9.2.22

Το φάντασμα του πυρηνικού πολέμου επιστρέφει στην Ευρώπη


Στην ανάλυση για το Ουκρανικό ζήτημα σημαντικό ρόλο παίζουν οι αντιλήψεις περί περικύκλωσης της Ρωσίας, που έχει επιβάλλει η επέκταση του ΝΑΤΟ και η οποία μπορεί να γίνει κυριολεκτικά ασφυκτική αν ενταχθεί στη ΝΑΤΟϊκή δομή και η Ουκρανία και να επανέλθει το φάντασμα του πυρηνικού πολέμου στην Ευρώπη. Αυτή ακούγεται ως υπερβολική ή “φιλορωσική” ανάγνωση των τεκταινομένων από πολλούς, ενώ ακόμη και όσοι συνηγορούν υπέρ των ρωσικών ανησυχιών αναφέρονται κυρίως στην “αίσθηση περικύκλωσης” που έχει παραδοσιακά η Ρωσία.

Η μετατροπή του άλλοτε Συμφώνου της Βαρσοβίας και τμημάτων της τέως Σοβιετικής Ένωσης (και παλαιότερα της τσαρικής Ρωσίας) σε εχθρικό έδαφος για τη Ρωσία, συνεπάγεται πραγματικούς κινδύνους για τη στρατηγική ασφάλειά της. Δεν είναι απλώς “ψυχολογική αίσθηση ανασφάλειας”. Για να κατανοήσουμε αυτό το πρόβλημα ας εξετάσουμε ένα από τα πιο επικίνδυνα συμβάντα του Ψυχρού Πολέμου.

Αυτό της εγκατάστασης στην Ευρώπη το 1983 των περιβόητων βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς (MRBM) Pershing II, ως απάντηση στην ανάπτυξη από πλευράς της ΕΣΣΔ των βαλλιστικών πυραύλων ενδιάμεσου βεληνεκoύς (IRBM) RSD-10 (κωδική ονομασία NATO SS-20 “Saber”) . Οι Pershing ΙΙ είχαν βεληνεκές περίπου 1800 χλμ και μετέφεραν την πυρηνική κεφαλή W85 μεταβλητής ισχύος μεταξύ πέντε και 80 χιλιοτόνων.

Ο Pershing II αλλάζει τα δεδομένα

Το καινοτόμο, ωστόσο, στοιχείο που αυτοί οι πύραυλοι ενέτασσαν στην πυρηνική αντιπαράθεση ήταν η πρωτοφανής ακρίβεια πλήγματος που επετύγχαναν. Η καθοδήγηση των βαλλιστικών πυραύλων γινόταν κυρίως με αδρανειακά συστήματα ναυτιλίας (INS), υποβοηθούμενα κάποιες φορές από αστρική πλοήγηση. Όμως, τα INS εκείνου του καιρού ήταν πολύ ευαίσθητα. Αν έπεφταν στα γυροσκόπιά τους κόκκοι σκόνης, αόρατοι στο ανθρώπινο μάτι, μπορούσε να προκαλέσει απόκλιση αρκετών χλμ. από τον στόχο.

Έτσι, οι πύραυλοι παρουσίαζαν μέσο κυκλικό σφάλμα (CEP) πολλών εκατοντάδων μέτρων, αν όχι χιλιομέτρων. Αυτό σήμαινε ότι πολύ δύσκολα μπορούσαν να χτυπήσουν στόχους υψηλής προστασίας, όπως υπόγειες εγκαταστάσεις και σιλό βαλλιστικών πυραύλων, ακόμη και αν έφεραν πυρηνικές κεφαλές πολλών μεγατόνων. Ο πύραυλος Pershing ΙΙ άλλαξε τα δεδομένα αυτά, βελτιώνοντας δραστικά την ευστοχία.

Συγκεκριμένα, στην τελική φάση προσβολής εξαπέλυε το όχημα επανεισόδου με την πυρηνική κεφαλή, το οποίο είχε την ικανότητα διεξαγωγής ελιγμών (MaRV). Ήταν εφοδιασμένο με ένα σύστημα καθοδήγησης με ενεργό ραντάρ της Goodyear Αerospace, το οποίο οποίο εφάρμοζε μεθοδολογία παρόμοια με αυτή του συστήματος DSMAC του πυραύλου cruise Tomahawk. Συγκεκριμένα, είχε στη μνήμη του μια εικόνα της περιοχής που ήθελε να προσβάλει και του επιθυμητού σημείου πρόσκρουσης.

Ανεπανάληπτη ταχύτητα

Όταν, λοιπόν, έφτανε πάνω από την περιοχή του στόχου, το ραντάρ σκάναρε την περιοχή και δημιουργούσε μια εικόνα του χώρου, την οποία αντιπαρέβαλε με την εικόνα που είχε στη μνήμη του. Ταυτίζοντας τις δύο εικόνες έβρισκε το σημείο που έπρεπε να κατευθυνθεί. Με αυτό τον τρόπο επετύγχανε την πρωτοφανή ακρίβεια των 30 μέτρων, καθιστάμενος έτσι ικανός να προσβάλει σημειακούς στόχους υψηλής προστασίας.

Παρενθετικά να πούμε ότι, κατά ειρωνικό τρόπο, η κεφαλή MaRV του Pershing II αποτέλεσε το πρότυπο του οχήματος τερματικής φάσης προσβολής που διαθέτει ο διαβόητος κινεζικός αντιπλοϊκός πύραυλος (ASBM) DF-21D, που τόσο έχει προβληματίσει το Ναυτικό των ΗΠΑ. Το άλλο εξαιρετικά επικίνδυνο χαρακτηριστικό του Pershing II ήταν ο πολύ μικρός χρόνος που χρειαζόταν για να φτάσει στο στόχο του από τη στιγμή της εκτόξευσης.

Εκτοξευόμενος από τη Γερμανία θεωρείτο ότι θα προσέβαλε στόχους στη Μόσχα μέσα σε περίπου δέκα λεπτά, μη δίνοντας απολύτως καμία δυνατότητα στη σοβιετική αεράμυνα να απαντήσει ή έστω να προειδοποιήσει την ηγεσία για το τι συνέβαινε. Παρεμπιπτόντως, οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ότι ο πύραυλος είχε πολύ μεγαλύτερο βεληνεκές από ό,τι πραγματικά είχε, ότι έφθανε τα 2500 χλμ.

Το φάντασμα του πυρηνικού πολέμου

Φοβόντουσαν λοιπόν τους χερσαία εκτοξευόμενους πυραύλους cruise (GLCM) ΒGM-109G Gryphon, που επίσης εγκαθίσταντο εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και μπορούσαν να διεισδύσουν κρυφά κάτω από το κατώφλι επιτήρησης της σοβιετικής αεράμυνας, πετώντας πολύ χαμηλά. Αυτό το επιβεβαίωσε τέσσερα χρόνια μετά ο δεκαενιάχρονος Γερμανός Ματίας Ρουστ, προσγειώνοντας το μικρό μονοκινητήριο αεροπλάνο του στην Κόκκινη Πλατεία στη Μόσχα χωρίς να γίνει αντιληπτός!

Σε συνδυασμό με αυτό, οι Σοβιετικοί φοβόντουσαν ότι ο Pershing II είχε σχεδιαστεί ώστε να διεξάγει αιφνιδιαστική μαζική επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ με σκοπό να “αποκεφαλίσει” την ηγεσία της, να καταστρέψει κέντρα διοίκησης και ελέγχου, καθώς και πυρηνικούς πυραύλους στα σιλό τους, χωρίς να προλάβει να υπάρξει αντίδραση. Φοβόντουσαν δηλαδή μαζικό προληπτικό πυρηνικό πλήγμα με αιχμή του δόρατος τους Pershing II. Υπήρχε δηλαδή το φάντασμα του πυρηνικού πολέμου.

Όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν. Όμως, το παρελθόν μπορεί να επιστρέψει ορμητικά. Όπως δείχνουν τα πράγματα οδηγούμαστε ολοταχώς σε έναν οξύ και μισαλλόδοξο νέο Ψυχρό Πόλεμο. Άρα, οι ανησυχίες, οι φοβίες, οι εμμονές και οι παράνοιες του παλαιού Ψυχρού Πολέμου ενδέχεται να επιστρέψουν. Και πιθανώς να επιστρέψουν δριμύτερες. Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι η Σοβιετική Ένωση εκείνου του καιρού φοβόταν αιφνιδιαστική επίθεση, έχοντας πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι σήμερα.

Η Ουκρανία και οι Βαλτικές Δημοκρατίες αποτελούσαν μέρος της, ενώ μεταξύ αυτής και του ΝΑΤΟ μεσολαβούσαν οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι οποίες σήμερα είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Η δε ουδέτερη Φινλανδία στον βορρά, τα σύνορα της οποίας φτάνουν δίπλα σχεδόν στην Αγία Πετρούπολη, επίσης θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Άρα, οι δύο αντίπαλοι βρίσκονται επικίνδυνα κοντά σε σύγκριση με τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου κι αυτό προσφέρει ιδανικό έδαφος για να οικοδομηθούν παρόμοια σενάρια αιφνιδιαστικών πληγμάτων.

Τα “μεταπυρηνικά όπλα”

Επιπροσθέτως, τα σημερινά όπλα είναι πολύ πιο ικανά από ό,τι στο παρελθόν για παρόμοια πλήγματα. Η ακρίβεια πλήγματος έχει βελτιωθεί δραστικά. Η συνθήκη INF απαγόρευε τους χερσαία εκτοξευόμενους πυραύλους με βεληνεκές μεταξύ 500 και 5.500 χλμ., θεωρώντας τους άκρως επικίνδυνα για τις ισορροπίες στην Ευρώπη. Μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από την εν λόγω Συνθήκη INF, αναπτύσσονται χερσαία εκτοξευόμενοι πύραυλοι πολύ μεγάλου βεληνεκούς και υπερηψηλής ακρίβειας.

Αποτέλεσμα είναι ότι για την καταστροφή στόχων της κατηγορίας που φοβόντουσαν οι Σοβιετικοί ότι θα προσέβαλε ο Pershing II, δεν χρειάζονται καν πυρηνικές κεφαλές. Ιδιαίτερα μάλιστα αν την προσβολή αναλάβουν υπέρ-υπερηχητικά (hypersonic) βλήματα αερολίσθησης (HGV) ή πύραυλοι cruise, που χάρη στην πολύ υψηλή τους ταχύτητα μεταφέρουν τεράστια κινητική ενέργεια στον στόχο. Ταυτόχρονα γεφυρώνουν τις αποστάσεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Εκτός αυτού, πετάνε σχετικά χαμηλά, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια στον αντίπαλο για αντίδραση ή έστω για έγκαιρη προειδοποίηση.

Παρόμοια συστήματα αναφέρονται ως “μεταπυρηνικά υπερόπλα” (Post Nuclear Super Weapons) από Αμερικανούς ειδικούς. Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο στο SLpress ήδη αναπτύσσονται από την αμερικανική πολεμική μηχανή. Φυσικά, hypersonic συστήματα έχουν τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα, καθιστώντας ακόμη πιο πολύπλοκη την νεοψυχροπολεμική εξίσωση.

Άρα, τα σενάρια για τους Pershing II που στοίχειωσαν την Ευρώπη την δεκαετία του 1980 μπορεί να τα ξαναδούμε στο εγγύς μέλλον να αναβιώνουν πιθανώς πιο επικίνδυνα από ποτέ ως φάντασμα του πυρηνικού πολέμου. Θα ήταν, λοιπόν, μάλλον λάθος να εξετάσουμε τα γεγονότα στην Ουκρανία ξεκομμένα από το παρελθόν που τα γέννησε, αλλά και από το μέλλον που αυτά θα γεννήσουν.

Στην ανάλυση για το Ουκρανικό ζήτημα σημαντικό ρόλο παίζουν οι αντιλήψεις περί περικύκλωσης της Ρωσίας, που έχει επιβάλλει η επέκταση του ΝΑΤΟ και η οποία μπορεί να γίνει κυριολεκτικά ασφυκτική αν ενταχθεί στη ΝΑΤΟϊκή δομή και η Ουκρανία και να επανέλθει το φάντασμα του πυρηνικού πολέμου στην Ευρώπη. Αυτή ακούγεται ως υπερβολική ή “φιλορωσική” ανάγνωση των τεκταινομένων από πολλούς, ενώ ακόμη και όσοι συνηγορούν υπέρ των ρωσικών ανησυχιών αναφέρονται κυρίως στην “αίσθηση περικύκλωσης” που έχει παραδοσιακά η Ρωσία.

Η μετατροπή του άλλοτε Συμφώνου της Βαρσοβίας και τμημάτων της τέως Σοβιετικής Ένωσης (και παλαιότερα της τσαρικής Ρωσίας) σε εχθρικό έδαφος για τη Ρωσία, συνεπάγεται πραγματικούς κινδύνους για τη στρατηγική ασφάλειά της. Δεν είναι απλώς “ψυχολογική αίσθηση ανασφάλειας”. Για να κατανοήσουμε αυτό το πρόβλημα ας εξετάσουμε ένα από τα πιο επικίνδυνα συμβάντα του Ψυχρού Πολέμου.

Αυτό της εγκατάστασης στην Ευρώπη το 1983 των περιβόητων βαλλιστικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς (MRBM) Pershing II, ως απάντηση στην ανάπτυξη από πλευράς της ΕΣΣΔ των βαλλιστικών πυραύλων ενδιάμεσου βεληνεκoύς (IRBM) RSD-10 (κωδική ονομασία NATO SS-20 “Saber”) . Οι Pershing ΙΙ είχαν βεληνεκές περίπου 1800 χλμ και μετέφεραν την πυρηνική κεφαλή W85 μεταβλητής ισχύος μεταξύ πέντε και 80 χιλιοτόνων.

Ο Pershing II αλλάζει τα δεδομένα

Το καινοτόμο, ωστόσο, στοιχείο που αυτοί οι πύραυλοι ενέτασσαν στην πυρηνική αντιπαράθεση ήταν η πρωτοφανής ακρίβεια πλήγματος που επετύγχαναν. Η καθοδήγηση των βαλλιστικών πυραύλων γινόταν κυρίως με αδρανειακά συστήματα ναυτιλίας (INS), υποβοηθούμενα κάποιες φορές από αστρική πλοήγηση. Όμως, τα INS εκείνου του καιρού ήταν πολύ ευαίσθητα. Αν έπεφταν στα γυροσκόπιά τους κόκκοι σκόνης, αόρατοι στο ανθρώπινο μάτι, μπορούσε να προκαλέσει απόκλιση αρκετών χλμ. από τον στόχο.

Έτσι, οι πύραυλοι παρουσίαζαν μέσο κυκλικό σφάλμα (CEP) πολλών εκατοντάδων μέτρων, αν όχι χιλιομέτρων. Αυτό σήμαινε ότι πολύ δύσκολα μπορούσαν να χτυπήσουν στόχους υψηλής προστασίας, όπως υπόγειες εγκαταστάσεις και σιλό βαλλιστικών πυραύλων, ακόμη και αν έφεραν πυρηνικές κεφαλές πολλών μεγατόνων. Ο πύραυλος Pershing ΙΙ άλλαξε τα δεδομένα αυτά, βελτιώνοντας δραστικά την ευστοχία.

Συγκεκριμένα, στην τελική φάση προσβολής εξαπέλυε το όχημα επανεισόδου με την πυρηνική κεφαλή, το οποίο είχε την ικανότητα διεξαγωγής ελιγμών (MaRV). Ήταν εφοδιασμένο με ένα σύστημα καθοδήγησης με ενεργό ραντάρ της Goodyear Αerospace, το οποίο οποίο εφάρμοζε μεθοδολογία παρόμοια με αυτή του συστήματος DSMAC του πυραύλου cruise Tomahawk. Συγκεκριμένα, είχε στη μνήμη του μια εικόνα της περιοχής που ήθελε να προσβάλει και του επιθυμητού σημείου πρόσκρουσης.

Ανεπανάληπτη ταχύτητα

Όταν, λοιπόν, έφτανε πάνω από την περιοχή του στόχου, το ραντάρ σκάναρε την περιοχή και δημιουργούσε μια εικόνα του χώρου, την οποία αντιπαρέβαλε με την εικόνα που είχε στη μνήμη του. Ταυτίζοντας τις δύο εικόνες έβρισκε το σημείο που έπρεπε να κατευθυνθεί. Με αυτό τον τρόπο επετύγχανε την πρωτοφανή ακρίβεια των 30 μέτρων, καθιστάμενος έτσι ικανός να προσβάλει σημειακούς στόχους υψηλής προστασίας.

Παρενθετικά να πούμε ότι, κατά ειρωνικό τρόπο, η κεφαλή MaRV του Pershing II αποτέλεσε το πρότυπο του οχήματος τερματικής φάσης προσβολής που διαθέτει ο διαβόητος κινεζικός αντιπλοϊκός πύραυλος (ASBM) DF-21D, που τόσο έχει προβληματίσει το Ναυτικό των ΗΠΑ. Το άλλο εξαιρετικά επικίνδυνο χαρακτηριστικό του Pershing II ήταν ο πολύ μικρός χρόνος που χρειαζόταν για να φτάσει στο στόχο του από τη στιγμή της εκτόξευσης.

Εκτοξευόμενος από τη Γερμανία θεωρείτο ότι θα προσέβαλε στόχους στη Μόσχα μέσα σε περίπου δέκα λεπτά, μη δίνοντας απολύτως καμία δυνατότητα στη σοβιετική αεράμυνα να απαντήσει ή έστω να προειδοποιήσει την ηγεσία για το τι συνέβαινε. Παρεμπιπτόντως, οι Σοβιετικοί θεωρούσαν ότι ο πύραυλος είχε πολύ μεγαλύτερο βεληνεκές από ό,τι πραγματικά είχε, ότι έφθανε τα 2500 χλμ.

Το φάντασμα του πυρηνικού πολέμου

Φοβόντουσαν λοιπόν τους χερσαία εκτοξευόμενους πυραύλους cruise (GLCM) ΒGM-109G Gryphon, που επίσης εγκαθίσταντο εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και μπορούσαν να διεισδύσουν κρυφά κάτω από το κατώφλι επιτήρησης της σοβιετικής αεράμυνας, πετώντας πολύ χαμηλά. Αυτό το επιβεβαίωσε τέσσερα χρόνια μετά ο δεκαενιάχρονος Γερμανός Ματίας Ρουστ, προσγειώνοντας το μικρό μονοκινητήριο αεροπλάνο του στην Κόκκινη Πλατεία στη Μόσχα χωρίς να γίνει αντιληπτός!

Σε συνδυασμό με αυτό, οι Σοβιετικοί φοβόντουσαν ότι ο Pershing II είχε σχεδιαστεί ώστε να διεξάγει αιφνιδιαστική μαζική επίθεση εναντίον της ΕΣΣΔ με σκοπό να “αποκεφαλίσει” την ηγεσία της, να καταστρέψει κέντρα διοίκησης και ελέγχου, καθώς και πυρηνικούς πυραύλους στα σιλό τους, χωρίς να προλάβει να υπάρξει αντίδραση. Φοβόντουσαν δηλαδή μαζικό προληπτικό πυρηνικό πλήγμα με αιχμή του δόρατος τους Pershing II. Υπήρχε δηλαδή το φάντασμα του πυρηνικού πολέμου.

Όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν. Όμως, το παρελθόν μπορεί να επιστρέψει ορμητικά. Όπως δείχνουν τα πράγματα οδηγούμαστε ολοταχώς σε έναν οξύ και μισαλλόδοξο νέο Ψυχρό Πόλεμο. Άρα, οι ανησυχίες, οι φοβίες, οι εμμονές και οι παράνοιες του παλαιού Ψυχρού Πολέμου ενδέχεται να επιστρέψουν. Και πιθανώς να επιστρέψουν δριμύτερες. Ας θυμηθούμε λοιπόν ότι η Σοβιετική Ένωση εκείνου του καιρού φοβόταν αιφνιδιαστική επίθεση, έχοντας πολύ μεγαλύτερη έκταση από ό,τι σήμερα.

Η Ουκρανία και οι Βαλτικές Δημοκρατίες αποτελούσαν μέρος της, ενώ μεταξύ αυτής και του ΝΑΤΟ μεσολαβούσαν οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι οποίες σήμερα είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Η δε ουδέτερη Φινλανδία στον βορρά, τα σύνορα της οποίας φτάνουν δίπλα σχεδόν στην Αγία Πετρούπολη, επίσης θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Άρα, οι δύο αντίπαλοι βρίσκονται επικίνδυνα κοντά σε σύγκριση με τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου κι αυτό προσφέρει ιδανικό έδαφος για να οικοδομηθούν παρόμοια σενάρια αιφνιδιαστικών πληγμάτων.

Τα “μεταπυρηνικά όπλα”

Επιπροσθέτως, τα σημερινά όπλα είναι πολύ πιο ικανά από ό,τι στο παρελθόν για παρόμοια πλήγματα. Η ακρίβεια πλήγματος έχει βελτιωθεί δραστικά. Η συνθήκη INF απαγόρευε τους χερσαία εκτοξευόμενους πυραύλους με βεληνεκές μεταξύ 500 και 5.500 χλμ., θεωρώντας τους άκρως επικίνδυνα για τις ισορροπίες στην Ευρώπη. Μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από την εν λόγω Συνθήκη INF, αναπτύσσονται χερσαία εκτοξευόμενοι πύραυλοι πολύ μεγάλου βεληνεκούς και υπερηψηλής ακρίβειας.

Αποτέλεσμα είναι ότι για την καταστροφή στόχων της κατηγορίας που φοβόντουσαν οι Σοβιετικοί ότι θα προσέβαλε ο Pershing II, δεν χρειάζονται καν πυρηνικές κεφαλές. Ιδιαίτερα μάλιστα αν την προσβολή αναλάβουν υπέρ-υπερηχητικά (hypersonic) βλήματα αερολίσθησης (HGV) ή πύραυλοι cruise, που χάρη στην πολύ υψηλή τους ταχύτητα μεταφέρουν τεράστια κινητική ενέργεια στον στόχο. Ταυτόχρονα γεφυρώνουν τις αποστάσεις σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Εκτός αυτού, πετάνε σχετικά χαμηλά, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια στον αντίπαλο για αντίδραση ή έστω για έγκαιρη προειδοποίηση.

Παρόμοια συστήματα αναφέρονται ως “μεταπυρηνικά υπερόπλα” (Post Nuclear Super Weapons) από Αμερικανούς ειδικούς. Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο, ήδη αναπτύσσονται από την αμερικανική πολεμική μηχανή. Φυσικά, hypersonic συστήματα έχουν τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα, καθιστώντας ακόμη πιο πολύπλοκη την νεοψυχροπολεμική εξίσωση.

Άρα, τα σενάρια για τους Pershing II που στοίχειωσαν την Ευρώπη την δεκαετία του 1980 μπορεί να τα ξαναδούμε στο εγγύς μέλλον να αναβιώνουν πιθανώς πιο επικίνδυνα από ποτέ ως φάντασμα του πυρηνικού πολέμου. Θα ήταν, λοιπόν, μάλλον λάθος να εξετάσουμε τα γεγονότα στην Ουκρανία ξεκομμένα από το παρελθόν που τα γέννησε, αλλά και από το μέλλον που αυτά θα γεννήσουν.

https://slpress.gr/

____________________

Efenpress/Μιχάλης Τσολάκης