Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε εκφραστεί αυτό το επιχείρημα από την Τουρκία για όλα σχεδόν τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Γράφει ο
ΣΤΕΛΙΟΣ ΦΕΝΕΚΟΣ
Πρόεδρος Κοινωνίας Αξιών
Υποναύαρχος ε.α
Η αποστρατιωτικοποίηση μέχρι προχθές παρουσιαζόταν ως μία συμβατική υποχρέωση μας και ως εκεί. Τώρα το πάει πολλά βήματα πιο πάνω, με νέα ρητορική διαστρέβλωσης και ετεροχρονισμού των αρχών του Διεθνούς Δικαίου.
Το κακό είναι ότι εάν μπούμε στην λογική να ανταπαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο και να πούμε ότι παραβιάζει κι αυτή τις συνθήκες, με τις υπερπτήσεις πάνω από τα νησιά και στις ακτές της Τουρκίας, είτε με την στρατιά του Αιγαίου και την απειλή πολέμου, τότε στην ουσία ανοίγουμε την συζήτηση προς την κατεύθυνση που θέλει και επιδιώκει.
Και αυτό που επιδιώκει είναι η παρελκυστική νομιμοποίηση του σαθρού επιχειρήματος της, που είναι: “Δεν τηρείς έναν όρο της συνθήκες της Λωζάννης και των Παρισίων; Τότε αμφισβητείται η κυριαρχία σου επί των νήσων, που η κυριαρχία τους αναγνωρίσθηκε σε σένα με αυτές τις συνθήκες¨.
Ή όπως λέει στο ΝΑΤΟ: “Εάν αποστρατιωτικοποιήσεις τα νησιά που με απειλούν θα αποσύρω στην ενδοχώρα την στρατιά του Αιγαίου” (που σημειωτέον μπορεί να την αναπτύξει όταν θελήσει σε λίγες ώρες, ενώ τα νησιά θα είναι απροστάτευτα λόγω αδυναμίας αντίστοιχης ταχείας ενίσχυσής τους).
Αλλά το κυριότερο είναι ότι επιδιώκει με αυτήν την παρελκυστική τακτική δημόσιου διαλόγου και πρόκλησης για δημόσια εξωτερική πολιτική, να αναγνωρίζουμε έμμεσα καθεστώς περιορισμένης κυριαρχίας στα νησιά μας, μας πιέζει για να το αποδεχθούμε έμμεσα, πέφτοντας στην παγίδα να το συζητήσουμε (και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο και ΝΑΤΟ) κατ’ αντιστοιχία των όσων λέει.
Ας δούμε όμως τον ουσιαστικό αντίλογο:
1. Τα νησιά έχουν ενισχυθεί λόγω της ανάγκης και του δικαιώματος αυτοάμυνας τους (άρθρο 51 κατ. Χάρτη ΟΗΕ), όπως προκύπτει από το ότι ήδη δέχθηκαν επίθεση χωρίς υπαιτιότητά μας σε πόλεμο (Β’ΠΠ), αλλά και σήμερα κυριαρχεί το ίδιο δικαίωμα, από τις συνεχείς απειλές εκ μέρους της, τις υπερπτήσεις πάνω από αυτά, τις συνεχείς παραβιάσεις των χωρικών μας υδάτων και την προσπάθεια κατάληψης νησιού μας στα Ίμια με στρατιωτικές δυνάμεις που αποβιβάσθηκαν σε αυτά.
2. Μάλιστα η παρ. 30.6 της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των συνθηκών, σαφώς ορίζει ότι σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και των υποχρεώσεων που απορρέουν από συνθήκη, υπερισχύουν οι πρώτες. (δηλαδή το άρθρο 51 του Χάρτη των Ηνωμένων εθνών περί αυτοάμυνας σε περίπτωση απειλής, υπερισχύει έναντι κάθε άλλης υποχρεώσεώς μας που μπορεί να υπάρχει από συνθήκες). Και η απειλή υπάρχει ((πέραν των λοιπών σημερινών διεθνών απειλών).
3. Όλες οι περιοχές σε όλη την Ευρώπη αλλά και σε όλο το κόσμο, που είχαν κηρυχθεί αποστρατικοποιημένες ή περιορισμένων εξοπλισμών και οχύρωσης είτε πλήρους αφοπλισμού (χώρες), και μάλιστα με νεότερες συνθήκες (π.χ. συνθήκη Παρισίων μετά τον Β’ΠΠ), αλλά και με τις ίδιες συνθήκες που έχουν συνυπογράψει οι χώρες αυτές, το καθεστώς αυτό έχει πάψει να υπάρχει. Π.χ. στην Ιταλία, στα σύνορα Γαλλίας-Ιταλίας, στην Τεργέστη, στον Τάραντα, στην Γερμανία, στην Ιαπωνία αλλά και στην Τουρκία.
Πέραν τούτων η ίδια η Ιταλία με την οποία συνυπογράψαμε την συνθήκη των Παρισίων, έχει αναγνωρίσει το δικαίωμά μας να ενισχύσουμε την άμυνα των Δωδεκανήσων, και ούτε κι εμείς αμφισβητήσαμε την δυνατότητα επανεξοπλισμού της.
Δηλαδή σύμφωνα με την στρεβλή λογική των Τούρκων τα νησιά μας θα έπρεπε να μην αμυνθούν κατά τον Β’ΠΠ και να είναι ανοχύρωτα, ούτε τα πλοία μας να τα προστατεύσουν για να καταληφθούν άνετα από τους Γερμανούς, ούτε να επιχειρούν από αυτά μαζί με τα συμμαχικά πλοία εναντίον των Γερμανών στο Αιγαίο.
Η γελοιότητα της θέσης τους βέβαια φαίνεται και από το ότι δεν παραπονέθηκαν ποτέ τότε και πολύ μετά, (επιτήδειοι ουδέτεροι γαρ), ούτε στους Γερμανούς για τον στρατό, τα πλοία και τις οχυρώσεις τους στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου.
3. Τα νησιά του Αιγαίου δεν παραχωρήθηκαν έτσι απλά (ως παραχώρηση) από την Τουρκία και την Ιταλία, αλλά τα ανακτήσαμε μετά από νικηφόρο πόλεμο! (Όπως και χάσαμε εδάφη από πόλεμο). Και το καθεστώς κυριαρχίας επιβεβαιώθηκε από την κατάκτηση αυτή. Η Συνθήκη απλά είναι η τελική πράξη διευθέτησης της κυριαρχίας αυτής.
Μέχρι και το 1945, η διάθεση του εδάφους που αποκτήθηκε βάσει της αρχής της κατάκτησης έπρεπε να διεξάγεται σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους του πολέμου.
Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να υπάρξει στρατιωτική νίκη και κυριαρχία επί των εδαφών ακολουθούμενη από ειρηνευτική διευθέτηση, με μια επίσημη Συνθήκη Ειρήνης που είχε και ως σκοπό να «αποκαθιστά τυχόν ελαττώματα στον τίτλο».
Μια συνθήκη ειρήνης ήταν το μόνο μέσο για να νομιμοποιηθεί η κατάκτηση σε καιρό πολέμου.
Το δικαίωμα κτήσης που κατοχυρώθηκε από την κατάκτηση δεν εξαρτιόταν από τη συναίνεση του αποστερημένου κράτους.
Ουσιαστικά, η ίδια η κατάκτηση ήταν μια νομική πράξη εξάλειψης των νόμιμων δικαιωμάτων άλλων κρατών χωρίς τη συγκατάθεσή τους.
Το δόγμα της κατάκτησης και οι εξ αυτού παραχθέντες κανόνες αμφισβητήθηκαν κυρίως μετά τον Β’ΠΠ από την ανάπτυξη της αρχής ότι ο επιθετικός πόλεμος είναι αντίθετος με το διεθνές δίκαιο. Η αρχή αυτή εκφράστηκε και στο καταστατικό της Κοινωνίας των Εθνών, στο Σύμφωνο Kellogg-Briand του 1928, στην συνέχεια στο “Δόγμα Stimson» το 1932 (και τα δύο αποδυναμώθηκαν στην πράξη τότε) και αργότερα στις αποφάσεις των διεθνών στρατιωτικών δικαστηρίων που δημιουργήθηκαν στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για να δικάσουν όσους κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ειρήνης, ως Αρχές της Νυρεμβέργης.
Το Σχέδιο Διακήρυξης για τα Δικαιώματα και τις Υποχρεώσεις των Κρατών, που διατυπώθηκε το 1949 από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ, περιείχε (στο άρθρο XI) τον κανόνα ότι τα κράτη υποχρεούνται να μην αναγνωρίζουν εδαφικές κατακτήσεις που επιτυγχάνονται με επιθετικό πόλεμο.
Η απαγόρευση των εδαφικών κατακτήσεων επιβεβαιώθηκε και διευρύνθηκε από τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος προβλέπει στο άρθρο 2, παράγραφος 4, ότι «όλα τα μέλη πρέπει να απέχουν στις διεθνείς τους σχέσεις από την απειλή ή τη χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο που δεν συνάδει με τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών.”
Συνεπώς ακόμη και αν ισχυρίζεται η Τουρκία στην περίπτωση της Κύπρου ότι κατέκτησε το κατεχόμενο τμήμα γιατί κέρδισε στον πόλεμο εν τούτοις δεν ευσταθεί το επιχείρημα λόγω των εξελίξεων στο Διεθνές Δίκαιο (προαναφέρθηκαν) όπως άλλωστε έχει ήδη κριθεί και αποφασισθεί από το ΣΑ/ΟΗΕ ως παράνομη κατοχή και ως διαρκές έγκλημα κατά της ειρήνης.
4. Σύμφωνα με το άρθρο 31.3.α.β. της Συνθήκης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών:
« Μαζί με το σύνολο της συνθήκης, θα λαμβάνεται υπόψη:
β) κάθε μεταγενέστερη πρακτική που ακολουθείται κατά την εφαρμογή της συνθήκης, από την οποία προκύπτει συμφωνία των μερών ως προς την ερμηνεία της συνθήκης.»
ΣΧΟΛΙΟ : Επί πολλές δεκαετίες μετά την Συνθήκη της Λωζάννης, η πρακτική μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος δείχνει ότι αφενός δεν αμφισβητήθηκε το καθεστώς των νήσων, αφετέρου αναγνωρίσθηκε με δηλώσεις του Υπεξ της Τουρκίας ότι η Συνθήκη του Μοντρέ για τα Στενά του 1923 είχε σαν αποτέλεσμα και την κατάργηση των διατάξεων για το καθεστώς των μη οχυρώσεων στην Λήμνο και στην Σαμοθράκη.
Συγκεκριμένα:
Στις 6 Μαΐου 1936, ο πρεσβευτής της Τουρκίας στην Αθήνα Ρουσέν Εσρέφ, έστειλε στον τότε πρωθυπουργό και ΥΠΕΞ Ιωάννη Μεταξά, την εξής επιστολή:
«Κατ’ εντολήν της κυβερνησεώς μου… είμαστε εξ ολοκλήρου σύμφωνοι όσον αφορά στη στρατιωτικοποίηση αυτών των δύο νησιών (Λήμνου και Σαμοθράκης), ταυτόχρονα με τον εξοπλισμό των Στενών».
Ενώ ο Τούρκος ΥΠΕΞ Ρουστού Αράς, κατά τη διαδικασία κύρωσης της Σύμβασης του Μοντρέ στην τουρκική εθνοσυνέλευση, δήλωσε τα εξής (Παρασκευή 31 Ιουλίου 1936).
«Οι διατάξεις που αναφέρονται στα νησιά Λήμνος και Σαμοθράκη, τα οποία ανήκουν στη φίλη και γείτονα Ελλάδα και ήσαν αποστρατιωτικοποιημένα βάσει των σχετικών διατάξεων της Συμβάσεως της Λωζάννης, καταργούνται και αυτές από τη Σύμβαση του Μοντρέ». (5η Σύνοδος τουρκικής εθνοσυνέλευσης, 81η συνεδρίαση). Και η Τουρκία προχώρησε στην οχύρωση της Ίμβρου και της Τενέδου, τις οποίες χαρακτήρισε επιτηρούμενες ζώνες.
ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ
1. Τα επιχειρήματα της Τουρκίας διαστρεβλώνουν τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου, επιχειρείται επιλεκτική ερμηνεία με επίκληση αβάσιμων ετεροχρονισμών του Διεθνούς Δικαίου (διαμορφώνει επιχειρήματα επικαλούμενη επιλεκτικά άρθρα πολύ μεταγενέστερων συνθηκών, για ζητήματα που είχαν διαμορφωθεί με άλλες συνθήκες που ίσχυαν πολλές δεκαετίες πριν).
2. Δεν πρέπει να πέσουμε στην παγίδα να οξύνουμε τις αντιδράσεις μας απαντώντας κι εμείς σπασμωδικά σε κάθε ρήση Τούρκων κυβερνητικών παραγόντων, με αόριστα και απροετοίμαστα επιχειρήματα
3. Και οπωσδήποτε όχι μέσω επιπόλαιων τοποθετήσεων πολλών διαφορετικών κυβερνητικών και κομματικών στελεχών. Δεν κάνουμε πλειοδοσία πατριωτισμού με αυτά τα θέματα, πόσο μάλλον όταν όσοι μιλάνε δεν τα γνωρίζουν καλά.
4. Φαίνεται για μία ακόμη φορά η αδυναμία μας να προνοήσουμε επί των Τουρκικών διεκδικήσεων και να διαμορφώσουμε σοβαρά νομικά επιχειρήματα, εξαντλητικά ερευνημένα και δομημένα, ως απαντήσεις στην Τουρκική πλευρά, που θα δίνονται από συγκεκριμένους θεσμικούς εκπροσώπους με πρωτοβουλία δική μας και κεντρικό κυβερνητικό έλεγχο και μόνον όταν εμείς αποφασίζουμε εάν, πότε και πως πρέπει να δοθούν.
5. Η υπόθεση της αμφισβήτησης της κυριαρχίας μας επί νήσων του Αιγαίου δεν είναι μία συνηθισμένη υπόθεση για να την αποκρύψουμε, να μην την εξετάσουμε εξαντλητικά και να μην προετοιμασθούμε από όλες τις πλευρές για αυτό (Πολιτικές, νομικές, διπλωματικές και άμυνας)
6. Ο θεσμός του Εθνικού Συμβούλου Ασφαλείας έχει αποδειχθεί και αποδεικνύεται καθημερινά, ότι δεν ,μπορεί να λειτουργήσει προσωποπαγώς.
7. Χρειάζεται άλλη δομή, διαφορετική οργάνωση, σκοπούς και λειτουργία από αυτά που έχουν προβλεφθεί και «η κοινωνία αξιών» έχει ήδη κάνει συγκεκριμένη μελέτη και έχει προτείνει στην κυβέρνηση συγκεκριμένη πρόταση δημοσιευμένη ευρύτατα.