26.12.21

Τα Καλαντόφωτα, ή αλλιώς το Δωδεκαήμερο στον Πόντο, οι μάγισσες κινούνταν ανάμεσα στους ανθρώπους


Με μία υπέροχη λέξη της ποντιακής διαλέκτου μπορεί να περιγραφεί το Δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα έως τα Θεοφάνια: Είναι τα Καλαντόφωτα, τα καλά τα ημέρας, που όμως… σκοτεινιάζουν από ύπουλα πνεύματα τα οποία θέλουν να κάνουν κακό στους ανθρώπους.

Και η ποντιακή λαογραφία είναι γεμάτη από τα δαιμόνια που βγαίνουν από τη γη την παραμονή των Χριστουγέννων και μένουν ως τα Φώτα. Και δεν ήταν μόνο οι άσχημοι καλικάντζαροι, τα πιζήαλα. Ήταν και όμορφες γυναίκες, οι μά(γ)ισσες.

Αυτά τα αόρατα πνεύματα κινούνταν ανάμεσα στους ανθρώπους και επηρέαζαν με διάφορους τρόπους τη ζωή τους, ιδίως το Δωδεκαήμερο. Όπως αναφέρει η Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, στον ελληνισμό του Πόντου, ο οποίος έζησε επί αιώνες σε συνεχή επικοινωνία με τη γεμάτη μοιρολατρία τουρκική φυλή, η πεποίθηση για την ύπαρξη των μαϊσσών ήταν αρκετά έντονη.

Οι μάισσεςγια τις οποίες ήταν σε χρήση και οι τουρκικές ονομασίες τσαζούδες και περήδες, είχαν τη μορφή μιας ωραίας γυναίκας (τσεζή στα τούρκικα σημαίνει γυναίκα ελκυστική), μόνο που στα πόδια τους οι φτέρνες ήταν μπροστά και τα δάχτυλα πίσω.

Δεν γερνούσαν και δεν πέθαιναν, και κινούνταν αόρατες πάνω στη γη. Είχαν τα λημέρια τους σε ρέματα, βρύσες, γεφύρια, ερειπωμένους μύλους, θάμνους πυκνούς, γούπατα και σπήλαια, καθώς και σε αιωνόβια σαρακοφαγωμένα δέντρα. Ήταν εχθρικές με τους ανθρώπους γενικά, ενώ κακοποιούσαν τις λεχώνες, έπνιγαν τα νεογέννητα, «έβλαφταν» τα βρέφη, αλλά και μεγαλύτερα παιδιά, γιατί –όπως πιστευόταν– τα ζήλευαν.

Οι μάισσες παντρεύονταν τη νύχτα, με αόρατες για τους ανθρώπους, αλλά επιβλητικές τελετές, άνδρες του δικού τους κόσμου, με μόνο σκοπό την αναπαραγωγή. Για το γάμο τους έκλεβαν τα νυφικά των γυναικών από τα σεντούκια όπου ήταν φυλαγμένα και στη συνέχεια τα επέστρεφαν γίνονται αντιληπτές.

Μετά την τελετή του γάμου γινόταν συνήθως μεγάλο γλέντι με φαγοπότι και χορό. Είχαν δικούς τους οργανοπαίχτες οι οποίοι έπαιζαν μελωδίες ίδιες μ΄ αυτές των ανθρώπων. Αλλά και οι χοροί τους ήταν ίδιοι.

Λέγεται και ότι είχαν την ικανότητα να κλέβουν γυναίκες που ήταν γνωστές για τις χορευτικές τους ικανότητες ώστε να τις βάζουν να σέρνουν τον κύκλο. Αφού οι γυναίκες χόρευαν, έτρωγαν και έπιναν μαζί τους, τις ξαναγυρνούσαν στο σπίτι τους, νύχτα πάντα και φυσικά χωρίς να φαίνονται οι ίδιες.

Μάλιστα οι άνθρωποι φέρονται να άκουγαν πολλές φορές τη μουσική και τους άλλους θορύβους από τα γλέντια τους και έβλεπαν από μακριά τις λάμψεις από τα αναμμένα κεριά τους.

Ανέφεραν δε και διάφορες τέτοιες «νεραϊδοκρατούμενες» περιοχές, από τις οποίες πολύ λίγοι, οι πιο τολμηροί, είχαν το κουράγιο να περάσουν τη νύχτα. Μια τέτοια περιοχή βρισκόταν στη Σάντα, λίγο πιο πάνω από την ενορία Κοζλαράντων, στο χείλος ενός χειμάρρου που κατέβαινε απότομα από ψηλά. Εκεί υπήρχε «Τη μάισσας το λιθάρ’», ένας τεράστιος ογκόλιθος όπου συχνά φαίνονταν τις νύχτες φώτα. (Πιθανότατα τα φώτα εκείνα οφείλονταν στις πυγολαμπίδες που πετούσαν χαμηλά σε θαμνώδη σημεία.)

Φαγητό των μαϊσσών ήταν το μαλέζ’ (χυλός από νερό και αλεύρι). Αγαπούσαν ιδιαίτερα την ιππασία. Τη νύχτα έμπαιναν στους στάβλους, καβαλούσαν τα άλογα και κάλπαζαν μαζί τους όλη τη νύχτα.

Όταν συναντούσε κανείς μάγισσα δεν έπρεπε να μιλήσει, γιατί του έπαιρνε τη λαλιά. Την περίοδο του Δωδεκαήμερου έξω από το σπίτι δεν έπρεπε να ρίχνει κανείς νερό, και μάλιστα ζεστό, γιατί υπήρχε κίνδυνος να τις καταβρέξει. Τότε εκείνες εξοργίζονταν και τον τιμωρούσαν.

Για την προστασία τους από τις μάισσες και τα κακά που μπορούσαν να πάθουν από αυτές οι άνθρωποι είχαν το «Πάτερ ημών», τα ξόρκια, το σταυρό, το αγιαστήρι του παπά και τον αγιασμό. Ιδιαιτέρως ο σταυρός και ο αγιασμός τις τρομοκρατούσαν και τις έκανε να τρέπονται σε φυγή.

Στην ποντιακή διάλεκτο, μάλιστα, η λέξη μάισσα σημαίνει ακόμη την πονηρή και ραδιούργα γυναίκα.

https://www.pontosnews.gr/