του συνεργάτου μας Θεολόγου Φιλολόγου κ. Δημητρίου Λυκούδη
1905-1907: , διαμένει στην Αθήνα και εκτίει τη στρατιωτική του θητεία. Τότε ήταν που άκουσε για έναν ταπεινό παππούλη, κάπου στην Πλάκα. Κάνει Αγρυπνίες και λειτουργεί καθημερινά σε ένα μικρό εκκλησάκι. Πήγε να τον βρει, να τον συναντήσει. Και, λίγο αργότερα, ιδού, με αυτά τα λόγια αναφερόταν στην πρώτη του συνάντηση με εκείνον: «Δεν τον είδα ποτέ σκυθρωπόν, μελαγχολικόν, περίλυπον, κατηφή. Πάντοτε τον έβλεπα γελαστόν, ιλαρόν, χαρωπόν…».
«Εκεί στην Πλάκα, στον Άγιο Ελισαίο, θιασώτες των ιερὠν αγρυπνιών ήταν περίπου 50 πιστοί», θα γράψει αργότερα ο Κωστής Μπαστιάς. Μεταξύ τους, στο δεξιό αναλόγιο ο ταπεινός σκιαθίτης λογοτέχνης, ο μεγάλος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και αριστερά, ως λαμπαδάριος, ο εξάδελφός του, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο μετέπειτα Ανδρόνικος μοναχός ο αγιορείτης.
Ο ταπεινός παπά Νικόλας λειτουργούσε καθημερινά για πολλά χρόνια. Ξεκινούσε χωρίς πρόσφορο, μιας και πόλεμος τότε, φτώχεια, πού να βρεθεί καθημερινά πρόσφορο. Άλλοτε έπαιρνε μια φρατζόλα ψωμί και έκανε προσκομιδή. Άλλοτε, χωρίς να έχει ούτε και αυτό, με περισσή πίστη όμως, ξεκινούσε τον Όρθρο. Και, μεσούσης της Ακολουθίας, έτσι κάπως «ξαφνικά», κάποιος περαστικός έφερνε ένα ζεστό πρόσφορο για τη Λειτουργιά, το παρέδιδε στον ταπεινό ιερέα και έφευγε!
Και τότε, τότε ο πράος και ιλαρός γέροντας, αυτό το ταπεινό και απλό γεροντάκι, χωρίς δεύτερη σκέψη, απροσποίητα και πάνυ αφοπλιστικά, σχεδόν αγιαστικά απέριττα, έβγαινε στην Ωραία Πύλη, σταματούσε τους ψαλτάδες και με χαρά μικρού παιδιού φώναζε: «Να, παιδιά μου, να, αδελφοί μου. Δεν μας ξέχασε ο καλός Θεός. Μού έστειλε πρόσφορο να λειτουργήσω. Δεν μας ξέχασε!»
Άγια γεροντάκια που μαρτυρούσαν ορθοπραξία και αγιότητα σε κάθε τους κίνηση!