερο! Να ψηλαφήσει με τα δάκτυλά του τις πληγές, που προκάλεσαν τα καρφιά στα άχραντα χέρια Του και με την παλάμη του την λογχευμένη του πλευρά. Με όλες του τις αισθήσεις, όραση, ακοή, αφή, ζητεί να λάβει πείραν του γεγονότος. Όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος: «Την δια της αισθήσεως της παχυτάτης εζήτει πίστιν και ουδέ τοις οφθαλμοίς επίστευεν. Ου γαρ είπεν αν μη ίδω, αλλ’ εάν μη ψηλαφήσω…μήπως φαντασία το ορώμενον ή». Δηλαδή ο Θωμάς ζητούσε την πίστη εκείνη, που προέρχεται από την αίσθηση της αφής, και δεν επίστευε μόνο σ’ όσα τον πληροφορούσαν οι οφθαλμοί του. Διότι δεν είπε, εάν δεν δω, αλλά εάν δεν ψηλαφήσω, μήπως είναι φαντασία το ορώμενον. Και ο Κύριος, που από άπειρη αγάπη για το πλάσμα του υπέμεινε την εσχάτη ταπείνωση του σταυρικού θανάτου, συγκαταβαίνει στην απαίτηση του μαθητού του. Υποχωρεί και καταδέχεται να ψηλαφηθή, για να προσθέσει έτσι μία επί πλέον ισχυρή απόδειξη της Αναστάσεώς Του. Ένας άλλος μεγάλος Πατήρ της Εκκλησίας μας ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, παρατηρεί: «Οίμαι δε… οικονομικώτατα σφόδρα την του μαθητού γεγονέναι προς καιρόν ολιγοπιστίαν, ίνα διά της αυτού πληροφορίας και ημείς οι μετ’ αυτόν ανενδοιάστως πιστεύομεν, ότι την σάρκα την επί του ξύλου κρεμαμένην και παθούσαν τον θάνατον εζωοποίησεν ο Πατήρ δι’ Υιού». Δηλαδή η πρόσκαιρη απιστία του μαθητού υπήρξε θεία οικονομία, έτσι ώστε η ιδική του μαρτυρία και επιβεβαίωσις να γίνη και σε μας τους μεταγενεστέρους αφορμή ανεπιφύλακτης πίστεως, ότι δηλαδή το σώμα εκείνο, το οποίο κρεμάσθηκε πάνω στο ξύλο του σταυρού και υπέστη τον θάνατο, εζωοποίησε ο Πατέρας δια του Υιού.
Μετά από οκτώ ημέρες εμφανίζεται ο Κύριος και πάλι στους μαθητές, παρόντος και του Θωμά. Προς αυτόν ιδιαιτέρως τώρα απευθύνεται και τον προσκαλεί να τον ψηλαφήσει, όπως το ζήτησε: «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε και ίδε τας χείρας μου και φέρε την χείρα σου και βάλε εις την πλευρά μου και μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός», (Ιω.20,26-27). Σαν να του έλεγε: Θωμά, όσα δήλωσες πριν από οκτώ ημέρες, τα άκουσα ως Θεός, διότι ήμουν αοράτως παρών. Ιδού λοιπόν βρίσκομαι ενώπιόν σου. Μη διστάσεις να με ψηλαφήσεις. Ο Ιησούς προσφέρει τον εαυτό του σε μια κοινωνία του πάθους και της Αναστάσεώς Του. Αγγίζοντας ο μαθητής με το δάκτυλό του τις πληγές του Χριστού, «πιάνει» τον θάνατό του και ακουμπώντας το χέρι στις ουλές του, «κρατάει» την Ανάστασή του. Ο Θωμάς μένει κατάπληκτος, συγκλονισμένος με όσα βλέπει και ακούει. Επί οκτώ ημέρες πάλευε με τους λογισμούς της απιστίας. Τα κύματα της λύπης και της απελπισίας χτυπούσαν επικίνδυνα το σκάφος της ψυχής του και απειλούσαν να το καταποντίσουν στην απώλεια. Και να τώρα, ξαφνικά και απροσδόκητα, βλέπει μπροστά του ολοζώντανο τον Κύριο, ο οποίος τον προσκαλεί, να τον ψηλαφίσει! Πλησιάζει ο Θωμάς και απλώνει το χέρι του. Με τα δάχτυλά του ψηλαφά τις πληγές Του και με την παλάμη την πλευρά Του. Όντως αυτός είναι ο διδάσκαλός του. Το σώμα του είναι αληθινό ανθρώπινο σώμα με σάρκα και οστά. Δεν έχει σημασία που αυτό το πανάχραντο Σώμα το είδε προηγουμένως, να εισέρχεται στο Υπερώο κεκλεισμένων των θυρών. Σημασία έχει ότι είναι εκείνο το Σώμα, που μέχρι πριν από λίγο είχε καρφωθεί πάνω στο σταυρό και όχι κάποιο άλλο. Και ιδού οι πληγές του, που αποδεικνύουν τον θάνατό Του.
Πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία του Κυρίου μας, ο οποίος καταδέχεται να ψηλαφηθή, για να στηρίξει στην πίστη τον κλονισμένο μαθητή, αλλά παράλληλα να βεβαιώσει την Ανάστασή του κατά τρόπο αναντίρρητο, σε όλες τις γενεές των ανθρώπων ανά τους αιώνας. Ωραιότατα διατυπώνει την αλήθεια αυτή ένα τροπάριο του Κανόνος της ζ΄ ωδής της Κυριακής του Θωμά: «Ου μάτην διστάσας ο Θωμάς τη εγέρσει σου ου κατέθετο, αλλ’ αναμφίλεκτον έσπευδεν αποδείξαι ταύτην Χριστέ τοις πάσιν έθνεσιν». Δηλαδή η απιστία του Θωμά δεν έγινε ματαίως και χωρίς λόγο, χωρίς να προκύψει ωφέλεια πνευματική. Διότι με την απιστία του έσπευδε, να αποδείξει την Ανάσταση αναντίρρητη και βεβαία σ’ όλους τους λαούς. Μετά από την συγκλονιστική αυτή εμπειρία, θριαμβευτική επακολουθεί η ομολογία του Θωμά: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου». Ομολογία όχι μόνον της Αναστάσεως, αλλά και της Θεότητος του Αναστάντος. Δηλαδή ωσάν να έλεγε: Εσύ που νίκησες τον θάνατο, δεν είναι δυνατόν παρά να είσαι ο πλάστης και δημιουργός μου, διότι η Ανάσταση, η νίκη επί του θανάτου, δεν είναι έργο ανθρωπίνης, αλλά θείας δυνάμεως.
Όπως μας πληροφορούν οι Πράξεις των Αποστόλων, ο Κύριος μετά την Ανάστασή Του εμφανίστηκε πολλές φορές, επί σαράντα ήμερες, σε διάφορα πρόσωπα και σε διάφορους τόπους. Η πιο σημαντική από αυτές υπήρξε η δεύτερη προς τους μαθητές, οκτώ ημέρες μετά την πρώτη, παρόντος και του Θωμά. Είναι δε η πιο σημαντική, διότι εδώ έχουμε όχι μόνον την θέα του Αναστάντος, αλλά επί πλέον και την ψηλάφιση του αναστημένου σώματος, οπότε η Ανάσταση επιβεβαιώνεται και δια των οφθαλμών και δια της αφής και δια της ακοής. Επί πλέον διακηρύσσεται από τον Θωμά, ότι ο Αναστάς Κύριος είναι ο σαρκωθείς Θεός Λόγος. Όλες οι εμφανίσεις του αναστημένου Κυρίου στο διάστημα των σαράντα ημερών είχαν ως σκοπό να βεβαιωθούν οι μαθητές, αλλά και κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος σ’ όλες τις επόμενες γενεές των ανθρώπων μέχρι της συντελείας των αιώνων, ότι η Ανάσταση είναι ένα αναντίρρητο ιστορικό γεγονός. Είναι το γεγονός εκείνο, πάνω στο οποίο θεμελιώνεται και στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της πίστεως. Όπως μας βεβαιώνει ο απόστολος Παύλος, «Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών…Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών» (Α΄ Κορ.15,14,17). Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε δεν έχει πλέον κανένα νόημα και περιεχόμενο το κήρυγμά μας, αλλ’ επίσης είναι ματαία και κούφια από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο και η πίστη σας. Χωρίς την Ανάσταση όλο το χριστιανικό οικοδόμημα καταρρέει και μεταβάλλεται σε μια ιδεολογία, σε ένα ανθρώπινο φιλοσοφικό κατασκεύασμα, σε μια από τις πολλές θρησκείες του κόσμου, ανίκανο να σώσει και να λυτρώσει τον άνθρωπο από τον θάνατον, ο οποίος είναι κατά τον άγιο Ιουστίνο τον Πόποβιτς «η μόνη πικρία της ζωής, η μόνη πικρία της υπάρξεως. Εξ αυτού προέρχεται και όλη η τραγικότητα της ζωής».
Επειδή δε ακριβώς η Ανάσταση του Χριστού αποτελεί θεμελιακό γεγονός της πίστεως, έπρεπε να βεβαιωθή ως αδιάψευστη ιστορική πραγματικότητα από πολλούς αυτόπτες μάρτυρες. Οι αποδείξεις λοιπόν είναι πολλές, πειστικές και ατράνταχτες, αποκλείουν δε και το παραμικρό ενδεχόμενο αμφιβολίας. Όσοι εξακολουθούν να απιστούν, δεν έχουν επιχειρήματα και χάνονται στο σκοτάδι της απιστίας και εν τέλει στην απώλεια. Η αιτία της απιστίας βρίσκεται μέσα τους. Στο ότι δηλαδή κατά βάθος αγαπούν την αμαρτία και την ασωτία και δεν θέλουν να αλλάξουν ζωή: «Αύτη εστίν η κρίσις» λέγει ο Ευαγγελιστής, «ότι το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος, ή το φως. Ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα», (Ιω.3,19).
Ακόμη και μέχρι σήμερα πολλοί είναι εκείνοι που εξακολουθούν να προβάλλουν αντιρρήσεις για να αρνηθούν την Ανάσταση. Ας δούμε μερικές από αυτές: Ισχυρίζονται ότι οι μαθητές, όπως και οι μυροφόρες, εξαπατήθηκαν και ότι όσα είδαν, ήταν ψευδαισθήσεις. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ευσταθεί, διότι οι μαθητές δεν είχαν καμιά ψυχολογική προδιάθεση, να δεχθούν την Ανάσταση. Αντιθέτως ήσαν τρομερά δύσπιστοι. Τα Ευαγγέλια είναι πλήρως αποκαλυπτικά αυτών των ψυχικών τους διαθέσεων, διότι δυσπιστούσαν στις διαβεβαιώσεις των μυροφόρων, ότι Τον είχαν δει Αναστάντα.
Ισχυρίζονται επίσης ότι ο Χριστός δεν πέθανε πάνω στο σταυρό, αλλά έγινε στην περίπτωσή του κάποια νεκροφάνεια. Όμως και αυτός ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Κατ’ αρχήν εδώ έχουμε τη μαρτυρία του Ρωμαίου κεντυρίωνος, ο οποίος βεβαίωσε τον Πιλάτο, ότι ο θάνατος του Χριστού είχε επέλθει. Έπειτα το Ευαγγέλιο μας πληροφορεί ότι ο Κύριος κατά την ίδια την ήμερα της Αναστάσεώς Του συμπορεύθηκε συζητώντας με δύο μαθητές Του προς Εμμαούς, που απείχε πάνω από δέκα χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα. Πως είναι δυνατόν κάποιος που έχει υποστεί νεκροφάνεια και επομένως βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλης εξαντλήσεως, να μπορεί να περπατάει επί ώρες και να συζητάει, σαν να μη προηγήθηκε τίποτα;
Ο λόγος του Κυρίου προς τον Θωμά, αγαπητοί μου αδελφοί, «και μη γίνου άπιστος αλλά πιστός» δείχνει, ότι υπήρχε ενδεχόμενο ο Θωμάς και μετά την ψηλάφιση του αναστημένου Σώματος, να μην θελήσει, να πιστεύσει και να παραμείνει αμετανόητος στην απιστία. Από ένα τέτοιο όμως ενδεχόμενο κινδυνεύομε όλοι μας. Ας ανακρίνουμε τον εαυτό μας και ας εξετάσουμε τη συνείδησή μας, μήπως ενώ νομίζουμε, ότι δήθεν πιστεύουμε στο Χριστό, κατά βάθος όμως αγαπούμε την αμαρτία και επιζητούμε στην καθημερινή μας ζωή, να ικανοποιούμε τα πάθη μας, ενώ παράλληλα απέχουμε από τη ζωή και τα μυστήρια της Εκκλησίας. Πράγμα το οποίο δείχνει ότι η πίστη μας δεν είναι αληθινή και γνήσια.
Ας ευχηθούμε το ανέσπερο Φως του Αναστάντος Χριστού να καταυγάσει τις ψυχές μας και το φετινό Πάσχα να γίνει αφορμή ανανήψεως και μετανοίας. Αμήν.