12.1.22

Τώρα θα κριθεί η αξιοπιστία της Ουάσιγκτον έναντι της συμμμάχου της: Η Ελλάδα είναι πολύ σημαντική για τις ΗΠΑ…

FILE PHOTO: Oι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Ελλάδας, Άντονι Μπλίνκεν και Νίκος Δένδιας, συνυπογράφουν την αμυντική συμφωνία στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Department photo by Freddie Everett
 

Το τελευταίο τρίμηνο του 2021 ήταν σημαντικό για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Τον Οκτώβριο υπογράφηκε η νέα Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυνας και Συνεργασίας (MDCA)

Το τελευταίο τρίμηνο του 2021 ήταν σημαντικό για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Τον Οκτώβριο υπογράφηκε η νέα Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυνας και Συνεργασίας (MDCA). Στη συνέχεια, τον Δεκέμβριο, ψηφίστηκε ο νόμος για την άμυνα και τη διακοινοβουλευτική εταιρική σχέση ΗΠΑ – Ελλάδας.

Παρά τις μεγάλες αυτές επιτυχίες, διατυπώθηκαν επικρίσεις. Για παράδειγμα, υπήρχαν εκείνοι που διαμαρτυρήθηκαν ότι η MDCA έπρεπε να ανανεώνεται ετησίως (φυσικά, ποτέ δεν εξήγησαν πώς θα μπορούσαν να πείσουν το Κογκρέσο να επενδύσει σε εγκαταστάσεις που δεν θα ήταν εγγυημένες πέραν του έτους).

Αυτές οι επικρίσεις είναι άστοχες για δύο λόγους. Πρώτον, αντιμετωπίζουν τα οφέλη ως τελικό σημείο –και όχι ως νέο ξεκίνημα ή ενδιάμεσο βήμα– στη διμερή σχέση. Δεύτερον, αυτές οι επικρίσεις αντιμετωπίζουν την MDCA και τη νομοθεσία ως συναλλαγές που ανήκουν σε έναν κόσμο με πολύ διαφορετική αρχιτεκτονική ασφάλειας.

Στο δεύτερο σημείο θα πρέπει να σταθούν οι στρατηγικοί στοχαστές και οι πολιτικοί ηγέτες της Ελλάδας. Δημιουργείται μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας των ΗΠΑ. Πολλά στοιχεία της φαίνονται γνωστά, αλλά υπάρχουν βασικές διαφορές. Αυτές τις διαφορές πρέπει να μάθει η Αθήνα να αξιοποιεί για να δημιουργεί νέες ευκαιρίες αναβάθμισης της Ελλάδας στην αμερικανική στρατηγική σκέψη.

  • Οι δύο τελευταίες κυβερνήσεις των ΗΠΑ χρησιμοποίησαν μια ρητορική που υπονοεί αποκλίσεις από τις μακροχρόνιες τάσεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
  • Αλλά ούτε το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» της προεδρίας Τραμπ ούτε οι παιάνες της κυβέρνησης Μπάιντεν για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει κεντρικές ιδεολογίες του κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής.

Αντίθετα, ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων κυριαρχεί στην αμερικανική στρατηγική εθνικής ασφάλειας. Από κάποια άποψη, αυτό δεν είναι καινούργιο για την Ελλάδα. Αλλωστε, η Αθήνα συχνά βρισκόταν σε μια ψυχροπολεμική σκακιέρα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Ομως το 2022 η Ελλάδα βρίσκεται στη μέση των ταυτόχρονων ανταγωνισμών μεγάλων δυνάμεων, ο ένας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας και ο άλλος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.

Η Αθήνα όχι μόνο βοή-θησε στον περιορισμό της επιρροής της Μόσχας και του Πεκίνου, αλλά έχει χρησιμεύσει ως παράδειγμα για το πώς η επιρροή αυτή μπορεί να αναστραφεί.

Οχι μόνο η εμπλοκή μιας τρίτης μεγάλης δύναμης στην περιοχή διαφοροποιεί αυτή την εποχή από τον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά η Κίνα έχει επίσης επεκτείνει το ανταγωνιστικό πεδίο στην αρένα της οικονομίας και της ήπιας ισχύος – κάτι που η ΕΣΣΔ δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει.

Η Πρωτοβουλία για τον Δρόμο του Μεταξιού (Belt and Road) του Πεκίνου και η Huawei είναι προκλήσεις εξίσου σημαντικές για τις ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και τα ρωσικά πολεμικά πλοία και τα συστήματα κατασκοπείας.

Η Ελλάδα προσφέρει τη δυνατότητα στις ΗΠΑ να καλύψουν την απόσταση από πολλές απόψεις. Η αμερικανική πολιτική παραμέλησης της περιοχής επέτρεψε στους Ρώσους να αποκτήσουν και πάλι επιρροή στα Βαλκάνια και στους Κινέζους να επεκτείνουν εκεί το Belt and Road, αλλά τώρα η Ελλάδα έχει εδραιωθεί ως τείχος προστασίας απέναντι στη μεγιστοποίηση της επιρροής της Μόσχας και του Πεκίνου.

Η Ουάσιγκτον, ασύνετα, δεν αντέδρασε στην παραχώρηση του λιμανιού του Πειραιά στην Κίνα, αλλά η Ελλάδα δεν υπέκυψε στον πειρασμό για ακόμη περισσότερες κινεζικές επενδύσεις. Παρά τις σαφείς οικονομικές ανάγκες, η Ελλάδα αρνήθηκε τόσο στην Κίνα όσο και στη Ρωσία πρόσβαση σε αρκετές στρατηγικές επενδύσεις.

Η Αθήνα όχι μόνο βοήθησε στον περιορισμό της επιρροής της Μόσχας και του Πεκίνου, αλλά έχει χρησιμεύσει ως παράδειγμα για το πώς η επιρροή αυτή μπορεί να αναστραφεί. Η απόφαση της Ελλάδας να επιλέξει την Ericsson έναντι της Huawei για το 5G και να ηγηθεί διπλωματικών πρωτοβουλιών που οδήγησαν στην επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.

Ούτε μπορεί να περάσει απαρατήρητη η συμβολή της Ελλάδας στο μέτωπο της «σκληρής δύναμης». Σε μια εποχή που η Τουρκία έχει γίνει εντελώς αναξιόπιστη σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της Ρωσίας, η μετατροπή της Αλεξανδρούπολης σε βασικό δυτικό ναυτικό πλεονέκτημα και η επέκταση της βάσης της Σούδας παρέχουν τη δυνατότητα για σημαντικούς ελέγχους στις ναυτικές δραστηριότητες της Ρωσίας στην περιοχή.

  • Η αμυντική συνεργασία της Ελλάδας με τη Γαλλία είναι επίσης περισσότερο ταιριαστή με τη νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας των ΗΠΑ από ό,τι θα υποψιαζόταν κανείς. Για πάνω από μια δεκαετία, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να «στραφούν» προς την Ασία.
  • Μια αποτελεσματική ευρωπαϊκή αμυντική παρουσία –που κάποτε αντιμετώπιζε με καχυποψία η Ουάσιγκτον– έχει γίνει ανεκτίμητη προκειμένου να μπορούν οι ΗΠΑ να επικεντρωθούν περισσότερο στην Κίνα.

Η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας της Αμερικής συνεχίζει να εξελίσσεται, αλλά η Ελλάδα βρίσκεται σε καλή θέση –γεωγραφικά, πολιτικά, στρατηγικά, αξιακά– ώστε να γίνει ακόμη πιο σημαντικός εταίρος της Ουάσιγκτον.

Για να μπορέσουν οι ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την Κίνα, χρειάζονται οι εταίροι τους στην Ευρώπη και στην Ανατολική Μεσόγειο να πρωτοστατήσουν στη διασφάλιση των δυτικών συμφερόντων σε αυτές τις περιοχές.

Η Ελλάδα μπορεί να είναι αυτός ο εταίρος. Η αξιοπιστία της Ουάσιγκτον ως συμμάχου πρέπει να αξιολογηθεί από το πόσο θα επενδύσει σε αυτή τη συνεργασία.

* Ο κ. Εντι Ζεμενίδης είναι εκτελεστικός διευθυντής του Συμβουλίου Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC). Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή