2.3.22

Πόλεμος στην Ουκρανία: Όλα δείχνουν ότι αυτόν τον πόλεμο τον ήθελε ο Μπάιντεν

Η κεντρική ιδέα είναι ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ «κάνουν ό,τι μπορούν» για να προκαλέσουν τη Ρωσία και τον Πούτιν να προχωρήσει στην εισβολή.

Παρά τους τίτλους στα δυτικά μέσα ενημέρωσης ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία αντί να συσφίγγει τις σχέσεις Ρωσίας -Κίνας, προκαλεί εντάσεις, ο μηχανισμός επικοινωνίας του Πεκίνου στέλνει άλλα μηνύματα, με άλλους αποδέκτες.

Η κεντρική ιδέα είναι ότι ΗΠΑ και ΝΑΤΟ «κάνουν ό,τι μπορούν» για να προκαλέσουν τη Ρωσία και τον Πούτιν να προχωρήσει στην εισβολή.

Όπως σημειώνει η Αθηνά Κουφοπάνου σε αναλυτικό άρθρο της στην efsyn.gr, στο επίσημο λογαριασμό της στο Twitter η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, Hua Chunying, επικαλείται αποσπάσματα από αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, υποστηρίζοντας πως επιβεβαιώνουν την άποψή της ότι ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα μπορούσε να εμποδίσει αυτόν τον πόλεμο, δίνοντας απλώς την υπόσχεση ότι η Ουκρανία δεν θα ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ.

Ως γνωστό η Συμμαχία υποσχέθηκε το 2008 ότι θα προχωρούσε η διαδικασία ένταξή της, αν και πολλοί δυτικοί ηγέτες ήξεραν ότι ένα «ναι» θα προκαλούσε επιθετική αντίδραση από τη Μόσχα. 

Για να στηρίξει αυτή την άποψη η Chunying μοιράστηκε, σε μια αλληλουχία από μηνύματα στα Twitter, αποσπάσματα από εκπομπές του αμερικανικού δικτύου Fox και ένα απόσπασμα από συνέντευξη Τύπου του εκπροσώπου του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, που είπε... το αντίθετο από αυτό που έπρεπε... προφανώς κατά λάθος:

«Δεν είναι αυτό το αποτέλεσμα που θέλαμε να αποτρέψουμε», είπε ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την τρέχουσα κρίση στην Ουκρανία. Απλώς γλωσσικό ολίσθημα;», έγραψε η εκπρόσωπος του κινεζικού υπ. Εξωτερικών.

Σε ένα άλλο απόσπασμα που παραθέτει η Chunying στο Twitter, η αμερικανίδα πρώην βουλευτής Τούλσι Γκάμπαρντ λέει στον δημοσιογράφο του Fox News ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν ήθελε στην πραγματικότητα να εισβάλει η Ρωσία για να μπορέσει να επιβάλει «δρακόντιες» κυρώσεις και να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες. Και σχολιάζει: «Η πρώην βουλευτής Τούλσι Γκάμπαρντ  μπορεί να είπε την αλήθεια: «Ο πρόεδρος Μπάιντεν θα μπορούσε να δώσει τέλος στην κρίση και να αποτρέψει τον πόλεμο με την #Russia κάνοντας κάτι πολύ απλό, δίνοντας εγγυήσεις ότι η #Ukraine δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ...».

Και οι δημόσιες τοποθετήσεις της εκπροσώπου του Κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών δεν τελειώνουν εκεί...

Η Chunying εξηγεί στη συνέχεια ότι εάν η Ουκρανία γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, αυτό σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ «θα βρεθεί ακριβώς στο κατώφλι της Ρωσίας». Και αυτό μετά βεβαιότητας «υπονομεύει την εθνική τους ασφάλεια». Επομένως, αναρωτιέται: «Γιατί ο πρόεδρος Μπάιντεν και οι ηγέτες του ΝΑΤΟ δεν είπαν απλώς αυτή την κουβέντα δίνοντας εγγυήσεις; Γιατί δεν απέτρεψαν το ξέσπασμα αυτού του πολέμου;»

Και δίνει την απάντηση: «Στην πραγματικότητα ήθελαν η Ρωσία να εισβάλει στην Ουκρανία. Διότι πρώτον, αυτό δίνει στην κυβέρνηση Μπάιντεν μια καθαρή δικαιολογία να επιβάλει δρακόντιες κυρώσεις που συνιστούν μια σύγχρονη πολιορκία κατά της Ρωσίας και κατά του Ρωσικού λαού. Και δεύτερον, το βιομηχανικό στρατιωτικό σύμπλεγμα είναι αυτό που θα επωφεληθεί από αυτή την κατάσταση... Κλειδώνει σε αυτό τον νέο #ColdWar [Ψυχρό Πόλεμο] και αρχίζει να κερδίζει κι άλλους τόνους χρημάτων...».

Οι απόψεις της εκπροσώπου του υπουργείου Εξωτερικών δεν θα μπορούσαν παρά να απηχούν και αυτές του Πεκίνου. Ετσι, παρά τις εκτιμήσεις των δυτικών αναλυτών, η Κίνα, με την έναρξη του πολέμου, ανακοίνωσε ότι επιτρέπει την εισαγωγή ρωσικών σιτηρών από όλες τις περιφέρειες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, μια απόφαση που αφενός θα καθησυχάσει τις ανησυχίες για πιθανές ελλείψεις βασικών αγαθών στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη και ταυτόχρονα θα απαλύνει τις επιπτώσεις των κυρώσεων τις οποίες επέβαλε η Δύση στη Ρωσία, που είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο στην παραγωγή σιτηρών.

Η Κίνα έχει αρνηθεί να καταδικάσει την επίθεση που εξαπέλυσε η Ρωσία στην Ουκρανία, επιλέγοντας αντίθετα να ζητά από όλες τις πλευρές «αυτοσυγκράτηση» και να κατηγορεί τις ΗΠΑ ότι με την πολιτική της «ρίχνει λάδι στη φωτιά».

https://www.alfavita.gr/

 Efenpress/Μιχάλης Τσολάκης