ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ. Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΣΕ ΛΥΡΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΑ ΔΕΙΝΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΔΑΣ..
Επιμέλεια από Αντώνη Αντωνά. ( Ερανιζόμενα αποσπάσματα από τιμητικά αφιερώματα και ιστορικά βιβλία του ιδίου.)
Με μαεστρία, υφαίνονται οι λέξεις. Η άρτια γλωσσολογική κατάρτιση, σε συνδυασμό με τη βαθιά παιδεία αλλά και την εμφανή υπερευαισθησία που χαρακτηρίζει κάθε γνήσιο πατριώτη ποιητή, ίσως και να μην αφήνουν περιθώρια στα ποιήματα του Μόντη, να θεωρηθούν κάτι λιγότερο από διαμάντια.
Συνήθως, λένε, ότι ένας ποιητής, θα πρέπει να αισθάνεται ικανοποίηση εάν ένα στα δέκα ποιήματά του, βγει πραγματικά καλό. Στην περίπτωση του Μόντη, η αίσθηση που αφήνει , είναι μάλλον η αντίστροφη.
Πάντως, στην ποίηση του ΕΛΛΗΝΑ Κύπριου ποιητή, είναι ευδιάκριτη η υπέρμετρη ευαισθησία για τα δεινά του τόπου του, τις πολλαπλές ταλαιπωρίες που διαχρονικά υπέστη η ιδιαίτερη του πατρίδα και οι άνθρωποί της. Πικραμμένος για το χαμένο όνειρο της ΕΝΩΣΗΣ και την βάρβαρη τουρκική εισβολή, αλλά και για την εγκατάλειψη της Κύπρου. Εκτός αυτού όμως, η ποίησή του είναι γεμάτη με υπαρξιακές ανησυχίες κι ευαισθησίες, που δε γνωρίζουν χρώμα και τόπο, κι ας πυροδοτούνται από τις δυσβάσταχτες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν -και δυστυχώς επικρατούν– στην τότε -και τώρα- κοινωνία.Ο ποιητής ταυτόχρονα, φαίνεται να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό και από τα όσα τόσο βίαια του σερβίρονταν μέσω της τηλεόρασης, ενώ εκείνος καθόταν σε μία γωνία του δωματίου του. Φαίνεται πως τον είχαν συνταράξει βαθιά, τα τόσα πρόσωπα της εξαθλίωσης ανά το παγκόσμιο, “τα πεινασμένα παιδάκια της Αφρικής”, “το κομμένο χέρι μιας κούκλας”. Δεν είναι τυχαίο αυτό που ο Μόντης είχε εκμυστηρευτεί στον σπουδαίο μελετητή και φίλο του αργότερα, Μιχάλη Πιερή, ότι δηλαδή το γεγονός ότι μέσω της τηλεόρασης «μπορούν και μου τα πετούν όλα αυτά οποιαδήποτε ώρα μέσα στο δωμάτιό μου, είναι κάτι που με αναστατώνει σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορώ να ησυχάσω για ολόκληρες μέρες».
Η συλλογή του «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (Λευκωσία 1954), περιέχει μεγάλο αριθμό μεγάλων ποιημάτων, τα οποία άλλοτε αφυπνίζουν, άλλοτε ευαισθητοποιούν, άλλοτε καταγγέλλουν κι άλλοτε καθησυχάζουν, πάντως σίγουρα έχουν να μιλήσουν κάτι ξεχωριστό στον αναγνώστη, κάθε φορά που αποφασίζει να σαλπάρει στ’ ανοικτά τους. Ο Μόντης κρύβει φοβερή ευαισθησία για τον απλό άνθρωπο της κάθε ημέρας. Τον άγνωστο μαχητή, τον όχι και τόσο ευνοούμενο από την ειμαρμένη. Το γεγονός ότι καταφέρνει να στρέφει το φως στις απλές ουσίες της ζωής αλλά ταυτόχρονα και στις όχι και τόσο ευδιάκριτες γωνίες της, αφήνοντας πάντοτε έναν αφοπλιστικό προβληματισμό στον αναγνώστη, ίσως και να αποτελεί τη λυδία λίθο για την ποίηση του
Κώστα Μόντη. ( Αποτυπώματα)
Μερικά συμβολικά του ποιήματα επίκαιρα για σήμερα….
ΕΙΝ’ ΛΙΓΟ ΝΑ ΠΡΟΣΜΕΝΗΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ;
Είν’ λίγο να προσμένης τους βαρβάρους του Καβάφη
Μ’ όση δραματικότητα κι αν σου το περιγράφει,/ γιατί επιτέλους είν’ μια ελπίδα η προσμονή σου/ πως έστω κι’ αυτοί οι βάρβαροι θ’ αλλάξουν πια την ζωή σου./ Δραματικό είναι τίποτα να μην προσμένης,/ μ’ άδεια τα χέρια, την καρδιά, να μένης,/ ξένος σ’ ερημικό δρομάκι ξένο/ σαν φύλλο του φθινόπωρου απ’ τον άνεμο ριγμένο/ και να κυτάς τριγύρω αφαιρεμένα/ αυτά τα τόσα πράγματα τα ξένα,/ να μην αναγνωρίζης τη φωνή σου,/ νάχη κοπή του κόσμου τους κάθε δεσμός μαζί σου/ και το χειρότερον απ’ όλα ακόμα,/ να μη βλέπης τη λύση στο χώμα,/ τη λύση που εμπιστεύονται και άρπουν οι απελπισμένοι,/ να μην ξέρης αν δεν σου είναι το ίδιο κ´ οι τάφοι ξένοι.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ
Στην ψυχή της άγιας αδερφής μου/ Δεν λέω Θέ μου, δεν είν’ όμορφος ο κόσμος Σου,/ δεν ξέρω τις δικές Σου απόψεις για το ζήτημα,/ δεν ξέρω αν μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση,/ επίτρεψέ μου ταπεινά/ να κάνω κάποια παρατήρηση
λιγάκι δημοκρατικά/ όπως τόσον ορθά/ μας έμαθαν οι πιο σοφοί συνάνθρωποί μας:Ανεξαρτήτως άλλων επιφυλάξεων/ κι άλλων σημείων συζητησίμων/ δεν δέχεται αμφισβήτηση, θαρρώ, το πως/ πράμα π’ αυξάνει διηνεκώς/ το χρέος της θλίψης της ανθρώπινης/ η σύντομη χαρά των ερχομών μας, Θέ μου,/ δεν είν’ ουδόλως αρκετή να ισοσταθμίση/ την άμετρη κι’ ατέλειωτην/ οδύνη των αναχωρήσεων.
«Γράμματα στη μητέρα»
Τα «Γράμματα στη μητέρα» είναι τρείς αυτόνομες ποιητικές συνθέσεις οι οποίες γράφτηκαν σε τρείς διαφορετικές περιόδους. Η «μητέρα», ( Μητέρα θεωρούσε και την Ελλάδα.) στην οποία απευθύνεται ο ποιητής, είναι η πραγματική του μητέρα Καλομοίρα Μπατίστα, την οποία έχασε στα 12 του χρόνια. Ο θάνατος της μητέρας του καθόρισε έντονα τον ψυχισμό και την ποιητικό του λόγο.
Το «Πρώτο γράμμα στη μητέρα» γράφτηκε και εκδόθηκε το 1965. Ο ποιητής απογοητευμένος από την έκβαση του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-ʼ59 (έντονα «αντι-Ζυριχικός» καθώς ήλπιζε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα) περιγράφει με οδύνη την εγκυμονούσα με κινδύνους φαινομενική ανεξαρτησία και ευημερία του νησιού.
[…]
Μητέρα, δεν βλέπεις πως μας αφαίρεσαν τα οστά/ και σωριαζόμαστε στο παραμικρό/ και προσπίπτουμε;/ Μητέρα, τʼ αμπέλια δεν παράγουν για μας,/ Οι μύθοι διακόπτονται στο κατώφλι μας./ Πρέπει όταν γεννηθήκαμε/ να ʼκλεισαν πίσω μας όλες οι πόρτες, δεν πρόσεξες;/ Πρέπει όταν γεννηθήκαμε/ το χωριό να διαγράφτηκε, δεν πρόσεξες;
[…]
Μας είπαν προεξείχε η καρδιά/ και την περιέκοψαν./ Μας είπαν προεξείχαν τα όνειρα/ και τα περιέκοψαν,/ μας είπαν προεξείχαν οι αιρετικοί πόθοι./ Τι υποσημειώναμε, είπαν, τις νύχτες στα κράσπεδα/ των αγαλμάτων,/ τι έννοια είχε το δίχτυ ασφαλείας/ που απλώναμε κάτω απʼ τον ήλιο;/ Όμως εμείς μʼ αυτά ποτίζαμε τους ουρανούς δάκρυα,μητέρα/ όμως εμείς μʼ αυτά κλεινόμαστε έρμαια στη σοφίτα.
[…]
`
Το «Δεύτερο γράμμα στη μητέρα» γράφτηκε και εκδόθηκε το 1972. Με άκρατη μελαγχολία και γλαφυρότητα ο ποιητής περιγράφει στην μητέρα του την προσπάθεια του νέου κράτους να μετατραπεί σε μια μεγάλη απρόσωπη δημόσια υπηρεσία, αναπολώντας ταυτόχρονα τις εποχές της αθωότητας. Επίσης συνεχίζει να ανησυχεί για το μέλλον του νησιού.
[…]
Κι είμαστε σʼ ένα μικρό νησί, μητέρα,/ δεν μπορούν να μας τα φορτώσουν όλα αυτά,/ κι είμαστε σε μια μικρή φυλακή, μητέρα,/ δεν υπάρχει απλωσιά νʼ απλώσουν όλα αυτά/ να τα δούμε με κάποια άνεση χώρου,/ να τα δούμε με κάποια πίστωση χώρου,/ να κατανεμηθούν,/ νʼ αποκεντρωθούν,/ νʼ αραιώσουν./ Στοιβάζονται, σου λέω, επάλληλα απάνω μας/ και δεν αναπνέουμε.
[…]
Μητέρα, διαισθάνομαι πως το γράμμα μου άρχισε να διασπάται,/ διαισθάνομαι πως η συνοχή που επεδίωξα άρχισε να διασπάται,/ πως η δομή που ήλπιζα άρχισε να διασπάται/ σαν τις κουρασμένες τετράδες των μαθητικών παρελάσεων/ όταν προσεγγίζουν το τέρμα 5/ που λεν «ουφ» και ξεκουμπώνουν τα κολάρα
και «επιτέλους»/ και σπεύδουν να επανέλθουν το ταχύτερο στα καθημερινά/ και σπεύδουν να επανέλθουν το ταχύτερο στα συνήθη./ Κι η αλήθεια είναι πως τι χρειαζόταν η συνοχή, 10
κι η αλήθεια είναι πως τι χρειαζόταν η δομή,/ πώς θα διασωζόταν η δομή,/ πώς θʼ άντεχε η δομή,/ πώς θʼ άντεχε η συνέπεια,/ πώς θʼ άντεχε η ακολουθία, 15/ πώς θʼ άντεχε ο ειρμός,/ που, όπως είπα, έρχεται ο τυχών απροειδοποίητα κι ανοίγει την πόρτα,/ που έρχονται απροειδοποίητα κι ανοίγουν την πόρτα/ και μου τα πετάν ανάκατα μέσα,/ που ξανάρχονται απροειδοποίητα και ξανανοίγουν/ και διαδίδεται η είδηση/ κι έρχονται κι άλλοι κι άλλοι και συνωθούνται;
[…]
`Το «Τρίτο γράμμα στη μητέρα» γράφεται το 1980. Η οδύνη του πολέμου, η απελπισία και οι φόβοι του για το μέλλον του νησιού είναι διάχυτα στο ποίημα. Περιγράφει τη ζωή στο έρεβος που απλώθηκε μετά την τουρκική εισβολή. Σημαντική και έντονη είναι η αναφορά του στην ηχηρή απουσία της Ελλάδας στις δύσκολες εκείνες στιγμές που ζούσε η Κύπρος.
[…]
Μητέρα, αν το βρεις βαρύ το γράμμα μου,/ είναι που σκύβει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος Τούρκο,/ αν το βρεις ασήκωτο,/ είναι που γονατίζει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος Τούρκο./ Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος, μητέρα./ Στο κάτω-κάτω το Μόρφου δεν το βλέπουμε,/ στο κάτω-κάτω την Κερύνεια δεν τη βλέπουμε,/ την Αμμόχωστο δεν τη βλέπουμε,/ όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας ,/ όμως αυτός είναι διαρκώς εκεί απέναντί μας/ και μας κοιτάζει , και μας κοιτάζει μ’ ένα τρόπο …/ και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος μας,/ όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας ,/ και δεν μπορεί να κρυβεί σαν το Μόρφου,/ και δε μπορεί να κρυβεί σαν την Κερύνεια/ και σαν την Αμμόχωστο./ Και λέει: “Λοιπόν”; και μας ρωτά: “Λοιπόν”;
[…]
Την περιμέναμε μέσʼ απʼ τους καπνούς και τις φλόγες της κοιλάδας των Κέδρων,
Την περιμέναμε απʼ το ξάγναντο του Τρίπυλου,/ την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό/ στη θάλασσα της Κερύνειας,/ συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει./ Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της./ Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της-«να εδώ κʼ εδώ κʼ εδώ»-/ και την περιμέναμε,/ κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε/ κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε/ κι όπου ναʼ ναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της/ και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,/ κι όπου ναʼ ναι άκου την!/ Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε./ Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,/ τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!
Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε/ και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν/ και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κʼ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει./ οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους/ και τους αδελφούς και τους πατέρες/ κʼ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,/ κʼ έχασκαν μʼ ένα γελόκλαμα./ Κʼ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»/ Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»/ Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό/ ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απʼ το βυθό,/ ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο, ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε/ σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,/ ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,/ ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο/ κʼ οι αγχόνες της Λευκωσίας/ γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,/ γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,/ ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,/ γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες/ και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά/ και ψέμα οι Ιστορίες μας,/ ψέμα, όλα ψέμα./ Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,/ κάτι πανηγυρισμούς,/ κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,/ λυπόταν, δεν το περίμενε,/ ειλικρινά λυπόταν,/ ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ./ Κʼ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,/ και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα/ κʼ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,/ και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια/ όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος… Δεν κάνω ποίηση, μητέρα, έχω αντίγραφα.
Απόσεισέ τους Πενταδάκτυλε...
Κώστας Μόντης,
«Στιγμές της Εισβολής»
Είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας, είναι δύσκολο να πιστέψω πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας. Πικρή θάλασσα της Κερύνειας που πρέπει να αποσύρουμε πια τους στίχους που σου γράψαμε. Σκέψου να μας γίνει βραχνάς η οροσειρά της Κερύνειας σκέψου να την κοιτάμε με τρόμο, σκέψου να την υποψιαζόμαστε, σκέψου να τη μισάμε! Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους Πενταδάκτυλέ μου, ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους.
*Πενταδάχτυλος,
Ιούλιος - Αύγουστος 1974
Να που χρειάστηκε τώρα/ Η μούντζα της απαλάμης σου,/ Να που ξηγήθηκε τώρα/ Η ανεξήγητη μούντζα της υψωμένης απαλάμης σου.
Μούντζωσέ μας, Πενταδάχτυλε ακριβέ,/έτσι π αφήσαμε τόσο άφρονα να τουρκοπατηθείς.
ΕΝΑ ΕΠΕΤΕΙΑΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΑΛΟΙΩΤΙΚΟ ΑΠΟ Τ΄ΑΛΛΑ
https://www.olympia.gr › ellada › en...
Απόσπασμα.
Και τι θα γίνει τώρα;/ Θα σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια,/ που ήταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»;/ Θα σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια,/ που ήταν γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένη,/ με γιασεμιά και λεμονανθούς και μαργαρίτες:/ Θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών μας,/ με τις ελληνικές σημαίες;/ Θα πετάξουμε τ΄ αγαπημένο μας,
αναμνηστικό σκουφί του Γυμνασίου,/ με την « Ένωση» στο γείσο;/ Θα πετάξουμε τον χάρακα τους και την τσάντα/ και το ποδήλατο που΄ γράφαν « Ένωση»;/ Αλήθεια πέστε μου τι θα γίνει τώρα;
Ερώτηση, χωρίς απάντηση!
Κώστας Μόντης.
Στις Ερινύες τα δωσε. Του Αντώνη Αντωνά.
Ο εθνικός μας ποιητής,
Ελληνολάτρης Μόντης,
τα γράμματα που έγραψε,
στη μάνα του Ελλάδα,
στις Ερινύες τα ΄δωσε,
για να τα μεταφέρουν.
Μεταθανάτιο άγγελμα,
θα παρέδιδαν, ήταν και συστημένο,
σ΄αυτούς τους «λίγους», να τ΄ανεμίζουν
που δείλιασαν για να θυμίζουν.
ότι την αδελφή Κύπρο άφησαν μόνη…
Ω, ξειν, αγέλλειν τοις Κυπρίοις, ότι τηδε κείμεθα….
Όλα τα ποιήματα ανήκουν στη συλλογή «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (Λευκωσία 1954), τα οποία βρίσκονται στον ΤΟΜΟ 1 της συλλογής ΠΟΙΗΣΗ που εξέδωσε η σύζυγος του ποιητή με τα τέσσερα παιδιά τους, σε συνεργασία με τις Εκδόσεις ΠΑΡΓΑ.
*ΠΕΝΤΑΔΑΚΤΥΛΟΣ:
Ο τουρκοπατημένος Πενταδάκτυλος το θρυλικό βουνό του Ακρίτα Βυζαντινού Διγενή Ακρίτα, αποτελείται από αλυσίδα βουνοκορφών, με ψηλότερο βουνό το Κυπαρισσόβουνο, το οποίο φτάνει τα 1025 μέτρα. Το μήκος της οροσειράς ξεπερνά τα εκατό χιλιόμετρα, ενώ το πλάτος της σε ελάχιστες περιπτώσεις υπερβαίνει τα πέντε. Στο δυτικό μέρος υψώνεται απότομα κοντά στο βορειοδυτικό ακρωτήριο Κορμακίτη, ενώ ανατολικά το ύψος των κορυφών μειώνεται για να καταλήξει βαθμιαία στη χερσόνησο της κατεχόμενης Αγίας Καρπασίας, γη Αγίων και ηρώων, η οποία αποτελεί προέκταση του βουνού. Στα βόρεια, η οροσειρά χωρίζεται από τη θάλασσα με μια στενή παράκτια πεδιάδα, ενώ στα νότια απλώνεται η πεδιάδα της ηρωϊκής Καρπασίας, της επίσης αλωμένης από βαρβάρους.
Πενταδάκτυλος Πέτρα του Ρωμιού. Διγενής Ακρίτας.