Αγγελικής Κώττη
Το ιστορικό γεγονός αμφισβητείται, κατά πόσον δηλαδή ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κήρυξε την Επανάσταση στις 25 Μαρτίου 1821 στη Μονή Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα, υψώνοντας το Λάβαρο της Επανάστασης. Δεν αμφισβητείται όμως το ιερό αυτό κειμήλιο, το οποίο έχει περάσει στην Ιστορία, έστω και ως ιστορικός μύθος. Το Λάβαρο υπήρχε και υπάρχει και έχει μια συναρπαστική ιστορία, που το καθιστά ούτως ή άλλως εμβληματικό. Το κέντησαν με τα χέρια τους κοπέλες από τη Σμύρνη και το έστειλαν στην Ελλάδα ώστε να βοηθήσει με τον δικό του τρόπο στην Επανάσταση.
Από τα ιστορικά και μοναδικά αρχεία της Μονής Αγίας Λαύρας, «βρίσκουμε πλούσιο υλικό και μοναδικά στοιχεία χειρόγραφα αγωνιστών, προκρίτων μοναχών και άλλα για την περίοδο του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της επαναστατικής περιόδου 1821 σύμφωνα με τον Νίκο Π. Κυριαζή, δημοσιογράφο και εκδότη». «Εκεί υπάρχουν πολλές αναφορές αλλά και η αλληλογραφία των οπλαρχηγών με τη Μονή για συντονισμό ενεργειών αλλά και του τρόπου δράσεως των επαναστατών».
Σύμφωνα με το αρχείο της Μονής (κώδιξ 1703) το Λάβαρο αποτελούσε προσφορά των Ελλήνων της Σμύρνης κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, όπως σημειώνει ο κ. Κυριαζής. Πολλές φορές έγινε βορά λεηλασιών. Το 1772 καταγράφεται η πρώτη υφαρπαγή του στην Μολδοβλαχία, από όπου το εξαγόρασαν οι μοναχοί. Το 1780, ύστερα από νέα διαρπαγή, μεταφέρθηκε στην Ήπειρο από όπου και πάλι επέστρεψε κατόπιν εξαγοράς. Το 1826 και κατά την πυρπόληση του μοναστηριού από τον Ιμπραήμ το λάβαρο διασώθηκε τελευταία στιγμή χάριν των μοναχών Αθανασίου και Δανιήλ οι οποίοι το μετέφεραν στο νησί Κάμηλο της Ιθάκης. Σήμερα φυλάσσεται στο φυσικό του χώρο σε ιδική προθήκη και αποτελεί το ιστορικότερο κειμήλιο της μονής.
Ο κ. Κυριαζής επιμένει, στηριγμένος σε αυτόπτες μάρτυρες εκείνης της εποχής, πως στο Λάβαρο αυτό όρκισε τα παλικάρια ο Δεσπότης, κηρύσσοντας την Επανάσταση. Η ιστορική έρευνα πλέον είναι σκεπτική μπροστά σε αυτό, αλλά αυτό είναι ένα εντελώς διαφορετικό θέμα, που δεν θα θίξουμε σήμερα. Το πιθανότερο πάντως είναι πως πρόκειται για θρύλο.
Ο Καβαλιώτης ιστορικός Κυριάκος Λυκουρίνος, αναφέρει πως η Σμύρνη ήταν ξακουστή για τις περίφημες κεντήστρες της, ενώ τα χρυσοκέντητα δημιουργήματά της συναγωνίζονταν σε φήμη ακόμη και τα ομοειδή βενετσιάνικα καλλιτεχνήματα. Το παλαιό μοναστήρι της Αγίας Λαύρας πυρπολήθηκε από τους Τούρκους και καταστράφηκε ολοσχερώς το 1585 και ξαναχτίστηκε στην ίδια θέση το έτος 1600. «Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι το λάβαρο ήταν ένα από τα ιερά κειμήλια που προσέφερε τότε ο ευσεβής ελληνισμός, ώστε να ξαναζωντανέψει η ιστορική μονή» σημειώνει ο ιστορικός. «Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι στα τέλη του 16ου αιώνα μοναχοί από τη Αγία Λαύρα έφτασαν στη Σμύρνη για να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από την εκεί ορθόδοξη κοινότητα. Εκτός από τους εύπορους Σμυρναίους κινητοποιήθηκαν και οι κοπέλες της πόλης, που προσφέρθηκαν να φιλοτεχνήσουν ένα έργο μοναδικό: Την παράσταση της ‘Κοίμησης της Θεοτόκου’, τη μνήμη της οποίας τιμούσε και τιμά η Μονή. Το έργο ανέλαβε η κεντήστρα Χρύσω με βοηθούς της έναν αγιογράφο και οκτώ κόρες αριστοκρατικών οικογενειών της Σμύρνης.»
Ο Κ. Λυκουρίνος περιγράφει και το τυπικό της παράδοσης που απαιτούσε η τέχνη τους: οι κεντήστρες άναβαν το καντήλι στο εικονοστάσι και κατά τη διάρκεια του κεντήματος έψελναν συνεχώς τροπάρια. Θυμιάτιζαν κάθε φορά που έκλειναν την εργασία της ημέρας. Λόγω των δυσκολιών της πολυπρόσωπης παράστασης και της περίτεχνης σύνθεσης, η διαδικασία κράτησε τρεις ολόκληρους μήνες.
Το λάβαρο, μας πληροφορεί ο Κ. Λυκουρίνος, μεταφέρθηκε από το παλαιό στο νέο μοναστήρι το έτος 1735 και ο ηγούμενος Τιμόθεος το τοποθέτησε στην Ωραία πύλη του Ιερού για να το θαυμάζουν όλοι οι εκκλησιαζόμενοι. Όμως το πέρασμα των χρόνων, οι κλιματολογικές συνθήκες και οι καπνοί από τα κεριά είχαν προκαλέσει αλλοιώσεις στο ιερό κειμήλιο. Έτσι στα μέσα του 18ου αιώνα πήρε ξανά το δρόμο για την Ιωνία. Οι έμπειρες κεντήστρες της Σμύρνης αποκατέστησαν τις φθορές με τέτοιο θαυμαστό τρόπο, ώστε, λέγεται, το λάβαρο έδειχνε καλύτερο από την αρχική του μορφή.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης το βέβαιο είναι πως το Λάβαρο «χρησιμοποιήθηκε για να εμπνεύσει ενθουσιασμό στους αγωνιστές και να διασαλπίσει το ιερό και δίκαιο του Αγώνα. Έτσι έγινε η πρώτη πολεμική σημαία των επαναστατών. Το κρατούσαν στην πολιορκία των Καλαβρύτων κι εκεί δέχτηκε τουρκικό βόλι, σημάδι που είναι εμφανές στο κεφάλι του αριστερού αγγέλου της εικόνας.»
Το Λάβαρο είναι ορθογώνιο μεταξωτό ύφασμα κιτρινωπής απόχρωσης, μήκους 1,20 και πλάτους 0,95 μ.. Στο κέντρο εικονίζεται η Παναγία σε οριζόντια θέση. Πάνω από τη νεκρική της κλίνη ο Χριστός κρατά στα χέρια του σπαργανωμένο βρέφος, που συμβολίζει την ψυχή της Θεοτόκου. Τη σκηνή περιβάλλουν μορφές αγίων και στο επάνω μέρος της εικόνας εικονίζονται άγγελοι που υποδέχονται την ψυχή της Παναγίας.
Η όλη σύνθεση είναι φιλοτεχνημένη με έμπνευση, μεγάλη επιμέλεια και βαθύ θρησκευτικό αίσθημα. Υποδηλώνει όμως και την υψηλή τέχνη των δημιουργών του έργου και αποτελεί ένδειξη οικονομική ευρωστίας καταλήγει ο κ. Λυκουρίνος.
«Στην εν λόγω επιχείρηση, κάθε κοπέλα ανέλαβε να κεντήσει ένα τμήμα, αφού ήταν πολύ δύσκολο στην εκτέλεση του, διότι περιελάμβανε τα πρόσωπα, άνω των πεντήκοντα Αγίων και Αγγέλων» αναφέρει ο Τάκης Ιωαννίδης δρ Λογοτεχνίας, στέλεχος της Εστίας Νέας Σμύρνης. Το κέντημα απαιτούσε σφιχτή βελονιά και κλωστή στριμμένη με μάλαμα και ασήμι. Όταν ολοκληρώθηκε, μετά από τρείς μήνες, το κόλλησαν προσεκτικά, σε ένα εκλεκτής υφής ύφασμα, κλαδωτό δαμασκό, χρώματος βαθέος πορφυρού.
Το φωτοστέφανο της Κοιμουμένης Παναγίας, ομού και ολόκληρο το μήκος του κεντήματος, στολίστηκαν με μαργαριτάρια, προσφορά των κοριτσιών, από τα μεταξωτά κορδόνια, που συγκρατούσαν τα μακριά μαλλιά τους. Στο κάτω μέρος του, τοποθετήθηκαν κρεμαστά, χρυσοκέντητα κρόσσια. Τέλος κρεμάστηκε σε κοντάρι, από καλοδουλεμένο ακριβό ξύλο, την κορυφή του οποίου κοσμούσε πλουμιστός σταυρός.
Το θαυμαστό λάβαρο ήταν έτοιμο, για το μακρύ ταξίδι του, στα Αχαϊκά χώματα, αλλά και σ’ εκείνο του μελλοντικού ιερού εθνικού προορισμού του. Πριν παραδοθεί όμως στους μοναχούς, μεταφέρθηκε στην εκκλησία, όπου το ευλόγησε ο ιερέας, που συνεχάρη τις κοπέλλες για τη θρησκευτική τους αφοσίωσή και παρέμεινε στο ιερό του ναού, επί τεσσαράκοντα ημέρες. Κατόπιν παραδόθηκε στους μοναχούς, σε επίσημη τελετή.»
Η τελευταία συντήρησή του πραγματοποιήθηκε το 1993 και σήμερα φυλάσσεται σε ειδική θήκη στη Μονή της Αγίας Λαύρας. Στην Μονή φυλάσσονται επίσης, Επιτάφιος του 1754, που κεντήθηκε στη Σμύρνη από Ελληνίδα Χριστιανή. Εικόνα Αγίου Γεωργίου του 1800, που κεντήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από την Κωκώνα του Ρολογά. Ιδιαίτερα φανερώνεται η κεντητική τέχνη στα πρόσωπα που αποδίδονται με τρόπο ζωγραφικό.
Αναρτήθηκε από Α.Κ