Από το 1923, όταν η Τουρκική Δημοκρατία ιδρύθηκε στις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η στρατιωτική δύναμη της Τουρκίας ήταν κυρίως χερσαία, με το Ναυτικό της να περιορίζεται σε παράκτιες περιπολίες. Σήμερα, βρίσκεται σε εξέλιξη ένα μεγάλο πρόγραμμα που θα αναβαθμίσει ποιοτικά το Τουρκικό Ναυτικό, με σκοπό την περιφερειακή θαλάσσια ηγεμονία που χάθηκε μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όπως και η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία, έτσι και το Τουρκικό Ναυτικό έχει πληγεί από τις διώξεις που δρομολόγησε το καθεστώς Ερντογάν, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016.
Ενδεικτική της κατάστασης είναι η επιστολή 104 αποστράτων ναυάρχων την άνοιξη του 2021, η οποία καταγγέλλει την ισλαμοποίηση των ενόπλων δυνάμεων και την απομάκρυνση από τα κεμαλικά ιδεώδη, κατακρίνοντας και την συζητούμενη τότε πρόθεση Ερντογάν να αποσύρει την Τουρκία από την Συνθήκη του Μοντρέ.Η Δικαιοσύνη είχε τότε κινηθεί εναντίον των απόστρατων ναυάρχων με πρόσχημα τον σχεδιασμό πραξικοπήματος, αλλά αυτό ενδιαφέρει είναι ότι όπως οι πιλότοι, έτσι και τα στελέχη του Ναυτικού λειτουργούν σε καθεστώς φόβου, γεγονός που έχει αρνητικές επιπτώσεις και στο ηθικό τους και στην αποτελεσματικότητά τους. Στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι νωπές οι συνεχιζόμενες, άλλωστε, διώξεις αξιωματικών, πάντα με την κατηγορία της συνωμοσίας και της απόπειρας πραξικοπήματος.
Η έλλειψη έμπειρων αξιωματικών όχι μόνο στην Αεροπορία, αλλά και στο Ναυτικό, είναι κρίσιμος παράγοντας για κλάδους που απαιτούν υψηλή τεχνική κατάρτιση και μεγάλη πείρα. Η Τουρκία δεν διαθέτει παράδοση ναυτοσύνης, οπότε η έλλειψη έμπειρων αξιωματικών μετράει ακόμα περισσότερο. Τα σύγχρονα πλοία είναι ολοκληρωμένα συστήματα, τα οποία επιχειρούν ως μονάδες αλλά στο πλαίσιο στόλων προς επίτευξη ορισμένων σκοπών. Επιπλέον, πρέπει να συνεργάζονται με τους άλλους κλάδους, αλλά και με ξένα σκάφη στο πλαίσιο διεθνών καθηκόντων. Αυτό απαιτεί υψηλές δεξιότητες που δεν αποκτώνται με τη φοίτηση στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.
Έλλειψη έμπειρων στελεχών
Καρατομώντας ανώτατα στελέχη με δεκαετίες εμπειρίας, τα οποία έχουν επιτελική –εκτός της επιχειρησιακής– γνώση, προκαλείς ρήγματα. Αποπέμποντας κυβερνήτες πλοίων και ανώτερους αξιωματικούς, αφήνεις τον στόλο στα χέρια αξιωματικών, οι οποίοι δεν έχουν προλάβει να διαμορφώσουν την απαιτούμενη αντίληψη. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει επακριβώς τις επιπτώσεις στο αξιόμαχο του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού από μαζικές αποστρατείες και διώξεις ανώτερων στελεχών του.
Όλα δείχνουν ότι εκείνη η επιστολή των απόστρατων ναυάρχων ήταν η κορυφή του παγόβουνου της διάχυτης δυσαρέσκειας. Οι απόστρατοι διαθέτουν κύρος, αφού ήταν αυτοί που γαλούχισαν τις ναυτικές δυνάμεις, εκπόνησαν τα σχέδια και ανέπτυξαν το δόγμα “Γαλάζια Πατρίδα” που εφαρμόζει ο Ερντογάν. Οι ελλείψεις έμπειρων αξιωματικών πιθανόν ωθούν σε επικίνδυνες τακτικές, όπως οι προσπάθειες εμβολισμού ελληνικών πλοίων που είδαμε. Η επιθετικότητα, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι το τουρκικό Ναυτικό δεν έχει απέναντί του μόνο το ελληνικό, αλλά δυνητικά και ισχυρούς και αποφασισμένους παίκτες, όπως η Γαλλία και η Αίγυπτος.
Από την εποχή που ο οθωμανικός στόλος κυριαρχούσε στην Ανατολική Μεσόγειο, έχει περάσει πολύς χρόνος. Μετά τη νίκη επί των Ενετών το 1669, οι Τούρκοι δεν έχουν να επιδείξουν νίκες. Αντίθετα έχουν υποστεί πανωλεθρίες. Το 1875, το οθωμανικό Ναυτικό είχε 21 θωρηκτά και 173 άλλα πολεμικά πλοία. Ήταν το τρίτο μεγαλύτερο Ναυτικό στον κόσμο μετά το βρετανικό και το γαλλικό. Όμως, το τεράστιο μέγεθός του επιβάρυνε την οθωμανική οικονομία σε βαθμό κατάρρευσης.
Αυτή δυσαναλογία αναδύεται ως πρόβλημα και πάλι. Ο Ερντογάν, πεπεισμένος από τη θεωρία περί “στρατηγικού βάθους” του Νταβούτογλου και το ναυτικό δόγμα “Γαλάζια Πατρίδα” δρομολόγησε το μεγαλεπήβολο σχέδιο ανασυγκρότησης του τουρκικού στόλου με νέα σύγχρονα πλοία, την περίοδο που αφενός ο ίδιος πλήττει την ιεραρχία, αφετέρου η τουρκική οικονομία βυθίζεται.
Το βιβλίο του Μπ. Λίντελ-Χαρτ “Η άλλη πλευρά του λόφου” περιγράφει πως με τις ίδιες μεθόδους ο Χίτλερ διέσπασε τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις και κατακερμάτισε το περίφημο γερμανικό επιτελείο που είχε φτιάξει ο Μπίσμαρκ. Με παρόμοιους τρόπους ο Ερντογάν εδραίωσε την κυριαρχία του, “κλαδεύοντας” το κεμαλικό στρατιωτικό κατεστημένο και τις παραδόσεις του. Και προφανώς η επιστολή των 104 ναυάρχων ήταν κάτι περισσότερο από απλή επιστολή αποστράτων.
Το Τουρκικό Ναυτικό εκσυγχρονίζεται
Η ραχοκοκαλιά του τουρκικού Ναυτικού είναι οι αναβαθμισμένες φρεγάτες κλάσης Gabya (Oliver Hazard Perry) μαζί με τις φρεγάτες κλάσης Barbaros (ΜΕΚΟ 200), οι οποίες είναι νεότερες και τεχνολογικά πιο προηγμένες. Καθώς τα πλοία γερνάνε, η Τουρκία επιχειρεί να ανανεώσει τον στόλο της, στηριζόμενη στα δικά της ναυπηγεία. Μετά τις αμερικανικές κυρώσεις λόγω της αγοράς των S-400, δεν έχουν μείνει και πολλές λύσεις. Για το λόγο αυτό, γίνεται προσπάθεια σχεδόν όλα τα κύρια συστήματα και όπλα (συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών) των φρεγατών κλάσης “I” να αναπτυχθούν από τουρκικές εταιρείες.
Το ελικοπτεροφόρο Anadolu, το μεγαλύτερο πλοίο της Τουρκίας, θα τεθεί σε υπηρεσία μάλλον το 2023. Αν και δεν θα μεταφέρει αεροσκάφη F35B, λόγω των κυρώσεων που επιβλήθηκαν, θα αυξήσει σημαντικά την ικανότητα προβολής ισχύος. Το Anadolu είναι σε θέση να μεταφέρει ένα τάγμα χωρίς υποστήριξη. Θα καλύψει διάφορες ανάγκες, αλλά είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τις αποστολές για τις οποίες σχεδιάστηκε.
Το σχέδιο MILGEM (συντομογραφία του “εθνικού πλοίου”) αποτελεί τη βάση για την ανανέωση του τουρκικού Ναυτικού. Στο πλαίσιο του MILGEM τέθηκαν σε λειτουργία τέσσερις κορβέτες κατηγορίας ADA και άρχισαν να κατασκευάζονται φρεγάτες κλάσης “Ι” (Ισταμπούλ). Αυτές οι φρεγάτες αναμένεται να τεθούν σε υπηρεσία τα επόμενα χρόνια. Οι φρεγάτες κλάσης I θα αντικαταστήσουν τις φρεγάτες κλάσης Yavuz, ενώ οι φρεγάτες τύπου ΜΕΚΟ θα εκσυγχρονιστούν με τουρκικής κατασκευής αισθητήρες.
Αντιτορπιλικά με άμυνα περιοχής
Η αντιαεροπορική άμυνα του τουρκικού στόλου τώρα καλύπτεται από φρεγάτες κλάσης Perry. Αυτές θα αντικατασταθούν από επτά αντιτορπιλικά αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής, που σχεδιάζεται να τεθούν σε υπηρεσία (σχέδιο TF-2000) την επόμενη δεκαετία. Τα αντιτορπιλικά TF-2000 θα είναι εξοπλισμένα με πολυλειτουργικό ραντάρ CAFRAD AESA και θα μπορούν να εκτοξεύουν πυραύλους αντιαεροπορικής άμυνας μεγάλου βεληνεκούς SIPER που είναι υπό ανάπτυξη.
Εκτός από τις φρεγάτες και τα αντιτορπιλικά, θα τεθεί σε λειτουργία και το UFUK, σύγχρονο πλοίο συλλογής πληροφοριών. Σχεδιάζεται ακόμα η κατασκευή δύο επιπλέον αποβατικών κλάσης Bayraktar και δύο υπεράκτιων περιπολικών. Το σχέδιο FAC-55 θα αντικαταστήσει τις γερασμένες πυραυλακάτους εντός της επόμενης δεκαετίας. Το τουρκικό Ναυτικό θα εντάξει την τεχνολογία αναερόβιας πρόωσης (Air Independent Propulsion) με γερμανικά υποβρύχια τύπου 214TN Reis.
Το πρώτο καθελκύστηκε πέρυσι και άλλα έξι προγραμματίζονται να τεθούν σε υπηρεσία έως το 2027. Η τουρκική αμυντική βιομηχανία συνεργάζεται με την γερμανική TKMS (Thyssenkrupp Marine Systems) γι’ αυτό το έργο, έτσι ώστε να μεταβιβαστεί εμπειρία και τεχνογνωσία στο σχεδιαζόμενο τουρκικής κατασκευής υποβρύχιο MILDEN. Επίσης σχεδιάζεται η κατασκευή τορπιλών AKYA και πυραύλων κατά πλοίων ATMACA για χρήση από το MILDEN.
Σε σαθρό υπόβαθρο
Τα παραπάνω μεγαλεπήβολα σχέδια έχουν σκοπό να καταστήσουν το τουρκικό Ναυτικό υπολογίσιμη παγκόσμια δύναμη και πάντως κυρίαρχο στην Ανατολική Μεσόγειο. Εάν, όμως, η Τουρκία δεν κάμψει την Ελλάδα θα παραμείνει “κλειδωμένη”, διότι το Αιγαίο θα παραμείνει πολύ επικίνδυνη περιοχή για τη διεξαγωγή τουρκικών ναυτικών επιχειρήσεων, λόγω της γεωγραφίας, αλλά και της ελληνικής αεροπορικής υπεροχής μετά και την αποδυνάμωση της τουρκικής Αεροπορίας από τις διώξεις Ερντογάν και την προμήθεια των Rafale.
Ο πόλεμος που είχε ξεσπάσει με την επιστολή των αποστράτων ναυάρχων έφερε στην επιφάνεια το υφιστάμενο εσωτερικό σχίσμα. Η κεμαλική παράδοση και παρουσία στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις δεν είναι μόνο παρελθόν. Η διεύρυνση του ρήγματος μεταξύ Δύσης και Τουρκίας ενεργοποιεί πολιτικές αντιδράσεις απέναντι στο καθεστώς Ερντογάν και στον έμμεσο ευρασιατικό προσανατολισμό του.
Οι αιτίες που οδήγησαν τους απόστρατους να στραφούν εναντίον του καθεστώτος δεν εκλείπουν. Οι υψηλές απαιτήσεις που πρέπει να ικανοποιούν οι αξιωματικοί του Ναυτικού, όπως και της Αεροπορίας, προσελκύει άτομα με πνευματικές ικανότητες και γνώσεις, που έρχονται σε επαφή με ξένους συναδέλφους τους και συμμετέχουν σε διεθνείς ασκήσεις. Εκτίθενται, δηλαδή, σε ευρύτερους ορίζοντες που έρχονται σε αντίθεση με τη στενότητα ενός καθεστώτος με ισλαμικό προσανατολισμό.
Ακόμα κι αν θεωρήσουμε δεδομένο ότι δεν θα λείψει η χρηματοδότηση κι ότι δεν θα επιβληθούν πρόσθετες κυρώσεις, όλα τα παραπάνω μεγαλόπνοα σχέδια απαιτούν και τα κατάλληλα στελέχη. Και εκεί υπάρχει πρόβλημα τόσο για τη διοίκηση των μονάδων όσο και την κατάρτιση των επιτελικών σχεδίων, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην Πολεμική Αεροπορία.
_______________________
Efenpress/ Μιχάλης Τσολάκης