Στόχος να αντιμετωπιστεί η ακραία προκλητικότητα της Αγκυρας και ο αναθεωρητισμός στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, με το βλέμμα και στο Κυπριακό
Ενα «οχυρωματικό τόξο» από την Ουάσιγκτον και το Παρίσι μέχρι τις αραβικές χώρες και το Ισραήλ, αγγίζοντας και την Ινδία επιχειρεί να σφυρηλατήσει η ελληνική διπλωματία. Στόχος να αντιμετωπιστεί η ακραία τουρκική προκλητικότητα και ο αναθεωρητισμός στην περιοχή του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, με το βλέμμα και στο Κυπριακό, αλλά και ευρύτερες συμμαχίες που ξεκινούν από την άμυνα και καταλήγουν στην οικονομική συνεργασία, την ενέργεια και ευρύτερα. Οι συνεργασίες αυτές υπό τις κατάλληλες συνθήκες εκτιμάται ότι μπορούν να αλλάξουν τον χάρτη των συμμαχιών της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου αναδεικνύοντας την Αθήνα σε έναν παράγοντα σταθερότητας με περιφερειακό ρόλο.
Η αποστολή του ΥΠΕΞ, Νίκου Δένδια, στην Ουάσιγκτον σε αυτό το πλαίσιο, χαρακτηρίζεται και από το Μέγαρο Μαξίμου ως απόλυτα επιτυχημένη. Μετά την ελληνογαλλική συμφωνία, η υπογραφή της ανανεωμένης συμφωνίας αμοιβαίας συνεργασίας με τις ΗΠΑ, καθώς και τα κείμενα που τη συνοδεύουν, η κοινή δήλωση για τον στρατηγικό διάλογο και η επιστολή του αμερικανού ΥΠΕΞ, Αντονι Μπλίνκεν στον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, συμπληρώνουν το παζλ των ισχυρών και ηχηρών συμφωνιών της Ελλάδας, στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, που στέλνουν σαφές μήνυμα αποτροπής κατά των απειλών της Αγκυρας. Ακόμα και αν ρεαλιστικά όλα θα κριθούν από την αρχή σε περίπτωση «θερμού επεισοδίου», το διπλωματικό πλέγμα προστασίας που έχει δημιουργήσει η Αθήνα, μέσω σειράς συμφωνιών. Στους αστερίσκους παραμένει το ερώτημα πώς θα καταλήξει η σχέση Ουάσιγκτον – Αγκυρας, καθώς ο μηχανισμός του Στέιτ Ντιπάρτμεντ εξακολουθεί να τη θεωρεί ένα σημαντικό παίκτη που δεν πρέπει να χάσει, έστω και αν σε επίπεδο πολιτικών δηλώσεων η σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας δείχνει να βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί.
Δέσμευση
Ελλάδα και ΗΠΑ στην κοινή δήλωση για τον στρατηγικό διάλογο επανέλαβαν τη δέσμευση σε ένα σύστημα κανόνων και στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και υπογράμμισαν τη σημασία «της αποφυγής αποσταθεροποιητικών πράξεων». Ακόμα στην επιστολή Μπλίνκεν, τονίζεται ότι «πιστεύουμε επίσης ακράδαντα στον σεβασμό της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας, καθώς και κυριαρχικά δικαιώματα και δικαιοδοσία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας». Κάτι που επαναλαμβάνεται στη δήλωση για τον στρατηγικό διάλογο. Η επιστολή Μπλίνκεν υπογραμμίζει επίσης ότι η ενίσχυση της αμυντικής συμφωνίας «εμφανίζει τη σταθερή μας αποφασιστικότητα αμοιβαία να διαφυλάξουμε και να προστατεύσουμε την υπεροχή και την εδαφική ακεραιότητα των χωρών μας από ενέργειες που απειλούν την ειρήνη, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης ή της απειλής αυτής».
Ο αμερικανός ΥΠΕΞ αναφέρει όπως και η δήλωση για τον στρατηγικό διάλογο την εκτίμηση της Ουάσιγκτον στη «σταθερή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για διάλογο με τους γείτονές της και την προσήλωσή της στην επίλυση των διαφορών ειρηνικά μέσω διπλωματίας και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο». Ο Μπλίνκεν διαμηνύει ότι «η κυβέρνηση Μπάιντεν δεσμεύεται να διασφαλίσει τη σταθερότητα και την ευημερία σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο». Τονίζει δε ότι οι ΗΠΑ «αναγνωρίζουν τον ζωτικό ρόλο της Ναυτικής Υποστήριξης (NSA) στη Σούδα και άλλων ελληνικών εγκαταστάσεων, στις οποίες μπορούν να εκπαιδεύσουν ή να λειτουργήσουν στην ηπειρωτική χώρα ή τα νησιά, για την εξασφάλιση των κοινών μας αμυντικών στόχων», κάτι που χαρακτηρίζεται de facto απόρριψη των τουρκικών ισχυρισμών περί αποστρατικοποίησης.
Στη δήλωση του στρατηγικού διαλόγου οι δύο πλευρές εξέφρασαν παράλληλα την επιθυμία για ενίσχυση της συνεργασίας του σχήματος 3+1 (Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ + ΗΠΑ). Αναφορά γίνεται και στην ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων και δη στις συνομιλίες Αλβανίας και Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ.
Στο κεφάλαιο Αμυνα και Ασφάλεια γίνεται αναφορά και στα εξοπλιστικά, με τις ΗΠΑ όπως σημειώνεται στο κείμενο να δίνουν έμφαση στις αναβαθμίσεις F-16, στα αεροσκάφη και ελικόπτερα του Πολεμικού Ναυτικού S-70B και P-3B καθώς και στην από την Ελλάδα των ανθυποβρυχιακών ελικοπτέρων MH-60R, ενώ χαιρέτισαν και την εκδήλωση ενδιαφέροντος της Αθήνας για ένταξη στο πρόγραμμα μαχητικών F-35. Στην ατζέντα του στρατηγικού διαλόγου ήταν επίσης επιβολή του νόμου και καταπολέμηση της τρομοκρατίας, εμπόριο και επενδύσεις, ενέργεια και περιβάλλον, αντιμετώπιση καταστροφών και ανθρωπιστικές προκλήσεις, καθώς και οι επαφές των δύο λαών.