Η πρόσφατη είδηση για την απόφαση απόσυρσης 20 μη επανδρωμένων αεροσκαφών τύπου MQ-9 Reaper από τη δύναμη της Αεροπορίας των ΗΠΑ (https://defencereview.gr/164-aeroskafi-kai-uav-tha-aposyrei-i-amerikan/), πυροδότησε σειρά σεναρίων για μία ενδεχόμενη απόπειρα απόκτησής τους από την Ελλάδα.
Αν και είναι ακόμη πολύ νωρίς να γνωρίζουμε σε ποιά ακριβώς κατάσταση βρίσκονται τα αεροσκάφη αυτά και το εάν θα διατεθούν προς παραχώρηση ή πώληση σε συμμαχικές χώρες μαζί με τον εξοπλισμό υποστήριξης και πτητικής εκμετάλλευσής τους. Φυσικά η ελληνική πλευρά θα πρέπει να καταθέσει σχετικό αίτημα το συντομότερο δυνατόν.
Υπενθυμίζεται ότι πριν από λίγα χρόνια, μία ίδια διαδικασία είχε τεθεί προς εξέταση από τον Τύπο κυρίως και ειδικά από τον αμυντικό ηλεκτρονικό, σχετικά με τα μικρότερης μεταφορικής ικανότητας και δυνατοτήτων MQ-1 Predator που επίσης απέσυρε σε μεγάλους αριθμούς η USAF.Χωρίς βέβαια να γίνει ποτέ γνωστό αν η τότε ελληνική κυβέρνηση είχε αποστείλει αίτημα απόκτησης τέτοιων συστημάτων, ή όχι από τις ΗΠΑ… Το πιθανότερο είναι ότι τέτοιο αίτημα δεν απεστάλη ποτέ από την ελληνική πλευρά. Χρησιμοποιούμε τη φράση “το πιθανότερο” γιατί τελικά εξ’ όσων γνωρίζουμε, κανένα από τα MQ-1 Predator ως ολοκληρωμένο σύστημα δεν παραχωρήθηκε δωρεάν ή πωλήθηκε σε κάποια σύμμαχο χώρα των ΗΠΑ. Η ιστορία επίσης των τελευταίων 15 τουλάχιστον ετών, αποδεικνύει ότι οι ΗΠΑ είναι εξαιρετικά επιφυλακτικές ως προς την αποδέσμευση μη επανδρωμένων αεροσκαφών μάχης (οπλισμένων), ακόμη και προς χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ!
Η προϊστορία της τουρκικής εμπλοκής στο χώρο των οπλισμένων UAV κατηγορίας ΜΑLE
Στη δεκαετία του 2000 και ενώ στην Ελλάδα δεν υπήρχε κανένα πρακτικό ενδιαφέρον στο χώρο των UAV, πέραν της προμήθειας των συστημάτων Sperwer από τον Ελληνικό Στρατό και της προσπάθειας ένταξης σε υπηρεσία του αναβαθμισμένου Πήγασος ΙΙ στις τάξεις της Πολεμικής Αεροπορίας, μεταξύ των πρώτων συμμαχικών χωρών – μελών του ΝΑΤΟ που ζήτησαν από τις ΗΠΑ την έγκριση προμήθειας μη επανδρωμένων αεροσκαφών μάχης, ήταν η Τουρκία.
Κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων τέτοιων αεροσκαφών (MQ-1 και MQ-9) στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, Τούρκοι αξιωματικοί είχαν κληθεί ώς παρατηρητές, αποκτώντας μία πρώτη σημαντική εικόνα και εμπειρία από τα πλεονεκτήματα της εκμετάλλευσης οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών. Σε σύντομο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα εντός του 2008, η Τουρκία χωρίς χρονοτριβές ζήτησε από τις ΗΠΑ την προμήθεια μέσω FMS, τεσσάρων MQ-1 Predator και έξι MQ-9 Reaper, με σκοπό την καταπολέμηση των δυνάμεων του κουρδικού PKK.
Εν αναμονή μάλιστα της αμερικανικής απάντησης στο αίτημά τους οι Τούρκοι αρχικά αξιολόγησαν και τρία ισραηλινά (μη οπλισμένα) UAV. Τα Heron (IAI και Elbit Systems), Searcher (IAI) και Dominator (Israeli Aeronautics Defense Systems), ενώ αγοράστηκαν και τρία Aerostar για τον Τουρκικό Στρατό. Η αμερικανική απάντηση δεν ήρθε ποτέ λόγω άρνησης αποδέσμευσης των MQ-1 και MQ-9 από το κογκρέσο, ενώ και η παραγγελία ύψους 150 εκατομμυρίων δολαρίων για την προμήθεια 10 UAV τύπου Heron (αυτός ο τύπος επελέγη…), δεν υλοποιήθηκε πλήρως, μετά τη διατάραξη των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων, συνεπεία της αντίδρασης της Τουρκίας στην ισραηλινή επιχείρησης Cast Lead στη Γάζα και το επεισόδιο στο πλοίο Mavi Marmara το Μάιο του 2010.
Τα σημερινά δεδομένα που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα…
Η συνέχεια είναι λίγο – πολύ γνωστή. Η Τουρκία απευθυνόμενη για συνεργασία σε φίλιες χώρες, όπως το Κατάρ και το Αζερμπαϊτζάν, εξασφάλισε την αναγκαία χρηματοδότηση για την υλοποίηση αυτόνομων προγραμμάτων ανάπτυξης και μαζικής παραγωγής οπλισμένων UAV μαζί με ολοκληρωμένη σειρά όπλων για αυτά. Την ίδια μάλιστα πολιτική εφάρμοσε και σε πολλούς άλλους τομείς, επεκτείνοντας τη συνεργασία της με την Κίνα και το Πακιστάν στο χώρο των βαλλιστικών πυραύλων, με τη Νότια Κορέα στο πρόγραμμα ανάπτυξης του άρματος μάχης Αltai κοκ.
Φυσικά σε όλη αυτή την ομολογουμένως οργανωμένη και πολύπλευρη προσπάθεια, πολύτιμοι αρωγοί στάθηκαν εταιρείες και κυβερνήσεις ευρωπαϊκών – και μη – χωρών της Δύσης, ακόμη και όταν η Τουρκία προχώρησε τελικά στην υπογραφή και υλοποίηση της συμφωνίας προμήθειας συστημάτων S-400 με τη Ρωσία. Είναι αξιοσημείωτο επίσης, το γεγονός ότι ακόμη και όταν μετά την επιβολή κυρώσεων από την πλευρά των ΗΠΑ, κατέστη αδύνατη η απευθείας εξαγωγή κρίσιμων συστημάτων και υποσυστημάτων στην Τουρκία, η ροή τους όπως αποδείχθηκε σε πολλές περιπτώσεις δεν διακόπηκε αλλά συνεχίστηκε μέσω τρίτων εταιρειών (ενδιάμεσων…) και χωρών… Μία πρακτική ευρύτατα διαδεδομένη στην παγκόσμια αγορά και φυσικά σε όλους γνωστή!
Όλη αυτή η πρόοδος που συντελέστηκε κυρίως με την εισροή κεφαλαίων από το Κατάρ στην Τουρκία, έχει επιβραδυνθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, χωρίς όμως να έχει ανατραπεί οριστικά, από τις πρόσφατες εξελίξεις που έφερε η δραματική υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Μετά από την κατακρήμνιση δηλαδή της τουρκικής αγοραστικής ισχύος σε πολύτιμες πρώτες ύλες και κρίσιμα υποσυστήματα και συστήματα. Πρόκειται για μία κατάσταση που δεν γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθεί, παρά το γεγονός ότι η προσπάθεια ενίσχυσης του στόλου των οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών συνεχίζεται (https://defencereview.gr/exi-akinci-echei-paralavei-mechri-stigmis-i-to/).
… και οι διαθέσιμες επιλογές
Αυτό που με βεβαιότητα μπορούμε να υποστηρίξουμε είναι πώς αντί στην Ελλάδα να αναλωνόμαστε αποκλειστικά και μόνο στο ποιος θα είναι για εμάς ο αντίκτυπος των εξελίξεων στην Τουρκία, σε ότι έχει να κάνει με τα σενάρια εκδήλωσης των επόμενων επιθετικών ενεργειών και διεκδικήσεων εναντίον της χώρας μας, θα πρέπει απλά να αξιοποιηθεί αυτή η “νεκρή” περίοδος δραστηριοποίησης της τουρκικής βιομηχανίας. Έτσι ώστε να μπορέσουμε να καλύψουμε μέρος μόνο της απόστασης που μας χωρίζει από την γειτονική προς ανατολάς χώρα, στον τομέα των οπλισμένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Η οργάνωση και δημιουργία αποτελεσματικού δικτύου επιτήρησης (https://defencereview.gr/epigeio-diktyo-rantar-sae-epiprosthet/) σε συνδυασμό με ένα εξίσου αποτελεσματικό δίκτυο αντιαεροπορικών συστημάτων και εξειδικευμένων αεροσκαφών χαμηλού κόστους (https://defencereview.gr/okto-at-6-wolverine-gia-tin-tailandi-sta-143-ekatomm/), είναι το κομμάτι της άμυνας έναντι των τουρκικών UAV μάχης, αναγκαίο για την άμυνα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και του Έβρου. Στην αναβάθμιση του οποίου δεν έχει γίνει επί της ουσίας τίποτα…
Από την άλλη πλευρά η συγκρότηση στόλου μη επανδρωμένων αεροσκαφών μάχης, είναι επίσης επιβεβλημένη για την Ελλάδα, με σκοπό την προσβολή τακτικών στόχων και στόχων ευκαιρίας στη γραμμή αντιπαράθεσης. Ναι μέν τα μαχητικά αεροσκάφη και τα όπλα μακρού πλήγματος δεν μπορούν να υποκατασταθούν από μη επανδρωμένα αεροσκάφη μάχης, όπως τα MQ-9 ή τα ΤΒ2 Βayraktar ή τα Akinci, ιδίως σε ρόλους προσβολής στόχων βαθιά μέσα στο έδαφος της Τουρκίας αλλά… Πρέπει να υπάρχει ισορροπία και περιθώρια επιχειρησιακών επιλογών. Που θα καλύπτουν όλο το φάσμα και τα είδη της απειλής.
Μία λύση άμεση προς την κατεύθυνση αυτή, είναι και η ενδεχόμενη απόκτηση των MQ-9 που αποσύρει η USAF σε αρχική φάση. Εφόσον στο νομοσχέδιο για τον αμυντικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ για το 2022 πέρασε και η τροπολογία υπέρ της αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα των γερουσιαστών Μενέντεζ και Ρούμπιο (https://defencereview.gr/yperpsifistike-apo-ti-amerikaniki-ger/) περιλαμβάνοντας όπως ανακοινώθηκε πρόνοιες προνομιακής χρηματοδότησης και αποδέσμευση του F-35A Lightning II και μάλιστα κατά προτεραιότητα (!) δεν βλέπουμε πραγματικά το λόγο για τον οποίο η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να αιτηθεί άμεσα την απόκτηση μεταχειρισμένων ή και καινούριων MQ-9, μαζί με εξοπλισμό υποστήριξης και επιχειρησιακής εκμετάλλευσης, αλλά και τα κατάλληλα όπλα.
Το MQ-9 Reaper τελεί υπό αναμονή αποδέσμευσης στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μετά από πολλά χρόνια καθυστερήσεων από την πλευρά των ΗΠΑ. Που φυσικά οδήγησαν την πλούσια αραβική χώρα να στραφεί στην Κίνα για την προμήθεια αντίστοιχων αεροσκαφών ( https://defencereview.gr/kinezika-uav-wing-loong-ii-gia-ti-servia/) για την κάλυψη των επιχειρησιακών της αναγκών, αλλά και των αναγκών των ενόπλων δυνάμεων της Αιγύπτου και του LNA (Lybian National Army) του στρατάρχη Χαφτάρ στη Λιβύη (https://defencereview.gr/livyi-o-emfylios-polemos-poy-egine-er/).
Παράλληλα, η εσκεμμένη κωλυσιεργία των ΗΠΑ, οδήγησε τα ΗΑΕ και στην απόφαση ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, μέσω της αξιοποίησης ενός μικρού μόνο μέρους του πακτωλού των κονδυλίων που δαπανούν κατά περιόδους για την προμήθεια αμερικανικών και ευρωπαϊκών συστημάτων και όπλων.
Και έναντι των Ευρωπαίων συμμάχων τους στο ΝΑΤΟ όμως, οι ΗΠΑ υπήρξαν ιδιαίτερα επιφυλακτικές μέχρι σήμερα, ώς προς την αποδέσμευση του MQ-9, της υποδομής και των όπλων του. Τέτοια αεροσκάφη αξιοποιούν επιχειρησιακά μόνο η Βρετανία, η Γαλλία, η Ολλανδία και η Ιταλία. Αναφερόμαστε σε οπλισμένες εκδόσεις του αεροσκάφους, γιατί το Βέλγιο και η Ισπανία έχουν αποκτήσει εκδόσεις αναγνώρισης και επιτήρησης (MQ-9 Skyguardian), με την προοπτική να τις εξοπλίσουν και με όπλα μελλοντικά.
Στην Ελλάδα κατ’ επέκταση παρουσιάζεται για άλλη μία φορά η ευκαιρία πραγματικής αξιοποίησης της νέας συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ (MDCA). Η οποία μάλιστα είναι πενταετούς διάρκειας και, μεταξύ άλλων, “χρηματοδοτεί” και την απομάκρυνση – αντικατάσταση των ρωσικής κατασκευής και προέλευσης όπλων από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις… Μία τέτοιας έκτασης και στρατηγικής σημασίας για τις ισορροπίες στην περιοχή, δεν μπορεί να περιλαμβάνει μόνο την “παρότρυνση” ‘η “διευκόλυνση” αγοράς νέων μαχητικών αεροσκαφών. Με το κόστος μάλιστα που συνεπάγεται μία τέτοια επιλογή από την πλευρά της χώρας μας. Ένα ζήτημα στο οποίο θα επανέλθουμε σε μελλοντικό αφιέρωμά μας.
https://defencereview.gr/