Η κρίση για τη νησίδα Ίμια (1996) έχει πολλαπλές επιπτώσεις, που θα φανούν στο προσεχές μέλλον. Η Τουρκία όχι μόνο διεκδίκησε έδαφος, αλλά και ενέγραψε ισχυρή πολιτική υποθήκη». Με αυτή τη φράση αρχίζει άρθρο μου που γράφτηκε την επομένη της κρίσης στα Ίμια και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Επενδυτής”. Η αναφορά σ’ αυτό που συνέβη πριν 26 χρόνια δεν έχει καθόλου να κάνει με την Ιστορία. Αφορά με τον πιο άμεσο τρόπο το παρόν της ελληνοτουρκικής διένεξης.
Εάν εκείνη η κρίση στα Ίμια (1996) είχε εξελιχθεί διαφορετικά, και η κατάσταση σήμερα στο μέτωπο με την Τουρκία θα ήταν πολύ διαφορετική. Πληρώνουμε όλα αυτά τα 26 χρόνια και θα πληρώνουμε εκείνη την ήττα.
Αναδημοσιεύω εκείνο το άρθρο μου, επειδή το θεωρώ επίκαιρο και κυρίως επειδή δείχνει επιγραμματικά μία άλλη πολιτική και μάλιστα τότε, όχι με την απόσταση του χρόνου. Η συνέχειά του είχε ως εξής:«Το αίσθημα ταπείνωσης της κοινής γνώμης και οι οξύτατες αντιθέσεις στους κόλπους της κυβέρνησης για τον επιμερισμό των ευθυνών, είναι η μία μόνο πλευρά του προβλήματος. Η πρόκληση θερμού επεισοδίου, με σκοπό η Ελλάδα να συρθεί σε διαπραγματεύσεις για το καθεστώς του Αιγαίου, είναι ένα ενδεχόμενο που συζητείται από το Σεπτέμβριο του 1994. Ο “Επενδυτής” είχε από τότε γράψει σχετικά, προειδοποιώντας ότι η νέα αμερικανική διπλωματία (και βεβαίως η Άγκυρα) αρέσκεται στο δόγμα “η κρίση είναι η μήτρα επιβολής ρυθμίσεων”. Η τουρκική πλευρά δοκίμασε την αντοχή και την αποφασιστικότητα της νέας ελληνικής κυβέρνησης και εξήγαγε επικίνδυνα συμπεράσματα.
»Η πάγια τουρκική τακτική είναι να εγείρει επεκτατικές διεκδικήσεις και στη συνέχεια να μας καλεί να διαπραγματευθούμε, δηλαδή να μοιράσουμε τα δικά μας δικαιώματα. Το επεισόδιο στα Ίμια είναι κάτι περισσότερο: είναι η πρώτη φορά που η Άγκυρα όχι μόνο διεκδίκησε έδαφος, αλλά και δημιούργησε τετελεσμένο, εγγράφοντας ισχυρή πολιτική υποθήκη. Γι’ αυτό και ηχεί ειρωνικά η διαβεβαίωση του Κώστα Σημίτη στη Βουλή ότι δεν άλλαξε τίποτα απ’ ό,τι ίσχυε πριν. Είναι προφανές ότι η τουρκική νίκη, που ταπείνωσε το ελληνικό έθνος, θα παροξύνει τις επεκτατικές πιέσεις της Άγκυρας και θα φέρει πιο κοντά τον κίνδυνο της αναμέτρησης.
»Η πείρα έχει αποδείξει ότι κάθε υποχώρηση της Ελλάδας με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε κλιμάκωση των επεκτατικών προκλήσεων της Άγκυρας και φέρνει πιο κοντά τη σύρραξη. Κι αυτό, γιατί όσο υποχωρούμε τόσο εδραιώνουμε την εντύπωση της Άγκυρας ότι για να επιτύχει τον κάθε φορά στόχο της δεν έχει παρά να μας εκβιάζει με πόλεμο. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η Τουρκία είναι πολύ πιο απρόθυμη να κάνει πόλεμο, γιατί έχει ανοικτό το κουρδικό μέτωπο, αντιπάλους σ’ όλη την περίμετρο των συνόρων της και εκρηκτικές ταξικές αντιθέσεις. Ξέρει, όμως άριστα πως να χρησιμοποιεί την απειλή του πολέμου για να δημιουργεί τετελεσμένα και να προωθεί τις επεκτατικές επιδιώξεις του.
Το φόβητρο του πολέμου στα Ίμια (1996)
»Η συνέπεια της θέσης ότι η Ελλάδα πρέπει πάση θυσία να αποφύγει τον πόλεμο είναι η κατάργηση των ενόπλων δυνάμεων, αφού έχει αποκλεισθεί εξ αρχής η χρησιμοποίηση της αμυντικής ισχύος. Θέλουμε, όμως, να γίνουμε “φόρου υποτελείς” του σουλτάνου; Από οικονομικής απόψεως μπορεί να μας στοιχίσει και λιγότερο, αφού θα εξοικονομήσουμε τεράστια κονδύλια, που δίνουμε για αμυντικές δαπάνες και δεν θα υπάρχει στρατιωτική θητεία. Εάν αυτή είναι η λογική της κυβέρνησης ας το πει ευθέως.
»Όσο η Ελλάδα αποφεύγει να αναλάβει την ευθύνη μίας σθεναρής κι αποφασιστικής αντίστασης, η Άγκυρα θα είναι ο καλύτερος προβοκάτορας, γιατί έχει μόνο να κερδίσει. Τη μέθοδο πρόκλησης κρίσης την ξέρει απ’ έξω κι ανακατωτά, γιατί την έχει εφαρμόσει επανειλημμένως. Μόνο η ελληνική πολιτική ηγεσία αιφνιδιάσθηκε. Αυτή ξέρει άριστα τη μέθοδο να μετακυλύει τις ευθύνες στις ένοπλες δυνάμεις.
»Τα λάθη της Αθήνας σ’ αυτή την κρίση ήταν αλλεπάλληλα. Το πρώτο ήταν η στρατικοποίηση του προβλήματος με την αποστολή αγήματος. Θα αρκούσε να σταλεί εκεί κάποια πολιτική αρχή (λιμενικοί) για να υποδηλώσει ότι η βραχονησίδα είναι μέρος της ελληνικής επικράτειας. Από τη στιγμή, όμως, που έστειλε στρατιώτες, γιατί δεν έστειλε και στη διπλανή, όπου αποβιβάσθηκαν οι Τούρκοι κομάντος;
»Η κυβέρνηση γνώριζε ότι υπήρχε ενδεχόμενο αποβίβασης Τούρκων κομάντος. Το λάθος της ήταν ότι έθεσε ως στόχο των ελληνικών ναυτικών μονάδων να επιτηρήσουν την περιοχή για να αποτρέψουν την αποβίβαση. Κι αυτό, γιατί σε συνθήκες νύκτας και κακών καιρικών συνθηκών είναι σχετικά εύκολο να ξεφύγει της προσοχής μία λέμβος με κομάντος και να δημιουργηθεί η εντύπωση τουρκικής στρατιωτικής επιτυχίας.
Το μοιραία σφάλμα στα Ίμια (1996)
»Το μοιραίο σφάλμα ήταν ότι η κυβέρνηση Σημίτη εγκλωβίσθηκε στο ψευδές δίλημμα “πόλεμος ή υποχώρηση”. Όταν αποβιβάσθηκαν οι Τούρκοι κομάντος, άλλωστε, η κυβέρνηση Σημίτη είχε ήδη δεχθεί τη φόρμουλα Χόμπρουκ. Γι’ αυτό και απέρριψε την πρόταση Λυμπέρη να εκκαθαρίσει τη δεύτερη βραχονησίδα. Φοβήθηκε ότι μία τέτοια ενέργεια θα κλιμάκωνε καθέτως την αντιπαράθεση κι αυτό θα χρεωνόταν στην Ελλάδα.
»Κι όμως, στο δίλημμα “πόλεμος ή υποχώρηση”, υπήρχε και τρίτη λύση, που θα έβγαζε την Ελλάδα νικήτρια, χωρίς να διακινδυνεύσει την πρόκληση σύρραξης. Στη θεωρία της διαχείρισης κρίσεων είναι “αλφαβήτα” ότι σ’ ένα τετελεσμένο απαντάς με ένα ισοδύναμο τετελεσμένο για να διατηρήσεις την ισορροπία και να μην αποκτήσει η αντίπαλη πλευρά διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Αυτό ήταν εφικτό, επειδή κοντά στη θαλάσσια μεθοριακή γραμμή υπάρχουν εκατοντάδες ελληνικές βραχονησίδες και αρκετές τουρκικές. Ούτε οι μεν ούτε οι δε φυλάσσονταν.
»Μόλις η κυβέρνηση έμαθε την αποβίβαση των Τούρκων στη νησίδα Ίμια, θα έπρεπε να είναι έτοιμη να αποβιβάσει αμέσως ανάλογο αριθμό Ελλήνων κομάντος σε μία από τις γειτονικές τουρκικές βραχονησίδες, υποστηρίζοντάς τους με την παρουσία ναυτικών μονάδων. Με τον τρόπο αυτό, όχι μόνο θα είχε εξισορροπήσει τις πολιτικές εντυπώσεις, αλλά και θα είχε ανταποδώσει τα ίσα, χωρίς να κατηγορηθεί ότι κλιμάκωσε την αντιπαράθεση.
Οι επιπτώσεις από τα Ίμια (1996)
»Είναι κοινός τόπος ότι σε περιπτώσεις κρίσης, η τάση της διεθνούς κοινότητας είναι να πιέζει τα εμπλεκόμενα μέρη σε διάλογο και σε συμβιβασμό. Εάν η Αθήνα είχε αμέσως δημιουργήσει ισοδύναμο τετελεσμένο, θα είχε όλη την άνεση να αποδεχθεί και την αμερικανική μεσολάβηση και κάθε ισόρροπη αποκλιμάκωση, γιατί θα ήταν από διαπραγματευτικής απόψεως ακριβώς στην ίδια θέση με την Άγκυρα. Δυστυχώς, οι φοβισμένοι και σπασμωδικοί χειρισμοί της κυβέρνησης Σημίτη οδήγησαν τη χώρα σε ταπείνωση, τη στιγμή που υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για το αντίθετο. Το ελληνικό Ναυτικό στην περιοχή είχε τακτικό πλεονέκτημα.
»Το επόμενο βήμα της Τουρκίας θα είναι να επεκτείνει την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας πέρα από τα Ίμια και σε βραχονησίδες του ανατολικού Αιγαίου, που απέχουν αρκετά από τη θαλάσσια μεθοριακή γραμμή. Στόχος της Άγκυρας δεν είναι να επεκτείνει κατά δύο-τρία μίλια δυτικότερα τα θαλάσσια σύνορά της με την Ελλάδα, αλλά να μετατρέψει σε αμφισβητούμενης κυριαρχίας ζώνη ένα σημαντικό τμήμα του Αιγαίου.
»Η δήλωση Τσιλέρ στη Χουριέτ ήταν σαφέστατη. Η διεκδίκηση ελληνικών βραχονησίδων αποσκοπεί στο να τις μετατρέψει σε περιοχές αμφισβητούμενης κυριαρχίας και κατ’ αυτόν τον τρόπο να ανοίξει το δρόμο για εφ’ όλης της ύλης συγκυριαρχία στο Αιγαίο. Συνδέεται, επίσης, με την τουρκική πίεση για αποστρατικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Με το θόρυβο που δημιουργεί επιχειρεί να φέρει από άλλο δρόμο στην επιφάνεια το θέμα της οχύρωσης των ανατολικών Σποράδων (Λέσβου, Χίου, Σάμου κλπ) και της Δωδεκανήσου και κατ’ αυτό τον τρόπο να προωθήσει συνολικές ρυθμίσεις».
Αναρτήθηκε στην Efenpress από τον Μιχάλη Τσολάκη